Ο καταδικασμένος έρωτας του ποιητή Ροντόλφο και της ράφτρας Μιμή με φόντο το παγωμένο χριστουγεννιάτικο Παρίσι, η «Μποέμ» του Πουτσίνι, βασισμένη στη νουβέλα «Σκηνές απ’ την μποέμικη ζωή» του Ανρύ Μυζέρ, στη δημιουργική ανάγνωση του Γκρέιαμ Βικ ο οποίος είχε μεταφέρει τη δράση από το Παρίσι του 19ου αιώνα στην Αθήνα του 21ου, αναβιώνει από την Εθνική Λυρική Σκηνή, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ, ως ένας φόρος τιμής στη μνήμη «του ανθρώπου που έσωσε την όπερα στη Βρετανία» όπως είχε χαρακτηριστεί ο Βικ από την εφημερίδα Telegraph.

Μια παραγωγή για την οποία ο κόσμος φαίνεται πως διψούσε, καθώς το ένα sold-out στις παραστάσεις διαδέχτηκε το άλλο, με αποτέλεσμα αυτές να παραταθούν έως και τις 9 Ιανουαρίου 2024 (για την ώρα υπάρχουν εισιτήρια μόνο για την τελευταία μέρα). Με αυτή την αφορμή η υψίφωνος Βασιλική Καραγιάννη, που ερμηνεύει τη Μιμή, μιλάει για τους μποέμ κάθε εποχής, για τις προκλήσεις του λυρικού τραγουδιού στη χώρα μας αλλά και τη φωτεινή γοητεία της Ελλάδας, και για τη Μαρία Κάλλας ως διαχρονικό πρότυπο.

Τι σημαίνει για εσάς ο χαρακτηρισμός «μποέμ»; Πώς συνδέεται με το σήμερα αυτό το έργο που χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα; Και τι το καθιστά διαχρονικό;

«Η λέξη “μποέμ” έχει τις ρίζες της στους Τσιγγάνους της Βοημίας. Αργότερα την πήραν οι Γάλλοι για να προσδιορίζουν έναν αμέριμνο και ξένοιαστο τρόπο ζωής, γεμάτο φαντασία και αυθορμητισμό. Και φυσικά αφορούσε κυρίως καλλιτέχνες και διανοούμενους. Εγώ θα συμπλήρωνα πως χαρακτηρίζει τον τύπο ανθρώπου που ακολουθεί τα όνειρά του ανέμελα, χωρίς να πολυνοιάζεται για το αύριο, ζώντας απόλυτα το τώρα.

»Σήμερα αυτό τον τρόπο ζωής βλέπει κάποιος κυρίως στη φοιτητική ζωή και σε κάποιους καλλιτέχνες. Πιστεύω πως το έργο συνδέεται με την εποχή μας κυρίως γιατί οι μποέμ ήρωες του Πουτσίνι δεν έχουν χαρακτηριστικά από κοινωνικούς αγώνες, δεν είναι επαναστάτες ούτε πολιτικοποιημένα πρόσωπα. Είναι ρομαντικοί νέοι που δεν ενδιαφέρονται για μεγάλες ιδέες, απλά ακολουθούν τα όνειρά τους και μετά από αυτά βασικό μέλημά τους είναι ο έρωτας. Ένα θέμα πάντα βασικό στα έργα του συνθέτη.

«Η λέξη “μποέμ” έχει τις ρίζες της στους Τσιγγάνους της Βοημίας. Αργότερα την πήραν οι Γάλλοι για να προσδιορίζουν έναν αμέριμνο και ξένοιαστο τρόπο ζωής, γεμάτο φαντασία και αυθορμητισμό. Και φυσικά αφορούσε κυρίως καλλιτέχνες και διανοούμενους».

»Το “Μποέμ” απευθύνεται στα νιάτα και στον έρωτα, σε όσους θυμούνται τα νιάτα και τον έρωτα και γενικά σε όσους ερωτεύονται, δηλαδή σε όλους. Η κεντρική ιστορία του Ροντόλφο και της Μιμή είναι τόσο απλή και καθημερινή, ώστε δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία! Ένα άλλο κυρίαρχο στοιχείο του είναι οι αντιθέσεις των συναισθημάτων, η εναλλαγή διαθέσεων και καταστάσεων βάσει της εξέλιξης της υπόθεσης. Αντιθέσεις απόλυτα λογικές, εφόσον μιλάμε για νεαρούς ήρωες – ως γνωστόν, οι νέοι μπορούν να περάσουν από την απόλυτη χαρά στην απόλυτη λύπη σε μία στιγμή.

»Η ανθρωπότητα δεν αλλάζει σε κάποιες καταστάσεις και αξίες: ο θάνατος θα είναι πάντα θάνατος, η φτώχεια πάντα φτώχεια, ο έρωτας πάντα έρωτας, οι φοιτητές πάντα φοιτητές».

Photo; Βαλέρια Ισάεβα

Ποια κλισέ της όπερας είχε καταρρίψει ο Βικ στη σκηνοθεσία του; Ποιες είναι για εσάς οι ερμηνευτικές προκλήσεις σε μια παράσταση που επιχειρεί να αναβιώσει το εμβληματικό ανέβασμα του Βρετανού δημιουργού;

«Σίγουρα προσπάθησε και πέτυχε σε μεγάλο βαθμό να σβήσει τον ρομαντισμό με τον τρόπο που τον περιμένει κάποιος σε μια ιστορία έρωτα και στη ζωή των ανέμελων φοιτητών. Προσάρμοσε την “Μποέμ” του 19ου αιώνα στην Αθήνα του σήμερα, επηρεασμένος μάλιστα, στο πρώτο ανέβασμα της παραγωγής, αυτής του 2007, από τα γεγονότα και τα επεισόδια με φοιτητές στο κέντρο της Αθήνας.

»Βασικό στοιχείο του είναι επίσης ότι ολοκλήρωνε και συμπλήρωνε τις σκηνοθεσίες του σύμφωνα και με τις προσωπικότητες των ερμηνευτών. Αυτό ακριβώς, που μου μετέφεραν οι συντελεστές της τωρινής αναβίωσης, το βρίσκω μεγαλειώδες! Άρα μέσα από τις βασικές σκηνοθετικές οδηγίες ένιωσα αρκετά ελεύθερη να βάλω το προσωπικό μου ερμηνευτικό στίγμα σε έναν ρόλο ντεμπούτο για μένα και ένα μεγάλο βήμα, φωνητικά, για την καλλιτεχνική πορεία μου».

«Προσάρμοσε την “Μποέμ” του 19ου αιώνα στην Αθήνα του σήμερα, επηρεασμένος μάλιστα, στο πρώτο ανέβασμα της παραγωγής, αυτής του 2007, από τα γεγονότα και τα επεισόδια με φοιτητές στο κέντρο της Αθήνας».

Πώς θα μας συστήνατε την ηρωίδα σας; Επιχειρείτε να την προσεγγίσετε σύμφωνα με το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο του αυθεντικού κειμένου ή να τη φέρετε, κατά κάποιον τρόπο, πιο κοντά στα σύγχρονα γυναικεία πρότυπα;

«Η Μιμή, σύμβολο αγνής νεότητας στη βασική ιδέα του έργου, είναι απλή ράφτρα, άρρωστη με φυματίωση. Σε όλη τη διάρκεια του έργου χειροτερεύει η υγεία της και λίγο πριν από το τέλος του πεθαίνει. Είναι ένα εντελώς απλό και αυτάρκες κορίτσι. Είναι συγκινητικό που στη δεύτερη πράξη, στο καφέ Momus όπου όλοι παραγγέλνουν κρασιά, φαγητά, ποτά κ.λπ., η Μιμή παραγγέλνει μια απλή κρέμα και είναι χαρούμενη μ’ αυτήν. Και το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο, που αγαπά και που υπάρχει σε όλο το έργο, είναι το ροζ σκουφάκι που της αγοράζει ο Ροντόλφο στην πρώτη τους έξοδο.

»Η προσέγγισή μου σαφώς και είναι επηρεασμένη από το αυθεντικό κείμενο. Πλαισιώνεται άλλωστε και από τη μουσική. Αυτό δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Ωστόσο τελικά κυριαρχεί η άποψη του Βικ, που ξεκάθαρα τη φέρνει πιο κοντά σε μια σύγχρονη νέα γυναίκα, που φλερτάρει, ερωτεύεται, αποκτά φίλους και φίλες, αρρωσταίνει, πεθαίνει… Ένα μικρό παράδειγμα είναι στην πρώτη πράξη: Σύμφωνα με το αρχικό κείμενο, έρχεται στη σοφίτα του Ροντόλφο απλά γιατί τής έσβησε το κερί, κι εκεί ερωτεύονται. Ενώ στη δική μας προσέγγιση η Μιμή περίμενε να φύγει όλη η παρέα από τη σοφίτα του γιατί τον έχει δει από καιρό και θέλει να τον φλερτάρει με πρόσχημα το σβήσιμο του κεριού της. Επίσης τα κοστούμια και τα σκηνικά είναι απολύτως σημερινά. Πρόκειται για μια εντελώς σύγχρονη κινηματογραφική προσέγγιση, που όμως δεν προσβάλλει ούτε στιγμή την πρωτότυπη».

Photo; Κώστας Σάραγκας

Δεδομένου ότι έχετε ερμηνεύσει στις σπουδαιότερες σκηνές του κόσμου, όπως η Σκάλα του Μιλάνου και το Κόβεν Γκάρντεν, αν θα έπρεπε να ξεχωρίσετε μια εμπειρία από τις εμφανίσεις σας στο εξωτερικό, ποια θα ήταν;

«Σίγουρα την εμφάνισή μου στη Σκάλα του Μιλάνου, στο πιο αυστηρό κοινό του κόσμου! Και την τεράστια αποδοχή που εισέπραξα. Φυσικά δεν ξεχνώ ούτε το κοινό του Λονδίνου στο Κόβεν Γκάρντεν και το πολύ ενθουσιώδες χειροκρότημά του ούτε το κοινό της Δανίας, που χειροκροτούσε όρθιο και με διάρκεια».

Γιατί επιλέξατε να συνεχίσετε την καλλιτεχνική διαδρομή σας στην Ελλάδα; Τι θα θέλατε να δείτε να αλλάζει στο κλασικό τραγούδι στη χώρα μας;

«Στην επιλογή της χώρας μας ως βάση μου σίγουρα έπαιξε ρόλο η θέση μου στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στην οποία τραγουδάω αδιάκοπα από πολύ νεαρή ηλικία. Μου ήταν πάντα δύσκολο να προσαρμοστώ στην ιδέα του να λείπω για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα από την Ελλάδα. Είχα ευκαιρίες και προτάσεις, με συμβόλαια διετίας σε θέατρα της Γερμανίας (Δρέσδη, Βόννη), όμως ποτέ δεν το αποφάσισα. Προτίμησα να έχω τη βάση μου εδώ, στο φως το ελληνικό, στον ήλιο και τη μοναδική ενέργεια της χώρας μας – πείτε με και ρομαντική – και να δουλεύω ελεύθερα στο εξωτερικό.

»Από την Ελλάδα λείπει μια βασική Μουσική Ακαδημία με κεντρικό αντικείμενο σπουδών την όπερα! Έχουμε απίστευτα πλούσιο υλικό από φωνές και ταλέντα αναλογικά με τον πληθυσμό μας. Έχουμε το DNA και το “μικρόβιο” των αρχαίων Ελλήνων τραγωδών. Ωστόσο λείπει η σωστή καλλιέργεια, έστω κι αν μεγάλος αριθμός Ελλήνων λυρικών ερμηνευτών διαπρέπουν εντός κι εκτός συνόρων. Πόσο πιο εύκολα θα ήταν για τα νέα ταλέντα να έχουν ολοκληρωμένες σπουδές εδώ και να μην ξενιτεύονται από νωρίς αναζητώντας την τύχη τους στο εξωτερικό! Επίσης μια άλλη ευχή είναι να αυξηθούν οι λυρικές σκηνές στη χώρα μας. Όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις. Ήδη γίνονται προσπάθειες, αλλά χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα».

«Έχουμε το DNA και το “μικρόβιο” των αρχαίων Ελλήνων τραγωδών. Ωστόσο λείπει η σωστή καλλιέργεια, έστω κι αν μεγάλος αριθμός Ελλήνων λυρικών ερμηνευτών διαπρέπουν εντός κι εκτός συνόρων».

Δεδομένου ότι διανύουμε το έτος Μαρίας Κάλλας, πώς σας επηρέασαν η ζωή και το έργο της ντίβας και τι θα σχολιάζατε για τις φετινές, επετειακές εκδηλώσεις και δράσεις προς τιμήν της;

«Από τότε που ήμουν παιδί η Μαρία Κάλλας υπήρξε για μένα πρότυπο ερμηνεύτριας αλλά και μιας γυναίκας που ξεπέρασε τις αδυναμίες της και τις μετέτρεψε σε πλεονεκτήματα. Φέτος είχα την τιμή να συμμετάσχω σε πολλές συναυλίες-αφιερώματα στα 100 χρόνια από τη γέννησή της στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

»Η ΕΛΣ θεωρώ πως τίμησε και τιμά τη μεγάλη ντίβα με τον καλύτερο τρόπο. Μεταξύ άλλων, με το ανέβασμα της όπερας “Μήδεια”, μια συμπαραγωγή με τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, στην οποία είχα την τιμή να ερμηνεύσω τον ρόλο της Γλαύκης. Αλλά και με τη μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο, όπου τέσσερις ερμηνεύτριες αναβιώσαμε το πρόγραμμα που μόνη της είχε τραγουδήσει στο ίδιο θέατρο το 1957. Είχα επίσης την τεράστια τιμή να συμμετέχω στο ντοκιμαντέρ που προβάλλεται ήδη από τις 16 Δεκεμβρίου δωρεάν στην GNO TV [τη διαδικτυακή πλατφόρμα της ΕΛΣ] και που αφορά στην καλλιτεχνική πορεία της όταν ήταν ακόμα νέα μαθήτρια στην Ελλάδα. Σε αυτό, μαζί με εξαιρετικές συναδέλφους και σε καλλιτεχνική επιμέλεια του μεγάλου Άρη Χριστοφέλλη, ερμηνεύουμε ρεπερτόριο που ακόμα κι εμείς δεν γνωρίζαμε ότι είχε τραγουδήσει η Κάλλας. Φέτος επίσης είχα την τιμή να λάβω στο Μόντε Κάρλο βραβείο Μαρία Κάλλας, του καλύτερου καλλιτέχνη όπερας, από τον πρίγκιπα Αλβέρτο».

Photo; Βαλέρια Ισάεβα

Info

«Μποέμ» του Τζάκομο Πουτσίνι, 9, 12, 17, 27, 29, 31 Δεκεμβρίου 2023 & 2, 7, 9 Ιανουαρίου 2024. Ώρα έναρξης 19.30 και τις Κυριακές στις 18.30. Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ. Εισιτήρια από τα Ταμεία της ΕΛΣ (213 0885700, καθημερινά 9.00-21.00) και την www.ticketservices.gr

Στις 27 και 29 Δεκεμβρίου 2023 η Μποέμ θα παρουσιαστεί σε συνθήκες καθολικής προσβασιμότητας σε συνεργασία με την εταιρεία ATLAS E.P.

Συντελεστές

Μουσική διεύθυνση: Οντρέι Όλος. Σκηνοθεσία: Γκρέιαμ Βικ. Αναβίωση σκηνοθεσίας: Κατερίνα Πετσατώδη. Σκηνικά, κοστούμια: Ρίτσαρντ Χάντσον. Κινησιολογία: Ρον Χάουελ. Φωτισμοί: Τζουζέππε ντι Ιόριο. Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου. Ροντόλφο: Γιάννης Χριστόπουλος. Σωνάρ: Νίκος Κοτενίδης. Μπενουά: Βαγγέλης Μανιάτης. Μιμή: Βασιλική Καραγιάννη. Μαρτσέλλο: Διονύσης Σούρμπης. Κολλίνε: Τάσος Αποστόλου. Αλτσιντόρο: Κωστής Ρασιδάκης. Μουζέττα: Τσέλια Κοστέα. Παρπινιόλ: Θανάσης Ευαγγέλου. Αρχιφύλακας των τελωνειακών: Ιωάννης Κοντέλλης. Τελωνειακός: Νίκος Συρόπουλος

Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία και την Παιδική Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής.

Την επιπλέον παράσταση της 9ης Ιανουαρίου 2024 θα διευθύνει ο διεθνώς διακεκριμένος Γάλλος αρχιμουσικός Φιλίπ Ωγκέν.

Χορηγός της παράστασης είναι η ΔΕΗ. Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below