Μια Ελληνίδα δικηγόρος, η Θεώνη Κουφονικολάκου, Βοηθός Συνήγορος για τα Δικαιώματα του Παιδιού, μόλις ολοκλήρωσε τη μονοετή θητεία της στην προεδρία του Ευρωπαϊκού Δικτύου Συνηγόρων του Παιδιού. Είχαμε συναντηθεί έναν χρόνο νωρίτερα, ακριβώς πριν από την ανάληψη των καθηκόντων της, στο 25ο ετήσιο Συνέδριο του Δικτύου Ευρωπαίων Συνηγόρων του Παιδιού, στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα. Η συζήτησή μας ξεκίνησε από τις σοβαρές ψυχικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης και των περιοριστικών μέτρων της, ένα από τα συμπεράσματα που παρουσιάστηκαν στο πάνελ των επαγγελματιών ψυχικής υγείας.
«Από το Συνέδριο, τις σχετικές εκθέσεις και τις τοποθετήσεις ειδικών φάνηκε ότι επλήγη ιδιαίτερα η ψυχική υγεία των παιδιών και διαταράχθηκαν πολύ οι σχέσεις και τα όρια στο οικογενειακό περιβάλλον» επιβεβαίωσε η κ. Κουφονικολάκου σε συνέντευξη που παραχώρησε στο marieclaire.gr, προσθέτοντας: «Η διάρρηξη των κοινωνικών σχέσεων, λόγω της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και των περιοριστικών μέτρων, έκανε τα παιδιά να αισθάνονται ασφυκτικά περιορισμένα, φοβούμενα συγχρόνως και για την υγεία των δικών τους ανθρώπων. Από τις εκθέσεις φάνηκε επίσης ότι τα παιδιά ένιωσαν ότι “κατηγορούνται” για τη μετάδοση της νόσου και ότι από την έναρξη αυτής της περιπέτειας δεν ακούστηκαν καθόλου η γνώμη και η φωνή τους.
»Όλα τα προϋπάρχοντα κενά του συστήματος παιδικής προστασίας αποκαλύφθηκαν επώδυνα, καθώς οι υπηρεσίες, λόγω έλλειψης στελέχωσης, επιμόρφωσης και πρωτοκόλλων, δυσκολεύτηκαν να ανταποκριθούν. Παρατηρήθηκε και σημαντική αύξηση στα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, η οποία, λόγω των ενοχών και της αδυναμίας των παιδιών να καταγγείλουν, δεν αντικατοπτρίσθηκε αντίστοιχα στους σχετικούς δείκτες. Πιστεύουμε όμως ότι θα φανεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον.
«Παρατηρήθηκε και σημαντική αύξηση στα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, η οποία, λόγω των ενοχών και της αδυναμίας των παιδιών να καταγγείλουν, δεν αντικατοπτρίσθηκε αντίστοιχα στους σχετικούς δείκτες».
»Επίσης, τα ίδια τα παιδιά μας είπαν ότι τους έλειψε πολύ η γνώση για τα θέματα ψυχικής υγείας, ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τα προβλήματα και να αποφύγουν την αίσθηση ότι στιγματίζονται.
»Πέραν αυτών, οι μαθήτριες και μαθητές αισθάνθηκαν μεγάλη πίεση από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, που δεν κάλυψε τις γνωστικές και παιδαγωγικές τους ανάγκες, ενώ τους δημιούργησε επιπλέον άγχος, διότι αντί να εστιάσει στην τροφοδότηση της σχέσης εκπαιδευτικών και παιδιών, στην αλληλεπίδραση και στην άμβλυνση των αρνητικών συναισθημάτων, επικεντρώθηκε στην ασθμαίνουσα διεκπεραίωση της ύλης. Ούτε κι αυτήν όμως μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τα παιδιά. Από τα στοιχεία που συγκέντρωσε ο Συνήγορος μέσω ερωτηματολογίων, το 90% των παιδιών που απάντησαν δήλωσε ότι αντιμετώπισε πρόβλημα στην τηλεκπαίδευση, είτε λόγω σύνδεσης/εξοπλισμού είτε γιατί το μάθημα δεν είχε κανένα ενδιαφέρον και αδυνατούσαν να συγκεντρωθούν».
«Από τα στοιχεία που συγκέντρωσε ο Συνήγορος μέσω ερωτηματολογίων, το 90% των παιδιών που απάντησαν δήλωσε ότι αντιμετώπισε πρόβλημα στην τηλεκπαίδευση, είτε λόγω σύνδεσης/εξοπλισμού είτε γιατί το μάθημα δεν είχε κανένα ενδιαφέρον και αδυνατούσαν να συγκεντρωθούν».
Ακόμα πιο τραυματικά βίωσαν την πανδημία τα πιο ευάλωτα παιδιά, επισήμανε η κ. Κουφονικολάκου: «Παιδιά με αναπηρίες ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, σε ιδρύματα, σε καταυλισμούς και σε κέντρα “φιλοξενίας” βίωσαν έντονο αποκλεισμό. Το πόρισμα του Συνηγόρου δείχνει επίσης ότι τα παιδιά προσφυγικής/μεταναστευτικής προέλευσης που διαβιούν σε camps αποκλείστηκαν από την εκπαίδευση σε συντριπτικά υψηλό ποσοστό».
Ποια θα έπρεπε να είναι τα πρώτα βήματα ώστε να χτίσουμε στη χώρα μας ένα «δίχτυ προστασίας» για τα παιδιά;
«Έχουμε ανάγκη την επίσημη εισαγωγή ενός πρωτοκόλλου αναγνώρισης και διαχείρισης της κακοποίησης/ παραμέλησης και τη χρήση του από όλα τα σχολεία της επικράτειας. Χρειαζόμαστε, ακόμα, την υποχρεωτική επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών στα ζητήματα αναγνώρισης του φαινομένου αλλά και σε θέματα αλληλεπίδρασης με τους μαθητές, με τρόπο που να ενθαρρύνονται οι υγιείς σχέσεις εμπιστοσύνης, ώστε ένα παιδί να μπορεί να εκμυστηρευτεί στον εκπαιδευτικό το τραύμα του. Είναι επίσης σημαντικό να θεσπιστεί το ακαταδίωκτο όσων εκπαιδευτικών (και άλλων επαγγελματιών του πεδίου) διατυπώνουν υπόνοια κακοποίησης παιδιού, ώστε αυτοί να μην εμπλέκονται σε χρονοβόρες και ψυχοφθόρες δικαστικές διαδικασίες.
»Θέλουμε, επιπλέον, ένα διαδραστικό υποχρεωτικό μάθημα για τη σεξουαλική αγωγή στα σχολεία, ιδανικά από την προσχολική εκπαίδευση, με στόχο την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση. Πρέπει από νωρίς να γνωρίζουν τα όρια του σώματός τους για να αναγνωρίσουν την παραβίαση και να μην την παρερμηνεύσουν ως οικειότητα. Αναγκαία είναι και η επιστημονική εποπτεία μέσα στο σχολικό περιβάλλον.
«Τα παιδιά πρέπει από νωρίς να γνωρίζουν τα όρια του σώματός τους για να αναγνωρίσουν την παραβίαση και να μην την παρερμηνεύσουν ως οικειότητα».
»Τέλος, θέλουμε οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας να στελεχωθούν με σταθερές σχέσεις εργασίας. Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπουν να οικοδομηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στους επαγγελματίες και τη γειτονιά, τις οικογένειες, τα παιδιά. Και, βέβαια, η επιμόρφωση και η εποπτεία αυτών των επαγγελματιών πρέπει να γίνει ζήτημα πρώτης προτεραιότητας».
Σε ερώτηση, τότε, για τους στόχους που είχε θέσει στη διάρκεια της προεδρίας της, απάντησε:
«Σημαίνει κυρίως ότι όλη εμπειρία της ομάδας μας στο Συνήγορο του Πολίτη θα διοχετευθεί σε σειρά πρωτοβουλιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό που θέλουμε να πετύχουμε είναι να ανεβάσουμε τα δικαιώματα του παιδιού ψηλά – στην κορυφή, ει δυνατόν – των πολιτικών προτεραιοτήτων. Ιδανικά, θέλουμε μία ευρωπαϊκή στρατηγική με δείκτες και συγκεκριμένους στόχους που θα αξιολογούνται σε κάθε στάδιο της διαδρομής.
»Κεντρικό ζητούμενο μιας τέτοιας νέας προσέγγισης είναι να συμμετέχουν τα ίδια τα παιδιά στο δημόσιο διάλογο και στη διαμόρφωση των δράσεων. Ως εκ τούτου, θα δώσουμε μεγάλη έμφαση στην οικοδόμηση γνήσια συμπεριληπτικών συστημάτων εκπαίδευσης, όπου από νωρίς θα μαθαίνουν να αλληλεπιδρούν με σεβασμό, να αγκαλιάζουν τη διαφορετικότητα, να διεκδικούν και να συνδιαμορφώνουν το κοινωνικό γίγνεσθαι».
«Αυτό που θέλουμε να πετύχουμε είναι να ανεβάσουμε τα δικαιώματα του παιδιού ψηλά – στην κορυφή, ει δυνατόν – των πολιτικών προτεραιοτήτων».
Ενδεικτικά, πάνω στο σκεπτικό ότι η αποδοχή της διαφορετικότητας αρχίζει από τα πρώτα χρόνια εκπαίδευσης, και καθώς το σχολικό περιβάλλον γίνεται όλο και πιο πολυπολιτισμικό, ο Συνήγορος του Πολίτη έχει εκδώσει μαζί με τη UNICEF ένα doodle book, με τη δημιουργική έμπνευση του συγγραφέα Αντώνη Παπαθεοδούλου και της εικονογράφου Ίριδος Σαμαρτζή, που κάθε εκπαιδευτικός μπορεί να προμηθευτεί σε συνεννόηση με τον φορέα (δείτε το εδώ και επικοινωνήστε στο cr@synigoros.gr για να το παραγγείλετε).
Η Θεώνη Κουφονικολάκου, υποψήφια διδάκτωρ στη Νομική Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τοποθετεί ανάμεσα στα βασικά επιστημονικά ενδιαφέροντά της το φαινομένο της παιδικής φτώχειας. «Ασφαλώς και δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα των “αναπτυσσόμενων χωρών”», εξηγεί, σε σχετική ρώτηση. «Για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε την πρόταση του Child Guarantee, το οποίο αποσκοπεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε μία προσπάθεια να εξασφαλίσει την πρόσβαση σε συγκεκριμένες υπηρεσίες (προσχολική, εκπαίδευση, υγεία, σίτιση, στέγαση) για ευάλωτα παιδιά.
»Στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι 18 εκατ. παιδιά βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Η Ελλάδα προτού κατορθώσει να αποκαταστήσει τη ζημιά της οικονομικής κρίσης υποδέχτηκε την πανδημία. Το επόμενο χρονικό διάστημα λοιπόν περιμένουμε εδώ σημαντική αύξηση της φτώχειας.
«Στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι 18 εκατ. παιδιά βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Ασφαλώς και δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα των “αναπτυσσόμενων χωρών”»
»Έχει μάλιστα σημασία να θυμόμαστε ότι η φτώχεια είναι ένα πολυσχιδές φαινόμενο που μεταβιβάζεται διαγενεακά, εγκλωβίζοντας τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών σε ένα φαύλο κύκλο παραβιάσεων και περιθωριοποίησης. Ως τέτοια, υπονομεύει την κοινωνική συνοχή. Για το λόγο αυτό, σε επίπεδο προϋπολογισμού θα έπρεπε, μαζί με την εκπαίδευση, να είναι η πρώτη μας προτεραιότητα».
Από την αρχή της επαγγελματικής διαδρομής της, ως δικηγόρου, η κ. Κουφονικολάκου εστίασε σε υποθέσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας «επειδή το είχα ανάγκη. Είναι βαθιά ικανοποιητικό και για εμάς τους ίδιους να υπερασπιζόμαστε ανθρώπους που είναι περιθωριοποιημένοι, που δεν έχουν φωνή». Αν θα έπρεπε, ωστόσο, να ξεχωρίσει μία ιστορία που δεν θα ξεχάσει ποτέ, είναι εκείνη ενός μετεφήβου που καταδικάστηκε για ληστεία και τον οποίο είχε αναλάβει η ίδια στο Εφετείο.
«Η υπόθεσή του πήγε πολύ καλά, με αποτέλεσμα λίγο καιρό μετά τη δίκη να αποφυλακιστεί. Αλλά με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: “Δεν ξέρω τι να κάνω εδώ έξω, θα ήθελα να γυρίσω πίσω [στη φυλακή]. Δεν νομίζω ότι έχω ακούσει κάτι πιο σπαρακτικό και πιο βαθιά απογοητευτικό από ένα παιδί, στην ουσία, που δεν κατάφερε να επανενταχθεί κοινωνικά. Που δεν του δόθηκαν εργαλεία, δεν του δόθηκαν ευκαιρίες να οικοδομήσει εκ νέου την ταυτότητά του με υγιή τρόπο και να αισθανθεί δυνατός και άξιος στη ζωή και στον κόσμο. Υπάρχει πολύ μεγάλο ποσοστό υποτροπής σε ανηλίκους που φυλακίζονται. Δηλαδή η φυλακή, αντί να τους βοηθήσει, επιτείνει και παγιώνει την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό τους».
«Η υπόθεσή του πήγε πολύ καλά, με αποτέλεσμα λίγο καιρό μετά τη δίκη να αποφυλακιστεί. Αλλά με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: “Δεν ξέρω τι να κάνω εδώ έξω, θα ήθελα να γυρίσω πίσω [στη φυλακή]”».
Τον μετέφηβο που της τηλεφώνησε τον καθοδήγησε προς φορείς που θα μπορούσαν να του δώσουν τα εργαλεία και την υποστήριξη που είχε ανάγκη για μια όσο το δυνατόν πιο ομαλή κοινωνική επανένταξη. Και πράγματι, δεν επέστρεψε στη φυλακή. Τώρα η Θεώνη Κουφονικολάκου ευελπιστεί, μέσα από τον νέο της ρόλο, να κάνει τη διαφορά και σε ένα πιο συλλογικό επίπεδο – μαζί με την επιστημονική ομάδα της από τον Συνήγορο του Πολίτη, όπως σπεύδει να διευκρινίσει, που αποτελείται εξ ολοκλήρου από γυναίκες. Η ίδια πάντως δεν επικεντρώνεται στις κοινωνικές αναπαραστάσεις που συνοδεύουν το γυναικείο φύλο, αλλά στις πλούσιες γνώσεις και την ευαισθησία των συναδέλφων της, οι οποίες «δίνουν καθημερινά την ενέργεια και την ψυχή τους στα παιδιά. Από τότε που ξεκίνησα στον Συνήγορο του Πολίτη, δεν έχω σταματήσει ποτέ να μαθαίνω από εκείνες», καταλήγει.