Πώς βρέθηκε σε έναν κήπο στην Αττική ένα πτηνό που έχει εξαφανιστεί από τον πλανήτη εδώ και τριακόσια χρόνια; Αυτό το ερώτημα δεν έχει τελικά και τόση σημασία μπροστά σε όλα τα άλλα, τα πιο επείγοντα και οικεία, που εγείρει η νέα ταινία του Πάνου Κούτρα, «Dodo». Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών, προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες.
O σκηνοθέτης της «Επίθεσης του Γιγαντιαίου Μουσακά» και της «Στρέλλας» μεταξύ άλλων, αφήνει τους αθηναϊκούς δρόμους για να μεταφέρει την αφήγησή του σε μια εξοχική πολυτελή κατοικία, παίρνοντας όμως μαζί τις σουρεαλιστικές ιδέες του και μια ολόκληρη μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας όπου, στον πυρετό της προετοιμασίας ενός γάμου, συναντιούνται αστοί, μποέμ καλλιτέχνες, μεροκαματιάρηδες, οικονομικοί μετανάστες, πρόσφυγες, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Το «Dodo», μια συμπαραγωγή με τη Γαλλία και το Βέλγιο, περιγράφει την ιστορία ενός άλλοτε πλούσιου ζευγαριού, η τελευταία ελπίδα του οποίου να αποφύγει την οικονομική καταστροφή είναι να παντρευτεί η κόρη του έναν εύπορο κληρονόμο. Η Σμαράγδα Καρύδη, που ενσαρκώνει τη «Μαριέλλα», μητέρα της «Σοφίας» (Νατάσα Εξηνταβελώνη) και σύζυγο του «Παύλου» (Άκης Σακελλαρίου), προσδίδει στην ηρωίδα της βαθιά ευαισθησία και ήρεμη δύναμη.
Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στο «Dodo» και ποια ήταν η εμπειρία σας από τα γυρίσματα;
«Ήταν η πρώτη μας συνεργασία με τον Πάνο Κούτρα. Πριν από αυτό δεν γνωριζόμασταν καν προσωπικά και όταν μου πρότεινε να συναντηθούμε για να μου μιλήσει για την καινούρια του ταινία χάρηκα τρομερά, γιατί ήδη τον θαύμαζα.
»Η εμπειρία των γυρισμάτων ήταν πολύ όμορφη γιατί πέρα από το πόσο ωραία ήταν η ταινία και η συνεργασία με όλους, τα γυρίσματα έγιναν μέσα στη δεύτερη καραντίνα και ήταν μια διέξοδος για όλους μας. Διαφορετικά, αν ήταν ανοιχτά τα θέατρα, θα ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρωθούν όλοι αυτοί οι ηθοποιοί και δεν θα μπορούσαμε να αφοσιωθούμε στην ταινία αλλά, όπως γίνεται συνήθως, θα τρέχαμε από τα γυρίσματα σε πρόβες κ.λπ. Με τον Πάνο [Κούτρα], συγκεκριμένα, συνεννοηθήκαμε πολύ καλά, ακόμα και τα πράγματα που δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε ο ένας στον άλλο τα καταλαβαίναμε με ένα κείμενο κάτω από τις λέξεις».
«Η “Μαριέλλα” είναι από αυτές τις γυναίκες που πιο πολύ ακούνε παρά μιλάνε, καταπίνει και απορροφά τους κραδασμούς. Εγώ είμαι γενικά πιο εκδηλωτική, ό,τι με πειράζει το λέω κατευθείαν για να το λύσω, μπορεί να φωνάξω, μπορεί να γελάσω».
Πόσο κοντά νιώθετε στο ρόλο της «Μαριέλλας» που υποδύεστε; Έχετε κοινά μαζί της;
«Από τη στιγμή που παίζεις ένα ρόλο προφανώς βάζεις κάτι δικό σου μέσα, αλλά σε γενικές γραμμές δεν θα έλεγα ότι μού μοιάζει. Ούτε στις εμπειρίες, γιατί είναι μια γυναίκα με το background της αστικής κοινωνίας που άφησε πολύ νωρίς μια καριέρα για να αφιερωθεί στον άντρα και στο παιδί της, ούτε σαν χαρακτήρας, γιατί είναι από αυτές που πιο πολύ ακούνε παρά μιλάνε, καταπίνει και απορροφά τους κραδασμούς. Εγώ είμαι, γενικά, πιο εκδηλωτική, ό,τι με πειράζει το λέω κατευθείαν για να το λύσω, μπορεί να φωνάξω, μπορεί να γελάσω.
»Ταυτόχρονα η “Μαριέλλα” έχει μια τεράστια ανθρωπιά, εξ ου και αποφασίζει, στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής της, αντί να ασχοληθεί με τον εαυτό και την πάρτη της να βοηθήσει τους άλλους. Είναι πολύ ωραίο αυτό που κάνει γιατί νομίζω ότι όταν μάς συμβαίνει κάτι πολύ άσχημο η μία λύση είναι να το ρίξουμε στο ποτό και να αρχίσουμε να ψάχνουμε τι έφταιξε και η άλλη να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε κάποιον που έχει μεγαλύτερη ανάγκη – μέσα από αυτό, νομίζω, θα γιατρευτούμε και εμείς οι ίδιοι».
Οι άνθρωποι που υποδύονται τους πρόσφυγες, τον μπαμπά και την κόρη, έχουν μια αυθεντικότητα στις ερμηνείες τους. Είναι επαγγελματίες ηθοποιοί;
«Η μικρή, η Jomana, είναι προσφυγόπουλο, όταν γυρίσαμε το “Dodo” βρισκόταν στην Ελλάδα και τώρα έχει φύγει με την οικογένειά της, πρέπει να τους δέχτηκαν στη Γερμανία ή στο Βέλγιο.
»Ο Ahmad, τρομερά άξιο και καλό πλάσμα, επίσης είναι πρόσφυγας και αυτή ήταν η πρώτη του επαφή με την υποκριτική. Έκανε όλη τη διαδρομή από τη Συρία με τη δίδυμη αδερφή του, ως 19χρονα παιδιά, ήρθαν στη Μυτιλήνη και από εκεί έφυγαν για την Ειδομένη, ήταν οι τελευταίοι που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα πριν κλείσουν. Τώρα και οι δυο τους είναι στο Παρίσι, όπου ο Ahmad κάνει καριέρα ως μοντέλο και η αδερφή του σπουδάζει και είναι πολύ σπουδαία καλλιτέχνιδα. Πήραν γαλλικό διαβατήριο, έχουν βρει το δρόμο τους εκεί, όλο αυτό είναι το θαύμα της ζωής».
«Ο Ahmad, τρομερά άξιο και καλό πλάσμα, είναι πρόσφυγας και αυτή ήταν η πρώτη του επαφή με την υποκριτική. Έκανε όλη τη διαδρομή από τη Συρία με τη δίδυμη αδερφή του, ως 19χρονα παιδιά, ήρθαν στη Μυτιλήνη και από εκεί έφυγαν για την Ειδομένη».
Βρήκατε εύκολα κώδικες επικοινωνίας στη συνεργασία μαζί τους;
«Την Jomana όλοι την αγκαλιάζαμε, τη φιλούσαμε, παίζαμε μαζί της – κώδικες επικοινωνίας βρίσκεις με όλα τα παιδιά του κόσμου. Όλοι οι άνθρωποι είναι ένα, δεν είναι δύσκολο να έρθεις σε επαφή με έναν “ξένο”, δεν έχει κάτι διαφορετικό, μπορεί να έχει άλλες εμπειρίες, να μιλάει άλλη γλώσσα, αλλά έχει τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες ανασφάλειες, τις ίδιες ανησυχίες, το ίδιο υπαρξιακό ζήτημα με εσένα. Είναι περισσότερα αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους, δεν ξέρω τι μπορεί να τους χωρίζει.
»Νομίζω αυτό είναι και ένα από τα νοήματα της ταινίας, ότι όλοι είμαστε ένα. Το βλέπεις πολύ στο “Dodo”, μέσα σε αυτό το ανσάμπλ, το καστ, όλοι προέρχονται από κάπου αλλού. Ακόμα και οι ήρωες που έχουν το σπίτι, πλέον δεν τους ανήκει [λόγω χρεοκοπίας], είμαστε όλοι πρόσφυγες σε ένα κτήμα όπου δεν μας ανήκει τίποτα».
«Δεν είναι δύσκολο να έρθεις σε επαφή με έναν “ξένο”, δεν έχει κάτι διαφορετικό, μπορεί να έχει άλλες εμπειρίες, να μιλάει άλλη γλώσσα, αλλά έχει τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες ανασφάλειες, τις ίδιες ανησυχίες, το ίδιο υπαρξιακό ζήτημα με εσένα».
Αυτή την περίοδο συμμετέχετε και σε μια ακόμα διεθνή κινηματογραφική παραγωγή, το «Car Sharing».
«Είναι μια γερμανική παραγωγή με Γαλλίδα σκηνοθέτιδα, τη Σιλβί Μισέλ, ένα road movie από το Βερολίνο στο Παρίσι, πέντε διαφορετικών ανθρώπων. Κι εκεί υπάρχει αυτή η πολυπολιτισμικότητα και το προσφυγικό ζήτημα, γιατί εγώ υποδύομαι την Ελληνίδα, συμμετέχει ένας Γερμανός ηθοποιός, μία από το Λουξεμβούργο και δύο Γάλλοι, ένας εκ των οποίων παίζει τον πρόσφυγα. Έτσι αρχίζει η ιστορία, με πέντε ανθρώπους άγνωστους μεταξύ μας, που κάνουμε μαζί μια διαδρομή με το αυτοκίνητο για να μοιραστούμε το κόστος. Ανακαλύπτουμε ότι ο ένας από εμάς δεν έχει χαρτιά αλλά πρέπει να περάσουμε από τα σύνορα και αναρωτιόμαστε πώς θα το αντιμετωπίσουμε: θα τον σώσουμε, θα τον εγκαταλείψουμε;».
Με την πρόσφατη εμπειρία που έχετε και από την κωμωδία «Το Σώσε», που μόλις ολοκλήρωσε τις παραστάσεις της, τελικά τι έχετε διαπιστώσει, ότι είναι πιο δύσκολος ένας κωμικός από έναν δραματικό ρόλο;
«Δεν έχει να κάνει με το αν ένας ρόλος είναι κωμικός ή δραματικός, είναι το πλαίσιο που τον καθορίζει. Πιστεύω όμως ότι δεν μπορείς να διδάξεις την κωμωδία σε έναν άνθρωπο, ή την έχει ή δεν την έχει. Δεν μπορείς να διδάξεις σε κάποιον να δει με χιούμορ την πραγματικότητα, με τη στρεβλή ματιά με την οποία τη βλέπει η κωμωδία. Εξ ου και οι καλοί κωμικοί ηθοποιοί παίζουν δραματικούς ρόλους πάρα πολύ εύκολα, γιατί ούτως ή άλλως και στην κωμωδία έναν δραματικό ρόλο παίζουν, άλλο αν αυτός βγάζει γέλιο, ενώ ένας δραματικός ηθοποιός δεν μπορεί, απαραίτητα, να παίξει σε κωμωδία».
Πρόσφατα συζητήθηκε μια τηλεοπτική εμφάνιση που κάνατε χωρίς μακιγιάζ. Ήταν μια προσωπική δήλωση;
«Μου το πρότεινε η Δώρα Αναγνωστοπούλου, όπως και στις άλλες γυναίκες που ήταν στην εκπομπή. Ανταποκριθήκαμε ώστε να περάσουμε το μήνυμα να χαλαρώσουμε λίγο με την εικόνα μας. Φτάνει το πολύ φίλτρο και το ψέμα. Κυνηγάμε ένα ιδεατό πρότυπο ομορφιάς, που ούτε ωραίο είναι κατά τη γνώμη μου, ούτε εφικτό, και όλη αυτή η αγωνία μάς οδηγεί στη δυστυχία – πολλές γυναίκες κυρίως, αλλά και άντρες πλέον, αν και οι άντρες είναι πιο χαλαροί με τον εαυτό τους γιατί αυτοί φτιάχνουν την κοινωνία.
»Έτσι κι αλλιώς, πάντα κάτι θα ειπωθεί για την εμφάνισή μας: είτε “αυτή κρατιέται καλά” είτε “γέρασε” είτε “παραμορφώθηκε από τις πλαστικές”. Κι αυτό είναι τρομερά αγενές, δείχνει ότι δεν υπάρχει λίγη ευαισθησία, λίγη τρυφερότητα προς το συνάνθρωπό μας και ειδικά προς τον εαυτό μας, γιατί ξεκινάει από εμάς τους ίδιους, εμείς οι ίδιοι δεν αντέχουμε τον εαυτό μας να μεγαλώνει, δεν έχουμε αποδεχτεί τη φυσική πορεία του ανθρώπου.
»Αυτό το καταλαβαίνω και σε εμένα, πολύ συχνά με πιάνω να μη μου αρέσει η φθορά που βλέπω ότι έρχεται. Κι από εκεί αντιλαμβάνομαι ότι αν συμφιλιωθώ με εμένα, θα δείξω κατανόηση και προς τους άλλους».
«Έτσι κι αλλιώς, πάντα κάτι θα ειπωθεί για την εμφάνισή μας: είτε “αυτή κρατιέται καλά”, είτε “γέρασε” είτε “παραμορφώθηκε από τις πλαστικές”. Κι αυτό είναι τρομερά αγενές, δείχνει ότι δεν υπάρχει λίγη ευαισθησία, λίγη τρυφερότητα προς το συνάνθρωπό μας και ειδικά προς τον εαυτό μας»
Ωστόσο η ωριμότητα φέρνει και κάποια οφέλη, σωστά; Για παράδειγμα, δεν έχουμε τις ανασφάλειες που είχαμε στα είκοσι χρόνια μας.
«Πραγματικά, όταν ήμουν είκοσι χρονών είχα χιλιαπλάσιες ανασφάλειες. Μεγαλώνοντας, λες: πώς γινόταν να έχω πρόβλημα με αυτό, με το άλλο… Με βλέπω τώρα από απόσταση και μου φαίνεται αδιανόητο. Σίγουρα όλοι οι εικοσάχρονοι έχουν ανασφάλειες, γιατί δεν έχουν βρει τον εαυτό τους. Δεν ξέρουν τι αξίζουν, πώς θα τους δουν οι άλλοι. Έχουν μια ζωή μπροστά τους να δουν ποιοι είναι και να το αποδείξουν στον εαυτό τους και τους άλλους».
Έχετε βρεθεί στο στόχαστρο των media, και των social media, για προσωπικές επιλογές και σχόλιά σας. Σήμερα πώς το διαχειρίζεστε αυτό;
«Προσπαθώ να μην τα παίρνω όλα αυτά ιδιαίτερα προσωπικά -αν και δεν το καταφέρνω πάντα- γιατί παρατήρησα ότι πρόκειται για μια γενική οχλοβοή και μια κακία που εξαπολύεται προς πάσα κατεύθυνση και ούτε που ξέρεις από πού έρχεται. Δηλαδή όποιος κι αν πει κάτι, πάντα θα υπάρχει κάποιος άλλος που θα σχολιάσει, ανωνύμως συνήθως. Δεν μου αρέσει, πάντως, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κοινωνία, όπου κανείς δεν ακούει κανέναν, πιάνεται από μια λέξη, την οποία δεν έχει πολυπροσέξει, και αρχίζει να κατηγορεί και να βρίζει με χυδαιότητα. Μια κοινωνία όπου ο ένας έχει άποψη για τη ζωή του άλλου και όπου όποιος τολμάει να πει μια άποψη, με ήπιο τρόπο, θα δεχτεί την κατάρα και τον “ψόφο”».
Τα social media ποιον ρόλο έχουν παίξει σε όλο αυτό;
«Άνοιξαν ένα καζάνι που έβραζε, δηλαδή αυτό που θα επιλέξεις να είσαι στα social media ήσουν και πριν, προφανώς. Και δεν είναι όλα ίδια, δεν είναι το ίδιο το Instagram με το Twitter, όπου υπάρχουν fake λογαριασμοί, bots, πολλά κατευθυνόμενα πράγματα, εδώ βλέπεις κυβερνήσεις και κόμματα να τα χρησιμοποιούν κατά βούληση για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη».
«Δεν είναι όλα τα social media ίδια, δεν είναι το ίδιο το Instagram με το Twitter, όπου υπάρχουν fake λογαριασμοί, bots, πολλά κατευθυνόμενα πράγματα, εδώ βλέπεις κυβερνήσεις και κόμματα να τα χρησιμοποιούν κατά βούληση για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη».
Τα χρησιμοποιείτε, παρ’ όλα αυτά, ως εργαλείο.
«Τόσο, όσο. Χρησιμοποιώ το Instagram κυρίως – το Twitter μού το άνοιξε μια φορά μια φίλη και αποφάσισα ότι δεν είχα να προσθέσω κάτι εκεί μέσα, δεν μπορούσα όλη αυτή τη χολή, γιατί όταν είναι και ανώνυμη είναι πάρα πολύ εύκολη, λέει ο καθένας ό,τι του έρθει χωρίς να αναλαμβάνει καμία ευθύνη. Ακόμα και στο Instagram όμως, δεν μπαίνω σε διαλόγους».
Ποια είναι τα επόμενα πλάνα σας για φέτος; Πού θα σας δούμε;
«Αφού ολοκλήρωσα τα γυρίσματα του “Celebrity Game Night” [η εκπομπή προβάλλεται στο Mega], ξεκινάω μια καινούρια σειρά, δεν έχουμε ακόμα καταλήξει στον τίτλο. Πρόκειται για μια γαλλική σειρά που γυρίζεται και στην Ελλάδα, όπου υποδύομαι μια γυναίκα με τρία παιδιά από διαφορετικούς μπαμπάδες, γιατί είναι αντισυμβατική και μόνη και τα κάνει λίγο μαντάρα στη ζωή της. Αυτή η γυναίκα όμως έχει IQ 160 και με κάποιον τρόπο την ανακαλύπτει το Τμήμα Ανθρωποκτονιών, όπου στο ρόλο του επιθεωρητή είναι ο Νίκος Κουρής, και την “προσλαμβάνει” να βοηθάει να λύνουν μυστήρια. Κάθε επεισόδιο είναι και μια αυτοτελής ιστορία αλλά υπάρχει και η ιστορία των κεντρικών ηρώων. Παίζει ένα πολύ ωραίο καστ ηθοποιών και θα προβάλλεται από το Star».
Δείτε το τρέιλερ του «Dodo»:
Info
Το «Dodo» έρχεται στους κινηματογράφους την Πέμπτη 10 Νοεμβρίου, σε διανομή της Tulip Entertainment.
Συντελεστές
Παίζουν: Σμαράγδα Καρύδη, Άκης Σακελλαρίου, Τζεφ Μοντάνα, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Νίκος Γκέλια, Τζομάνα Αλχασάν, Άγγελος Παπαδημητρίου, Κρις Ραντάνοφ, Μαριέλλα Σαββίδου, Πολύδωρος Βογιατζής, Αχμάντ Κοντάρ, Τζώρτζης Παπαδόπουλος, Άννα Τζορτζίκια, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου. Σενάριο – Σκηνοθεσία: Πάνος Χ. Κούτρας. Παραγωγός: Ελένη Κοσσυφίδου. Συμπαραγωγοί: Μαρί Πιερ Μασιά, Κλερ Γκαντέα, Τζόσεφ Ρούσουπ, Βαλερί Μπουρνοβίλ, Κωνσταντίνος Μωριάτης, Πάνος Χ. Κούτρας. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ολυμπία Μυτιληναίου. Σκηνογραφία: Ελενα Βαρδαβά. Κοστούμια: Εύα Γουλάκου. Μουσική: Delaney Blue. Παραγωγή: 100% Synthetic Films LTD (Ελλάδα), MPM Film SARL (Γαλλία), Τarantula Belgique SCRL (Βέλγιο), Pan Entrtainment SA – ΕΡΤ ΑΕ – Στέγη – Ιδρυμα Ωνάση (Ελλάδα).