Κάποιοι μισούν τις καλοκαιρινές διακοπές, άλλοι δεν βλέπουν την ώρα να ξεκινήσουν. Όμως για τους ήρωες του «Θερισμού» του Δημήτρη Δημητριάδη είναι ήδη εδώ, και για πάντα, σαν μια εφιαλτική λούπα σε παραδεισένιο σκηνικό. Ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα πανάλαφρο δόλωμα για να μας τραβήξει σε υπαρξιακά βάθη.
Στο κείμενό του να προσθέσουμε πέντε εξαιρετικούς ηθοποιούς, τους Βίβιαν Κοντομάρη, Γιάννη Σιαμσιάρη, Έλενα Μαρσίδου, Κωνσταντίνο Πασσά, Ηρώ Κισσανδράκη, την εξίσου πρωταγωνιστική μουσική του Παύλου Παυλίδη (τον οποίο τα παιδιά των 90s γνωρίσαμε από τα Ξύλινα Σπαθιά αλλά είναι πολύ περισσότερα) και κάπως έτσι έχουμε μια νέα παράσταση στο Θέατρο 104, μια αλληγορία για τη ζωή και το θάνατο, την αφθονία και τη στέρηση, την επικοινωνία και την αποξένωση, που δεσπόζει στη μετα-πασχαλινή σεζόν.
Τα νήματα όλων αυτών, ωστόσο, κινεί η σκηνοθετική δύναμη του Γρηγόρη Καραντινάκη, του αφανή ήρωα των αγαπημένων μας θεατρικών, κινηματογραφικών, τηλεοπτικών έργων. Μιλήσαμε μαζί του για την παγίδα της υπόσχεσης μιας δεύτερης ζωής από πολλές θρησκείες του κόσμου, για το μέλλον της κινηματογραφικής αίθουσας και για το σενάριο που κυκλοφορεί, τις τελευταίες μέρες, η «Σμύρνη μου αγαπημένη» να γίνει η πρώτη ελληνική ταινία του Netflix.
Γιατί ο «Θερισμός» του Δημήτρη Δημητριάδη;
«Είναι ένα πολύ ωραίο και πολύ επίκαιρο έργο, που αναφέρεται στη φθορά των σχέσεών μας με τους ανθρώπους και με την ύπαρξή μας. Σήμερα δεν εκτιμάμε τη ζωή μας ως θνητοί αλλά σχεδόν σαν αθάνατοι, νομίζουμε ότι θα διαιωνίζεται, και δεν προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε την κάθε στιγμή και κάθε σχέση μας με όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που δύναται να έχει. Θεωρούμε κάποια πράγματα αυτονόητα, ενώ δεν είναι».
Οι ήρωες του έργου προσπαθούν να δραπετεύσουν από την πραγματική ζωή καταφεύγοντας σε ένα ξενοδοχείο στο Ακαπούλκο.
«Είναι ένα ξενοδοχείο 54 αστέρων, διότι η ματαιοδοξία του ανθρώπου θέλει, αν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα, όχι το καλύτερο αλλά το ακριβότερο. Έτσι κάνουμε κι εμείς, αγοράζουμε το ακριβότερο γιατί θεωρούμε ότι είναι και το καλύτερο, ενώ δεν είναι πάντα έτσι. Οπότε ο καθένας διεκδικεί το δικό του Ακαπούλκο περισσότερο από την ηρεμία στο σπίτι του».
«Σήμερα δεν εκτιμάμε τη ζωή μας ως θνητοί αλλά σχεδόν σαν αθάνατοι, νομίζουμε ότι θα διαιωνίζεται, και δεν προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε την κάθε στιγμή και κάθε σχέση μας με όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που δύναται να έχει».
Έχετε ανεβάσει ξανά στο παρελθόν έργο του Δημήτρη Δημητριάδη;
«Είναι η πρώτη φορά και χαίρομαι πάρα πολύ γι’ αυτό. Χαίρομαι επίσης ιδιαιτέρως για την προσωπική γνωριμία μου μαζί του. Πέρα από το ότι είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς και δη δραματουργούς στην Ελλάδα είναι και αξιόλογος άνθρωπος, με καίριο κάθε φορά παρεμβατικό λόγο. Συναντηθήκαμε σε ένα από τα ταξίδια του στην Αθήνα, μπήκαμε σε έναν γόνιμο δίαυλο επικοινωνίας και πλέον τον θεωρώ δικό μου άνθρωπο».
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση της μεταφοράς του «Θερισμού» στο 104;
«Η αίσθηση της ακαμψίας του σώματος, του μυαλού, της καρδιάς, του χρόνου. Ότι τα πάντα κινούνται τόσο αργά, τόσο νωχελικά και, ενώ η συνθήκη είναι ο ήλιος, στην πραγματικότητα είναι η προσωπική τελμάτωση που δεν επιτρέπει στους ήρωες να κινηθούν γρήγορα, ενώ ένας ενεργητικός ήχος από τον έξω κόσμο, του τηλεφώνου, τους ξυπνάει προσωρινά και τους φέρνει αντιμέτωπους με τα προβλήματα των προσωπικών επιλογών τους – τα προβλήματα που φέρνουν τα παιδιά τους ή μια σχέση τους. Αλλά η φθορά αυτών των ανθρώπων είναι τέτοια, που είναι ανίκανοι να αναμετρηθούν, γι’ αυτό το μοτίβο του έργου καταλήγει σε ένα σπιράλ, σχεδόν στις πρώτες ατάκες του».
«Ο Δημήτρης Δημητριάδης πέρα από το ότι είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς και δη δραματουργούς στην Ελλάδα είναι και αξιόλογος άνθρωπος, με καίριο κάθε φορά παρεμβατικό λόγο».
Και η μουσική του Παύλου Παυλίδη αναλαμβάνει, κατά κάποιον τρόπο, πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση.
«Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζομαι μαζί του. Η μουσική του είναι ακέραια: δεν υπογραμμίζει απλώς κάποιες στιγμές, σχολιάζει με το δικό της τρόπο. Τον θεωρώ έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες μας στο μουσικό στερέωμα. Ο Παύλος Παυλίδης διαρκώς ψάχνεται. Δεν είναι μόνο ο συνθέτης ή ο τραγουδοποιός ή ο leader από τα Ξύλινα Σπαθιά, τους B-Movies ή, τώρα, τους Hotel Alaska, αλλά ένας πολυσχιδής μουσικός και, κατ’ εμέ, ποιητής με ενσυναίσθηση και ενδιαφέρουσα ματιά στον κόσμο».
Σε άλλα πρόσφατα έργα αναλάβατε να σκηνοθετήσετε ιδέες που συνδέθηκαν με συγκεκριμένες προσωπικότητες. Όπως η ταινία «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση ή η τηλεοπτική σειρά «Τα Νούμερα» του Φοίβου Δεληβοριά. Σε ποιες ασκήσεις ισορροπίας καλείστε να επιδοθείτε σε τέτοιες περιπτώσεις;
«Ο ρόλος του σκηνοθέτη είναι να κρατάει ισορροπίες μεταξύ πολλών, διαφορετικών ψυχολογιών, πρωτίστως των ηθοποιών. Να τις οργανώσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και να φέρει σε πέρας την αρχική αποστολή. Δυσκολίες αντιμετωπίζεις πάντα, όχι μόνο από άλλους συνεργάτες αλλά και από τον ίδιο σου τον εαυτό, γιατί είναι μια τέχνη με πολύ δυνατό το στοιχείο της ματαίωσης, που σε κάνει πολλές φορές να πελαγοδρομείς, να πηγαίνεις ξανά πίσω για να βρεις το σωστό σημείο.
»Έτσι είναι και οι σχέσεις των ανθρώπων: Πρέπει να τις διεκδικείς καθημερινά, όπως και την αλήθεια σου, τον τρόπο με τον οποίο θα αφήσεις τη φωνή σου να βγει προς τα έξω. Αυτή είναι μια καθημερινή άσκηση, ειδικά όταν καταπιάνεσαι με έργα τόσο διαφορετικού χαρακτήρα. Ξέρετε, καταπιάνομαι με οποιοδήποτε έργο αν θεωρώ ότι μέσα από αυτό θα μπορέσω να πω κι εγώ μια δική μου ιστορία. Αλλιώς δεν μπορώ να επικοινωνήσω ούτε με το έργο ούτε με τους καλλιτέχνες».
Στη «Σμύρνη μου αγαπημένη» αφηγείστε και μια οικογενειακή ιστορία.
«Ο παππούς μου προερχόταν από τη Μικρά Ασία, το Αϊβαλί. Έφτασε πρόσφυγας στην Κρήτη, όπου γνώρισε τη γιαγιά μου. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου και στη συνέχεια εγώ. Οπότε κάποιες από τις ιστορίες τις είχα ακούσει από τον παππού μου, αν και πολύ δύσκολα μίλαγε, και η απόγνωση αυτής της απώλειας τον είχε ρίξει στο ποτό, που λέμε. Στη διάρκεια της έρευνας για την ταινία οι ιστορίες του επιβεβαιώθηκαν μέσα από δεκάδες μαρτυρίες ανθρώπων για την τραγωδία που έζησαν τις ημέρες του κακού, της μεγάλης πυρκαγιάς και της σφαγής στη Σμύρνη».
«Ο παππούς μου προερχόταν από τη Μικρά Ασία, το Αϊβαλί. Έφτασε πρόσφυγας στην Κρήτη, όπου γνώρισε τη γιαγιά μου. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου και στη συνέχεια εγώ. Οπότε κάποιες από τις ιστορίες τις είχα ακούσει από τον παππού μου».
Η ταινία μιλάει επίσης για το σύγχρονο προσφυγικό ζήτημα.
«Το φαινόμενο διαιωνίζεται. Ο άνθρωπος αρνείται πεισματικά να συνειδητοποιήσει τη θνητότητά του, ότι η ζωή είναι άπαξ, γιατί όλες οι θρησκείες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπόσχονται μια αιωνιότητα και μια δεύτερη ζωή, με αποτέλεσμα να χάνεται η εκτίμηση της πρώτης και, πάνω σε αυτό, οι άνθρωποι να θυσιάζονται, να σκοτώνονται, να σφάζονται.
»Το κακό, γενικώς, είναι πιο εύκολο από το καλό, το μίσος πιο εύκολο από την αγάπη. Το συναντάς και καθημερινά: Λίγο να σπρώξεις κάποιον, λίγο παραπάνω να σταματήσεις στο φανάρι, βλέπεις ότι, λόγω της κρίσης και λόγω του εγκλεισμού, οι άνθρωποι βγάζουν από μέσα τους τα πιο άγρια ένστικτα».
«Όλες οι θρησκείες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπόσχονται μια αιωνιότητα και μια δεύτερη ζωή, με αποτέλεσμα να χάνεται η εκτίμηση της πρώτης και, πάνω σε αυτό, οι άνθρωποι να θυσιάζονται, να σκοτώνονται, να σφάζονται».
Στα «Νούμερα» ποια ιστορία θελήσατε να αφηγηθείτε;
«Η λέξη “Νούμερα” αναφέρεται, χαριτωμένα και όχι και τόσο χαριτωμένα, στους καλλιτέχνες, αλλά και στα νούμερα των ακροαματικοτήτων και στα μπάτζετ, που καθορίζουν πάρα πολλά. Όλα τα νούμερα σχετίζονται άμεσα με την ύπαρξή μας και περισσότερο με την καλλιτεχνική μας ύπαρξη. Το αφήγημα, και στο σενάριο, ήταν πώς μια ποικιλόμορφη παρέα από αλλοπρόσαλλους ανθρώπους φτιάχνουν, με αφορμή τη Μάντρα του Αττίκ, μια δική τους Μάντρα, όπου επικεντρώνονται στα δικά τους νούμερα, της επιθεώρησης. Αυτή είναι η βασική ιστορία. Παράλληλα διαφορετικοί άνθρωποι κάθε φορά φέρνουν την προσωπική τους σχέση με αυτό που λέμε καλλιτεχνική δημιουργία, που εκφράζεται μέσα από μικρές ιστορίες».
Πώς καθοδηγήσατε, σε κάθε επεισόδιο, έναν τόσο μεγάλο αριθμό ηθοποιών αλλά και κομπάρσων;
«Κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με μια ομάδα ηθοποιών, αλλάζω κι εγώ ως άνθρωπος, διορθώνομαι, γίνομαι καλύτερος. Αλλά για να αφήσουν οι σχέσεις πάνω σου το ποιοτικό αποτύπωμά τους πρέπει να είσαι ανοιχτός, να ακούς. Πολλές φορές μάς αρέσει περισσότερο να μιλάμε παρά να ακούμε. Αλλά όπως έλεγε και ένας Κυνικός φιλόσοφος, οι θεοί μάς έδωσαν δύο αυτιά και ένα στόμα».
Τις τελευταίες μέρες λέγεται ότι η ταινία «Σμύρνη μου αγαπημένη» θα μπει στο Netflix.
«Μετά την επιτυχημένη πορεία που είχε και στο εξωτερικό -γιατί είχε διανομή και στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, όπου πήγε πάρα πολύ καλά, με πολλές sold out προβολές- θεωρώ ότι υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο, θα ήταν μια νομοτελειακή εξέλιξη. Αλλά δεν μου αρέσει να μοιράζομαι πληροφορίες που δεν είναι επιβεβαιωμένες. Μακάρι».
Με αφορμή τη συζήτησή μας για το Netflix, αναρωτιέμαι αν οι πλατφόρμες σκοτώνουν τις κινηματογραφικές αίθουσες. Μάλιστα η μειωμένη προσέλευση σε αυτές χρησιμοποιείται τώρα ως επιχείρημα για το κλείσιμο ιστορικών σινεμά όπως το Άστορ, στο κέντρο της Αθήνας.
«Θεωρώ απαράδεκτο η Πολιτεία να μη βάζει ένα τέρμα σε αυτή την υπόθεση. Αυτοί οι κινηματογράφοι είναι από τους λίγους παλιούς στο κέντρο, είναι ιστορικά πολιτιστικά κέντρα. Είδαμε τι έγινε και με το Απόλλων και το Αττικόν: κάηκαν και δεν ξέρουμε πώς και πότε θα επανέλθουν.
»Ο εγκλεισμός, ως αποτέλεσμα του Covid, έφερε μια αύξηση στη χρήση της πλατφόρμας, η άνθησή της είναι μια νομοτέλεια, αυτό δεν μπορεί να το παραβλέψει κανείς. Παρ’ όλα αυτά, η παρακολούθηση μιας ταινίας σε σκοτεινή αίθουσα μαζί με άλλους είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία που πιστεύω ότι δεν θα εκλείψει ποτέ. Μπορεί να μειωθεί ο αριθμός των κινηματογράφων, αλλά αυτή η εμπειρία, σαν άσκηση ανθρώπινης συνάθροισης σε συνδυασμό με τη λαϊκότητα του κινηματογράφου, δεν θα χαθεί. Και βέβαια είναι και μια διαφορετική εμπειρία οπτικοακουστικά».
«Μπορεί να μειωθεί ο αριθμός των κινηματογράφων, αλλά αυτή η εμπειρία, σαν άσκηση ανθρώπινης συνάθροισης σε συνδυασμό με τη λαϊκότητα του κινηματογράφου, δεν θα χαθεί.
Για τον «Θερισμό»
Ένας θερισμός κατάπτωσης του δυτικού πολιτισμού της υπερ-αφθονίας. Ένας θερισμός μιας δήθεν κοσμοπολίτικης ζωής. Ένας θερισμός της αυτάρκειας σε θλιβερή ακινησία. Εντέλει, μια συγκομιδή αδιεξόδων, πλαδαρότητας, κυνισμού.
Δύο ζευγάρια που έχουν από ένα παιδί και μια εργένισσα σε κατάσταση κρίσης. Τους ενώνει ένα life style απόλαυσης εν μέσω του κενού τους εαυτού.
Έχοντας αντιθετικές κουλτούρες, διαφορετικές θρησκείες και εναλλακτικές αξίες, παραθερίζουν στην άκρη του κόσμου, στο μαγευτικό Ακαπούλκο, απολαμβάνοντας τα ατελείωτα ποτά τους στην πισίνα ενός υπερ-πολυτελούς ξενοδοχείου. Χαλαρώνοντας βαριεστημένα, ο Ρουμί και η Ζουζού, ο Ασσούρ και η Λίκρα και η Μπόνα είναι σαν να βουλιάζουν στην κυνική ανία τους με τη ψευδαίσθηση ότι γίνονται κοινωνοί του επίγειου Παραδείσου τους, ενώ κατ’ ουσίαν εγκαταβιούν στην προσωπική τους Κόλαση.
Info
«Θερισμός», μέχρι Τρίτη 30 Μαΐου, Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15, Θέατρο 104, Ευμολπιδών 41, Γκάζι (σταθμός Μετρό: Κεραμεικός), τηλ. επικοινωνίας: 210 3455020, 695 126 9828. Προπώληση εισιτηρίων: Viva.gr
Συντελεστές
Συγγραφέας: Δημήτρης Δημητριάδης. Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Καραντινάκης. Σκηνικά-Κοστούμια: Γρηγόρης Καραντινάκης. Μουσική: Παύλος Παυλίδης. Κινησιολογία: Γιάννα Μελλά. Φωτισμοί: Χρήστος Τσαμπάς. Μακιγιάζ: Χρύσα Ράικου. Φωτογραφίες – Trailer: Bill Patrick. Κατασκευή κοστουμιών: Atelier Τσιούνη. Γραφιστικά: Γιάννης Σιμιτσής. Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη. Social Media: Social Wave. Παραγωγή: URBAN THEATRE. Οργάνωση παραγωγής: Καίτη Αυγουστάκη. Ερμηνεία: Βίβιαν Κοντομάρη, Γιάννης Σιαμσιάρης, Έλενα Μαρσίδου, Κωνσταντίνος Πασσάς, Ηρώ Κισσανδράκη