Μια φορά κι έναν καιρό, στις παρυφές της κοινωνίας, πίσω από τα ψηλά πάνελ της λεωφόρου όπου κινούταν ο «πολιτισμός», ζούσε μια νέα γυναίκα, η Μαρία, σε μια μικρή κοινότητα. Οι άνθρωποί της επιβίωναν τρώγοντας τα πουλιά που, παραπλανημένα από τις διαφάνειες των πάνελ, χτυπούσαν πάνω τους και έπεφταν νεκρά. Μια μέρα, η παράξενη ρουτίνα τους αναστατώθηκε από την άφιξη του κυρίου Μάκη, ο οποίος άρχισε να τοποθετεί στα πάνελ αυτοκόλλητα για να προστατεύσει τα πουλιά. Τότε ο δρόμος εκείνου του ανθρώπου, που ερχόταν από έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, της «προόδου», διασταυρώθηκε με της Μαρίας, και οι ζωές τους άρχισαν να αλλάζουν.
«Το Ποτάμι», η νέα ταινία του Χάρη Ραφτογιάννη, είναι ένα σύγχρονο παραμύθι. Ένα βάλσαμο στην ψυχή, στην καθημερινή τριβή της με τον κυνισμό, και μια επιβεβαίωση ότι οι ρομαντικές κομεντί δεν πεθαίνουν ποτέ. Είναι σαν τα nuggets που ο κύριος Μάκης απολαμβάνει όσο και να χορεύει σάλσα: σκληρά στο περίβλημα, μαλακά και τρυφερά από μέσα (και που όταν η Μαρία δοκιμάζει για πρώτη φορά, μας χαρίζει μια σκηνή οργασμικής απόλαυσης που κλείνει το μάτι στο «Όταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι»). Είναι, όμως, και πολλά ακόμα: ένα έμμεσο σχόλιο σε θέματα όπως οι κοινωνικές ανισότητες, ο καταναλωτισμός, ο έρωτας, η αγάπη, η μοναξιά, αλλά και η θέση της γυναίκας, ακόμα πιο ευάλωτη σε ομάδες του περιθωρίου.
Στη νέα αυτή διεθνή συμπαραγωγή της View Master Films ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της, μετά τις βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες του και το διακεκριμένο ντοκιμαντέρ «Αεραλάνδη», ανέθεσε τον ρόλο του «κ. Μάκη» στον Μάκη Παπαδημητρίου (υποψήφιος, μεταξύ άλλων, στα Βρετανικά Βραβεία Ανεξάρτητου Κινηματογράφου, στην κατηγορία του Καλύτερου Ανσάμπλ Ερμηνειών για την ταινία «Flux Gourmet»). Επέτρεψε όμως να αναδειχθούν και νεότεροι ερμηνευτές, όπως η Στεφανία Σωτηροπούλου, που ίσως γνωρίζουμε από την τηλεοπτική σειρά «42°C» και η οποία εδώ υποδύεται τη Μαρία.
«Το Ποτάμι», η νέα ταινία του Χάρη Ραφτογιάννη, είναι ένα σύγχρονο παραμύθι. Ένα βάλσαμο στην ψυχή στην καθημερινή τριβή της με τον κυνισμό και μια επιβεβαίωση ότι οι ρομαντικές κομεντί δεν πεθαίνουν ποτέ.
Ενώ περιμένουμε «Το Ποτάμι» να ξεκινήσει τη ροή του στις 10/03 από μια σειρά προβολών στο Άστορ, μιλήσαμε με τη Στεφανία για τον ρομαντισμό, τις ιδιαίτερες προκλήσεις μιας γυναίκας και την ειλικρίνεια που κρύβουν οι γωνιές του αθηναϊκού κέντρου.
Με ποια υλικά χτίσατε τον χαρακτήρα της Μαρίας, μιας γυναίκας που ο κόσμος της διαφέρει από εκείνον στον οποίο ζούμε οι περισσότεροι; Ποια δικά σας στοιχεία προσθέσατε στον ρόλο;
«Κυρίως ακολούθησα τις κατευθυντήριες του σκηνοθέτη μου, Χάρη Ραφτογιάννη. Είχε πολύ συγκεκριμένες εικόνες στο μυαλό του σχετικά με τον ρόλο της και το σενάριο εν γένει, οπότε στην ουσία δουλέψαμε πάνω σε αυτές».
Σε παλαιότερη συνέντευξή σας για την τηλεοπτική σειρά «42°C» είχατε μιλήσει για τη συνθήκη εγκλωβισμού της τότε ηρωίδας σας, Μυρτώς, σε έναν μικρό τόπο. Για τη Μαρία ανατρέξατε σε εκείνη την ερμηνευτική εμπειρία;
«Η Μαρία δεν νιώθει εγκλωβισμό, καταφύγιο αναζητά και πιστεύει πως το έχει βρει στον τόπο όπου μεγάλωσε. Γι’ αυτό και αγωνίζεται να τον προστατέψει. Στην πορεία όμως, με τα νέα ερεθίσματα που έρχονται στον δρόμο της, σε συνδυασμό με την απώλεια του αγαπημένου της προσώπου, του Πάντα [ενός μέλους της κοινότητάς της, που στην ταινία βλέπουμε στο τέλος της ζωής του], η έννοια του καταφυγίου ανατρέπεται για εκείνη».
Τι κάνει κάποιον να διαφοροποιηθεί από το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, για παράδειγμα από την οικογένειά του, όπως η Μαρία;
«Είναι πολλοί οι παράγοντες που επηρεάζουν έναν άνθρωπο και τον διαφοροποιούν από κάποιον άλλον. Βλέπεις αδέρφια που μεγάλωσαν στο ίδιο σπίτι, από τους ίδιους γονείς, και είναι εντελώς διαφορετικά. Η σειρά που θα εισέλθεις σε μια οικογένεια παίζει σημαντικό ρόλο. Τα ερεθίσματα έχουν ήδη ξεκινήσει από την κύηση, πριν καν γεννηθείς, και σε διαμορφώνουν. Εγώ, για παράδειγμα, είμαι η τρίτη κόρη της οικογένειας μου και δεν έχω καμία σχέση με τις άλλες δύο αδερφές μου. Σκέφτομαι πολύ συχνά πόσο ενδιαφέρον έχει αυτό, πώς ακόμα και το πιο μικρό ερέθισμα έχει την ικανότητα να σε επηρεάσει πυρηνικά ως ύπαρξη.
«Εγώ, για παράδειγμα, είμαι η τρίτη κόρη της οικογένειας μου και δεν έχω καμία σχέση με τις άλλες δύο αδερφές μου. Σκέφτομαι πολύ συχνά πόσο ενδιαφέρον έχει αυτό, πώς ακόμα και το πιο μικρό ερέθισμα έχει την ικανότητα να σε επηρεάσει πυρηνικά ως ύπαρξη».
»Για την Μαρία ο Πάντα είναι η φωλιά της, το μόνο χάδι μέσα στον ατέρμονο αγώνα επιβίωσης στον οποίο βρίσκεται. Την έχει καθορίσει, και φυσικά με το που τον χάνει αποσταθεροποιείται ολόκληρη. Πλέον όμως μέσα από την εμπειρία της σχέσης τους έχει τα εφόδια να διακρίνει, παρά τις αντιξοότητες, την τρυφερότητα στα μάτια του κ. Μάκη, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, που αδυνατούν να το κάνουν».
Πιστεύετε ότι οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες σε κοινότητες του περιθωρίου όπως αυτή που παρουσιάζει «Το Ποτάμι»;
«Εννοείται, διότι μια θηλυκότητα, εκτός από τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση που δίνει εντός μιας κοινότητας, έχει να αντιμετωπίσει και τον καθημερινό σεξισμό. Για παράδειγμα, δίνεται μεγαλύτερος σεβασμός στον ξάδερφο της Μαρίας, παρότι είναι παντελώς ανίκανος να διαχειριστεί το οτιδήποτε, μόνο και μόνο επειδή είναι άντρας. Η Μαρία είναι φανερά πιο ικανή και παθιασμένη, αλλά επειδή είναι γυναίκα συνεχώς υποτιμάται και, ακόμη χειρότερα, χρησιμοποιείται ως δόλωμα.
»Έχει παρατηρηθεί πως μια γυναίκα πιο δύσκολα θα μπορέσει να βγει από μια τέτοια κοινότητα για να ζητήσει βοήθεια ή να διεκδικήσει ένα ευοίωνο μέλλον για εκείνη. Η κοινότητα θα την παρεμποδίσει και θα τη βάλει να λογοδοτήσει σαν να έσφαλε σε κάτι. Κάτι που συμβαίνει και στην ταινία. Γι’ αυτό η Μαρία αναγκάζεται να φύγει στα κρυφά και να διεκδικήσει την ελευθερία της και μια καλύτερη ζωή. Μια ζωή που θα επιλέξει η ίδια και όχι κάποιος άλλος για εκείνη».
«Μια γυναίκα πιο δύσκολα θα μπορέσει να βγει από μια τέτοια κοινότητα για να ζητήσει βοήθεια ή να διεκδικήσει ένα ευοίωνο μέλλον για εκείνη. Η κοινότητα θα την παρεμποδίσει και θα τη βάλει να λογοδοτήσει σαν να έσφαλε σε κάτι».
Η ιστορία που αφηγείται «Το Ποτάμι» συνδυάζει τη σκληρότητα με τον ρομαντισμό. Μπορούμε να βάλουμε, με κάποιον τρόπο, τον ρομαντισμό στη ζωή μας χωρίς να μοιάζει παράταιρος προς τις σύγχρονες συνθήκες, χωρίς να φαίνεται παλιακός;
«Δεν μου φαίνεται παράταιρος ο ρομαντισμός. Ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι. Η βία του ψηφιακού κόσμου μάς έχει αποκεντράρει και παραπλανήσει σε τέτοια επίπεδα, που τα θέλουμε όλα εύκολα, χωρίς προσπάθεια. Ο ρομαντισμός είναι προϋπόθεση για το παιχνίδι της αποπλάνησης, δηλαδή την τελετουργία του έρωτα. Και η υπενθύμιση πως για να επέλθει η σύνδεση χρειάζεται υπομονή και προσπάθεια. Χωρίς τον κόπο και την επανάληψη δεν θα προκύψει η σταθεροποίηση και η εμβάθυνση.
»Σήμερα είναι όλα προς κατανάλωση. Πεταγόμαστε από τη μια εμπειρία στην άλλη, σε μια ασταμάτητη μάχη επίδοσης. Ψάχνουμε συνέχεια το επόμενο και ό,τι δεν μας κάνει το πετάμε, υπόδουλοι της σειριακής αντίληψης του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος. Δεν παραμένουμε ώστε να δημιουργηθεί η σχέση με ολόκληρες τις εντάσεις της. Οι έντονες θερμοκρασίες μάς τρομάζουν και ακόμα περισσότερο οι ρωγμές που προκύπτουν από αυτές. Μέσα όμως από τα ραγίσματα αυτά και τον μόχθο νοηματοδοτείται και αποκτά αξία η ζωή και μόνο έτσι ευτυχεί ο άνθρωπος. Αλλιώς παγιδεύεται στην απομόνωση, μουδιασμένος και εγκλωβισμένος στο εγώ του».
Τι κρατάτε κυρίως από τη συνεργασία σας με την ομάδα στο «Ποτάμι» και, ιδιαίτερα, από εκείνη με τον Μάκη Παπαδημητρίου;
«Πιο πολύ μου άρεσε που είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ και με άτομα από την Ιταλία και το Κόσοβο. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το ανακάτεμα διαφορετικών ερεθισμάτων. Ο Μάκης ήταν πάντα πολύ ήρεμος ό,τι και να συνέβαινε και, το πιο σημαντικό, παρότι έχει μια μεγάλη πορεία στο χώρο δεν έγινε ούτε στιγμή διδακτικός απέναντι μου, κάτι που εκτιμώ πολύ».
«Ο ρομαντισμός είναι προϋπόθεση για το παιχνίδι της αποπλάνησης, δηλαδή την τελετουργία του έρωτα. Και η υπενθύμιση πως για να επέλθει η σύνδεση χρειάζεται υπομονή και προσπάθεια».
Για τους ήρωες στο «Ποτάμι», η Γερμανία είναι κάπως σαν τη Γη της Επαγγελίας. Εσείς αισθάνεστε, με τη ζωή σας στην Αθήνα, ότι βρίσκεστε εκεί όπου θα θέλατε; Ότι έχετε βρει, κυριολεκτικά μιλώντας, τον προορισμό σας;
«Έχω μια ιδιαίτερη σχέση με την Αθήνα. Τη μια στιγμή θέλω είμαι εδώ, την άλλη πνίγομαι. Υπάρχει μια αμφιθυμία σε αυτή τη σχέση, αλλά δεν θέλω να την εγκαταλείψω κιόλας. Είναι, πια, σημαντικό σημείο αναφοράς κι εκείνη. Εδώ ξεκίνησε στην ουσία η ενήλικη ζωή μου.
»Μου αρέσει που μένω στα Εξάρχεια. Αν και με πληγώνει βαθιά η αλλαγή στη φυσιογνωμία της γειτονιάς, συνεχίζει να μου θυμίζει χωριό και αυτό με ανακουφίζει. Τα μάρμαρα και οι λόφοι λειτουργούν ως αντίδοτο στις δύσκολες στιγμές. Έχω τις γωνιές μου, τους δρόμους μου, τα μέρη μου, κι αυτό είναι αντιστάθμισμα στην αποξένωση που σου προκαλεί ταυτόχρονα η πόλη. Στεναχωριέμαι για την βρωμιά της και τις συνεχείς καταστροφές της, αλλά ταυτόχρονα κάτι ζεσταίνεται μέσα μου όταν βρίσκομαι εντός της παρακμής της. Υπάρχει μια ειλικρίνεια σε αυτή την αποσύνθεση, που πάντα εκτιμούσα. Θα με θύμωνε φοβερά να παριστάνει το κέντρο αυτής της πόλης ότι όλα είναι ήρεμα και οργανωμένα ενώ στο πυρήνα της συντελείται η απόλυτη κατάρρευση των αξιών».
Με αφορμή το «Ποτάμι», τι θα μπορούσε να προσφέρει ο ελληνικός κινηματογράφος σε παγκόσμιο επίπεδο, έστω και αν υστερεί από συγκεκριμένες απόψεις, π.χ. σε οικονομική υποστήριξη;
«Πιστεύω πως χρειαζόμαστε περισσότερες ταινίες που αφορούν τη ζωή στα Βαλκάνια και την επαρχία εν γένει. Υπάρχει μια εμμονή για καινοτομία από παντού, που εμένα προσωπικά με ταράζει φοβερά. Δεν μ’ αρέσει αυτό το συνεχές παράπονο, ότι στην Ελλάδα είμαστε πίσω και πως δεν είμαστε αρκετοί. Αυτοί που δεν είναι αρκετοί είναι οι πολιτικοί μας. Οι άνθρωποι όμως που ζούνε εδώ έχουν ιστορίες, πολλές από τις οποίες αξίζουν να γίνουν κάτι. Με συγκινεί να βλέπω ταινίες που παρουσιάζουν τον άνθρωπο όπως είναι, φθαρτό, να παλεύει να επιβιώσει. Υπάρχει μια αυθεντικότητα στο σινεμά που αντιστέκεται στην αμερικανοποίηση και οφείλουμε να την προστατεύσουμε πριν εκλείψει».
«Στεναχωριέμαι για την βρωμιά της Αθήνας και τις συνεχείς καταστροφές της, αλλά ταυτόχρονα κάτι ζεσταίνεται μέσα μου όταν βρίσκομαι εντός της παρακμής της. Υπάρχει μια ειλικρίνεια σε αυτή την αποσύνθεση».
Ποια είναι τα παράλληλα ή επόμενα καλλιτεχνικά σχέδιά σας μετά το «Ποτάμι»;
«Προς το παρόν δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο καλλιτεχνικό σχέδιο. Προσπαθώ να βλέπω πώς κυλάει η ζωή και αναλόγως να πράττω. Έγνοιά μου είναι να παραμένω δημιουργική στην καθημερινότητα μου, είτε είμαι σε κάποιο καλλιτεχνικό έργο είτε όχι. Βιοπορίζομαι από άλλους τομείς κυρίως και έχω σταματήσει πια να κάνω μεγάλα σχέδια για το μέλλον».
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:
Info
«Το Ποτάμι» θα προβάλλεται στο Άστορ (Σταδίου 28) στις 10 & 11, 17 & 18, 24 & 25/03, με αγγλικούς υπότιτλους. Διάρκεια: 94’. Διανομή: Weird Wave. Προπώληση εισιτηρίων: more.com
Η ταινία είναι μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Ιταλίας και Καναδά. Στη διάρκειά της ακούγονται τραγούδια των Celia Cruz, Dead Moon, Mary and the Boy, Σταύρου Ζώρα.
Το σενάριο συμμετείχε και διακρίθηκε σε πλήθος εργαστηρίων όπως των MFI, Crossroads του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, IPDF του Los Angeles Greek Film Festival, Premier Plans, First Films First.

Συντελεστές
Πρωταγωνιστούν: Μάκης Παπαδημητρίου, Στεφανία Σωτηροπούλου, Ilire Vince, Χάρης Φραγκούλης, Adrian Frieling, Χρήστος Κοντογεώργης, Αλέκος Πάγκαλος, Βασίλης Καραμπούλας | σενάριο – σκηνοθεσία: Χάρης Ραφτογιάννης | συν-σεναριογράφος: Νίκος Λερός | παραγωγός: Γιώργος Κυριάκος, Έφη Σκρομπόλα, Βασίλης Τζανίδης, Ελένη Κοσσυφίδου | συμπαραγωγοί: Luca Cabriolu, Andrea DiBlasio, Eshref Durmishi, Χάρης Ραφτογιάννης | ex.producer: Besnik Krapi, Κώστας Λαμπρόπουλος, Σωτηρία Μαρίνη, Γιάννης Ζαργάνης | φωτογραφία: Χριστίνα Μουμούρη GSC| Casting: Σωτηρία Μαρίνη, Άκης Γουρζουλίδης | production design: Όλγα Λεοντιάδου | κοστούμια: Γεωργία Μπούρα| μοντάζ: Νίκος Βαβούρης GFE | ήχος: Valerio Tedone | πρωτότυπη μουσική: Daniela Savoldi | επεξεργασία εικόνας: Nazzareno Neri | βοηθός σκηνοθέτη: Πέτρος Καλφαμανώλης | μακιγιάζ – μαλλιά: Fiona Abdullahu – Era Mucolli | σχεδιασμός τίτλων: Γιάννης Μαρκάκης | creative consultant: Ζηνοβία Χατζηδάκη | διεύθυνση παραγωγής: Αθηνά Βοσινάκη | εργαστήριο εικόνας: Image and Light | εργαστήριο ήχου: Labinot Sponca, Περσεφόνη Μήλιου| συμπαραγωγοί: Ombre Rosse Film Production, Eagle Eye Kosova, Mitos Productions, Χάρης Ραφτογιάννης | συμπαραγωγοί: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, MiC DG – Cinema e Audiovisivo, Kosova Cinematography Center | με την υποστήριξη του ΕΚΟΜΕ Α.Ε. | παραγωγή: View Master Films