Ολοι ερχόμαστε από σπίτια (τα πατρικά μας) και σε σπίτια πηγαίνουμε (τα δικά μας). Τα σπίτια είναι οι καλύτεροι αρχειοθέτες, φύλακες και εκφραστές της ταυτότητάς μας. Μόλις ξεχάσουμε ποιοι υπήρξαμε, δεν έχουμε παρά να ανοίξουμε την πόρτα τους, κι αυτά θα μιλήσουν για εμάς. Επειδή τα σπίτια μαζί με τα αντικείμενά τους, όσο απίθανο κι αν φαίνεται, συχνά μιλάνε για αρετές που έχουμε ή που θα θέλαμε να αποκτήσουμε. Τα στιβαρά ξύλα της τραπεζαρίας μπορεί να μιλούν για την ακεραιότητά μας, τα επίχρυσα πλαίσια στην κρεβατοκάμαρα για τον ηδονισμό, οι αφράτοι καναπέδες για τη γενναιοδωρία, και η αρχαία κομόντα για την αγάπη μας σε έναν παλαιότερο κόσμο προικισμένο με την αρετή της υπομονής.
Τα σπίτια υποβάλλουν στους άλλους την υποψία για το ποιοι είμαστε, τους μιλάνε για τον κομπασμό ή την περηφάνια μας, μερικές φορές ακόμα και για το ποιοι θέλουμε να γίνουμε. Δεν είναι τυχαίο που στα σπίτια με τα τριμμένα χαλάκια και τους λεκέδες υγρασίας, σε ένα ντουλάπι υπάρχει πάντα κρυμμένο ένα καλό φλιτζάνι, ένα πιάτο με περίτεχνα σχέδια, ή ένα σεμεδάκι με κεντητές νεραγκούλες, που όποτε το κοιτάζει ή το αγγίζει ο ιδιοκτήτης του, θυμάται τον άνθρωπο που θέλει να γίνει ή τον άνθρωπο που είναι μέσα του.
Τα μεγάλα επιβλητικά σπίτια συχνά μας μιλούν για άχθος, κι ας παραμένουν σεμνότυφα σιωπηλά, μας μιλούν για τη φιλοδοξία αλλά και το φόβο, για τη σκόνη και τις προθέσεις του χρόνου που κρατά άγρυπνους τους ιδιοκτήτες τους. Καθώς φτιάχνουμε τα σπίτια μας οραματιζόμαστε το είδος της ζωής που θέλουμε να ζήσουμε σ’ αυτά, και τα διακοσμούμε ανάλογα. Δεν είναι τυχαίο που ο Σταντάλ είχε πει ότι «υπάρχουν τόσα στυλ ομορφιάς, όσα οράματα ευτυχίας».
Αλλος βρίσκει την ομορφιά σε ένα πέτρινο σπίτι, όπου θαυμάζει τον τρόπο που κάθε πέτρα ταίριαξε με τις διπλανές της εξομαλύνοντας εξογκώματα και γωνίες για χάρη ενός κοινού σκοπού, κι άλλος βρίσκει την ομορφιά στο γυμνό μπετόν, στις αρετές που ενσαρκώνει, την ταχύτητα, στην οικονομία, στην κτηνώδη δύναμή του.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι και οι δύο, αυτός που θα διαλέξει την πέτρα κι ο άλλος που θα διαλέξει το μπετόν, θα το κάνουν με γνώμονα το όραμά τους για την προσωπική ευτυχία, όπως επίσης είναι σίγουρο πως ούτε η πέτρα, ούτε το μπετόν, ούτε το ξύλο ή το μάρμαρο θα εμποδίσουν οποιονδήποτε από αυτούς να ξεκινήσει με τη γυναίκα του μια λογομαχία που θα καταλήξει σε απειλές περί διαζυγίου. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η αδυναμία των αντικειμένων. Μπορεί να μας υπενθυμίζουν αρετές και πρότυπα ιδεώδη, δεν μπορούν όμως να μας τα επιβάλουν.
Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι άνθρωποι προκειμένου να αποτρέψουν την εξαφάνιση του ιδεατού εαυτού τους ή της ιδεατής ζωής τους, σε κάθε ματαίωση στρέφονται με ακόμη μεγαλύτερη μανία σε ταπετσαρίες, πλακάκια και πίνακες. Αυτή η εκδοχή μπορεί να ώθησε τον Οσκαρ Ουάιλντ να αναφωνήσει «Στολιστείτε, έτσι μοιάζετε περισσότερο ενδιαφέροντες απ’ ό,τι πράγματι είστε», αγνοώντας τον πόνο και τη ματαίωση που υπάρχει πίσω από κάθε περιττό αντικείμενο.
Όποια εκδοχή ωστόσο κι αν διαλέξουμε, αυτό που δεν μπορούμε να αρνηθούμε είναι ότι τα αντικείμενα πολλές φορές λειτουργούν ευεργετικά, και δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε μια μεγάλη σπιτική πολυθρόνα, που παρέχει όχι μόνο άνετη στήριξη αλλά και την αίσθηση ότι καλύπτει την πλάτη μας, λες και ως έναν βαθμό εξακολουθεί να μας κατέχει ο αρχαίος φόβος της επίθεσης από κάποιο αρπακτικό.
Επίσης, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η πληθώρα των αντικειμένων πολλές φορές λειτουργεί καταπιεστικά και αποπροσανατολιστικά, και ίσως να μην είναι τυχαίο που τα σπίτια στις μέρες μας είναι όλο και πιο γυμνά (αισθητική του minimal), σαν άμυνα στο συναίσθημα που μας γεννά ένας ολοένα πιο περίπλοκος κόσμος.
Τέλος, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν ως έναν βαθμό διαμορφώνουν την αισθητική και την ηθική μας, ούτε μπορούμε να αρνηθούμε ότι το ξαφνικό συναπάντημα με ένα αντικείμενο που ήταν συνοδός στην πορεία της ζωής μας, όταν τυχαία το δούμε σε ένα παλιατζίδικο, σε μια υπαίθρια αγορά, μπορεί να μας ταράξει πιο βαθιά από τη συνάντησή μας με έναν άνθρωπο του παρελθόντος, να μας πιάσει από το μανίκι και να μας ταξιδέψει πιο μακριά απ’ όσο μπορούμε να αντέξουμε.
Έτσι λοιπόν τα αντικείμενα μπορεί να μην έχουν ψυχή, όμως αιχμαλωτίζουν ή γεννάνε αισθήματα και στο τέλος μάς διαμορφώνουν. Ολες οι απόπειρες του ανθρώπου σε όλα τα στυλ διακόσμησης, ανά τους αιώνες, από το βαρύ baroque, το ανανεωτικό art nouveau, το πιο πρόσφατο bohemian ή boho στυλ, και το ακόμα πιο κοντινό μας minimal έναν στόχο έχουν: να μιλήσουν για τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι, για τον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους και τον κόσμο, αλλά και για την ηθική τους, επειδή, όπως πολύ σωστά είπε και πάλι ο μεγαλύτερος ατακαδόρος όλων των εποχών Oυάιλντ: «Είναι ρηχός όποιος δεν κρίνει από την επιφάνεια».
Τον επιβεβαίωσε εξάλλου και ο Νίτσε, που είπε πως αγαπά τον ελληνικό πολιτισμό, επειδή οι Έλληνες ξεκίνησαν από την επιφάνεια για να φτάσουν στο βάθος. Ετσι λοιπόν στεκόμαστε εντελώς αλουστράριστοι στην επιφάνειά μας, με τον τρόπο που φτιάχνουμε τα σπίτια μας (όσοι ντιζάινερ και διακοσμητές κι αν έχουν μεσολαβήσει), επειδή τα σπίτια μας ενίοτε είναι πιο φλύαρα από οποιονδήποτε τρίτο αποπειράται να μιλήσει για μας.