Δεν είναι αυτονόητο ότι θα θέλεις να στολιστείς. Ούτε ότι θα έχεις να στολιστείς. Γενικά τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Κι όταν στολίζεσαι ξέρεις πως χιλιάδες είναι αστόλιστοι.
Οι Ουκρανοί στα καταφύγια επειδή τους βομβαρδίζουν με drone Πρωτοχρονιάτικα. Ότι άλλοι είναι στην εξάρτηση, άλλοι στο πένθος, άλλοι στην ανεργία, άλλοι στην αρρώστια, άλλοι στη μοναξιά, άλλοι στη φυλακή. Και μόνο άμα έχεις συνείδηση όλων αυτών στολίζεσαι σε υπερβολικό βαθμό. Και μόνο άμα έχεις περάσει αρκετές αστόλιστες γιορτές αναγνωρίζεις την αξία της στιγμής και την τιμάς ανάλογα. Κι ας μην έχεις να πας ούτε στις μεγάλες πίστες, ούτε στα κοσμικά. Ή μάλλον έχεις να πας στη μεγαλύτερη πίστα όλων, εκεί που οι ανθρώπινες σχέσεις δοκιμάζονται, εκεί που οι εαυτοί μας αναδύονται στην καλή και την κακή στιγμή.
Έχεις να πας σε σπίτι φίλων, εκεί όπου συγκεντρώνεστε άνθρωποι που σας συνδέει φιλία είκοσι και τριάντα χρόνων. Άνθρωποι που τους γνώρισες σόλο, ή με ενδιάμεσους δεσμούς εφήμερους και ανήμερους, και τώρα σκάνε με τους συμβίους και τα παιδιά τους, μεγάλα παιδιά που όμως ακολουθούν στο φιλικό σπίτι, απ’ όπου εννοείται ότι θα αποδράσουν πλήρη συναισθήματος, μόλις αλλάξει ο χρόνος. Το θεωρούν αυτονόητο ωστόσο ότι θα έρθουν εκεί, επειδή το εκεί μαζί με τα σπίτια των συγγενών τους, είναι το σπίτι όπου έχτισαν την περί γιορτής συνείδηση, την περί φιλίας αγωγή, την περί κοινωνίας πρώτη γνώση.Και ειδικά αν είσαι άνθρωπος που άφησες τον τόπο σου και τους δικούς σου χίλια χιλιόμετρα μακριά, όπως έκανα εγώ, στηρίζεσαι στους φίλους σου σε υπερβολικό βαθμό, και το ίδιο μαθαίνουν να κάνουν και τα παιδιά σου. Μαθαίνουν ότι οι φίλοι είναι οικογένεια.
Τους μακροχρόνιους φίλους μάλιστα τους αγαπάμε όπως ακριβώς την οικογένεια, ξέρουμε δηλαδή όλα τα κουσούρια τους και τους αγαπάμε παρ’ όλα αυτά. Είναι εξάλλου αυτοί που έχουν αρχειοθετήσει τις ζωές μας, ήταν μαζί μας στις χαρές και τις λύπες, τις αποτυχίες και τις επιτυχίες, τα εύκολα και τα δύσκολα, δεν πουλάμε μούρη σε αυτούς, μόνο μοιραζόμαστε αλήθεια.
Ο στολισμός μας καθώς διαβαίνουμε το κατώφλι της γιορτής τους, είναι ο δικός μας φόρος τιμής, στην ανοιχτή τους πόρτα, στην ανοιχτή τους αγκαλιά. Κι ούτε πρόκειται να ξεχάσω πως όταν κήδευα τη μαμά μου 31 του Δεκέμβρη σε ένα χωριό του Διδυμότειχου, τα παιδιά μου, που παρέμειναν στην Αθήνα, δεν δέχθηκαν να πάνε σε σπίτια συμμαθητριών που τις κάλεσαν, αλλά προτίμησαν να περάσουν την παραμονή της πρωτοχρονιάς στο σπίτι των χρόνιων φίλων μας, όπου μαζεύτηκε όλη η παρέα. Είπαν «είναι σαν οικογένεια».
Αυτό το, είναι σαν οικογένεια, το θεωρώ κατόρθωμα ζωής. Γι’ αυτό δεν κατανοώ εκείνο το συγκαταβατικό «ε, μεταξύ μας», που εκφέρεται σχεδόν απολογητικά στην επιστροφή στον εργασιακό χώρο μετά το τέλος των γιορτών, υπονοώντας ότι δεν πήγαμε κάπου «ουάοου». Όμως τι είναι τελικά το «ουάοου»;
Μήπως είναι οι μεγάλες πίστες, τα γκράντε ξενοδοχεία, η κοινωνικά ανεβαστική πρόσκληση; Μπορεί, ειδικά το τελευταίο γαργαλάει τη φιλοδοξία μας, όμως υπάρχει και το αναβλύζον γλέντι, το γλέντι της πηγαίας ευχαρίστησης στο οποίο μόνιμα ποντάρω. Εξάλλου, δεν πρόκειται να ξεχάσω, πως ο θείος μου (αδερφός του πατέρα μου), μια μέρα όπου τον επισκέφτηκαν οι γονείς μου είπε στο τηλέφωνο ότι στήσανε θρακιώτικο χορό, «α! μαζευτήκατε πολλοί!» αναφώνησα. «Γιατί χρειάζονται κι άλλοι;» με ρώτησε. Όχι θείε μου, δεν χρειάζονται κι άλλοι.