Ήταν ένα παράξενο πεντάχρονο αγόρι που κυκλοφορούσε με ένα λεξικό παραμάσχαλα και ένα σημειωματάριο. Για τον Τρούμαν Καπότε η συγγραφή δεν ήταν μόνο ένα χάρισμα αλλά και ανάγκη επιβίωσης, ένα μέσο απόδρασης από τη δύσκολη παιδική ηλικία του. Μήπως όμως η ιστορία δεν θέλει αυτά τα δύο να είναι συνήθως αλληλένδετα;
Ο Τρούμαν Καπότε γεννήθηκε το 1924 στη Νέα Ορλεάνη με το μάλλον δυσπρόφερτο όνομα Τρούμαν Στρέκφους Πέρσονς, από τον πωλητή Άρκιουλους Πέρσονς και τη Λίλι Μέι Φωκ. Ήταν μόλις δύο ετών όταν οι γονείς του πήραν διαζύγιο και το αγόρι βρέθηκε να μεγαλώνει με συγγενείς της μητέρας του, στην Αλαμπάμα, όπου γνωρίστηκε με τη Χάρπερ Λι. Η θρυλική συγγραφέας του «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» ήταν γειτόνισσα και έμελλε να γίνει μακροχρόνια στενή του φίλη. «Είμαι ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου της», θα έλεγε ο Καπότε αργότερα, «που εκτυλίσσεται στη μικρή πόλη της Αλαμπάμα όπου ζούσαμε. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος και, αντί να πηγαίνουμε σινεμά όταν ήμασταν παιδιά, πηγαίναμε σε δίκες».
Στη μοναχική, κατά τα άλλα, παιδική ηλικία του, έμαθε ανάγνωση και γραφή μόνος, προτού ακόμα πάει σχολείο. Οκτώ ετών, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, με τη μητέρα του και τον δεύτερο σύζυγό της, Χοσέ Γκαρσία Καπότε, έναν Κουβανό επιχειρηματία από τον οποίο πήρε το επώνυμό του.
«Μετά το σχολείο έγραφα για τρεις ώρες»
Μέχρι τα έντεκα χρόνια του, όπως θα θυμόταν αργότερα ο ίδιος, είχε αρχίσει «να γράφω σοβαρά: Λέω “σοβαρά” με την έννοια ότι όπως άλλα παιδιά πάνε σπίτι και εξασκούνται στο βιολί ή στο πιάνο, εγώ επέστρεφα καθημερινά από το σχολείο και έγραφα για περίπου τρεις ώρες». Δεκατέσσερα ακυκλοφόρητα διηγήματα, μάλιστα, που έγραψε όταν ήταν έφηβος ανακαλύφθηκαν το 2013 από ελβετικό εκδοτικό οίκο και κυκλοφόρησαν σε μία συλλογή («The Early Stories of Truman Capote»).
Το σχολείο δεν του άρεσε ποτέ, το περιβάλλον του τον έπνιγε, έτσι οι τυπικές σπουδές του τελείωσαν στα δεκαοκτώ χρόνια του. Τελειόφοιτος λυκείου ακόμα, άρχισε να εργάζεται ως κλητήρας στο «The New Yorker», από το οποίο απολύθηκε όταν εξόργισε άθελά του τον ποιητή Ρόμπερτ Φροστ. Εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη για να ζήσει με συγγενείς στην Αλαμπάμα, όπου άρχισε να γράφει το «Καλοκαιρινό ταξίδι». Ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο όμως έμελλε να γίνει και το τελευταίο που θα εκδιδόταν και μάλιστα από μια αλλόκοτη συγκυρία.
Το «ταμπού» της ομοφυλοφιλίας του
Από τα δεκαεννέα του, τα διηγήματά του αξιώθηκαν να δημοσιευτούν σε διακεκριμένα έντυπα, όπως τα «The Atlantic Monthly», «Mademoiselle», «The New Yorker». Μια από τις ιστορίες του, με τίτλο «Μύριαμ», βραβεύτηκε (Ο. Henry Memorial Award) και του άνοιξε το δρόμο για ένα συμβόλαιο με τον Random House. Η επένδυση του εκδοτικού οίκου στο νεαρό συγγραφέα αποδείχθηκε σωστή, αφού το μερικώς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα-ντεμπούτο του, «Φωνές χαμένες και θολές» (1948), απόλαυσε όχι μόνο καλλιτεχνική αλλά και εμπορική επιτυχία και αναδείχθηκε σε μπεστ σέλερ των «New York Times».
Για τον συγγραφέα, ωστόσο, η συγγραφή του είχε υπάρξει «μια προσπάθεια να ξορκίσω δαίμονες». Φαίνεται πως τα κατάφερε αφού, σύμφωνα τουλάχιστον με την ερμηνεία του βιογράφου του, Gerald Clarke («Capote: A Biography»), τον βοήθησε, μέσα από τον ήρωά του, Τζόελ, να αποδειχθεί την ομοφυλοφιλία του, σε μια εποχή που για πολλούς αποτελούσε ανυπέρβλητο ταμπού.
Ανάμεσα στα πιο ονομαστά μυθιστορήματά του είναι, φυσικά, το «Πρόγευμα στο Τίφανις», καθώς η ομώνυμη νουβέλα (το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης τρία διηγήματα) μεταφέρθηκε, αρκετά ελεύθερα, στον κινηματογράφο – με την Όντρεϊ Χέπμπορν να γράφει ταυτόχρονα ιστορία και στον κινηματογράφο και στη μόδα με το μικρό μαύρο φόρεμά της. Για το συγγραφέα υπήρξε επίσης κομβικό: έγινε η αφετηρία για «μια δεύτερη καριέρα» όπως σχολίασε- επειδή τον βοήθησε να αναπτύξει «μια διαφορετική οπτική, ένα διαφορετικό ύφος γραφής».
«Έγκλημα ψυχοπαθούς δολοφόνου»
Αν θα έπρεπε όμως να ξεχωρίσουμε το βιβλίο με το πιο συναρπαστικό παρασκήνιο, θα ήταν αναμφίβολα το «Εν Ψυχρώ» (1965), ένα «μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα» όπως το είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος, στο οποίο τα όρια ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη μυθιστοριογραφία γίνονται εξαιρετικά δυσδιάκριτα.
Πηγή έμπνευσης έγινε ένα άρθρο των 300 λέξεων, που δημοσιεύτηκε το 1959 στους «New York Times», περιγράφοντας τη δολοφονία μιας οικογένειας στην επαρχία του Κάνσας και καταλήγοντας στο συμπέρασμα του σερίφη της περιοχής: «Είναι προφανώς έγκλημα ψυχοπαθούς δολοφόνου». Η τελευταία ατάκα ιντρίγκαρε αρκετά τον Καπότε ώστε να αποφασίσει να ταξιδέψει στον τόπο του εγκλήματος και να διεξάγει, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, προσωπική έρευνα συνομιλώντας με κατοίκους της περιοχής. Όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, μάλιστα, στη διάρκεια εκείνων των συνεντεύξεων κρατούσε μόνο νοερές σημειώσεις, καταγράφοντας μετά το τέλος τους τα πιο ενδιαφέροντα αποσπάσματα. Και όταν τελικά συνελήφθησαν οι δύο ένοχοι, κατάφερε να τους προσεγγίσει και να περάσει χρόνο μαζί τους, μέχρι την εκτέλεσή τους.
To «ασπρόμαυρο» λαμπερό πάρτι
Το «Εν Ψυχρώ» επρόκειτο ουσιαστικά για το τελευταίο ολοκληρωμένο έργο του. Ένα πάρτι που διοργάνωσε το 1966 με αφορμή την κυκλοφορία του, το «Black and White Ball», πήρε διαστάσεις θρύλου, συγκεντρώνοντας 540 λαμπερούς καλεσμένους που λικνίστηκαν στους ξέφρενους ρυθμούς των Swinging Sixties. Ήταν μια πληθωρική γιορτή που επισφράγιζε τη μεταμόρφωση του Καπότε από ένα μοναχικό, πρόωρα αναπτυγμένο πνευματικά αγόρι σε περιζήτητο, ευκατάστατο συγγραφέα αλλά και πρωταγωνιστή της κοσμικής ζωής της Νέας Υόρκης.
Ο Καπότε νοίκιασε τη μεγάλη αίθουσα χορού του Plaza Hotel και επέβαλε τον ενδυματολογικό κώδικα των ασπρόμαυρων ρούχων. Από όλους τους καλεσμένους ζητήθηκε να φορούν μάσκες, που θα αφαιρούσαν τα μεσάνυχτα αποκαλύπτοντας την ταυτότητά τους. Αυτή ήταν και η μεγάλη έκπληξη εκείνης της βραδιάς, που εκτιμάται ότι κόστισε πάνω από 120 χιλιάδες σημερινά δολάρια: η ποικιλομορφία των θαμώνων, που εκτεινόταν από πρίγκιπες της Ινδίας μέχρι καλλιτέχνες όπως ο Άντι Γουόρχολ και πλούσιες κληρονόμους σαν την Γκλόρια Βάντερμπιλτ.
Η Ελλάδα του Καπότε
Το συγγραφικό έργο του τροφοδοτήθηκε από αληθινές εμπειρίες, τις οποίες δεν αντλούσε μόνο από τα πάρτι αλλά και από τα ταξίδια του ανά τον κόσμο, ιδιαίτερα στη διάρκεια των ‘50s και ‘60s. Ένα από αυτά, το καλοκαίρι του 1958, είχε ως προορισμό την Ελλάδα, ένα χρονικό που μετέφερε σε πέντε ιστορίες με τίτλο «Ελληνικές παράγραφοι». Στο υπερωκεάνιο που τον έφερε στο λιμάνι της Πάτρας έκανε μια διόρθωση της τελευταίας στιγμής στο «Πρόγευμα στο Τίφανις», όπως γράφει ο συγγραφέας Χρήστος Αστερίου σε άρθρο του στην «Καθημερινή».
Η Πάρος, όπου πέρασε τέσσερις μήνες μαζί με τον σύντροφό του, τον επίσης μυθιστοριογράφο Τζακ Ντάνφι, στο Ξενοδοχείο Μελτέμι στην Παροικία, σημερινό Δημαρχείο, περιγράφηκε από τον Καπότε ως ένας επίγειος παράδεισος. Μια μάρτυρας, τότε νεαρή υπάλληλος του ξενοδοχείου, τους θυμάται να παίρνουν μαζί πρωινό, με τον Καπότε να κάνει πειράγματα στις εύπορες ενοίκους των γειτονικών δωματίων. Συγκρατημένος και ευγενής, δεν τον ενδιέφερε η νυχτερινή ζωή του νησιού και έδινε την εντύπωση ενός άντρα που απείχε παρασάγγας από τον διοργανωτή του «ασπρόμαυρου χορού», σχεδόν μία δεκαετία μετά.
Γυρίζοντας το Αιγαίο με την προσωπική θαλαμηγό του Νιάρχου, «Κρεολή», έγραφε για το μελτέμι «που λυσσομανά σαν τις φωνές φαντασμάτων πνιγμένων ναυτικών ανά τους αιώνες». Στη διάρκεια της περιπλάνησής τους βρέθηκε και στη Ρόδο, όπου όπως γράφει ο Δημήτρης Πολιτάκης στο Marie Claire, μπήκε σε πειρασμό να αγοράσει ένα μικρό αγροτόσπιτο. Ο αρθρογράφος παραθέτει την περιγραφή του από τον Αμερικανό συγγραφέα: «Βρίσκεται μέσα σ’ έναν κολπίσκο που έχει σχήμα αλογοπέταλου. Η παραλία είναι μια αμμώδης πανδαισία και τα νερά ήρεμα σαν ζαφείρι που τρεμοπαίζει σε βιτρίνα κοσμηματοπωλείου».
Κοινωνικός εξοστρακισμός και εθισμοί
Οι τελευταίες δεκαετίες της ζωής του θα τον έβρισκαν σε ένα σκοτάδι, σε δραματική αντίθεση με το μεσογειακό φως που τον είχε τυλίξει στη νιότη του. Στη δεκαετία του ‘70 βυθίστηκε όλο και πιο βαθιά στον αλκοολισμό και στην κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών. Η ψυχική του κατάσταση αναμφίβολα δεν βελτιώθηκε όταν ένα άρθρο που έδωσε στο περιοδικό «Esquire» το 1975, το διαβόητο «La Côte Basque 1965», απόσπασμα του ανολοκλήρωτου μυθιστορήματός του «Όταν οι προσευχές εισακούονται», θεωρήθηκε ότι εξέθετε τα σκοτεινά μυστικά πολλών φίλων του από την ελίτ της Νέας Υόρκης, οδηγώντας στον κοινωνικό εξοστρακισμό του.
Μια από τις πιο πολυσυζητημένες ιστορίες που αφηγήθηκε στο διαβόητο άρθρο ήταν εκείνη της ηρωίδας του, «Αν Χόπκινς», που θεωρείται ότι σκιαγραφεί την Αν Γούντγουορντ, σύζυγο του πλούσιου κληρονόμου Ουίλιαμ Γούντγουορντ. Ο Καπότε έγραψε ότι όταν ο άντρας της απείλησε να τη χωρίσει, εκείνη τον δολοφόνησε και μετά ισχυρίστηκε στην αστυνομία ότι τον είχε πυροβολήσει κατά λάθος, νομίζοντας ότι το σπίτι τους είχε δεχτεί εισβολή από ληστές. Λέγεται ότι η Αν Γούντγουορντ έμαθε για το περιεχόμενο του άρθρου λίγο πριν από τη δημοσίευσή του και αυτοκτόνησε παίρνοντας κυάνιο.
Μετά από πολλά χρόνια εθισμού και αποτυχημένες προσπάθειες αποτοξίνωσης σε κλινικές, ο Καπότε άρχισε να υποφέρει από παραισθήσεις, με σύντομα διαστήματα διαύγειας. Απομονωμένος, πέθανε τον Αύγουστο του 1984, μετά από υπερβολική δόση χαπιών.
Το 2004 ήρθε στην επιφάνεια ένα παράξενο γεγονός. Το πρώτο μυθιστόρημα του Καπότε, το «Καλοκαιρινό ταξίδι», δεν είχε καταστραφεί, όπως είχε ισχυριστεί ο ίδιος. Το χειρόγραφο είχε διασωθεί από μια γυναίκα που καθάριζε το διαμέρισμά του και τα δικαιώματά του είχε εξασφαλίσει ο εκδοτικός οίκος Random House. Όπως συμβαίνει με προσωπικότητες που προπορεύονται της εποχής τους, ο Καπότε συνέχισε να ασκεί επιρροή, συχνά με τρόπους απρόβλεπτους, ακόμα και πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατό του.
Για το βιβλίο «Καλοκαιρινό ταξίδι»
Το μέχρι πρόσφατα χαμένο, πρώτο μυθιστόρημα του Τρούμαν Καπότε έμελλε να γίνει και το τελευταίο που εκδόθηκε, το 2005. Οι Εκδόσεις Floral Books το εξέδωσαν στα ελληνικά σε μετάφραση Γιώργου Θ. Καράμπελα.
Για τη νεαρή Γκρέιντι Μακ Νιλ η αναχώρηση των γονιών της με πλοίο για την Ευρώπη σηματοδοτεί την έναρξη του καλοκαιριού της ενηλικίωσής της, ένα καλοκαίρι που κάθε άλλο παρά βαρετό προμηνύεται: μένει να διαχειριστεί μόνη της ένα τεράστιο διαμέρισμα στην καρδιά της Νέας Υόρκης, άγουρες παιδικές φιλίες που μπαίνουν στα πρώτα στάδια της ωρίμανσης, την απροσδιόριστη πίεση ενός εξασφαλισμένου μέλλοντος και μια άστατη ερωτική σχέση που μοιάζει καταδικασμένη εξαρχής. Όμως η Γκρέιντι είναι αποφασισμένη να μην αφήσει τα όνειρά της να την προσπεράσουν.
Στο «Καλοκαιρινό ταξίδι», ο Τρούμαν Καπότε υφαίνει δεξιοτεχνικά τόσο το περιβάλλον όσο και τον χαρακτήρα της ηρωίδας του, κατανοεί τις αδυναμίες της, δρομολογεί με συνέπεια τις απρόβλεπτες πράξεις της και υπογράφει μια γνήσια νουβέλα ενηλικίωσης, που ταυτόχρονα αποτελεί έναν παιάνα για την πόλη της Νέας Υόρκης, αλλά και ένα μικρό λογοτεχνικό διαμάντι που ανακαλύφθηκε είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα και διατηρεί αμείωτη μέχρι σήμερα όλη τη νεανική ορμή του.