«Όποιος παραμένει σε έναν τόπο χωρίς να περιμένει κάτι συγκεκριμένο, άθελά του, αναζητά σημασία σε αντικείμενα που δεν έχουν καμία απολύτως σημασία. Έτσι άρχισα να φαντάζομαι μια ανάμνηση που να σχετίζεται με την ύπαρξή τους, σαν το καθένα από αυτά τα αντικείμενα να έκρυβε μια δική του ιστορία – και όταν δεν μπορούσα να τη βρω, την επινοούσα. Καθώς κοίταγα το πόμολο του ντουλαπιού, για παράδειγμα, σκεφτόμουν ότι μοιάζει με εκείνο που είχε κάποτε η θεία μου στο παλιό της διαμέρισμα, εκείνο που άρον άρον εγκατέλειψε τον καιρό του πολέμου».
Η Hoda Barakat συνέθεσε το βιβλίο «Νυχτερινό ταχυδρομείο» (στα ελληνικά, από εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση Πέρσας Κουμούτση) με μια σειρά από επινοημένες επιστολές προς τη μητέρα, τον πατέρα, τον αδελφό, την ερωμένη, οι οποίες γράφτηκαν ως μια πράξη εξομολόγησης, αυτοπροσδιορισμού και εξιλέωσης. Ο συγγραφέας κάθε γράμματος ανακαλύπτει τυχαία το προηγούμενο και κάπως έτσι χτίζεται η ραχοκοκαλιά αυτής της συλλογής ιστοριών όπου οι επιστολές γίνονται το πρόσχημα για να δώσει η Λιβανέζα λογοτέχνης φωνή σε ένα πλήθος διαφορετικών αφηγητών, γυναικών και αντρών, που αναγκάστηκαν να γίνουν μετανάστες ή πρόσφυγες. Όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή της η ίδια: «Θέλησα να αφουγκραστώ εκείνα τα εκατομμύρια από περιπλανώμενες ψυχές που δεν μπορούν να μιλήσουν. Την απελπισία τους να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, ανεξαρτήτως κόστους, ακόμα και αν ξέρουν ότι θα διακυβευτεί η ζωή τους».
«Θέλησα να αφουγκραστώ εκείνα τα εκατομμύρια από περιπλανώμενες ψυχές που δεν μπορούν να μιλήσουν. Την απελπισία τους να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, ανεξαρτήτως κόστους, ακόμα και αν ξέρουν ότι θα διακυβευτεί η ζωή τους».
Κατάφερε επίσης να μετατρέψει αυτές τις περιπλανώμενες ψυχές, από καρικατούρες στα μάτια όσων βλέπουν μόνο δύο χρώματα, το άσπρο και το μαύρο, σε πρόσωπα με σάρκα και οστά και με όλες τις αποχρώσεις της ανθρώπινης φύσης. «Στο παρόν κλίμα αντιμετωπίζουμε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες είτε σαν αθώα θύματα είτε σαν επικίνδυνους εισβολείς, αλλά στην πραγματικότητα η ζωή τους είναι πολύ πιο περίπλοκη» σχολιάζει η Barakat. Στο «Νυχτερινό ταχυδρομείο» τόλμησε να προσθέσει ακόμα και τον χαρακτήρα ενός άντρα που στην πατρίδα του υπήρξε βασανιστής απολυταρχικού καθεστώτος. «Είναι εξαιρετικά σύνθετος, τραγικός. Τον αγαπάς, τον καταλαβαίνεις, τον μισείς, δεν το καταλαβαίνεις. Κυρίως, δεν θέλεις να τον ξεχάσεις. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του· έκανε ό,τι έκανε για να παραμείνει ζωντανός» πιστεύει η Barakat.
Από τα βουνά του Λιβάνου στο Παρίσι
Η ίδια γνωρίζει καλά πώς είναι να ζεις μακριά από το πατρικό σου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Λίβανο, στην ορεινή πόλη Μπσάρι της πανέμορφης «Ιερής Κοιλάδας», και σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στη Βηρυτό. Έφυγε για διδακτορικές σπουδές στο Παρίσι, αλλά με το ξέσπασμα του Εμφυλίου Πολέμου επέστρεψε στην πατρίδα της όπου εργάστηκε ως εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος και μεταφράστρια. Παντρεύτηκε τον φοιτητικό της έρωτα, τον ποιητή Mohammad El Abdallah.
Το 1989 γύρισε στο Παρίσι, όπου από τότε ζει μόνιμα. Δεν τόλμησε να δοκιμαστεί ως συγγραφέας πριν από τα 38 της χρόνια, γιατί «φοβόταν» να αναμετρηθεί με τους λογοτέχνες που εκτιμούσε: «Δεν μπορούσα να συμφιλιώσω την ιδέα της κυκλοφορίας του δικού μου έργου με την εντύπωση που είχα για τα έργα συγγραφέων που θαύμαζα. Έπρεπε να ακονίσω την τέχνη μου και δεν ένιωθα την ανάγκη να κυκλοφορήσω κάτι δικό μου – εξάλλου, υπήρχαν ήδη τόσα ωραία βιβλία εκεί έξω».
Η επιβράβευση της λογοτεχνίας
Αποζημιώθηκε για την αναμονή, πάντως. Το βιβλίο της «Σιωπή στη χώρα των πολέμων» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2004, επίσης σε μετάφραση Πέρσας Κουμούτση) απέσπασε το βραβείο Naguib Mahfouz. Το γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού της απένειμε τις διακρίσεις Chevalier de l’Ordre des Arts et des Lettres (2002) και Chevalier de l’Ordre du Mérite National (2008). Το 2015 βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το International Man Booker Prize. Το 2019 έγινε η δεύτερη γυναίκα που απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Αραβικής Λογοτεχνίας για το «Νυχτερινό ταχυδρομείο» και μάλιστα ανάμεσα σε τέσσερις υποψήφιες, αριθμό-ρεκόρ για το φύλο της στην ιστορία του βραβείου.
«Δεν μπορούσα να συμφιλιώσω την ιδέα της κυκλοφορίας του δικού μου έργου με την εντύπωση που είχα για τα έργα συγγραφέων που θαύμαζα. Έπρεπε να ακονίσω την τέχνη μου και δεν ένιωθα την ανάγκη να κυκλοφορήσω κάτι δικό μου»
Η ίδια ωστόσο, δηλώνει ότι «η αραβική γλώσσα είναι πιο σημαντική για μένα από οποιαδήποτε διάκριση». Χωρίς να θέλει να υποτιμήσει τη σημασία των βραβείων, σπεύδει να διευκρινίσει ότι «δεν επιζητώ την έκθεση ή τη φήμη. Δεν με ενδιαφέρουν οι στατιστικές και οι αριθμοί. Αν πουλήσω 15 βιβλία είμαι χαρούμενη. Αν πουλήσω 50, ακόμα καλύτερα. Ανεβάζουμε το επίπεδο της γλώσσας μας, πρέπει να έχουμε πίστη στα αραβικά. Δεν αποτελούν τροχοπέδη για έναν συγγραφέα».
«Ελπίζω το έργο μου να ενθαρρύνει τους αναγνώστες να προσέξουν εκείνους που συχνά περνούν αόρατοι και απαρατήρητοι. Μπορεί να βλέπουμε τις φωτογραφίες τους στις ειδήσεις ή να μαθαίνουμε τις ιστορίες τους από απόσταση, αλλά με το έργο μου θέλω να εστιάσω στενά στη ζωή των προσφύγων και των μεταναστών». Η προσωπική εμπειρία της φαίνεται πως τη βοήθησε να τους σκιαγραφήσει. Αν και καταξιωμένη συγγραφέας, πάνω από τρεις δεκαετίες μετά τη μετανάστευσή της εξακολουθεί να αισθάνεται ξένη στη Γαλλία. Παρόλο που σε αντίθεση με τους ήρωές της, δεν νιώθει «εξορισμένη»: «Το έργο μου έχει απολαύσει τεράστια αναγνώριση στη Γαλλία, παρότι δεν γράφω στα γαλλικά. Είναι μια χώρα όπου έχω νιώσει αληθινά ελεύθερη. Υποθέτω όμως ότι χρειάστηκε να βρεθώ σε κάποια απόσταση από τον αραβικό κόσμο για να συνειδητοποιήσω πόση αγάπη του τρέφω – και να τον κρίνω πιο αποτελεσματικά».