Όταν εξαφανίστηκε η Claribel το 2008, η μητέρα της, Maria de la Luz Lopez Castruita –ή «Lucy» όπως είναι ευρύτερα γνωστή– άρχισε, μαζί με άλλες οικογένειες αγνοούμενων, να την αναζητά σε μέρη του Μεξικού όπου φημολογείτο ότι μεταφέρονταν απαχθέντες συμμοριών και δεν τους έβλεπε ποτέ ξανά κανείς. Μεταμφιεσμένη σε αγρότισσα, με καπέλο, μαντίλι, μπαστούνι και ένα μπουκάλι νερό, πλησίαζε βοσκούς και τους ζητούσε να την πάνε εκεί όπου είχαν βρεθεί απομεινάρια σορών, παπούτσια, ρούχα και μεταλλικά βαρέλια.
Ένας από αυτούς της είπε ότι είχε δει κάπου 80-90 βαρέλια.
«Άρα, υπήρχαν εκατοντάδες νεκροί;» τον ρώτησε.
«Χιλιάδες, μαντάμ. Κάθε μέρα φορτηγά πηγαινοέρχονταν με ανθρώπους δεμένους στην καρότσα, στοιβαγμένους σαν τα ζώα, στο καταμεσήμερο, την ώρα που ήταν ψηλά ο ήλιος» της απάντησε εκείνος.
«Και πού είναι τώρα τα βαρέλια;».
«Τα πήγαν στη χωματερή, αλλά έχουμε ακόμα δυο εκεί πάνω» της είπε, και της έδειξε το Patrocinio, ένα από τα σημεία της μεξικανικής πολιτείας Κοαχουλία όπου είναι γνωστό ότι οι εγκληματίες εξαφανίζουν τα θύματά τους.
Όταν εξαφανίστηκε η Claribel το 2008, η μητέρα της, Maria de la Luz Lopez Castruita -ή «Lucy» όπως είναι ευρύτερα γνωστή- άρχισε, μαζί με άλλες οικογένειες αγνοούμενων, να την αναζητά σε μέρη του Μεξικού όπου φημολογείτο ότι μεταφέρονταν απαχθέντες συμμοριών και δεν τους έβλεπε ποτέ ξανά κανείς.
Μια κοινή πρακτική όταν δεν τα θάβουν είναι να τα καίνε, με αποτέλεσμα ο εντοπισμός και η ταυτοποίησή τους να γίνεται ακόμα πιο δύσκολη, σχεδόν αδύνατη. Το 2009 ο μεξικανικός στρατός συνέλαβε στην Τιχουάνα τον Santiago Meza Lopez, έναν εγκληματία που είχε πάρει το παρατσούκλι «El Pozolero» από μια παραδοσιακή μεξικανική συνταγή μαγειρευτού, καθώς φημιζόταν για την πρακτική να λιώνει στο οξύ τα σώματα των αντιπάλων του.
Δέκα χρόνια μετά την εξαφάνιση της Claribel, η μητέρα της δεν είχε καταφέρει να βρει ούτε ίχνος της, παρόλο που δεν είχε σταματήσει ποτέ και πουθενά να την αναζητά, ακόμα και εν μέσω πυρών μεταξύ των συμμοριών.
Στο θεατρικό έργο «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» (που ανέβηκε φέτος τον χειμώνα στο Θέατρο Μπέλλος) ο Ρουμάνος συγγραφέας Ματέι Βίζνιεκ βάζει προσωπικά αντικείμενα νεκρών στρατιωτών από μάχες στα Βαλκάνια, όπως ένα πουκάμισο ή μια αρβύλα, να αφηγούνται την ιστορία ζωής τους. Ενώ στο μυθιστόρημα «Η νύχτα θα είναι μεγάλη» (εκδ. Διόπτρα) ο Κολομβιανός Santiago Gamboa γράφει: «Η χώρα εξακολουθούσε να ξεπατώνει την πανέμορφη βλάστησή της για να ξεθάψει από τη γη χιλιάδες μοναχικά οστά, έτσι ώστε καθένα από αυτά να ξαναβρεί το όνομά του και να πει την ιστορία του. “Κολομβία: ένα απέραντο οστεοφυλάκιο“, μουρμούρισε».
Στο Μεξικό, όπου από το 2006 μέχρι το 2016 είχαν ανακαλυφθεί 1.978 παράνομοι μαζικοί τάφοι, ούτε καν η μυθοπλασία μπορεί να δώσει την ελάχιστη παρηγοριά ενός closure, ενός κλεισίματος στην τραγική ιστορία των συγγενών των αγνοουμένων. Μέχρι το 2016 οι αρχές είχαν ανασύρει 2.884 σορούς, 324 κρανία, 217 οστά, 799 θραύσματα και χιλιάδες ακόμα απομεινάρια από ανυπολόγιστο αριθμό νεκρών. Μόλις 1.738 θύματα είχαν αναγνωριστεί, ενώ εκτιμάται ότι υπάρχουν πολλοί ακόμα παράνομοι τάφοι που δεν έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα.
Στο Μεξικό, από το 2006 μέχρι το 2016 είχαν ανακαλυφθεί 1.978 παράνομοι μαζικοί τάφοι. Οι αρχές είχαν ανασύρει 2.884 σορούς, 324 κρανία, 217 οστά, 799 θραύσματα και χιλιάδες ακόμα απομεινάρια από ανυπολόγιστο αριθμό νεκρών. Μόλις 1.738 θύματα είχαν αναγνωριστεί.
Τα στατιστικά στοιχεία και η ιστορία της Lucy προέρχονται από το άρθρο «Μεξικό, η χώρα των σχεδόν 2.000 παράνομων τάφων», που συνέγραψε η Marcela Turati το 2018, μαζί με τις Alejandra Guillen και Mago Torres. Ένα ακαταμάχητο όσο και επώδυνο αφήγημα, όπου τα γκρο πλαν προσωπικών ιστοριών όπως εκείνη της Lucy εναλλάσσονται με πανοραμικά πλάνα από ιλιγγιώδεις εθνικές στατιστικές. Το ρεπορτάζ προέκυψε μετά την ανεξάρτητη δημοσιογραφική έρευνα των τριών γυναικών, διάρκειας ενάμιση χρόνου, με την υποστήριξη της Quinto Elemento Lab, της οργάνωσης που έχει συνιδρύσει η Marcela από το 2016 για την προαγωγή της ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Γνώρισα τη Marcela στο Διεθνές Forum Δημοσιογραφίας 2023 του iMEdD, αφού την παρακολούθησα να παραδίδει μια ομιλία στα αγγλικά. Το πάθος για τη δουλειά της αντιστάθμιζε τις οποίες ελλείψεις στη μη μητρική γλώσσα της. Δημοσιογράφος με εμπειρία δεκαετιών κυρίως σε ρεπορτάζ για τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών στο Μεξικό και για τις ανεπαρκώς καταγεγραμμένες απώλειές του, για τους αγνοούμενους και τους συγγενείς τους, συγγραφέας βιβλίων, συνιδρύτρια επίσης της Periodistas de a Pie, μιας οργάνωσης για την υποστήριξη της ελευθερίας του λόγου και της ασφάλειας των δημοσιογράφων, νικήτρια δεκάδων σημαντικών βραβείων, όπως των Louis Lyons Award, Maria Moors Cabot, Walter Reuter, το βιογραφικό της εμπνέει απεριόριστο θαυμασμό προς το πρόσωπό της. Ωστόσο μια συζήτηση μαζί της ενισχύει ακόμα περισσότερο αυτό το συναίσθημα.
Όπως αφηγείται στο Marie Claire Greece σε μια βιντεοκλήση μας, έκανε τα πρώτα της βήματα στην ερευνητική δημοσιογραφία όταν, ενώ κάποιοι συνάδελφοί της απλά επαναλάμβαναν τις κυβερνητικές δηλώσεις, εκείνη ξεκίνησε τις προσπάθειες να τις διασταυρώνει, πηγαίνοντας στο σημείο του ρεπορτάζ και μιλώντας με μάρτυρες. Εμπλούτισε τις σπουδές της με μαθήματα, για παράδειγμα, για τους καλύτερους τρόπους διεξαγωγής μιας συνέντευξης και για την πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων και την ανάλυση των στοιχείων τους.
Έκανε τα πρώτα της βήματα στην ερευνητική δημοσιογραφία όταν, ενώ κάποιοι συνάδελφοί της απλά επαναλάμβαναν τις κυβερνητικές δηλώσεις, εκείνη ξεκίνησε τις προσπάθειες να τις διασταυρώνει, πηγαίνοντας στο σημείο του ρεπορτάζ και μιλώντας με μάρτυρες.
Μια κομβική χρονιά όχι μόνο στην προσωπική της διαδρομή αλλά και ολόκληρης της χώρας ήταν το 2006, όταν ο τότε νεοεκλεχθείς πρόεδρος Felipe Calderon κήρυξε τον λεγόμενο «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», «εξαπολύοντας δυνάμεις του στρατού και της ομοσπονδιακής αστυνομίας εναντίον όποιου θεωρούσε ότι ανήκε σε καρτέλ – όπου συμμετέχουν πάρα πολλοί για λόγους επιβίωσης, ας πούμε, αγρότες και αυτόχθονες. Τότε κάποιοι δημοσιογράφοι αρχίσαμε να αμφισβητούμε το αφήγημα της κυβέρνησης που αποκαλούσε, για παράδειγμα, κάποια θύματα “παράπλευρες απώλειες” αποδίδοντάς τους τις ευθύνες για ό,τι τούς είχε συμβεί, και να θέτουμε ερωτήματα».
Κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες, συνέβη κάτι «παράξενο αλλά όμορφο και πολύ διαφορετικό» σύμφωνα με τη Marcela. Η πλειονότητα όσων αφιερώθηκαν τότε στην ερευνητική δημοσιογραφία ήταν, και παραμένουν μέχρι σήμερα, γυναίκες. «Με τις συναδέλφους μου είχαμε ξεκινήσει καλύπτοντας ζητήματα που είχαν να κάνουν με τη φτώχεια, αλλά με όλες τις σφαγές και τις εξαφανίσεις που συνέβαιναν, εκπαιδευτήκαμε σε θέματα βίας. Αυτή τη στιγμή μπορώ να πω ότι η σπουδαιότερη ερευνητική δημοσιογραφία στο Μεξικό ασκείται από γυναίκες. Πλέον σε αίθουσες σύνταξης και δημοσιογραφικές έρευνες βλέπεις γυναίκες, γιατί έχουμε καλύτερη εκπαίδευση και συλλογικό πνεύμα – βοηθάμε και υποστηρίζουμε η μία την άλλη».
Τα σεξιστικά στερεότυπα είναι μάλλον το λιγότερο που απασχολεί αυτή τη στιγμή τη Marcela και τις συναδέλφους της, οι οποίες προσπαθούν να ξεθάψουν την αλήθεια σε μια χώρα που κατατάσσεται ανάμεσα στις τρεις πιο επικίνδυνες για δημοσιογράφους στον κόσμο. Κατά κάποιον τρόπ0 έχουν γίνει πολεμικές ανταποκρίτριες, «παρόλο που στο Μεξικό δεν έχει κηρυχθεί επίσημα πόλεμος, δεν ζούμε στην Ουκρανία, το Ιράκ ή την Παλαιστίνη. Από το 2006 έχουν σκοτωθεί πάνω από 140 δημοσιογράφοι και δεκάδες έχουν εξαφανιστεί, ενώ πολλοί ακόμα έχουν αναγκαστεί να αλλάξουν επάγγελμα ή να αυτοεξοριστούν. Υπήρξε χρονιά που σκοτώθηκαν 22 δημοσιογράφοι».
Η Marcela είναι ανάμεσα σε όσους πρωτοστατούν στις ειρηνικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας που διοργανώνονται με σύνθημα «Σκοτώνοντας δημοσιογράφους δεν σκοτώνεις την αλήθεια». Κυρίως όμως αφήνει την πένα της να μιλήσει, «το μοναδικό όπλο μας» όπως έχει σχολιάσει. Σε ένα αγγλόφωνο άρθρο της με τίτλο «Πώς είναι να εργάζεσαι στην πλέον επικίνδυνη χώρα για δημοσιογράφους στον κόσμο» μάς συστήνει τους ανθρώπους πίσω από τις στατιστικές.
Γράφει, για παράδειγμα, για τη βετεράνο της δημοσιογραφίας, καταξιωμένη στον χώρο και μέντορα για πολλούς νεότερούς της, Lourdes Maldonado Lopez, «η οποία είχε αφιερώσει σχεδόν μια δεκαετία σε μια αγωγή όπου κατήγγειλε για αθέμιτες εργασιακές πρακτικές τον Jaime Bonilla, ιδιοκτήτη του ειδησεογραφικού ομίλου PSN και κυβερνήτη της Μπάχα Καλιφόρνια [πολιτεία του Μεξικού] από το 2019 έως το 2021. Η Lopez φέρεται να απολύθηκε χωρίς αιτία ή αποζημίωση. Αφού νίκησε στο δικαστήριο και ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να αποκαλύψει ένα δίκτυο διαφθοράς στο οποίο εμπλεκόταν το πρώην αφεντικό της, πυροβολήθηκε στο πρόσωπο ενώ επέστρεφε σπίτι με το αυτοκίνητο. Ήταν η τρίτη δημοσιογράφος που δολοφονείτο εκείνη τη χρονιά στο Μεξικό».
«Αυτή τη στιγμή μπορώ να πω ότι η σπουδαιότερη ερευνητική δημοσιογραφία στο Μεξικό ασκείται από γυναίκες. Πλέον σε αίθουσες σύνταξης και δημοσιογραφικές έρευνες βλέπεις γυναίκες, γιατί έχουμε καλύτερη εκπαίδευση και συλλογικό πνεύμα – βοηθάμε και υποστηρίζουμε η μία την άλλη».
Όταν ενεργοποιείται το ένστικτο της επιβίωσης κάποιος μπορεί να βρεθεί διχασμένος ανάμεσα στη φυγή και τη μάχη. Αλλά οι γυναίκες δημοσιογράφοι του Μεξικού επέλεξαν τη δεύτερη και συσπειρώθηκαν. «Αποφασίσαμε να σπάσουμε τους κανόνες της δημοσιογραφίας, σταματήσαμε να εργαζόμαστε η καθεμία μόνη και αρχίσαμε να οργανωνόμαστε μεταξύ μας. Ενώ οι άντρες μας αποκαλούσαν “τρελές”, δημιουργούσαμε δίκτυα και οργανώσεις σε όλη τη χώρα προστατεύοντας η μία την άλλη και εκπαιδεύοντας η μία την άλλη, στη σωματική ασφάλεια, στην ψηφιακή ασφάλεια αλλά και στην ασφάλεια της ψυχοσυναισθηματικής υγείας μας, που είναι επίσης πραγματικά σημαντική».
«Ενώ οι άντρες μας αποκαλούσαν “τρελές”, δημιουργούσαμε δίκτυα και οργανώσεις σε όλη τη χώρα προστατεύοντας η μία την άλλη και εκπαιδεύοντας η μία την άλλη, στη σωματική ασφάλεια, στην ψηφιακή ασφάλεια αλλά και στην ασφάλεια της ψυχοσυναισθηματικής υγείας μας».
Προσωπικά ένιωσες ποτέ να απειλείσαι;
«Έχω το “προνόμιο” να ζω στην Πόλη του Μεξικού, όπου οι συνθήκες είναι διαφορετικές από άλλες πόλεις όπου οι δημοσιογράφοι ζουν και εργάζονται μαζί με αρχηγούς συμμοριών –ίσως τα παιδιά τους να πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο– και εκτίθενται σε πολλούς ακόμα κινδύνους, για παράδειγμα αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις δημοτικές αρχές ή την αστυνομία. Αλλά έχω δεχθεί απειλές σε διασυνοριακούς ελέγχους, σε σημείο να αναγκαστώ να σταματήσω την έρευνά μου και να φύγω. Ή άνθρωποι από τους οποίους έχω πάρει συνέντευξη έχουν λάβει απειλητικά τηλεφωνήματα για να σταματήσουν να μου δίνουν πληροφορίες».
Μια από τις πιο τρομακτικές εμπειρίες έζησε όταν το όνομά της βρέθηκε στην Pegasus [μια λίστα τηλεφώνων που υποτίθεται ότι σύστησε η NSO Group για την πάταξη του εγκλήματος και της τρομοκρατίας, αλλά η ισραηλινή εταιρεία κατηγορήθηκε ότι είχε αμειφθεί αδρά για να παραχωρήσει σε κυβερνήσεις προσωπικά δεδομένα δημοσιογράφων, ακτιβιστών, δικηγόρων και άλλων προσώπων που είχαν τεθεί στο στόχαστρό τους]. Όπως θυμάται η Marcela, την περίοδο που διερευνούσε μια υπόθεση μαζικών ταφών ο γενικός εισαγγελέας ζήτησε από τον πάροχο τηλεπικοινωνιών της όλα τα αρχεία των τηλεφωνημάτων της ώστε να προχωρήσει σε αναγνώριση και γεωεντοπισμό των επαφών της και των δημοσιογραφικών πηγών της (τις οποίες φυσικά η ίδια πάντα προσπαθεί να προστατεύει). Την παρακολουθούσαν για περίπου έναν χρόνο. «Φοβόμουν ότι θα έρθουν μέσα στη νύχτα να με βρουν για να προσπαθήσουν να αποσπάσουν πληροφορίες».
Όπως είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή της, «παρόλο που ο κόσμος πιστεύει ότι οι απειλές εξαπολύονται από το οργανωμένο έγκλημα, η οργάνωση Article 19 έχει διαπιστώσει ότι τουλάχιστον οι μισές προέρχονται από δημόσιους αξιωματούχους, από πολιτικούς, από την κυβέρνηση. Κάποιοι δημοσιογράφοι μου είπαν ότι αφού είχαν βασανιστεί από καρτέλ όπως οι Los Zetas και απελευθερώθηκαν τους είπαν: “Αυτό είναι για εκείνο το κομμάτι που έγραψες για τη διαφθορά του δημάρχου”». Όταν επικρατεί διαφθορά, οι κύκλοι του οργανωμένου εγκλήματος και των κρατικών θεσμών συχνά αλληλοκαλύπτονται.
Από το 1964 μέχρι σήμερα οι αγνοούμενοι στο Μεξικό έχουν ξεπεράσει τους 100.000. Η τρομακτική έκταση του προβλήματος, σε συνδυασμό με την καθημερινή εμπειρία της Marcela, την ώθησαν επίσης, μαζί με συναδέλφους της, να δημιουργήσουν μια ιστοσελίδα αφιερωμένη αποκλειστικά στις εξαφανίσεις.
«Εξαφανίζονται άνθρωποι καθημερινά κι εμείς, ως δημοσιογράφοι, καλούμαστε να πάμε σε μαζικούς τάφους όπου συγγενείς αναζητούν τους αγαπημένους τους και να κάνουμε πραγματικά δύσκολες συνεντεύξεις. Όταν συμμετείχα σε ένα ρεπορτάζ για θύματα σφαγών, υπέφερα από μετατραυματικό στρες. Χρειάστηκε να εγκαταλείψω τη χώρα για ένα διάστημα με υποτροφία. Αλλά πλέον μαθαίνω μια σειρά από στρατηγικές διαχείρισης. Σήμερα βοηθάμε στη δημιουργία δικτύων ψυχοσυναισθηματικής υποστήριξης ανάμεσα σε δημοσιογράφους, ενώ σε όλα τα εργαστήριά μας μιλάμε για θέματα ψυχικής υγείας – για παράδειγμα για τις ενοχές μας, γιατί ως δημοσιογράφος που καλύπτεις τέτοιες υποθέσεις, αισθάνεσαι διαρκώς ότι κάτι δεν κάνεις σωστά. Κάποιος θα βάλει τα κλάματα την ώρα της συνέντευξης, κάποιος θα βρεθεί σε κίνδυνο επειδή σου μίλησε – αλλά θα κινδυνεύσει κι αν δεν σου μιλήσει. Όλο αυτό σε αποστραγγίζει συναισθηματικά.
«Σε ένα ρεπορτάζ για θύματα σφαγών, υπέφερα από μετατραυματικό στρες. Χρειάστηκε να εγκαταλείψω τη χώρα για ένα διάστημα με υποτροφία. Αλλά πλέον μαθαίνω μια σειρά από στρατηγικές διαχείρισης. Σήμερα βοηθάμε στη δημιουργία δικτύων ψυχοσυναισθηματικής υποστήριξης ανάμεσα σε δημοσιογράφους».
»Η ομαδική θεραπεία μπορεί να είναι μέρος του πρωτοκόλλου όταν ερευνάμε ένα δύσκολο θέμα στο Quinto Elemento. Προσπαθούμε επίσης να εξασφαλίσουμε ατομική θεραπεία για κάποιους ερευνητές. Όταν αφιερώνεις μήνες σε ένα ρεπορτάζ κάτω από πιεστικές συνθήκες, μπορεί να καταρρεύσεις αν δεν μιλήσεις σε κάποιον. Μπορεί όμως να μη βρίσκουμε διαθέσιμους ειδικούς για να προσφέρουν δωρεάν θεραπεία και να μην έχουμε χρήματα να την πληρώσουμε. Προσπαθούμε όμως να δημιουργήσουμε την κουλτούρα μιας κοινότητας ψυχοσυναισθηματικής υγείας».
Αν η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα που ακόμα και στον λεγόμενο δυτικό κόσμο βάλλεται από πολλές κατευθύνσεις, με λογοκρισία και αυτολογοκρισία, χαμηλές αμοιβές και bullying σε χώρους εργασίας, αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για χώρες όπως το Μεξικό. «Δεν ζούμε στον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο. Δεν έχουμε, ας πούμε, μεγάλους χορηγούς ούτε την κουλτούρα των συνδρομών και αναζητάμε διαρκώς χρηματοδοτήσεις. Αλλά και οι δημοσιογράφοι του Μεξικού αξίζουμε μια καλή ζωή».
«Δεν ζούμε στον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο. Δεν έχουμε, ας πούμε, μεγάλους χορηγούς ούτε την κουλτούρα των συνδρομών και αναζητάμε διαρκώς χρηματοδοτήσεις. Αλλά και οι δημοσιογράφοι του Μεξικού αξίζουμε μια καλή ζωή».
Της ζητάω να ξεχωρίσει μια συναισθηματικά δυνατή στιγμή και θυμάται τα εργαστήρια ψυχοσυναισθηματικής υγείας: όταν, για παράδειγμα, αφού μιλήσουν όλοι μαζί για ένα δύσκολο θέμα, όπως για τις ιατροδικαστικές λεπτομέρειες που στο Μεξικό καλείται να γνωρίζει ακόμα και ένας δημοσιογράφος που στο παρελθόν κάλυπτε εντελώς διαφορετικούς τομείς, συζητούν όλοι μαζί για τον αντίκτυπο που έχουν μέσα τους τα ρεπορτάζ. «Ακόμα και αν δουλεύουμε για διαφορετικά μέσα και είμαστε κατά κάποιον τρόπο ανταγωνιστές κυνηγώντας όλοι μια αποκλειστικότητα ή μια πρωτιά, ξέρουμε ότι είμαστε μια ομάδα, μοιραζόμαστε την αγάπη μας για αυτή τη δουλειά, αγκαλιαζόμαστε, απελευθερωνόμαστε από τις ενοχές και κατανοούμε ότι δεν είμαστε τρελοί που έχουμε επιλέξει ως επάγγελμα να πηγαίνουμε σε μαζικούς τάφους, ότι το κάνουμε για έναν σκοπό. Σε εκείνους τους χώρους μας έχουν πει, ευχαριστώ που μπορώ να κλάψω ή να μιλήσω για τους φόβους μου για τον εαυτό μου ή τα παιδιά μου. Χτες μπόρεσα να χαλαρώσω και να κοιμηθώ και πλέον νιώθω ότι δεν είμαι μόνος. Αυτές οι στιγμές είναι πραγματικά όμορφες και σημαντικές, νιώθεις ότι λυτρώνεσαι».