Ακόμα και αν δεν ήμασταν φαν των ρομαντικών κωμωδιών, δεν υπάρχει περίπτωση να μη γνωρίζουμε την Bridget Jones και το ημερολόγιό της, που πρόσφεραν μια ταινία-σταθμό για τις ερωτικές σχέσεις -και την αναζήτησή τους- στις αρχές των 00s. Ήταν, συγκεκριμένα, το 2001 όταν η Renée Zellweger υποδύθηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη τη single τριαντάρα που αφού έζησε στιγμές πάθους με τον Daniel Cleaver (Hugh Grant), αντιμετώπισε την πιο αμήχανη στιγμή με τον Mark Darcy (Colin Firth), με τον οποίο, στη συνέχεια, μπήκε σε ένα σερί χωρισμών και επανασυνδέσεων.
Τώρα ετοιμαζόμαστε να τη συναντήσουμε για ακόμα μία φορά, στη νέα ταινία της σειράς, «Bridget Jones: Mad About the Boy»: στα πενήντα της, χήρα (ο Mark σκοτώθηκε σε ανθρωπιστική αποστολή στο Σουδάν, όπως μαθαίνουμε), με δύο παιδιά.
Τα χάπι εντ των ρομαντικών κωμωδιών διαιωνίζουν το κλισέ των παραμυθιών, ότι μετά τον γάμο ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ωστόσο η επιστροφή της Bridget Jones κάτω από αυτές τις συνθήκες, της χηρείας και της πρόκλησης να επανεφεύρει τη ζωή της, το υπονομεύει και τη μετατρέπει, κατά κάποιον τρόπο, σε αντισυμβατική ηρωίδα.
Τα χάπι εντ των ρομαντικών κωμωδιών διαιωνίζουν το κλισέ των παραμυθιών, ότι μετά τον γάμο ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ωστόσο η επιστροφή της Bridget Jones κάτω από αυτές τις συνθήκες, της χηρείας και της πρόκλησης να επανεφεύρει τη ζωή της, το υπονομεύει.
Μήπως όμως ήταν ανέκαθεν αντισυμβατική – παρόλο που κυνηγούσε το συμβατικό όνειρο του happily ever after;
Η Esther Zuckerman, συγγραφέας του βιβλίου «Falling in Love at the Movies: Rom-Coms From the Screwball Era to Today», ονομάζει το νέο άρθρο της στους New York Times «Με τον δικό της χαοτικό τρόπο, η Bridget Jones είναι πρωτοπόρος» και δικαιολογεί αυτό τον τίτλο ως εξής: «Η ομορφιά της Bridget Jones -δημιουργία της μυθιστοριογράφου Helen Fielding, που είχε τον λόγο σε όλα τα σενάρια- έγκειται στην ατημελησία της. Συγκρίνετέ την, ας πούμε, με τη Meg Ryan στο “Όταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι”, ίσως το πλατωνικό ιδεώδες μιας ηρωίδας ρομαντικής κωμωδίας.
»Η Sally, αν και μπορεί να είναι κάπως αυταρχική και άτυχη στον έρωτα, είναι τακτική και συνεπής, σχεδόν σε βαθμό που γίνεται ελάττωμα. Πάντα δείχνει τέλεια. Ταξινομεί τις βιντεοκασέτες της σε αλφαβητική σειρά. Η Bridget, από την άλλη, δεν τηρεί τους κανόνες. Πίνει υπερβολικά και καπνίζει σαν φουγάρο (ο αριθμός των τσιγάρων που ανάβει στις πρώτες ταινίες της είναι σοκαριστικός για τα δεδομένα του 2025.) Το διαμέρισμά της είναι σκέτη καταστροφή, με ρούχα σκορπισμένα παντού. Και, ναι, έχει παραπανίσια κιλά – ή τουλάχιστον αυτό πιστεύει εκείνη».
Σε αντίθεση με πολλές άλλες κινηματογραφικές ηρωίδες της εποχής της, των μακρινών -υπό το φως των ραγδαίων εξελίξεων, θέλουμε να πιστεύουμε, στα γυναικεία στερεότυπα- 00s, η Bridget δεν έχει σιλουέτα μοντέλου. Όταν όμως προσπαθεί να κρύψει το σώμα της κάτω από ένα σεντόνι, στη δεύτερη ταινία της σειράς, «Edge of Reason», ο Mark της λέει ότι αγαπάει τα «πιασιματάκια» της. Μάλιστα το γεγονός ότι η Zellweger είχε πάρει κιλά για τις ανάγκες του ρόλου κάνει ακόμα πιο δυνατό εκείνο το μήνυμα body positivity.
Όταν προσπαθεί να κρύψει το σώμα της, στη δεύτερη ταινία της σειράς, «Edge of Reason», ο Mark της λέει ότι αγαπάει τα «πιασιματάκια» της. Μάλιστα το γεγονός ότι η Zellweger είχε πάρει κιλά για τις ανάγκες του ρόλου κάνει ακόμα πιο δυνατό εκείνο το μήνυμα body positivity.
Σήμερα ο όρος body positivity μπορεί να έχει μπει για τα καλά στο λεξιλόγιό μας, αλλά όπως σχολιάζει και η Zuckerman στους New York Times, κάθε φορά που μια επώνυμη γυναίκα χάνει βάρος, ακόμα αναρωτιόμαστε αν οφείλεται στο Ozempic. Αν, από την άλλη, πάρει βάρος, και δεν το κρύβει στις φωτογραφίες που μοιράζεται δημοσίως, συνεχίζει να βρίσκεται στο στόχαστρο κακόβουλων διαδικτυακών σχολίων.
Όταν η Bridget Jones επέστρεψε για ακόμα μία φορά, το 2016 («Bridget Jones’s Baby»), η συζήτηση δεν αφορούσε το σώμα της αλλά το αν είχε κάνει «κάτι» στο πρόσωπό της. Η Zellweger είχε σχολιάσει τότε, με ένα δικό της άρθρο στη Huffington Post, ότι «το γεγονός ότι συζητήθηκε ανάμεσα σε αξιοσέβαστους δημοσιογράφους και έγινε θέμα δημόσιου διαλόγου απεικονίζει τη σύγχυση της ειδησεογραφίας και της ψυχαγωγίας και την εμμονή της κοινωνίας με την εξωτερική εμφάνιση».
Καταρχήν βέβαια πρέπει η ίδια η ηρωίδα να συμφιλιωθεί με την εξωτερική εμφάνισή της, χωρίς να περιμένει επιβεβαίωση από κάποιον άντρα. Άραγε θα τα καταφέρει τώρα, ειδικά μέσα στις νέες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει; Αυτό θα ήταν αναμφίβολα λυτρωτικό και για πολλές γυναίκες που μεγάλωσαν μαζί της.