Από την Ελισάβετ Παπαδοπούλου
Τόποι της χαράς. Σπίτια κάτω από τα δέντρα, μεσημεριανά γεύματα κάτω από τη σκιά, μπίρες στα ποτήρια, παιδιά που τρεχοβολάνε, μεγάλες σαλάτες και γεμιστά στο τραπέζι. Φράχτες χαμηλοί, βλάστηση ό,τι να ’ναι, δίχως κηπουρικό όραμα δηλαδή, που ψαλιδίζει ό,τι εξέχει. Βλάστηση της αταξίας, βουκαμβίλιες εκατόχρονες και γέρικα δέντρα, που κάτω από τις φυλλωσιές τους δέχονται τα παιδιά, σαν να ’τανε παππούδες. Το πιο σημαντικό: σπίτια μικρά, δέντρα πελώρια. Ο τόπος αυτός ήταν το Μάτι. Το καινούριο μου χωριό.
Το σπίτι που αγόρασα ήταν ένα μικρό σπίτι, παρατημένο μέσα σε έναν μεγάλο κήπο, εξαντλημένο από την επιθυμία του να ξεκινήσει την καινούρια του ζωή. Σιγουρεύτηκα πως είχε να θυμάται ωραία καλοκαίρια, και ύστερα το πήρα. Στάθηκα κάτω από τα μεγάλα του πεύκα. Αγκάλιασα τους γέρικους κορμούς τους. Θα ξαναφτιάξω το σπίτι, τους είπα. Θα σας φέρω άλλα παιδιά. Θα ξανακάνουμε τραπέζια κάτω από τη σκιά σας. Θα φέρουμε φίλους και γέλια. Εφτιαξα το σπίτι. Προτού ακόμα τελειώσει αγόρασα ένα μεγάλο τραπέζι. Για να γεμίζει φίλους και μπίρες. Ιούλιο μήνα το σπίτι είχε μόλις τελειώσει. Δεν είχαμε προλάβει να συνηθίσουμε πως ήτανε δικό μας. Σε λίγες μέρες είχε η μικρή μου κόρη γενέθλια.
Αποφασίσαμε να γιορτάσουμε εκεί γύρω. 23 Ιουλίου του 2018 ήταν. Κατά το μεσημέρι είδα στον ουρανό καπνό. Εμαθα πως είχε ανάψει φωτιά στο Ντράφι. Σιγά, μέσα στην πόλη είναι, σκέφτηκα, θα τη σβήσουν στο πιτς φιτίλι. Σε διπλανό ξενοδοχείο θα γιορτάζαμε, αφού το σπίτι δεν είχε ακόμα εξοπλισμό. Κατά τις 5, στην είσοδο του ξενοδοχείου, γονείς μού παρέδιδαν τα παιδιά τους. Στο βάθος ο καπνός. Τα παιδιά προχωρούσαν στο πίσω μέρος που είχε θάλασσα και πισίνα, εγώ στεκόμουν στην είσοδο. Εβλεπα τον καπνό να πυκνώνει. Στην αρχή ήταν σκέτος καπνός, αλλά τόσο πυκνός λες κι είχε βάρος. Λες κι άμα τον ζύγιζες θα έπιανε κιλά. Κάποια στιγμή ανάμεσα στον καπνό, άρχισαν να ξεπετιούνται οι φλόγες. Αρχισαν ν’ ακούγονται πυροσβεστικά. Οχι κάνας τρελός χαμός από σειρήνες, μια-δυο που κινούνταν στη Μαραθώνος.
Εβλεπα τον καπνό να πυκνώνει. Στην αρχή ήταν σκέτος καπνός, αλλά τόσο πυκνός λες κι είχε βάρος. Λες κι άμα τον ζύγιζες θα έπιανε κιλά.
Πήγα στην πίσω πλευρά του ξενοδοχείου. Από εκεί δεν φαινόταν τίποτα, ούτε καπνός, ούτε φωτιά. Τα παιδιά στο πανηγύρι τους. Η φωτιά στο δικό της. Μετά από λίγο που πήγα στην είσοδο του ξενοδοχείου, η φωτιά είχε πάρει φόρα και τραβούσε καρφί προς τον Νέο Βουτζά, σπιντάτη, σαν αθλητής σε κατοστάρι. Μέσα στο τέταρτο που είχα πάψει να την κοιτάζω, αυτή είχε περάσει την πρώτη είσοδο του Νέου Βουτζά και είχε πιάσει τη δεύτερη. Κοιτώντας την εκεί, μπροστά στα μάτια μου, την έβλεπα να προχωράει. Με ταχύτητα και σταθερή μέχρι εκείνη την ώρα κατεύθυνση. Πλέον κατάπινε τα πεύκα της τρίτης εισόδου του Νέου Βουτζά. Ακριβώς από κάτω, σε απόσταση 500 μέτρων ήταν το σπίτι μου. Το καινούριο μου σπίτι. Το σπίτι της χαράς.
Δεν είχα ξαναδεί φωτιά τόσο κοντά. Δεν ήξερα από φωτιές. Δεν είχαμε πεύκα στον Εβρο. Μόνο κάμπο, καλλιέργειες και πλημμύρες είχαμε. Μπορεί εκείνες οι πλημμύρες του Εβρου και τα μαθήματα επιβιωτισμού που πήρα, με την πλήρη επίγνωση ότι καμία κρατική βοήθεια δεν έρχεται στην ώρα της, να οδήγησαν τα βήματά μου. Ετρεξα στο σπίτι. Εκλεισα παράθυρα και παντζούρια. Το σφράγισα. Ξαναπήγα στα παιδιά. Οι δρόμοι ήταν άδειοι ακόμα. Σε λίγο ξεκίνησε ένας τρελός αέρας. Αρχισε να στροβιλίζει το νερό της πισίνας. Τίναζε στους τοίχους πλαστικά στρώματα, σωσίβια και καρέκλες. Και έφερε καπνό. Ηταν το πρώτο ξάφνιασμα. Η εισαγωγή στον εφιάλτη.
Δεν είχα ξαναδεί φωτιά τόσο κοντά
Ενα μικρό σκοτείνιασμα στον κοντινό μας ουρανό. Που προτού καλά-καλά το πάρουμε είδηση άρχισε να πυκνώνει. Μέχρι που ακούστηκε ο ήχος. Οποιος έχει ακούσει ξερόχορτα να παίρνουνε φωτιά τον αναγνωρίζει. Δεν μοιάζει με τίποτε άλλο. «Ηρθε», φώναξα. Κι ήταν ήδη αργά. Οι σκλήθρες είχαν αρχίσει να πέφτουν στην πισίνα. Τα παιδιά να φωνάζουν. Οι ανοιχτές ομπρέλες θαλάσσης του ξενοδοχείου να κροταλίζουν πάνω στους ιστούς και να αναποδογυρίζουν. Το διπλανό οικόπεδο να καίγεται. Ο φοίνικας του ξενοδοχείου να έχει αρπάξει φωτιά. Ο αέρας πλέον ήταν εκτός ελέγχου.
Από κει και πέρα, είναι εκτός ελέγχου και η μνήμη. Δεν θυμάμαι πότε σκοτείνιασε εντελώς. Θυμάμαι μόνο τη στιγμή που καθώς είχαμε καταφύγει όλοι στο σαλόνι του ξενοδοχείου για να φυλαχτούμε από τον καπνό σκοτείνιασε. Και το «σκοτείνιασε» εδώ δεν είναι σχήμα λόγου. Επαψαν να φαίνονται η θάλασσα, το γκαζόν, η πισίνα. Ακούστηκε η πρώτη έκρηξη. Και μια φωνή. «Ολοι στη θάλασσα». Εξω δεν ξέραμε αν μπορούμε να ανασάνουμε. Μέσα δεν ξέραμε αν θα ανατιναχτούμε. Πεθαίνουμε, σκέφτηκα. Ολοι πλέον ούρλιαζαν. Και έτρεχαν. Πέσαμε στη θάλασσα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Ακούστηκε η πρώτη έκρηξη. Και μια φωνή. «Ολοι στη θάλασσα». Εξω δεν ξέραμε αν μπορούμε να ανασάνουμε. Μέσα δεν ξέραμε αν θα ανατιναχτούμε. Πεθαίνουμε, σκέφτηκα. Ολοι πλέον ούρλιαζαν. Και έτρεχαν. Πέσαμε στη θάλασσα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Κατά τις 10 το βράδυ μια βάρκα με βατραχανθρώπους μάς μετέφερε στην παραλία της Νέας Μάκρης, όπου οι άνθρωποι φορώντας τα καλά τους έπιναν ποτά, έτρωγαν φαγιά, όπως κάνουν πάντα οι άνθρωποι, ακόμα κι όταν η κόλαση είναι 5 χιλιόμετρα μακριά τους. Ερχόμασταν από εκείνη την κόλαση, πληγιασμένοι (πρέπει να είχαμε πατήσει ο καθένας μας καμιά εκατοσταριά αχινούς, είχαμε αχινούς ακόμα και στα γόνατα και στα χέρια, είχαμε σκιστεί στα βράχια), μαυρισμένοι από τον καπνό, τα παιδιά τουρτούριζαν μέσα στο μοναδικό τους ένδυμα που ήταν τα βρεγμένα μαγιό τους, όπως ολωνών μας. Ημασταν οι άνθρωποι της άλλης μεριάς, αυτοί που έχουν ανάγκη από βοήθεια. Που οι άλλοι τούς κοιτούν αποσβολωμένοι αποστρέφοντας το βλέμμα, από τον τρόμο που υπάρχει στα μάτια τους. Ημασταν οι άνθρωποι του «πολέμου του καλοκαιριού», όπως καθιερώθηκε πλέον να είναι οι φωτιές.
Πάντα το ήξερα πως είναι πολύ εύκολο ν’ αλλάζεις μεριά στη ζωή. Δεν με ένοιαζε για το σπίτι. Ευγνωμονούσα τον Θεό που βγήκαμε ζωντανοί. Και την επόμενη μέρα ξεκίνησε η πιο τρομακτική αριθμητική. 102 έδωσε στο τέλος ο λογαριασμός. Ηταν οι νεκροί. Οι δρόμοι γέμισαν θρήνο. Μια ολόκληρη χώρα βουβάθηκε. Μια φρίκη που δεν είχε κανένας ματαδεί. Η φωτιά άρπαξε έναν ουρανό φτιαγμένο από δέντρα και τον λαμπάδιασε. Αρπαξε τους ανθρώπους που έτρεχαν από κάτω και τους κυνηγούσε ακόμα και στη θάλασσα. Για έξι ώρες, χωρίς βοήθεια καμιά. Εγκαυματίες πέθαιναν μέσα στο νερό, σε ανακουφιστικά χέρια που ό,τι πρόλαβαν τους έδωσαν, που πήραν τις τελευταίες ώρες τους μαζί τους, έτσι που για χρόνια να μη βρίσκουν αναπαυμό.
Και την επόμενη μέρα ξεκίνησε η πιο τρομακτική αριθμητική. 102 έδωσε στο τέλος ο λογαριασμός. Ηταν οι νεκροί. Οι δρόμοι γέμισαν θρήνο. Μια ολόκληρη χώρα βουβάθηκε. Μια φρίκη που δεν είχε κανένας ματαδεί.
Ξαμολημένα όλα τα θεριά της φρίκης εκείνο το βράδυ στο Μάτι, δίχως ανθρώπινη αντίσταση καμιά. Λες κι η φωτιά ήταν κομήτης, λες και δεν είχε ξανάρθει φωτιά πάνω στη Γη, λες και κανένας δεν είχε διδαχθεί τρόπο να τη μαζέψει. Είναι μια φωτιά που γι’ αυτήν δεν θα υπάρξει συγχώρεση. Οσοι ήμασταν εκεί το ξέρουμε. Δίχως βοήθεια καμιά. Οσο μεγάλη κι αν είναι μια καρδιά, δεν μπορεί και ούτε θέλει να συγχωρήσει. Ούτε και πρέπει. Επειδή οι νεκροί δεν είναι μόνο 102. Είναι κι αυτοί που τους έχασαν. Που έχουν στάχτη στο μέρος της καρδιάς.
Τον Σεπτέμβρη τα λιγοστά δέντρα κυμάτιζαν μεσίστια. Παιδιά τολμούσαν να βουτήξουν στο θαλασσινό νερό. Φυλούσαν τα περάσματα, λουλούδια, κορδέλες, θρηνώδη σημειώματα. Συνεργεία με τα πριόνια τους, από το πρωί μέχρι το βράδυ, έκοβαν τα δέντρα. Ενας μόνιμος ήχος κατεδάφισης. Ενός κόσμου που έσβησε για πάντα. Δεν κάθισα ποτέ κάτω από τη σκιά των πεύκων μου. Αφού τα έκοψε το συνεργείο έφερα μπουλντόζες να ξεριζώσουν τους κορμούς και τις ρίζες τους από τη γη. Ανοιξαν κρατήρες. Δεν λυπήθηκα. Είχα όλους τους δικούς μου κοντά μου. Ημουν ζωντανή. Κανένα από τα παιδιά που είχα αναλάβει δεν είχε πάθει τίποτα. Γύρω από το σπίτι κάηκαν τα πάντα, όμως όχι το σπίτι. Αυτό που δεν άντεχα ήταν ο αριθμός των νεκρών.
Εσκαψα ατελείωτα εκείνο τον Σεπτέμβρη. Με το κεφάλι σκυφτό, πάλευα να σβήσω τα ίχνη. Από μέσα μου κυρίως. Δούλεψα για δύο χρόνια μαζί με τους εργάτες της γης. Θυμήθηκα ξανά πώς είναι να αποκτάς κάλους στα χέρια κρατώντας το τσαπί. Δεν ήθελα να είναι τα ξένα χέρια αυτά που θα ξαναφτιάξουν έναν καινούριο κόσμο στη θέση του κόσμου που χάθηκε. Ηθελα να είμαι εγώ, με την ευχή μου, με μια κουβέντα σε κάθε δέντρο που έμπαινε στη γη. Δεν έπαψα να τους μιλάω.
Εσκαψα ατελείωτα εκείνο τον Σεπτέμβρη. Με το κεφάλι σκυφτό, πάλευα να σβήσω τα ίχνη. Από μέσα μου κυρίως.
Κάθε άνοιξη να τα αρπάζω αγκαλιά, λες κι είναι άνθρωποι. Κάθε Ιούλη να μην μπορώ να σταματήσω το κλάμα για κείνους που δεν τα κατάφεραν. Ημουν εκεί, κοιτούσα ό,τι έβλεπαν, φοβόμουν όσο φοβούνταν, μα τα μέλη μου δεν ήταν καμένα. Παίρνω τη σκέψη μακριά κάθε φορά που πάει να προσεγγίσει τη δική τους φρίκη. Είναι μια φρίκη που σε κάνει να χάνεις το μυαλό σου. Ανάβω ένα κερί στην εκκλησία, προτού έρθουν οι επίσημοι και τα συνεργεία. Αξιώθηκα να ζήσω από τύχη. Μα, έτσι κι αλλιώς, από τύχη ζούμε όλοι μας. Κι όσο ζούμε δημιουργούμε τον κόσμο που μπορούμε. Για να τον παραδώσουμε στους επόμενους. Με φροντίδα.