Η βορειοδυτική πλευρά της Λέσβου, ξερή, άγονη και ανεμοδαρμένη, στοιχειωμένη εδώ και είκοσι εκατομμύρια χρόνια από την έκρηξη ενός ηφαιστείου, είναι σαν ένα κυκλαδονήσι που ήρθε και κόλλησε στην υπόλοιπη Λέσβο, την πνιγμένη στους ελαιώνες και τους πευκώνες.

Τα καφετιά χρώματα των βράχων, που σε κάποια σημεία θυμίζουν Φαρ Ουέστ, διακόπτουν μικρές νησίδες πρασίνου, εύφορες από τις ρεματιές, στις οποίες συνήθως φωλιάζει κάποιος οικισμός. Αυτά τα τοπία, όπως και τα κυκλαδονήσια, έχουν τη γοητεία της ανοιχτωσιάς και της ελευθερίας. Γίνονται γυμνοί καμβάδες που φιλοτεχνούμε ανάλογα με τη διάθεσή μας – και ανάλογα με τις λογοτεχνικές αναφορές που αυτό το νησί ευτύχησε να έχει σε αφθονία.

Σκάλα Συκαμνιάς, Συκαμνιά: Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο

«Κατάμπροστα στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του πουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεώρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τόνε κράζουν οι χωριανοί “της Παναγιάς τα Ράχτα”. Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο. Σηκώνει την χήτη του μες από τα νερά σα θεριό που ξενέρισε το μισό και εκεί πέτρωσε. Οι άνθρωποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα το μόλο του λιμανιού, και το διαφεντεύουν από τις αγροκαιριές της Ανατολής» («Η Παναγιά η Γοργόνα», Στρατής Μυριβήλης, εκδ. Εστία)

Στο λιμάνι με τις ψαρόβαρκες, κάτω απ’ τη «μουριά του Μυριβήλη», που μέσα στα 130 χρόνια της ζωής της πρόλαβε να προσφέρει τη σκιά της στον συγγραφέα, διεκδικούμε κι εμείς ένα κομμάτι ιστορίας, με γλυκό του κουταλιού και καφέ ελληνικό για πρωινό. Απέναντί μας το ξωκλήσι, «Η Παναγιά η Γοργόνα», πήρε το όνομά του από τοιχογραφία λαϊκού καλλιτέχνη που υπήρχε κάποτε στο εσωτερικό και το έδωσε στο εμβληματικό μυθιστόρημα. Σήμερα είναι μια ζωγραφιά το ίδιο, με φόντο το μπλε της θάλασσας και του ουρανού.

Αφήνουμε τη Σκάλα και ανηφορίζουμε, με το αυτοκίνητο να αγκομαχάει στις στροφές που ελίσσονται ανάμεσα στα περιβόλια με τις ελιές, μέχρι το χωριό της Συκαμνιάς, που ατενίζει τη θάλασσα σκαρφαλωμένο στην πλαγιά. Μετά την πολύβουη Σκάλα, μοιάζει έρημο καθώς περπατάμε στα σοκάκια και βυθιζόμαστε στη σιωπή του. Στο Λαογραφικό Μουσείο, που στεγάζεται στο Δημοτικό Σχολείο, τρυπώνουμε στο δωμάτιο με τα προσωπικά αντικείμενα του Μυριβήλη και ρίχνουμε μερικές ακόμα κλεφτές ματιές στη ζωή του.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by georgia (@fokskat)

Μόλυβος (Μήθυμνα): Παράθυρα με ασπρισμένη κορνίζα

Στα πολύχρωμα νεοκλασικά του Μόλυβου, από την εποχή της αστικής ευημερίας του, όταν μετά τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή υπήρξε σπουδαίο εμπορικό κέντρο, παράθυρα με ασπρισμένη κορνίζα μας προσκαλούν, σαν μάτια υπογραμμισμένα με eyeliner, να αφήσουμε το αυτοκίνητο και να σκαρφαλώσουμε με τα πόδια, στο αμφιθεατρικά χτισμένο χωριό, μέχρι το μεσαιωνικό κάστρο της δυναστείας των Γατελούζων στην κορυφή, ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα της Ελλάδας. Ενώ τα τζιτζίκια παίρνουν μπρος σημαίνοντας συναγερμό για το λιοπύρι, αναζητάμε καταφύγιο στα σκιερά λιθόστρωτα με τις ανθισμένες μοβ γλυσίνες (ένα από αυτά, μάλιστα, θεωρείται ανάμεσα στα 15 ομορφότερα του κόσμου). Φτάνουμε στο κάστρο του 14ου αιώνα ξέπνοοι αλλά γεμάτοι ευτυχία. Η θέα από τις μεσαιωνικές πολεμίστρες μάς ταξιδεύει στο Αιγαίο που στραφταλίζει μέχρι τα μικρασιατικά παράλια.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by georgia (@fokskat)

Βατούσα: Στην ολόδροση πλατεία με τον πλάτανο

Το όνομά του προέρχεται από την ταπεινή λέξη βάτος, θάμνος, αλλά είναι ένα χωριό-διαμάντι βουτηγμένο στο πράσινο, που μυστηριωδώς δεν κατατάσσεται στις κορυφαίες προτάσεις των τουριστικών οδηγών. Σαν υπνωτισμένοι αφήνουμε τα φιδογυριστά δρομάκια να μας οδηγήσουν μέχρι το Αρχοντικό του Γώγου, επιφανούς γιατρού του 19ου αιώνα, που σήμερα λειτουργεί ως λαογραφικό μουσείο, και την εκκλησία-ορόσημο του νησιού, την Κοίμηση της Θεοτόκου, ενώ κρυφοκοιτάμε μέσα από πέτρινες μάντρες στις αυλές των σπιτιών, που μόνο τα λουλουδάτα αρώματά τους προδίδουν το εσωτερικό τους. Στην ολόδροση πλατεία με τον πλάτανο ξαφνιαζόμαστε καθώς συνειδητοποιούμε ότι πλέον βρισκόμαστε στα μονοπάτια της λάβας, μέσα σε έναν πελώριο κρατήρα ηφαιστείου. Αν μας θυμίζουν κάτι τα γύρω βράχια ίσως είναι γιατί ο Τζέιμς Πάρις, ονομαστός Βατουσιώτης παραγωγός, είχε επιλέξει τη γενέτειρά του ως σκηνικό για πολλές επετειακές ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by georgia (@fokskat)

Σίγρι, Απολιθωμένο Δάσος: Το «υποθαλάσσιο απολιθωμένο δάσος» του Καμύ δεν είναι μύθος

«Μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και το μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στο βυθό. “Εδώ θέλω να ’ρθω να ζήσω και να εργαστώ”, είπα σε κάποια στιγμή. “Να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι”…», φέρεται να είχε πει ο Καμύ για την επίσκεψή του στο Σίγρι, το 1958, μαζί με τον εκδότη και φίλο του Μισέλ Γκαλιμάρντ.

Το «υποθαλάσσιο απολιθωμένο δάσος» του Καμύ δεν είναι μύθος. Στο λιμάνι του Σιγρίου επιβιβαζόμαστε σε καραβάκι με γυάλινο πυθμένα και διασχίζουμε το Θαλάσσιο Πάρκο Νησιώπης, με προορισμό το ομώνυμο νησάκι. Στο βυθό βρίσκονται διάσπαρτοι απολιθωμένοι κορμοί δέντρων, απομεινάρια της αδιανόητης καταστροφής. Τα απολιθώματα εκτείνονται παντού στην περιοχή, αλλά το γειτονικό Πάρκο του Απολιθωμένου Δάσους συγκεντρώνει μερικά από τα πιο θαυμαστά δείγματα, όπως προϊστορικές σεκόιες, πέτρινα κουφάρια μεγάλα σαν ερείπια πύργων. Αφήνουμε πίσω μας το απολιθωμένο δάσος, ό,τι πιο κοντινό σε δάσος στην περιοχή, και συνεχίζουμε τη διαδρομή μας σε σεληνιακό τοπίο.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by georgia (@fokskat)

Σκάλα Ερεσού: Ο βασικός λόγος που ήρθαμε μέχρι εδώ είναι η απέραντη αμμουδιά

Στην αρχαιότητα η Ερεσός ήταν μια από τις πέντε πόλεις-κράτη της Λέσβου, σήμερα όμως στη θέση της υπάρχει ένας σύγχρονος οικισμός. Ανάμεσα, ωστόσο, στα καφέ, τα εστιατόρια και τα τουριστομάγαζα εντοπίζουμε ίχνη του παρελθόντος, αν και του λιγότερου μακρινού, όπως το ψηφιδωτό με τα φυσικά μοτίβα στο δάπεδο της παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Αγίου Ανδρέα.

Ας μη γελιόμαστε όμως, ο βασικός λόγος που ήρθαμε μέχρι εδώ είναι η απέραντη αμμουδιά, με το ηλιοβασίλεμα που μαλακώνει ακόμα και τις γωνιές της τουριστικής κοινοτοπίας. Βουτάμε στη θάλασσα και αφήνουμε τα παγωμένα νερά να ξεπλύνουν όλη τη ζέστη και την κούραση της ημέρας. Συνεχίζουμε με ένα κοκτέιλ στο «Παρασόλ», το εξωτικό μπαράκι-ορόσημο, που στέκει εδώ και δεκαετίες πάνω σε ξύλινους πασσάλους στην παραλία, με τα πολύχρωμα φαναράκια, τα μαξιλάρια, τις ονειροπαγίδες, τις ευωδιαστές γλάστρες και τους θαμώνες που έχεις την εντύπωση ότι ξεχειμωνιάζουν εδώ.

Σκάλα Ερεσού. Photo by Tania Mousinho on Unsplash

Μια παραλία χωρίς όνομα

«Η ψυχή μας ας εξορμήσει σαν ένα βόλι που φεύγει και σφυρίζει. Ας αδειάσει σα μια αναστάσιμη ντουφεκιά, τραβηγμένη χαρωπά στο αδειανό γαλάζιο». («Το τραγούδι της Γης», Στρατής Μυριβήλης, εκδ. Εστία).

Μερικά χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Ερεσού, ανακαλύπτουμε μια παραλία όπου το σκοτάδι σπάνε ελάχιστα φωτισμένα παράθυρα από τα σπιτάκια που βρίσκονται σκόρπια στα περιβόλια και μια μικρή παραθαλάσσια καντίνα. Σε ένα τραπεζάκι της, φτιαγμένο από ξύλινες παλέτες, πιάνουμε μια μαξιλάρα. Αφήνουμε τη σπιτική λακέρδα και το χωριανό ούζο-δυναμίτη να μας κάψει τα χείλη, τη βρεγμένη άμμο να δροσίσει τα γυμνά μας πέλματα. Μοναδικοί ήχοι, το πλατσούρισμα των κυμάτων, τα τριζόνια και οι συζητήσεις από τις παρέες, χαμηλόφωνες σαν να μη θέλουν να χαλάσουν την ατμόσφαιρα κατάνυξης. Κοιτάμε την αδύναμη φλόγα από το ρεσό που παλεύει με το μελτέμι, σχεδόν με αγωνία λες και εξαρτάται απ’ αυτήν η ψυχή μας. Παντού σκοτάδι γύρω της, αλλά τουλάχιστον απόψε θα νικήσει.

Πηγή: Travel.gr

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below