Στη διάρκεια του ελληνικού Εµφυλίου (1946-1949) οι δύο αντιµαχόµενοι στρατοί συγκέντρωσαν και μετακίνησαν παιδιά από τις εστίες τους. Οι κυβερνητικές δυνάµεις τα µετέφεραν στις Παιδοπόλεις, οι οποίες είχαν ιδρυθεί από τον «Έρανο της Πρόνοιας Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος υπό την υψηλή προστασία της Α.Μ. της Βασιλίσσης». Ο ∆ηµοκρατικός Στρατός, από την άλλη, µετέφερε παιδιά έξω από τα σύνορα της χώρας, σε αντίστοιχα ιδρύµατα των ανατολικών χωρών.
Τα παιδιά που µετακινήθηκαν στην ουσία και «σώθηκαν» και «απήχθησαν». Σώθηκαν γιατί προφυλάχθηκαν από τους βοµβαρδισµούς, σιτίστηκαν καλύτερα απ’ όσα έµειναν στα χωριά τους, και πολλά από αυτά µορφώθηκαν. Απήχθησαν, µε την έννοια ότι και τα δύο στρατόπεδα ήθελαν να τα εκπαιδεύσουν σύµφωνα µε τα δικά τους πιστεύω, να τα εγκλωβίσουν στον δικό τους κόσµο. Να προπαγανδίσουν την πολιτική τους. Η προστασία που τους παρείχαν ήταν τέτοια, ώστε το «καλό» του προστατευόµενου να ταυτίζεται µε το «καλό» του προστάτη.
Είναι βέβαιο ότι αρκετοί γονείς έδωσαν οικειοθελώς τα παιδιά τους και είναι άλλο τόσο βέβαιο ότι πολλοί γονείς δεν ήθελαν να τα αποχωριστούν και εξαναγκάστηκαν να τα δώσουν.
Οι παραπάνω πληροφορίες, που προέρχονται από κείμενα της ιστορικού Τασούλας Βερβενιώτη (στα βιβλία «Αναπαραστάσεις της Ιστορίας µέσα από τα αρχεία του Ερυθρού Σταυρού. Η ∆εκαετία του 1940», εκδόσεις Μέλισσα, και «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Ανασυγκρότηση – Εµφύλιος – Παλινόρθωση 1945-1952», εκδόσεις Βιβλιόραµα), σκιαγραφούν το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε, το 1949, η αληθινή ιστορία του Γιάννη, γιου αντάρτη, ο οποίος ξεριζώνεται από τη θαλπωρή του σπιτιού του στο χωριό γιατί η γιαγιά του πείθεται να τον παραδώσει στις Παιδοπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης µε την ελπίδα ότι το εγγόνι της θα µάθει γράµµατα. Σε αυτά τα ιδρύµατα, όπου χειραγωγούνται οι ιδέες και οι επιθυµίες, το παιδί περνάει έξι από τα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής του. Εφιάλτες και σκοτεινά αισθήµατα για τον πατέρα του στοιχειώνουν την καρδιά του.
Ο Γιάννης είναι ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς, που μεγαλώνοντας ανατρέχει στα παιδικά χρόνια του μέσα από τα αυτοβιογραφικά βιβλία του «Διπλωμένα Φτερά» και «Θολός Βυθός» (και τα δύο, εκδόσεις Άγρα). Όταν η σκηνοθέτιδα Ελένη Αλεξανδράκη ανακαλύπτει το έργο του σε μια παρουσίαση του «Θολού Βυθού», το 2009, στην οποία την προσκαλεί η φίλη της, επίσης συγγραφέας, Κλαίρη Μιτσοτάκη, γοητεύεται τόσο, και από τη γραφή του και από τις ιστορίες που αφηγείται, ώστε αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα κείμενά του ως βάση για να μεταφέρει την ιστορία της ζωής του στη μεγάλη οθόνη. Το όνειρό της γίνεται πραγματικότητα πάνω από 15 χρόνια μετά, σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη στο σενάριο και με ένα εντυπωσιακό καστ (Κάτια Γκουλιώνη, Εύη Σαουλίδου, Αινείας Τσαμάτης, Μανώλης Μαυροµατάκης, Σίµος Κακάλας, Ακύλλας Καραζήσης, Αγλαΐα Παππά, Θέµης Πάνου, Γιάννης Κοκκιασµένος, Μαρία Καλλιµάνη, Ανδρέας Μαριανός και Στέλιος Μάινας) που πλαισιώνεται από δεκάδες παιδιά.
Μετά τη διαδρομή της ταινίας σε φεστιβάλ (65ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, WIFT.GR) και ενώ περιμένει να ταξιδέψει, τον Μάρτιο, στο Φεστιβάλ της Σόφιας, βγαίνει, στις 20 Φεβρουαρίου, στις ελληνικές αίθουσες. Να μια καλή αφορμή να γνωρίσουμε την πολυβραβευμένη σεναριογράφο, σκηνοθέτιδα, παραγωγό ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, που καταργεί τα όρια μεταξύ των δύο ειδών, αλλά και να εστιάσουμε στα αληθινά γεγονότα με τα οποία καταπιάνεται το νέο της έργο.
Στη διάρκεια του ελληνικού Εµφυλίου (1946-1949) οι δύο αντιµαχόµενοι στρατοί συγκέντρωσαν και μετακίνησαν παιδιά από τις εστίες τους. Οι κυβερνητικές δυνάµεις τα µετέφεραν στις Παιδοπόλεις, οι οποίες είχαν ιδρυθεί από τον «Έρανο της Πρόνοιας Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος υπό την υψηλή προστασία της Α.Μ. της Βασιλίσσης». Ο ∆ηµοκρατικός Στρατός, από την άλλη, µετέφερε παιδιά έξω από τα σύνορα της χώρας, σε αντίστοιχα ιδρύµατα των ανατολικών χωρών.
Τι σας γοήτευσε τόσο στα βιβλία του Γιάννη Ατζακά και γενικά στην ιστορία των Παιδοπόλεων ώστε να αποφασίσετε να γυρίσετε τον «Θολό βυθό»;
«Πρώτον η γραφή του Ατζακά είναι καταπληκτική. Κυριολεκτικά γνώρισα μέσα στις σελίδες του το Γιαννούδι (έτσι τον φώναζε η γιαγιά του στο χωριό), ένα αθώο μικρό αγόρι, αδύναμο, που δεν είχε τίποτα το εξαιρετικό, δεν είχε καμία μαγκιά, δεν έλαμπε σαν ήρωας μυθιστορήματος, ήταν αφελής και μισοφωτισμένος αλλά προκαλούσε τεράστια τρυφερότητα γιατί σ ’αυτό το ημίφως της αφήγησης έβλεπες την καρδιά του να σκίζεται. Η περιπέτεια της ψυχής αυτού του παιδιού, που βρέθηκε να άγεται και να φέρεται μαζί με χιλιάδες άλλα μέσα σε σκοτεινά ψεύδη, με άγγιξε πολύ βαθιά.
»Επίσης άκουγα σχεδόν πρώτη φορά για το τι συνέβαινε με τις Παιδοπόλεις που είχε δημιουργήσει η βασίλισσα Φρειδερίκη και αυτό μου προκάλεσε τεράστια εντύπωση και με έβαλε στην “πρίζα”.
»Το άλλο πρόσωπο της ιστορίας που αγάπησα πραγματικά ήταν η γιαγιά Βενετιά, που είναι μια γριούλα /αγία, στην ουσία λατρεύει το εγγόνι της αλλά πείθεται να το δώσει στις Παιδοπόλεις γιατί θέλει διακαώς το “παιδούλι” της να μάθει γράμματα. Είναι αυτός ο συγκινητικός χαρακτήρας της γυναίκας του χωριού, γεμάτης καλοσύνη και σκληρότητα, που “στύβει τον κόσμο όλο”, όπως τη βάζει κάποια στιγμή να λέει ο συγγραφέας, συνάμα όμως ο πόνος και η πίκρα για το εγγόνι της διαπερνάει τη ζωή της».
Μπορείτε να περιγράψετε συνοπτικά τη διαδικασία έρευνας που προηγήθηκε; Από πού αντλήσατε υλικό, πέρα φυσικά από τα βιβλία του Γιάννη Ατζακά; Είχατε την ευκαιρία να μιλήσετε με κάποια από εκείνα τα παιδιά ή έστω με συγγενείς τους;
«Ο μόνος βέρος “Παιδοπολίτης” με τον οποίο μίλησα ήταν ο Γιάννης Ατζακάς. Και το κυριότερο και το πιο σοβαρό κομμάτι της έρευνας που έκανα ήταν η μελέτη της ίδιας του της ψυχής. Καθώς πέρασαν 16 χρόνια από τότε που διάβασα το βιβλίο “Θολός Βυθός” μέχρι να μπορέσω να πραγματοποιήσω την ταινία, αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια σημαντική φιλία, που μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω βαθιά τον χαρακτήρα του και το πώς έχει διαμορφωθεί μέσα από τις συνθήκες στις οποίες έζησε. Εννοείται πως παράλληλα διάβασα πολλά ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα πάνω στον Εμφύλιο και οτιδήποτε υπήρχε σχετικό με τις Παιδοπόλεις, τις παράνομες υιοθεσίες στην Αμερική κτλ.. Έτσι ανακάλυψα και πολλές άλλες ιστορίες ξεριζωμένων παιδιών για διάφορους πολιτικούς λόγους, απ’ όλο τον κόσμο, που με οδήγησε προτού γυρίσω τον “Θολό βυθό” να κάνω το ντοκιμαντέρ “Ξεριζωμένοι”, στο οποίο συμμετέχει και ο Γιάννης Ατζακάς».
«Το Γιαννούδι (έτσι τον φώναζε η γιαγιά του στο χωριό), ένα αθώο μικρό αγόρι, αδύναμο, δεν είχε τίποτα το εξαιρετικό, δεν είχε καμία μαγκιά, δεν έλαμπε σαν ήρωας μυθιστορήματος, ήταν αφελής και μισοφωτισμένος αλλά προκαλούσε τεράστια τρυφερότητα γιατί σ ’αυτό το ημίφως της αφήγησης έβλεπες την καρδιά του να σκίζεται».
Η δημιουργία των «Ξεριζωμένων» αποτέλεσε ένα είδος προεργασίας για τον «Θολό Βυθό»; Τι συνδέει όλα τα παιδιά του ντοκιμαντέρ, από τον ελληνικό Εμφύλιο μέχρι το Αφγανιστάν και από την Ισπανία του Φράνκο μέχρι την πανδημία;
«Όλες οι μαρτυρίες στο ντοκιμαντέρ μου είναι ανθρώπων που ξεριζώθηκαν στην παιδική τους ηλικία εξαιτίας της ανελέητης πολιτικής των τόπων τους. Αυτό είναι το κύριο στοιχείο που τους ενώνει. Επίσης, και ο Γιάννης στην Ελλάδα του Εμφυλίου και ο Σήφης στη Σιβηρία του Σταλινισμού και ο Jean Philippe στην Réunion της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας και ο Enrique στην Ισπανία του Φράνκο και η Maria στη μετά-Φράνκο Ισπανία και η Rezwana στο Αφγανιστάν των Ταλιμπάν βρέθηκαν μόνοι σε ξένα χώματα, να χάνουν τον εαυτό τους μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και να παλεύουν να τον ξαναβρούν.
»Ήταν πραγματικά ένα είδος προεργασίας, γιατί αγάπησα τρομερά όλους αυτούς τους ανθρώπους που μου χαρίσανε τις μαρτυρίες τους, και μια σαφής για μένα επιβεβαίωση ότι η ταινία “Θολός Βυθός” θα είχε νόημα να γίνει».
Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσετε μία αληθινή ιστορία που σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση από τις πληροφορίες που συγκεντρώσατε στην έρευνά σας για τον «Θολό Βυθό», ποια θα ήταν;
«Όλες οι ιστορίες που συνάντησα στο δρόμο προς τον “Θολό Βυθό” μου προκάλεσαν αγάπη και τρυφερότητα για τα παιδιά που έζησαν τόσες δυσκολίες χωρίς να μπορούν να καταλάβουν το γιατί. Η αθωότητα είναι κάτι που λατρεύω και η εκμετάλλευσή της είναι αυτό που με κάνει πυρ και μανία».
«Όλες οι ιστορίες που συνάντησα στο δρόμο προς τον “Θολό Βυθό” μου προκάλεσαν αγάπη και τρυφερότητα για τα παιδιά που έζησαν τόσες δυσκολίες χωρίς να μπορούν να καταλάβουν το γιατί. Η αθωότητα είναι κάτι που λατρεύω και η εκμετάλλευσή της είναι αυτό που με κάνει πυρ και μανία».
Αν οι δύο πλευρές έχουν παρουσιάσει εντελώς διαφορετικά τις Παιδοπόλεις, ως «παιδομάζωμα» και ως «παιδοφύλαγμα», μετά την προσωπική έρευνά σας ποια, θεωρείτε, βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια;
«Όπως λέει η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, τα παιδιά που μετακινήθηκαν και από τις δύο πλευρές στη διάρκεια του Εμφυλίου εξίσου προστατεύτηκαν και εξίσου απήχθησαν. Γιατί και οι δύο πλευρές θέλησαν να σώσουν τα παιδιά από τις κακουχίες του πολέμου αλλά και οι δύο προσπάθησαν να τα διαμορφώσουν σύμφωνα με τα δικά τους ιδεολογικά πιστεύω. Καταλαβαίνω και συμφωνώ με αυτή την άποψη, διότι το να προσπαθήσεις να επιβάλεις με την προπαγάνδα μία συγκεκριμένη ιδεολογία στα παιδιά, που είναι “tabula rasa”, είναι σαν να τους αρπάζεις το μυαλό. Θεωρώ ότι είναι ένας ψυχολογικός βιασμός που προκαλεί τεράστια τραύματα.
»Πάντως είναι κοινά αποδεκτό ότι τα παιδιά που πήγαν στο ανατολικό μπλοκ, ασχέτως των τραυμάτων τους, μορφώθηκαν όλα.
»Ενώ από τα παιδιά των Παιδοπόλεων της βασίλισσας μόνο κάποια κατάφεραν να συνεχίσουν τις σπουδές τους».
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που συντέλεσαν στο μεγάλο χρονικό διάστημα από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;
«Ήταν να βρεθούν τα χρήματα για να γίνει η ταινία. Αλλά ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα να τα παρατήσω. Εντωμεταξύ έκανα άλλα πρότζεκτ, αλλά ο “Θολός Βυθός” δεν έφευγε ποτέ από το κεφάλι μου. Βεβαίως το ότι πέρασαν τόσα χρόνια μου επέτρεψε να ωριμάσω μέσα στο πρότζεκτ και να βρω την καταλληλότερη γι’ αυτή την ιστορία κινηματογραφική γλώσσα. Με ενδιαφέρει ούτως ή άλλως οι ταινίες εποχής να αποδίδονται αφαιρετικά παρά με μια ρεαλιστική καλλιγραφία. Και αυτόν τον δρόμο διάλεξα γιατί βρίσκω ότι έτσι απέδωσα πιο αληθινά το πνεύμα της εποχής, του βιβλίου και της ψυχής του Ατζακά».
«Αυτά τα θέματα έχουν αρχίσει να συζητιούνται μόλις τα τελευταία είκοσι χρόνια. Πριν από τα βιβλία του Ατζακά τα θέματα των Παιδοπόλεων απασχολούσαν ελάχιστα, οι ιστορίες των κλεμμένων μωρών του Φράνκο άρχισαν να αναδύονται γύρω στο 2010, όπως και οι ιστορίες των παιδιών της Creuse από την Réunion».
Γιατί η τέχνη δεν έχει καταπιαστεί επαρκώς με γεγονότα της νεότερης ιστορίας όπως, ενδεχομένως, οι Παιδοπόλεις;
«Μα αυτά τα θέματα έχουν αρχίσει να συζητιούνται μόλις τα τελευταία είκοσι χρόνια. Πριν από τα βιβλία του Ατζακά τα θέματα των Παιδοπόλεων απασχολούσαν ελάχιστα, οι ιστορίες των κλεμμένων μωρών του Φράνκο άρχισαν να αναδύονται γύρω στο 2010, όπως και οι ιστορίες των παιδιών της Creuse από την Réunion».
Η δική σας οικογένεια επηρεάστηκε, με κάποιον τρόπο, από τα ιστορικά γεγονότα που θίγει η ταινία – κυρίως, τον Εμφύλιο;
«Η δική μου οικογένεια ήταν δεξιά κεντρώα χωρίς εσωτερικούς διχασμούς. Κατά συνέπεια έχω ακούσει πολλές ιστορίες για την εποχή του Εμφυλίου αλλά, πρέπει να πω, χωρίς φανατισμό. Η μητέρα μου, που μόλις πέθανε, 101 ετών, μου είχε διηγηθεί πολλές φορές την κατάληψη που είχαν κάνει οι αντάρτες στο σπίτι τους στα Εξάρχεια, στην Νοταρά συγκεκριμένα, και η αφήγησή της ολοκληρωνόταν πάντα με το πόσο όμορφα τραγουδούσαν».
«Σήμερα όλα είναι προπαγάνδα. Ιδεολογική και οικονομική. Ζούμε την αλαζονεία της εξουσίας και τη δικτατορία του καταναλωτισμού. Ούτε οι ενήλικες δεν μπορούν να προστατευτούν από αυτό».
Παρακολουθώντας τον «Θολό βυθό» δεν μπορούσα παρά να αναρωτηθώ: σε ποιες μορφές προπαγάνδας είναι σήμερα, ίσως, εκτεθειμένα τα παιδιά και πώς μπορούμε να τα προστατέψουμε ως γονείς ή άλλοι φροντιστές τους;
«Σήμερα όλα είναι προπαγάνδα. Ιδεολογική και οικονομική. Ζούμε την αλαζονεία της εξουσίας και τη δικτατορία του καταναλωτισμού.
»Ούτε οι ενήλικες δεν μπορούν να προστατευτούν από αυτό».
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:
Info
Στους κινηματογράφους από τις 20 Φεβρουαρίου.
Συντελεστές
Παίζουν: Στον ρόλο του Γιάννη: Φίλιππος Μηλίκας (6), Μάριος Κωνσταντίνος Γαλετζάς (9), Κωνσταντίνος Αθανασάκης (13), Αινείας Τσαµάτης (ενήλικας).
Με σειρά εµφάνισης: Αγνή Στρουμπούλη, Ευγενία Αποστόλου, Γιάννης Κριθαράς, Μίνα Χειµώνα, Μανώλης Μαυροµατάκης, Σίµος Κακάλας, Κωστής Σειραδάκης, Εύη Σαουλίδου, Γιώργος Τσιαπόγας, Ακύλλας Καραζήσης, Κατερίνα Αλεξανδράκη, Αγλαΐα Παππά, Προµηθέας Νεραττίνι, Βασιλική Σκορδαλή, Katia Leclerc O’Wallis, Κάτια Γκουλιώνη, Θέµης Πάνου, Γιάννης Κοκκιασµένος, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Κώστας Φιλίππογλου, Μαρία Καλλιµάνη, Ανδρέας Μαριανός, Ραφίκα Chawishe, Κλεοπάτρα Μάρκου, Στέλιος Μάινας.
Και τα παιδιά: Χριστίνα Βάσιου, Πάνος Θωµόπουλος, Ερµής Φιλίππογλου, Marco Gonzales Soto,Μαρία Καρσιώτη, Νικολέττα Σταθοπούλου, Γεωργία Αργυρού, Στέλλα Τριζώνη, Γιάννης Ταβουλάρης, Γιώργος Νάκος, Βασίλης Ταβουλάρης, Αλέξανδρος Μηλίκας, Ηλίας Αποστόλογλου, ∆ηµήτρης Κοναξής, Άννα Μαρία Ζωναρά, Παύλος Φιγκλ, Άρης Γεωργιόπουλος, Γιάννης Κριαράς, Αλέξανδρος Σκούτρτι, ∆ηµήτρης Μπογδανίδης, Λουκάς Αλκάν, Νικόλας Φαλούτσος, Κωνσταντίνος Σακέλιος, Κωνσταντίνος Κάσσιος,Ορφέας Κάσσιος, Κωνσταντίνος Πέττας, Λευτέρης Πέττας, Γιώργος Ζουκαγιέµ,Θωµάς Βάσιος, Γιώργος Θεοδωρόπουλος, Αλέξανδρος Νεράντζης, Πλάτωνας Σαµπράκος, Αιµιλία Τσορτέκη, ∆ήµητρα Γουβεδάρη, Νικολέττα Ρουσσοπούλου, Αναστασία Μασιάλα, Αγγελική Γεωργακοπούλου. Σταύρος Γεωργούλας.
Σκηνοθεσία: Ελένη Αλεξανδράκη. Σενάριο: Ελένη Αλεξανδράκη, Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Διεύθυνση Φωτογραφίας: ∆ιονύσης Ευθυµιόπουλος GSC. Σκηνικά: Γιώργος Γεωργίου. Κοστούμια: ∆έσποινα Χειµωνά. Ήχος: Νίκος Παπαδηµητρίου. Μοντάζ: Χρήστος Γιαννακόπουλος. Μουσική: Νίκος Ξυδάκης. Διεύθυνση Παραγωγής; Τζίνα Πετροπούλου. Παραγωγός: Ελένη Αλεξανδράκη. Παραγωγή: Pomegranate Films 2. Συμπαραγωγή: Alatas Films (Ελλάδα), Authorwave (Ελλάδα), Tamarisk (Ελλάδα). Χρηματοδότηση: Ελληνικό Κέντρο Κινηµατογράφου ΕΚΚ, Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση ΕΡΤ. Υποστήριξη: Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (EKOME). Ευγενική χορηγία: Καταστήματα D Shop