Η Βανέσα Τσαν ευτύχησε να δει το λογοτεχνικό ντεμπούτο της «Η θύελλα που σπείραμε» να γίνεται αμερικανικό μπεστ σέλερ και να μεταφράζεται σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες σε όλο τον κόσμο – ανάμεσα σε αυτές και στα Ελληνικά, από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Πέρα από το συγγραφικό της χάρισμα, ωστόσο, η Μαλαισιανή συγγραφέας, η οποία πλέον ζει στη Νέα Υόρκη, είχε στα χέρια της και ένα ιδιαίτερα πλούσιο υλικό, σε μεγάλο βαθμό άγνωστο στον λεγόμενο δυτικό κόσμο: την Ιστορία της χώρας της αλλά και τις οικογενειακές ιστορίες της όπως της τις αφηγήθηκαν οι δικοί της και τις επεξεργάστηκε, κατόπιν, μέσα από την προσωπική έρευνα.
Έτσι προέκυψε η οικογένεια Αλκάνταρα, αποκύημα της φαντασίας της, με κεντρικό χαρακτήρα τη Σέσιλι, την οποία συναντάμε στη Μαλάγια, σημερινή Μαλαισία, το 1945, υπό ιαπωνική Κατοχή. Είναι μια εφιαλτική περίοδος για την ηρωίδα μας, καθώς ο δεκαπεντάχρονος γιος της, Έιμπελ, έχει εξαφανιστεί, και η μικρή κόρη της, Τζασμίν, πρέπει να κρύβεται στο υπόγειο, προκειμένου να μην καταλήξει σε κάποιον «σταθμό ανακούφισης» όπως ονομάζονταν οι οίκοι ανοχής στους οποίους φυλακίζονταν ανήλικα κορίτσια για να «εξυπηρετούν» τους Ιάπωνες στρατιώτες. Η Σέσιλι αισθάνεται ένοχη για ό,τι ζει η οικογένειά της, καθώς το κοντινό παρελθόν της κρύβει ένα μεγάλο μυστικό: θέλοντας απεγνωσμένα να γίνει κάτι παραπάνω από σύζυγος ενός χαμηλόβαθμου υπαλλήλου της βρετανικής διοίκησης της Μαλάγιας, είχε στραφεί στην κατασκοπεία.
Μετά το ταξίδι της ανάγνωσης του βιβλίου, που πραγματικά λειτουργεί σαν ένα παράθυρο στον κόσμο, μιλήσαμε με τη συγγραφέα για την προφορική ιστορία, που το τροφοδότησε σε μεγάλο βαθμό, την ενοχή, ειδικά όταν βασανίζει μια γυναίκα, την ενθουσιώδη –κάποιες φορές, υπέρμετρα– ανταπόκριση των συγγενών της στο μυθιστόρημά της, αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ίδια, ως φορέας μιας τραυματικής οικογενειακής μνήμης και ως μετανάστρια στις ΗΠΑ.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα του μυθιστορήματός σας; Είναι εμπνευσμένη από ιστορίες της οικογένειάς σας;
«Πράγματι, αυτό συνέβη! Ως το μεγαλύτερο εγγόνι από την πλευρά του πατέρα μου, πέρασα πολύ χρόνο με τους παππούδες μου και, μέσα στα χρόνια, είχα την ευκαιρία να σταχυολογήσω συναρπαστικές και συχνά τρομερές αφηγήσεις από τη γιαγιά μου, ειπωμένες με ψυχρό ρεαλισμό. Μια από αυτές: Μια μέρα, όταν εκείνη ήταν 12 ετών, στην υπό ιαπωνική Κατοχή Μαλάγια, ενώ επέστρεφε σπίτι με το ποδήλατό της απέφυγε με διαφορά τριάντα δευτερολέπτων μια βόμβα από αεροπλάνο, που έπεσε ακριβώς πίσω από το ποδήλατό της. Μου αφηγήθηκε με σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό πώς τα αδέρφια της, μη έχοντας συνειδητοποιήσει ότι είχε καταφέρει να γυρίσει σπίτι, πέρασαν ώρες σκάβοντας στα συντρίμμια και αναζητώντας κομμάτια της, πιστεύοντας ότι είχε πεθάνει.
»Η αλήθεια είναι ότι η ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο μέτωπο του Ειρηνικού δεν έχει καλυφθεί αρκετά από τους ιστορικούς και ό,τι υπάρχει προέρχεται κυρίως από την οπτική των Ευρωπαίων που έζησαν εκείνη την εποχή στη νοτιοανατολική Ασία. Η ιστορία της Μαλαισίας από την πλευρά των Μαλαισιανών είναι ως επί το πλείστον προφορική. Έπρεπε λοιπόν να βασιστώ σε μεγάλο βαθμό στις αναμνήσεις της γιαγιάς μου – και να συμφιλιωθώ με το γεγονός ότι οι μνήμες και η προφορική ιστορία επίσης συνιστούν έρευνα».
«Η γιαγιά μου, όταν ήταν 12 ετών, στην υπό ιαπωνική Κατοχή Μαλάγια, ενώ επέστρεφε σπίτι με το ποδήλατό της απέφυγε με διαφορά τριάντα δευτερολέπτων μια βόμβα από αεροπλάνο, που έπεσε ακριβώς πίσω από το ποδήλατό της. Μου αφηγήθηκε με σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό πώς τα αδέρφια της, μη έχοντας συνειδητοποιήσει ότι είχε καταφέρει να γυρίσει σπίτι, πέρασαν ώρες σκάβοντας στα συντρίμμια».
Στη διάρκεια της έρευνας των ιστορικών γεγονότων, τι σας έκανε περισσότερη εντύπωση;
«Η ιστορία του Έιμπελ, που εκτυλίσσεται στο στρατόπεδο εργασίας που έχτισε τον Σιδηρόδρομο του Θανάτου [Death Railway, η γραμμή Βιρμανία-Ταϊλάνδη, κατά την κατασκευή της εκτιμάται ότι πέθαναν χιλιάδες κρατούμενοι εργάτες], ήταν μια από τις ευκολότερες από άποψη έρευνας και ταυτόχρονα μια από τις δυσκολότερες από άποψη συγγραφής. Σε αντίθεση με τις άλλες ιστορίες, υπάρχουν πολλές γραπτές περιγραφές της ζωής σε εκείνα τα στρατόπεδα εργασίας στη διάρκεια της ιαπωνικής Κατοχής, γιατί ανάμεσα στους κρατούμενους ήταν πολλοί Ευρωπαίοι. Σε αντίθεση λοιπόν με το υπόλοιπο βιβλίο, για το οποίο βασίστηκα στις αναμνήσεις της γιαγιάς μου και στην προφορική ιστορία, κατάφερα να γεμίσω τα κενά με παραδοσιακή έρευνα, η οποία όμως είναι εξίσου σπαρακτική και βίαιη. Με τρόμαξε το γεγονός ότι οι πρόγονοί μου, μέλη της οικογένειάς μου, άνθρωποι που γνώριζα, αναγκάστηκαν να ζήσουν με αυτό τον τρόπο και να υποστούν τέτοια βία».
Πώς μπορεί μια γυναίκα, ακόμα και όταν μιλάμε για έναν φανταστικό χαρακτήρα όπως η Σέσιλι, να μας δώσει μια διαφορετική οπτική σε έναν πόλεμο;
«Η Ιστορία συνήθως γράφεται από και για άντρες. Ανέκαθεν ο κόσμος αντιμετώπιζε τις αφηγήσεις των γυναικών σαν κάτι περιφερειακό ή που εξυπηρετούσε τις αντρικές αφηγήσεις. Παρόλο που στην πραγματικότητα οι γυναίκες αποτελούν το 50% του πληθυσμού, επομένως οι ιστορίες τους είναι κομμάτι της Ιστορίας».
Η Σέσιλι κάνει κάποιες τουλάχιστον αμφιλεγόμενες επιλογές στη ζωή της. Ποια είναι τα κίνητρά της; Ποιον ρόλο έπαιξαν οι ιστορικές συνθήκες;
«Η Σέσιλι λειτουργεί χωρίς προδιαγεγραμμένα πρότυπα – έξω από αυτό που ήταν η μητέρα της ή η μητέρα της μητέρας της. Από εκείνη αναμενόταν να είναι σύζυγος και μητέρα, αλλά αν ήθελε να γίνει κάτι παραπάνω πώς θα ήταν η ζωή της; Οι αναγνώστες με το πλεονέκτημα της αναδρομής βλέπουμε ότι έκανε κάποιες φοβερές επιλογές που είχαν φοβερές συνέπειες. Αλλά από τις πληροφορίες που είχε στα χέρια της όταν τις έκανε, σε συνδυασμό με την επιθυμία της να γίνει και να κάνει περισσότερα, καταλαβαίνουμε γιατί την προσέλκυσε ο πρώτος άνθρωπος που της πρόσφερε ένα πιο λαμπρό όραμα για το μέλλον, όχι μόνο το δικό της αλλά και της οικογένειάς της και των συμπολιτών της».
Η Σέσιλι νιώθει ενοχή για τη μυστική ζωή της κατασκόπου που έκανε και ερμηνεύει τις οικογενειακές τραγωδίες της σαν ένα είδος τιμωρίας για τα λάθη του παρελθόντος. Οι γυναίκες είμαστε πιο επιρρεπείς στις ενοχές;
«Όχι, πιστεύω ότι είναι κάτι που αφορά όλους. Αλλά νομίζω ότι στη λογοτεχνία όταν οι αντρικοί χαρακτήρες νιώθουν ενοχές, τους επιτρέπεται να αναζητήσουν εκδίκηση. Ενώ όταν οι γυναικείοι χαρακτήρες νιώθουν ενοχές, αφήνονται να υποφέρουν. Η Σέσιλι κάνει και τα δύο. Υποφέρει και καταρρέει συναισθηματικά, επίσης όμως αναλαμβάνει δράση για να προστατεύσει την οικογένειά της. Δεν παίρνει πάντα τις σωστές αποφάσεις, αλλά ενεργοποιείται, παρά τις συνθήκες».
«Στη λογοτεχνία όταν οι αντρικοί χαρακτήρες νιώθουν ενοχές, τους επιτρέπεται να αναζητήσουν εκδίκηση. Ενώ όταν οι γυναικείοι χαρακτήρες νιώθουν ενοχές, αφήνονται να υποφέρουν».
Η οικογένειά σας ζει ακόμα στη Μαλαισία; Πώς αντέδρασε όταν διάβασε το μυθιστόρημά σας;
«Ναι, ο πατέρας μου και η ευρύτερη οικογένειά μου ζουν ακόμα στη Μαλαισία. Είναι ιδιαίτερα υποστηρικτικοί. Στις εκεί παρουσιάσεις του βιβλίου μου ερχόταν ολόκληρη οικογένειά μου, σαν ένα μεγάλο γκρουπ, έπιανε τις πρώτες σειρές και επευφημούσε με ενθουσιασμό. Κάποτε, πριν από μια βιβλιοπαρουσίαση, έπιασα τον πατέρα μου να έχει συγκεντρώσει γύρω του νεαρούς βιβλιοπώλες και να προσπαθεί να τους μάθει τρόπους για να προωθούν το βιβλίο μου σε επίδοξους πελάτες. Ήταν αμήχανο αλλά και αξιαγάπητο μαζί (του είπα, σε παρακαλώ, κάθισε κάτω και σταμάτα να μιλάς!)».
Αν και το μυθιστόρημά σας εκτυλίσσεται στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ποια σύγχρονα θέματα εγείρει;
«Ο πόλεμος συνεχίζεται γύρω μας. Δυστυχώς δεν έχουμε αφήσει πίσω μας την αποικιοκρατία και την κατοχή. Πέρα από αυτό, πολλά θέματα του βιβλίου δεν συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους και χρόνους. Όπως η φιλοδοξία, η προδοσία, η απώλεια, η οικογένεια, η αγάπη. Όταν έγραφα το “Η θύελλα που σπείραμε” δεν επιδίωκα να προκαλέσω ενοχές ή νοσταλγία για το παρελθόν, αλλά να το κάνω να φαίνεται παρόν και άμεσα συνδεδεμένο με το σήμερα, ώστε οι αναγνώστες να σκεφτούν: πω πω, αυτό θα μπορούσε να συμβεί και στις μέρες μας, κι εγώ νιώθω όπως αυτός ο ιστορικός χαρακτήρας».
«Κάποτε, πριν από μια βιβλιοπαρουσίαση, έπιασα τον πατέρα μου να έχει συγκεντρώσει γύρω του νεαρούς βιβλιοπώλες και να προσπαθεί να τους μάθει τρόπους για να προωθούν το βιβλίο μου σε επίδοξους πελάτες. Ήταν αμήχανο αλλά και αξιαγάπητο μαζί (του είπα, σε παρακαλώ, κάθισε κάτω και σταμάτα να μιλάς!)».
Μεταναστεύσατε στις ΗΠΑ στα 19 χρόνια σας. Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε – ιδιαίτερα ως μια νέα γυναίκα από τη Μαλαισία;
«Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η προφορά! Τα Αγγλικά είναι η πρώτη μου γλώσσα αλλά και πάλι δυσκολευόμουν να εκφραστώ και, κάποιες φορές, να γίνω κατανοητή. Μετά την αποφοίτησή μου από το πανεπιστήμιο η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η επισφάλεια που συνόδευε το στάτους μου ως μετανάστρια. Πάντα ανησυχούσα για τη βίζα μου και για το γεγονός ότι αν έχανα τη δουλειά μου θα έπρεπε να εγκαταλείψω τις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι κάποιες φορές ανέχτηκα περισσότερη βία στον χώρο εργασίας μου από όση θα ανεχόμουν διαφορετικά: προσπαθούσα απλά να επιβιώσω και είχα περιορισμένες ικανότητες να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και να παραπονεθώ γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, εκτός από τη δουλειά μου θα έχανα και τη θέση μου στην Αμερική».
Ποια ίχνη του πολέμου συναντάμε σε νεότερες γενιές; Για παράδειγμα εσείς έχετε βιώσει κάποιο διαγενεακό τραύμα; Από την άλλη, τι σας έχει εμπνεύσει περισσότερο στον αγώνα επιβίωσης που έδωσαν οι πρόγονοί σας;
«Χαίρομαι που οι πρόγονοί μου επέζησαν στον πόλεμο – διαφορετικά δεν θα υπήρχε η οικογένειά μου. Αλλά δεν εμπνέομαι γιατί δεν θεωρώ πηγή έμπνευσης την ανάγκη για επιβίωση. Δεν θα έπρεπε να ζήσουν τον πόλεμο, την Κατοχή και την πείνα. Το τραύμα που κουβαλάω μέσα μου είναι το αίσθημα επισφάλειας, η ανησυχία ότι τα πάντα είναι εφήμερα. Οι μετανάστες και όσοι έχουν αντιμετωπίσει, μέσα από τις οικογένειές τους, οποιοδήποτε είδος συστημικής καταπίεσης, πάντα αναρωτιούνται τι καιροφυλακτεί στη επόμενη γωνία. Αναρωτιόμαστε ποια πρέπει να είναι τα σχέδιά μας για κάθε ενδεχόμενο. Αυτή είναι και μια δική μου ανησυχία, αλλά λέω στον εαυτό μου ότι υπάρχει πάντα η χαρά, και ότι το γεγονός ότι είμαι ζωντανή μού επιτρέπει να τη νιώθω (και να ζω τη στιγμή χωρίς να προσπαθώ διαρκώς να προβλέψω το μέλλον). Οι πρόγονοί μου θυσιάστηκαν για να το έχω αυτό».