Ένα ατίθασο τσουλούφι, κρύβει ένα ατίθασο μυαλό. Αυτό κυνηγάνε. Θέλουν να λιώσουν όλα τα ελεύθερα μυαλά, έτσι ώστε η κάθε γενιά να εκπαιδεύει την επόμενη στην υποταγή.
Ξέρουν πολύ καλά ότι υπάρχουν ακόμα γυναίκες στο Ιράν, που σήμερα δεν είναι πάνω από πενήντα χρονών, γυναίκες επί εποχής Σάχη, που μεγάλωσαν χωρίς μαντήλα, που έβλεπαν τους γονείς τους να επιστρέφουν αργά το βράδυ από τα κλαμπ, που έβλεπαν τις μανάδες τους να φορούν τακούνια και εξώπλατα βραδινά.
Υπάρχουν εβρομηντάχρονες μαντηλοφορεμένες που μέχρι τα τριάντα τους σπούδαζαν, φλέρταραν, φορούσαν μίνι. Αυτοί που σήμερα συλλαμβάνουν τις κόρες τους, το κάνουν επειδή ξέρουν πως οι γυναίκες αυτές μετά από τριάντα χρόνια δεν τη συνήθισαν τη μαντήλα, δεν την πίστεψαν ούτε τη θέλησαν κι ότι τα κορίτσια τους είναι ίδια μ΄αυτές. Δεν ξεφεύγουν έτσι τα τσουλούφια από κόρες μανάδων που αγαπάνε το χιτζάπ, που τους αρέσει να ζουν ενταφιασμένες.
Δεν ξεφεύγουν έτσι τα τσουλούφια από κόρες μανάδων που αγαπάνε το χιτζάπ, που τους αρέσει να ζουν ενταφιασμένες.
Αυτοί που τις συλλαμβάνουν, βλέπουν, μυρίζονται σαν τα σκυλιά την εσωτερική αντίσταση. Η επαναστημένη μαντίλα φωνάζει από μακριά. Έχει ένα ανάστημα το κορμί από κάτω, που δεν έχει να κάνει με το ύψος, έχει μια τόλμη η περπατησιά, κι αυτοί τη βλέπουν. Το τσουλούφι είναι η αφορμή, για το σθένος που δεν μπόρεσε ούτε η μαντίλα να τσακίσει. Τη βλέπουμε την Μαχσά Αμινί στις φωτογραφίες, με το χιτζάπ να παίρνει τη θέση των μαλλιών της δίχως να τη θολώνει. Φεγγοβολάει νιάτα, όχι όμως με τον τρόπο μιας χαμηλοβλεπούσας, μα με τον τρόπο ενός κοριτσιού που ήθελε να δαγκώσει τον κόσμο λες κι ήταν ροδάκινο και να τον χορτάσει. Το βλέπουμε εμείς, το είδαν κι εκείνοι. Δεν ήταν το τσουλούφι που ενόχλησε, ήταν το φέγγος της Μαχσά Αμινί, που θέλησαν να αφανίσουν.
Μόλις είχε κατέβει από το τρένο. Μόλις είχε φτάσει στην πρωτεύουσα. Την άρπαξαν, πριν προλάβει να ανασάνει τη μυρωδιά της καινούριας πόλης. Πώς να αντέξουν τη χαρά της, εκείνοι που μισούν τη ζωή. Τη χτύπησαν. Στο κεφάλι. Στον μεγάλο τους εχθρό. Το ξέρουν πως κάποιες γυναίκες, η μαντίλα τις σκεπάζει, μα δεν τις αλλάζει. Εκεί χτυπάνε λυσσασμένα. Στο κεφάλι τη χτύπησαν τη Μαχσά Αμινί. Την έσβησαν στα 22 της χρόνια. Μα το κρίμα τους, θα τους σκεπάσει. Αυτούς και μια ολόκληρη χώρα. Μια χώρα που την καίνε, γυναίκες που δεν υποτάσσονται, που δεν μεγαλώνουν υποταγμένα κορίτσια, που δεν πιστεύουν ούτε διδάσκουν την υποταγή.
Δεν ήταν το τσουλούφι που ενόχλησε, ήταν το φέγγος της Μαχσά Αμινί, που θέλησαν να αφανίσουν.