Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουμε, όταν καθόμαστε σε ένα καφέ στο Κουκάκι, είναι να μιλήσουμε για τους γιους μας. Μού δείχνει μια φωτογραφία του δικού της, 2,5 ετών, στο κινητό της, κι εγώ κρατάω νοερά σημείωση να της δείξω τον δικό μου, για να είναι αμφίδρομο το μοίρασμα και για να φουσκώσω από περηφάνια, ευκαιρίας δοθείσης. Όμως ο χειμαρρώδης και συναρπαστικός λόγος της Αικατερίνης Παπαγεωργίου γρήγορα σβήνει –ακόμα και από τη μνήμη μιας μαμάς κουκουβάγιας, τη δική μου– αυτή τη σημείωση, παρασύροντάς μας σε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης: Από την ίδρυση της θεατρικής ομάδας της, The Young Quill στο Λονδίνο το 2018, όπου είχε ταξιδέψει για σπουδές Παραστατικών Τεχνών, και το τυχαίο αλλά αποκαλυπτικό σμίξιμό της με τη μητρότητα, μέχρι την ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Θεάτρου Μπέλλος στην Πλάκα το 2022, το θεατρικό εργαστήρι που ανέλαβε φέτος στις φυλακές του Κορυδαλλού και, φυσικά, το εν εξελίξει πρότζεκτ της, μια παιδική διασκευή, μαζί με τον Κωνσταντίνο Ζωγράφο, στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, που περιοδεύει από τις αρχές του καλοκαιριού και που περιμένουμε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τους Θρακομακεδόνες στις 2 και τις 7 Σεπτεμβρίου αντίστοιχα, με ελεύθερη είσοδο και με την υποστήριξη της Περιφέρειας Αττικής.
«Το όνομα της ομάδας μας σημαίνει νεαρή πένα γιατί όταν την ιδρύσαμε το ενδιαφέρον μας επικεντρώθηκε σε σύγχρονα κείμενα νέων συγγραφέων. Η σύνθεσή της έχει αλλάξει πάρα πολύ από τότε, αλλά αυτή η εστίαση είναι η σταθερά μας, γιατί νιώθουμε ότι υπάρχει ένα κενό –με την έννοια ότι έχουμε, ας πούμε, πέντε επιτυχημένους σύγχρονους συγγραφείς και από εκεί και πέρα δεν ανοίγει η ψαλίδα– και γιατί μας ενδιαφέρουν οι επίκαιρες θεματικές των σύγχρονων κειμένων και η αμεσότητα με την οποία τις αγγίζουν».
«Το όνομα της ομάδας μας σημαίνει νεαρή πένα γιατί όταν την ιδρύσαμε το ενδιαφέρον μας επικεντρώθηκε σε σύγχρονα κείμενα νέων συγγραφέων. Η σύνθεσή της έχει αλλάξει πάρα πολύ από τότε, αλλά αυτή η εστίαση είναι η σταθερά μας».
Η Αικατερίνη και η θεατρική ομάδα της έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το Θέατρο Μπέλλος στην Πλάκα όταν «μόλις έχουν ανοίξει τα θέατρα μετά τον κορονοϊό και αναζητάμε τα πατήματά μας σε μια νέα πραγματικότητα». Σε εκείνη τη φάση δεν αναζητούν σταθερό χώρο, αν και ο στόχος υπάρχει στα μακροχρόνια σχέδιά τους. Επιπλέον, το συγκεκριμένο θέατρο έχει παραμείνει κλειστό τα τελευταία δέκα χρόνια γιατί, όπως τους λέει ο ιδιοκτήτης, «ήρθαν πάρα πολλοί και μου το ζήτησαν αλλά δεν τους εμπιστεύτηκα».
Αρχικά τα μέλη της The Young Quill δεν εμπιστεύονται ούτε τα ίδια τον εαυτό τους. Κάποιοι προβληματισμοί που περνούν από το μυαλό τους, όπως θυμάται σήμερα η Αικατερίνη, είναι: «Πόσος κόσμος θα πει, μα καλά αυτοί, που είναι πάρα πολύ νέοι, γιατί το κάνουν; Και μετά σκεφτόμαστε ότι δεν πάμε να κάνουμε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, επίσης άλλοι στην ηλικία μας κάνουν εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς, δηλαδή πώς αξιολογείς τη νεότητα, έτσι κι αλλιώς πάμε να κάνουμε κάτι όμορφο. Οπότε βγάζουμε τον εαυτό μας από τη θέση άμυνας όπου μπήκαμε μόνοι και λέμε, πάμε να το κάνουμε».
Κάπως έτσι η ιστορία μας φτάνει στη θεατρική σεζόν 2022-23, όπου στη δική τους παραγωγή στο Θέατρο Μπέλλος, «Η Νύχτα των Μυστικών» του Άκη Δήμου, μετά την παράσταση τούς προσεγγίζει ένας κρατούμενος από το Σωφρονιστικό Κατάστημα Κορυδαλλού, που βρίσκεται έξω με αναστολή και γεννιέται η ιδέα να δώσουν μια παράσταση εκεί. Όταν όμως η Αικατερίνη έρχεται σε επαφή με τη Γιολάντα Κωνσταντινίδη, την «κοινωνιολόγο, υπεύθυνη και ψυχή των πολιτιστικών δράσεων στις φυλακές, μου προτείνει να συνδράμω στο θεατρικό εργαστήρι τους. Τότε έχουν ήδη αποφασίσει να ανεβάσουν τους “Πέρσες” του Αισχύλου, με εμψυχωτή το Στρατή Πανούριο, και κρίνουν ότι χρειάζεται ένας ακόμα σκηνοθέτης γιατί είναι πολλοί οι συμμετέχοντες».
Τους επόμενους μήνες η Αικατερίνη έρχεται σε επαφή με έναν άγνωστο για εκείνη κόσμο. «Οι κώδικες συμπεριφοράς στη φυλακή είναι πολύ διαφορετικοί, δηλαδή δεν ισχύει το τι μπορεί εμείς να θεωρούμε “καλό” και “κακό”. Επίσης μου κάνει τρομερή εντύπωση το πώς με αξιολογούν οι κρατούμενοι μέχρι να με εμπιστευτούν, αλλά από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό η εμπιστοσύνη τους είναι αδιαπραγμάτευτη, δεν υπάρχει κανένα διακύβευμά της».
«Οι κώδικες συμπεριφοράς στη φυλακή είναι πολύ διαφορετικοί, δηλαδή δεν ισχύει το τι μπορεί εμείς να θεωρούμε “καλό” και “κακό”».
Όμως η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει είναι ο «συναισθηματικός εγκλεισμός» των συμμετεχόντων: «Η ραθυμία, η δυστυχία, η βία είναι τόσο διάχυτες στη φυλακή, ώστε ακόμα και αν κάποιος έρχεται στο εργαστήρι για το θέατρο, το περιβάλλον τον κρατάει πίσω και είναι ένα μεγάλο στοίχημα το να υπερνικήσετε μαζί αυτή τη δυσκολία, να βγείτε και να πάτε ένα βήμα παρακάτω. Κι αυτό δεν είναι ποτέ κεκτημένο, δηλαδή κάθε φορά, σε κάθε εργαστήρι, είναι σαν να μηδενίζεται το κοντέρ και να πρέπει να προσπαθήσετε από την αρχή να νικήσετε τον δαίμονα της φυλακής».
Μέχρι την ημέρα της παράστασης, έχει γίνει πλέον ορατή στην Αικατερίνη η αλλαγή στη συμπεριφορά των κρατουμένων. «Ήρθαν άνθρωποι βουτηγμένοι στην κατάθλιψη, με μια τρομερή απόρριψη απέναντι στο σύστημα αλλά και στη δική μας προσπάθεια –δηλαδή χωρίς να έχουν μπει καν στη διαδικασία να δουν ποιοι είμαστε, τι κάνουμε, γιατί το κάνουμε– και μέσα σε τρεις μήνες μετακινήθηκαν συθέμελα, μας έλεγαν, εμείς ήρθαμε για το ελαφρυντικό [σ.σ. ένα κίνητρο που τους δίνεται από τις φυλακές για συμμετοχή στο εργαστήρι] αλλά τώρα πια δεν μας νοιάζει, το κάνουμε για εμάς, για το πώς γίναμε μια ομάδα, για το πώς είδαμε τα πράγματα αλλιώς. Έβλεπες την αλλαγή στο πώς σου μιλούσαν, πώς συμπεριφέρονταν, πώς τοποθετούνταν σε μια συζήτηση, στο βλέμμα τους, κι αυτό ήταν πολύ συγκινητικό αλλά και σχεδόν τρομακτικό καθώς καταλάβαινες ότι ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει».
«Η ραθυμία, η δυστυχία, η βία είναι τόσο διάχυτες στη φυλακή, ώστε ακόμα και αν κάποιος έρχεται στο εργαστήρι για το θέατρο, το περιβάλλον τον κρατάει πίσω και είναι ένα μεγάλο στοίχημα το να υπερνικήσετε μαζί αυτή τη δυσκολία».
Ακόμα και οι κρατούμενοι που ήρθαν σε επαφή με το θέατρο μόνο ως θεατές είχαν κέρδος. Όπως θυμάται η Αικατερίνη από την παράσταση της «Νύχτας των Μυστικών» στον Κορυδαλλό: «Είχαν τρομερή ταύτιση με αυτό που έβλεπαν, την παιδικότητα του “γίνομαι ο ήρωας”. Το αντιμετώπισαν σαν να παρακολουθούσαν τηλεόραση, ένα σίριαλ, δηλαδή σχολίαζαν κανονικά κατά τη διάρκεια της παράστασης, ήταν ένα πάρα πολύ θερμό κοινό, που στο τέλος χειροκρότησε με έναν πολύ γηπεδικό αλλά και έντονο τρόπο. Το πιο συγκινητικό ήταν ότι άνθρωποι που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ θέατρο μάς έλεγαν μετά, μπορείτε να φέρνετε μια παράσταση κάθε Παρασκευή; Ή, εντάξει, και μια φορά το μήνα, εμείς ευχαριστημένοι θα είμαστε».
«Το πιο συγκινητικό ήταν ότι άνθρωποι που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ θέατρο μάς έλεγαν μετά, μπορείτε να φέρνετε μια παράσταση κάθε Παρασκευή; Ή, εντάξει, και μια φορά το μήνα, εμείς ευχαριστημένοι θα είμαστε».
Παρατηρώντας, με τη Γιολάντα Κωνσταντινίδη, τη ριζική μεταμόρφωση των κρατουμένων, τώρα επιδιώκουν τη συνέχιση του προγράμματος, ιδανικά σε βάθος τετραετίας, «γιατί φάνηκε ότι ήταν όχι απλώς χρήσιμο αλλά λυτρωτικό για κάποιους. Η μόνη δυσκολία έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση. Παλαιότερα οι πόροι προέρχονταν από το Εθνικό Θέατρο, πέρυσι εντάχθηκε για πρώτη φορά στις κοινωνικές δράσεις του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, αλλά οι οικονομικές δυνατότητες των θεατρικών φορέων που το στηρίζουν είναι ούτως ή άλλως περιορισμένες, ειδικά για μια παράσταση που γίνεται εκτός θεάτρου και εντός ενός σωφρονιστικού καταστήματος. Οπότε εμείς διαγνώσαμε ως ανάγκη να υπάρξει ένα θεσμικό πλαίσιο ώστε να είναι κάπως διασφαλισμένοι όλοι όσοι εργάζονται γι’ αυτό. Είμαι αισιόδοξη, γιατί φέτος έγιναν πολύ σαφή τα οφέλη του προγράμματος στους κρατουμένους και στο σωφρονισμό γενικότερα».
Κάποια στιγμή αναπόφευκτα η συζήτησή μας επιστρέφει στη μητρότητα. Αναρωτιέμαι αν η δημιουργία μονογονεϊκής οικογένειας ήταν επιλογή της. «Στη φάση ζωής όπου βρισκόμουν όταν έμεινα έγκυος δεν είχα σκεφτεί να κάνω ένα παιδί και δεν ήταν η φυσική εξέλιξη μιας σχέσης. Όμως μού φαινόταν αδιανόητο το να μη συνεχίσω την εγκυμοσύνη μου – δεν κατακρίνω οποιαδήποτε επιλογή, ίσα ίσα, έτσι υπήρχα εγώ συναισθηματικά».
Η μητρότητα, ωστόσο, ήρθε στην Αικατερίνη ως μια αποκαλυπτική εμπειρία: «Είναι τρομερά αναζωογονητικό να μεγαλώνεις ένα παιδί, ακόμα και όταν είσαι μόνος σου σε αυτό, είναι ένας άνθρωπος που παράγει καθημερινά ζωή, πληροφορία, αγάπη. Σε καταπραΰνει και σε κάνει να νιώθεις χρήσιμος, ότι έχεις οικογένεια, δημιουργεί μια εστία. Από την άλλη, δεν είναι εύκολο. Καταρχήν εγώ, και λόγω ηλικίας, δεν είχα φίλους σε αυτή τη φάση, μόνο κάποιους συνεργάτες, οι οποίοι όμως είχαν μεγαλύτερα παιδιά. Οπότε κλήθηκα να τα κάνω όλα από την αρχή χωρίς μπούσουλα και αν δεν είχα τη μητέρα μου να με στηρίζει ποικιλοτρόπως, και τον άντρα της, θα ήταν αδύνατον.
«Είναι τρομερά αναζωογονητικό να μεγαλώνεις ένα παιδί, ακόμα και όταν είσαι μόνος σου σε αυτό, είναι ένας άνθρωπος που παράγει καθημερινά ζωή, πληροφορία, αγάπη. Σε καταπραΰνει και σε κάνει να νιώθεις χρήσιμος, ότι έχεις οικογένεια, δημιουργεί μια εστία».
»Γενικά, έτσι όπως είναι διαμορφωμένο το πλαίσιο, και θεσμικά και οικονομικά και κοινωνικά, θεωρώ ακατόρθωτο για μια γυναίκα να φέρει στον κόσμο ένα παιδί και να το μεγαλώσει μόνη της ενώ παράλληλα εργάζεται για να το συντηρεί. Μια μονογονεϊκή οικογένεια μπορεί να υπάρξει μόνο αν έχει κάποιο πλαίσιο που την υποστηρίζει και πρακτικά και συναισθηματικά».
Από την εμπειρία της, πιστεύει ότι πρέπει να αλλάξουν δύο βασικά πράγματα για να μην είναι οι μονογονείς μονίμως εξαρτημένοι από φίλους και συγγενείς: Να δοθούν πρώτον, ποιοτικές παροχές δωρεάν φύλαξης του παιδιού σε διάφορες ώρες της ημέρας και δεύτερον, ένα επαρκέστερο οικονομικό πλαίσιο ενίσχυσης από το ήδη υπάρχον. Γιατί, όπως συνοψίζει απλά, «δεν γίνεται να εργάζεται ένας άνθρωπος για να συντηρεί δύο σε μια Ελλάδα όπου εργάζεται ένας άνθρωπος για να συντηρεί τον εαυτό του και πάλι δεν τα καταφέρνει».
«Δεν γίνεται να εργάζεται ένας άνθρωπος για να συντηρεί δύο σε μια Ελλάδα όπου εργάζεται ένας άνθρωπος για να συντηρεί τον εαυτό του και πάλι δεν τα καταφέρνει».
Μετά είναι και οι κοινωνικές διακρίσεις. Η ίδια μάλιστα τις έχει βιώσει μέσα από πολλαπλούς ρόλους, «ούσα γυναίκα σκηνοθέτιδα κάτω των 30 και μονογονέας. Είναι αδιανόητο αυτό που έχεις να αντιμετωπίσεις και το πόσο πρέπει να οχυρώσεις τον εαυτό σου για να είσαι δυνατός, πώς πρέπει καθημερινά να αποδεικνύεις την αξία σου, χωρίς να σου επιτρέπεται το λάθος, πώς πρέπει καμιά φορά να παλεύεις για να οριοθετήσεις τα αυτονόητα, ότι δεν έχει καμία σημασία που είμαι νέα γυναίκα, ηγούμαι μιας κατάστασης, με την έννοια ότι εγώ παίρνω την ευθύνη, οπότε δώσε μου το δικαίωμα να την πάρω και μην την υπονομεύεις. Έχω ακούσει, ας πούμε, αυτή την ατάκα, από άλλους γονείς ή συναδέλφους μεγαλύτερης ηλικίας: “Το παιδί μεγαλώνει ένα παιδί”. Μπορεί να τη λένε με αγάπη και τρυφερότητα, αλλά εσένα σε ευνουχίζει. Είναι σαν να σου λέει, δεν μπορείς, γιατί είσαι νέος, γιατί είσαι μόνος, γιατί είσαι γυναίκα. Αλλά τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι δεν είμαι συνεπής, εργατική και ικανή».
Την επιβίωση των στερεοτύπων τη διαπίστωσε πιο έντονα από ποτέ βγαίνοντας από το μικρόκοσμο της τέχνης και μπαίνοντας σε άλλους κόσμους – «όταν ήρθα σε επαφή με τεχνοκράτες, γραφειοκράτες, αλλά και με τον κόσμο των φυλακών. Θεωρείς ότι η ζωή είναι τα πολύ ζωντανά και ισχυρά κινήματα του θεάτρου, της τέχνης, μέχρι που βγαίνεις και συνειδητοποιείς ότι σε άλλους κύκλους η καταπολέμηση της πατριαρχίας, η ισότητα, όλα αυτά που εσύ θεωρείς κεκτημένα, δεν είναι, και ότι η απόκλιση είναι τεράστια».
«Έχω ακούσει, ας πούμε, αυτή την ατάκα, από άλλους γονείς ή συναδέλφους μεγαλύτερης ηλικίας: “Το παιδί μεγαλώνει ένα παιδί”. Μπορεί να τη λένε με αγάπη και τρυφερότητα, αλλά εσένα σε ευνουχίζει».
Καθώς η συνάντησή μας γίνεται λίγο μετά τον δεύτερο κύκλο εκλογών, συζητώντας για τους διαφορετικούς κόσμους με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή, λιγότερο ή περισσότερο ξαφνικά, δεν μπορούμε παρά να μην αναφερθούμε στην πρόσφατη είσοδο των νέων ακροδεξιών κομμάτων στη Βουλή. «Με τα εκλογικά αποτελέσματα αναρωτιέσαι, αυτοί οι άνθρωποι πού είναι, εγώ γιατί δεν τους βλέπω, γιατί δεν τους ξέρω; Και μετά έρχεται η σκληρή συνειδητοποίηση ότι έχεις επιλέξει τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεσαι και, καθώς δουλεύεις και μεγαλώνεις ένα παιδί 24/07, δεν σου μένει χώρος και χρόνος να αφουγκραστείς το κοινωνικό γίγνεσθαι. Οπότε βλέποντας αυτή την κατάσταση μένεις ενεός, σκέφτεσαι, κάτι δεν έχω καταλάβει καλά».
Για τις νέες παραστάσεις της
Οι «Νεφέλες» μετά την περιοδεία τους θα συνεχίσουν τη διαδρομή τους στο Θέατρο Μπέλλος τη σεζόν 2023-24. Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου και οι συνεργάτες της επέλεξαν να διασκευάσουν για τα παιδιά ένα ακόμα έργο του Αριστοφάνη μετά την «Ειρήνη», επειδή «αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το παιδικό κοινό επί ίσοις όροις, δηλαδή να θέσουμε ψηλά τον πήχυ διασκευάζοντας κλασικά έργα με όσο το δυνατόν λιγότερες παρεμβάσεις. Μέσα από το σχολείο δεν δίνεται στα παιδιά η ευκαιρία να έρχονται σε επαφή με τα θεατρικά κείμενα».
Οι Νεφέλες, ειδικότερα, «θίγουν το θέμα του δίκαιου και του άδικου λόγου, που έχει πολλές προεκτάσεις στη ζωή των παιδιών, από τις σχέσεις τους μέσα στην οικογένεια και στους φίλους μέχρι την τοποθέτησή τους απέναντι στην κοινωνική αδικία. Επίσης θίγουν το θέμα της παιδείας. Από όσα μπορώ να αντιληφθώ, σήμερα στο σχολείο ο στόχος είναι ποσοτικός, αφορά δηλαδή το πόσα πράγματα μπορούν να μάθουν τα παιδιά και πόσο χρηστικά είναι, για να γίνουν, ας πούμε, στο μέλλον ευυπόληπτοι και παραγωγικοί εργαζόμενοι. Δεν είναι μια συνολική μόρφωση, που θα τους επιτρέψει να καλλιεργηθούν, να συναναστραφούν, να ψυχαγωγηθούν, να υπάρξουν. Στις “Νεφέλες” ο Στρεψιάδης πιέζει το γιο του να πάει στη σχολή του Σωκράτη γιατί θεωρεί ότι βγαίνοντας από αυτή θα έχει κάποιες πολύ συγκεκριμένες δεξιότητες, τις οποίες θα χρησιμοποιήσει για να μπορέσουν να ξεχρεώσουν. Ενώ η σχολή του Σωκράτη προσπαθεί, εντέλει, να φέρει σε επαφή τους μαθητές με τη φύση, τον άνθρωπο, τη ζωή, να την αφουγκραστούν και να την ευχαριστηθούν».
«Σήμερα στο σχολείο ο στόχος είναι ποσοτικός, αφορά δηλαδή το πόσα πράγματα μπορούν να μάθουν τα παιδιά και πόσο χρηστικά είναι, για να γίνουν, ας πούμε, στο μέλλον ευυπόληπτοι και παραγωγικοί εργαζόμενοι. Δεν είναι μια συνολική μόρφωση».
Για τη δεύτερη παραγωγή της ομάδας της που θα ανεβεί στο Θέατρο Μπέλλος από τον Οκτώβριο, «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» του Ματέι Βίζνιεκ, η Αικατερίνη εξηγεί: «Ο Βίζνιεκ ήταν Ρουμάνος συγγραφέας, λογοκριμένος επί Τσαουσέσκου, που πήγε να ζήσει στο Παρίσι και έκτοτε ζει εκεί. Οι θεματικές του εμπνέονται πάρα πολύ από την κατάσταση στα Βαλκάνια – το συγκεκριμένο, από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά στην πραγματικότητα αναφέρεται σε κάθε πόλεμο και θέτει ένα καίριο ερώτημα: Μετά τον 20ο αιώνα, με όλους αυτούς τους πολέμους, τις βιαιοπραγίες, τις εχθροπραξίες στο βωμό του κέρδους, με όλους αυτούς τους νεκρούς και τη σκοτεινή και δύσκολη συλλογική μνήμη, πού πάμε μέσα στον 21ο αιώνα; Πού βρίσκεται η πρόοδος;».
Info
«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα». Από Οκτώβριο, κάθε Πέμπτη με Κυριακή στο Θέατρο Μπέλλος, Κέκροπος 1, Αθήνα, 210 3229889, theatrompellos.gr. Ταυτότητα παράστασης: Κείμενο: Ματέι Βίζνιεκ. Μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη. Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου. Σκηνικά: Μυρτώ Σταμπούλου. Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα. Πρωτότυπη μουσική: Μαρίνα Χρονοπούλου. Χορογραφίες: Χρυσηίς Λιατζιβίρη. Σχεδιασμός Φωτισμού: Κωστής Μουσικός. Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Μαρτίνη. Παίζουν (αλφαβητικά): Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας, Μάνια Παπαδημητρίου, Δημήτρης Πετρόπουλος, Ελίζα Σκολίδη. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή. Γραφιστική επεξεργασία: Indigo Creative. Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble. Διεύθυνση παραγωγής: Φάνης Μιλλεούνης.
«Νεφέλες». Μετά την ολοκλήρωση της καλοκαιρινής περιοδείας, από Οκτώβριο κάθε Κυριακή στο Θέατρο Μπέλλος. Ταυτότητα παράστασης: Μετάφραση: Κωνσταντίνος Ζωγράφος. Μεταφορά και Διασκευή: Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Αικατερίνη Παπαγεωργίου. Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου. Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης. Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα. Σύνθεση Μουσικής: Σίσσυ Βλαχογιάννη. Χορογραφίες: Χρυσηίς Λιατζιβίρη. Φωτισμοί: Κωστής Μουσικός. Βοηθός Σκηνοθέτη: Έφη Λεωνίδα. Βοηθός Ενδυματολόγου: Ίρις Μυρσίνη Σιδέρη. Παίζουν (αλφαβητικά): Στρεψιάδης: Νίκος Γιαλελής. Νεφέλη Β: Στεφανία Ζώρα. Νεφέλη Α: Αφροδίτη Κατσαρού. Φειδιππίδης: Τάσος Λέκκας. Εμπεδοκλής: Γιώργος Μαρτίνος. Μαθητής του Σωκράτη: Φάνης Μιλλεούνης. Σωκράτης: Ορέστης Τζιόβας. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή. Γραφιστική επεξεργασία: Indigo Creative. Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble. Διεύθυνση Παραγωγής: Φάνης Μιλλεούνης