Στα τέλη του ’50 και τις αρχές του ’60, το Μαρούσι είναι τελείως διαφορετικό. Αν και πολύ πιο εξοχικό από το σημερινό προάστιο, κυριολεκτικά αποτελεί ένα καζάνι δημιουργικότητας. Είναι μια κεραμούπολη, διάσπαρτη με καμίνια, φωτιές και πάνω από 250 εργαστήρια, όπως περιγράφει ο Δημήτρης Σαραφιανός, δημιουργός του Λόφος Art Project, του νέου καλλιτεχνικού σπιτιού της Κυψέλης που γράφει στη σελίδα στο Facebook:
«Η αγγειοπλαστική ήταν ιδιαίτερα επίπονη τέχνη. Ιδίως η παραγωγή του πηλού. Στα μαρουσιώτικα κανάτια χρησιμοποιούσαν τρία χώματα από Καλογρέζα, Ηράκλειο και Μπογιάτι σε αναλογία 3-2-1. Το ανακάτεμα γινόταν με ολόκληρο το σώμα σε μεγάλες δεξαμενές, τις λεγόμενες καρούτες. Αλλά και όλη η δημιουργία των αγγείων γινότανε σε πλινθόκτιστα εργαστήρια με χωμάτινο πάτωμα και καμίνια που παλιά δουλεύανε με ξύλα, καρυδότσουφλα ή πριονίδι.
«Η αγγειοπλαστική ήταν ιδιαίτερα επίπονη τέχνη. Ιδίως η παραγωγή του πηλού. Στα μαρουσιώτικα κανάτια χρησιμοποιούσαν τρία χώματα από Καλογρέζα, Ηράκλειο και Μπογιάτι σε αναλογία 3-2-1. Το ανακάτεμα γινόταν με ολόκληρο το σώμα σε μεγάλες δεξαμενές, τις λεγόμενες καρούτες».
» […] Στη φωτογραφία της Nelly’s από το βιβλίο του κεραμίστα Ιωάννη Ιωάννου “Το μαρουσιώτικο αγγειοπλαστικό εργαστήρι του 1930” (έκδοση του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου του Δήμου Αμαρουσίου) απεικονίζεται το ανακάτεμα του πηλού από το ιστορικό εργαστήρι του Αλέκου Καρδιακού, στο οποίο συνεργάστηκε η Μαίρη Χατζηνικολή όταν γύρισε από την Ιταλία».
Η Μαίρη Χατζηνικολή πηγαίνει στο Μαρούσι άρτι αφιχθείσα από τη Ρώμη, από σπουδές με υποτροφία στην Academia di Belle Arti και στο Centro CALAL. Κουβαλάει στις αποσκευές της μια διαφορετική προσέγγιση της κεραμικής, ως «μορφή σύγχρονης τέχνης, σε μια εποχή που στην Ελλάδα γινόταν αντιληπτή ως βιοτεχνική παραγωγή χρηστικών αντικειμένων» λέει στο Marie Claire ο Δημήτρης Σαραφιανός, γιος της Μαίρης Χατζηνικολή και του Πάνου Σαραφιανού, ο οποίος πριν γίνει σύζυγός της υπήρξε δάσκαλός της.
Η νεαρή τότε εικαστικός αγκαλιάζεται από τους τεχνίτες του Αμαρουσίου, οι οποίοι μέσα από την καθημερινότητά τους κατανοούν «τις άπειρες δυνατότητες που προσφέρει ο πηλός, υπό την αίρεση βεβαίως ότι θα συμφωνήσει και το καμίνι» σχολιάζει ο κ. Σαραφιανός.
Η νεαρή τότε εικαστικός αγκαλιάζεται από τους τεχνίτες του Αμαρουσίου, οι οποίοι μέσα από την καθημερινότητά τους κατανοούν «τις άπειρες δυνατότητες που προσφέρει ο πηλός, υπό την αίρεση βεβαίως ότι θα συμφωνήσει και το καμίνι».
«Η μητέρα μου ξεκινάει να δουλεύει με πηλό και σμάλτο. Αλλά γρήγορα βλέπει ότι το σμάλτο δεν την εκφράζει, γιατί θέλει να αναδείξει την προσωπικότητα του υλικού, όχι να το επικαλύψει, όπως θέλει να αναδειχθεί και η προσωπικότητα των μαθητών της – ήταν και δασκάλα, όπως και ο πατέρας μου, ο οποίος είχε διδάξει τους Φασιανό, Μπότσογλου, Κατζουράκη, Σταθόπουλο, όλη τη γενιά των καλλιτεχνών του ’50 και του ‘60».
Η κεραμίστρια δεν βρίσκει εμπόδια στην καλλιτεχνική ορμή της. Παρόλο που είναι γυναίκα – ίσως γιατί η κεραμική είναι χειρωνακτική τέχνη, στην οποία άλλωστε διαπρέπουν και άλλες, όπως η Ελένη Βερναδάκη και η Ήρα Τριανταφυλλίδη. Και παρόλο που οι αφηρημένες φόρμες των έργων της απέχουν από εκείνες των κεραμικών της δεκαετίας του ’60. «Αν διαβάσει κάποιος τις κριτικές της εποχής, η αφηρημένη φόρμα του κεραμικού γίνεται πολύ πιο εύκολα αποδεκτή από τον κυρίαρχο τεχνοκριτικό λόγο σε σχέση με την αφηρημένη φόρμα της ζωγραφικής. Η κεραμική δεν εγκλωβίζεται από τους κανόνες της ελληνικότητας ή της λαϊκότητας που πρέπει να ακολουθήσει η ζωγραφική, ίσως γιατί ήταν από τις πρώτες τέχνες στη χώρα μας οπότε θεωρείται ότι ούτως ή άλλως εκφράζει ελληνικότητα. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η μητέρα μου κάνει εκείνη την περίοδο μια τομή».
«Η κεραμική δεν εγκλωβίζεται από τους κανόνες της ελληνικότητας ή της λαϊκότητας που πρέπει να ακολουθήσει η ζωγραφική, ίσως γιατί ήταν από τις πρώτες τέχνες στη χώρα μας οπότε θεωρείται ότι ούτως ή άλλως εκφράζει ελληνικότητα. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η μητέρα μου κάνει εκείνη την περίοδο μια τομή».
Η πλέον χαρακτηριστική καινοτομία της Μαίρης Χατζηνικολή είναι τα «Διάφωτα», μια σειρά έργων που το κοινό τους είναι ότι «διαθλούν το φως δίνοντας πνευματικότητα στην ύλη». Αποτελούν καρπό του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός της για τη διαφάνεια. «Ό,τι βγάζει από το καμίνι, το βάζει στο φως. Κάποια στιγμή, σε μια πορσελάνη που έχει ψήσει σε χαμηλή φωτιά ώστε το χρώμα να διατηρήσει τη ζωντάνια του, βλέπει μια διαφάνεια που την κάνει να μοιάζει με ζωντανή σάρκα».
Και στα «Διάφωτα», όπως συνολικά στο έργο της, πρωταγωνιστεί η γυναικεία μορφή, που παραπέμπει στην ερωτική σχέση αλλά και στην αγάπη της για τη συλλογικότητα. Μια συλλογικότητα που υπηρετεί πιστά σε όλη της τη ζωή. Κάνει μόνο μία ατομική έκθεση, κι αυτή μαζί με τον σύζυγό της. Συμμετέχει όμως σε πολλές ομαδικές, «σχεδόν σε όλες τις πανελλήνιες εκθέσεις κεραμικής ή στην επιτροπή βραβείων τους». Είναι μέσα σε διάφορες συλλογικές προσπάθειες με επίκεντρο την κεραμική, όπως στον Συνεταιρισμό Κεραμιστών και Αγγειοπλαστών του Αμαρουσίου, στο Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών, στο Συνεταιριστικό Εργοστάσιο Αργιλόμαζας.
Παράλληλα, ασχολείται με τη διδασκαλία των εικαστικών τεχνών, σε συνεργασία με εκπαιδευτικά ιδρύματα. Μετά τον θάνατο του Πάνου Σαραφιανού μόλις σε ηλικία 49 ετών, αναλαμβάνει και τη δική του σχολή. Ο γιος της δεν έχει καθόλου μνήμες από τον πατέρα του, αλλά θυμάται τη μητέρα του ως «έναν πολύ δυναμικό άνθρωπο με πολλαπλούς ρόλους –για μένα ήταν και μητέρα και πατέρας–, παράδειγμα ζωής».
Ο Δημήτρης Σαραφιανός θυμάται τη μητέρα του ως «έναν πολύ δυναμικό άνθρωπο με πολλαπλούς ρόλους –για μένα ήταν και μητέρα και πατέρας–, παράδειγμα ζωής».
Είναι μια ευτυχής συγκυρία το γεγονός ότι ο Λόφος Art Project στεγάστηκε σε έναν χώρο στην Κυψέλη, καθώς εδώ κοντά διατηρούσαν τα εργαστήριά τους και οι δύο γονείς του. Πήρε το όνομά του από έναν λόφο που είχε οραματιστεί ο πατέρας του, στη δεκαετία του ’60, να πηγαίνει με τους μαθητές του και να συνδημιουργούν με ανθρώπους εκτός του καλλιτεχνικού χώρου, «γιατί πίστευε ότι κάθε ένας μπορεί να γίνει καλλιτέχνης».
Κάθε πρότζεκτ που πηγάζει από την αγάπη για την οικογένειά μας είναι δίκοπο μαχαίρι, καθώς είναι επικίνδυνα επιρρεπές στην αυτοαναφορικότητα. Ωστόσο στο Λόφος Art Project η σπιτική ατμόσφαιρα συνδυάζεται με μια εξωστρέφεια που σε εμπνέει να το επισκεφτείς ακόμα, νομίζω, κι αν δεν έχεις ιδιαίτερη εξοικείωση με τη σύγχρονη τέχνη ή ακόμα και ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Οι δράσεις του έχουν συλλογικό χαρακτήρα, στα χνάρια της διαδρομής ζωής της Μαίρης Χατζηνικολή, και δεν περιλαμβάνουν μόνο εικαστικές εκθέσεις αλλά και συναυλίες, παρουσιάσεις βιβλίων, θεατρικές παραστάσεις, ημερίδες. Ακόμα και ένας περαστικός θα δελεαστεί να μπει μέσα, από το φιλόξενο μπαρ που τον προσκαλεί από τη μεγάλη τζαμαρία της πρόσοψης.
Στο Λόφος Art Project η σπιτική ατμόσφαιρα συνδυάζεται με μια εξωστρέφεια που σε εμπνέει να το επισκεφτείς ακόμα, νομίζω, κι αν δεν έχεις ιδιαίτερη εξοικείωση ή ακόμα και ενδιαφέρον για τη σύγχρονη τέχνη.
Αφορμή για τη σημερινή μας συζήτηση είναι η νέα έκθεση «Χθόνιο Φως. Πώς η κεραμική τέχνη συνομιλεί με το σήμερα», σε επιμέλεια Φαίης Τζανετουλάκου και του ίδιου και με έναυσμα την τέχνη της Μαίρης Χατζηνικολή.
Καθώς διασχίζω τα τρία επίπεδα όπου εκτίθενται έργα 45 σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών που εκφράζονται μέσω της κεραμικής τέχνης, τα έργα της Μαίρης Χατζηνικολή συνδιαλέγονται αρμονικά με δημιουργίες βγαλμένες από τις νεότερες γενιές, από μαθητές δικούς της και του συντρόφου της, από μαθητές των μαθητών τους, ακόμα και από εικαστικούς που τώρα ολοκληρώνουν τις σπουδές τους. «Η μητέρα μου έλεγε ότι το έργο τέχνης είναι μια επέκταση του εαυτού μας. Στην κεραμική, ειδικότερα, αναιρείται η διάκριση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, η οποία γίνεται από τον ίδιο άνθρωπο, με μοναδικό διαμεσολαβητή το καμίνι» σχολιάζει ο Δημήτρης Σαραφιανός.
Έμφαση έχει δοθεί, φυσικά, στον φωτισμό πίσω από τις «Διαφάνειες», που αναδεικνύει τη μοναδική ιδιότητά τους να επιτρέπουν στο φως να περάσει μέσα από ένα κατεξοχήν αδιάφανο υλικό. «Αυτό το φως έρχεται από μέσα μας, όχι απέξω, βρίσκεται κοντά στα ανθρώπινα όρια, και η αναζήτησή του, σε μια εποχή και μια κοινωνία κρίσεων και καταστροφών, είναι αναζωογονητική, αναγεννητική».
Έμφαση έχει δοθεί, φυσικά, στον φωτισμό πίσω από τις «Διαφάνειες», που αναδεικνύει τη μοναδική ιδιότητά τους να επιτρέπουν στο φως να περάσει μέσα από ένα κατεξοχήν αδιάφανο υλικό.
Από τότε που η Μαίρη Χατζηνικολή επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Μαρούσι, ο πηλός έχει δοκιμαστεί σε μια μεγάλη γκάμα μορφών, τολμώντας να εξερευνήσει ό,τι υπάρχει πέρα από την παράδοση και το φολκλόρ. Αλλά τροχοπέδη για τους νέους δημιουργούς αποτελεί, σύμφωνα με τον Δημήτρη Σαραφιανό, το γεγονός ότι στην Ελλάδα «ξηλώνεται το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί η κεραμική, όταν κλείνει ένα συνεταιριστικό εργοστάσιο που παράγει πηλό, όταν βγαίνει σε πλειστηριασμό το κτίριο του Συνεταιρισμού των Αγγειοπλαστών και Κεραμιστών στο Μαρούσι και όταν δεν αξιοποιείται η κεραμική εκπαίδευση, που θα μπορούσε να είναι ένα θαυμάσιο εργαλείο για τα σχολεία, ακριβώς γιατί είναι τόσο κοντά στα παιδιά, που πλάθουν με την άμμο ή το χώμα.
Καθώς διασχίζουμε τα δωμάτια της έκθεσης, που φιλοξενούν φανταστικά πλάσματα και ουτοπίες, ή δυστοπίες, από ψημένο χώμα, καταλήγει: «Μπορείς να μάθεις ένα σωρό πράγματα μέσα από την κεραμική γιατί όπως έλεγε και μη μητέρα μου, όλος ο κόσμος γύρω μας είναι ένα χημικό αποτέλεσμα. Αν μπορούσαμε να δούμε τι γίνεται μέσα σε αυτό το καμίνι θα μαθαίναμε τόσα γι’ αυτόν».
Για την έκθεση
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου οι ψηφιακές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης επελαύνουν μαζί με τις γοργά εναλλασσόμενες εικόνες των ΜΜΕ και των ΜΚΔ, οι παραδοσιακές τεχνικές που συνομιλούν με τις προκλήσεις του σήμερα ανοίγουν καινούριους δρόμους. Η κυρίαρχη παρουσία της κεραμικής –προερχόμενης συχνά από τοπικές κοινότητες– στις μεγάλες εκθέσεις διεθνώς, καθώς και ο πειραματισμός με τα υλικά της φύσης καταδεικνύουν τη μεγάλη ανάγκη για επιστροφή στις χθόνιες ρίζες μας.
Για κάποιους η ενασχόληση με τα υλικά αυτά μπορεί να είναι μια ακόμα διέξοδος μέσα στη γενικότερη επικράτηση της εξατομίκευσης· για άλλους, ένα ξύπνημα, μια πρόκληση για δημιουργικότητα και συλλογική δράση, ίσως ακόμα και μια τάση να πλάσουμε με τον πηλό τις αγωνίες και τις ελπίδες για ένα αύριο που θα βασίζεται περισσότερο στη συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος δεν είναι το κέντρο του κόσμου.
Για κάποιους η ενασχόληση με τα υλικά αυτά μπορεί να είναι μια ακόμα διέξοδος μέσα στη γενικότερη επικράτηση της εξατομίκευσης· για άλλους, ένα ξύπνημα, μια πρόκληση για δημιουργικότητα και συλλογική δράση.
Στην έκθεση συμμετέχουν οι (με αλφαβητική σειρά): Γιώργος Αλεξανδρίδης, Ματίνα Αναστασίου, Δημήτριος Αντωνίτσης, Γιώργος Βαβάτσης, Φίλιππος Βασιλείου, Pilar Mayorga Barrientos, Μαρία Βλαντή, Βούλα Γουνελά, Γρηγορία Βρυττιά, Χαράλαμπος Δαραδήμος, Στάθης Δημητριάδης, Μάχη Δημοπούλου, Ζήνα Διακομή, Λουκία Θωμοπούλου, Μάριον Ιγγλέση, Στέλλα Καπεζάνου, Μαριγώ Κάσση, Κατερίνα Κατσιφαράκη, Θάνος Κυριακίδης, Κωνσταντίνος Λαδιανός, Νίκος Λιάσκας, Αγγελική Λόη, Κυριακή Μαυρογεώργη, Maru Meleniou, Χριστίνα Μόραλη, Γιώργος Όιμπακ, Κώστας Πανόπουλος, Αγγελική Παπαδοπούλου, Ελευθερία Παπαδουράκη, Σοφία Πέτσα Πουτούρη, Περικλής Πραβήτας, Βασιλική Σαγκιώτη, Γιώργος Σαραφιανός, Πάνος Σαραφιανός, Βαλίνια Σβορώνου, Βέρα Σιατερλή, Νίκος Σκλαβενίτης, Έφη Σπηλιώτη, Αντώνης Στοαντζίκης, Ευτυχία Τζανετουλάκου, Κλεοπάτρα Τσαλή, Γιώργος Τσεριώνης, Μαίρη Χατζηνικολή-Σαραφιανού, Διονύσης Χριστοφιλογιάννης, Θεοδώρα Χωραφά.
Συμμετέχει επίσης με έργα το Εργαστήριο Κεραμικής από τα Εργαστήρια Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής-Δαφνί, με υπεύθυνη εργαστηρίου τη Μαίρη Γιαξίμη.
Η έκθεση ενισχύεται με ποικίλες περαιτέρω δράσεις, όπως ημερίδες, workshops, συζητήσεις, προβολές, με σκοπό τη γνώση στην εξέλιξη της σύγχρονης κεραμικής τέχνης, την εξοικείωση με το τοπίο σήμερα και τη διάχυση της εμπειρίας σε ένα ευρύτερο κοινό, με την ενθάρρυνση δημιουργικών συνεργιών.
Info
«Χθόνιο Φως. Πώς η κεραμική τέχνη συνομιλεί με το σήμερα», έως 31/12, Λόφος Art Project, Βελβενδού 39, Κυψέλη. Ώρες: Τρίτη-Κυριακή 18.00-21.00. Επιμέλεια έκθεσης: Φαίη Τζανετουλάκου-Δημήτρης Σαραφιανός. Σύμβουλος Φωτισμού: Μαρία Μανέτα
Την έκθεση συνοδεύει δίγλωσσος κατάλογος. Ενημερωθείτε εδώ για το Λόφος Art Project και τις δράσεις που την πλαισιώνουν.
Η έκθεση τελεί υπό την οικονομική υποστήριξη και την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.