Πώς συνεχίζουμε να ζούμε μετά τον πρόωρο και ξαφνικό θάνατο ενός αγαπημένου; Είναι «τρελός» όποιος ακούει φωνές; Πόσα υλικά αγαθά μπορεί να αντέξει η τσέπη μας, το σπίτι μας, ο πλανήτης; Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια και τι στη φαντασία μας; Έχει πάντα τόση σημασία να ξεχωρίζουμε αυτά τα δυο; Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που εγείρει το νέο, συναρπαστικό μυθιστόρημα «Το βιβλίο της μορφής και του κενού» (εκδ. Κλειδάριθμος), για το οποίο η Ruth Ozeki βραβεύτηκε με το Γυναικείο Βραβείο Μυθοπλασίας Women’s Prize of Fiction 2022.

Μέσα από την ιστορία μυθοπλασίας ενός 13χρονου που μετά τον τραγικό θάνατο του πατέρα του αρχίζει να ακούει φωνές, τις φωνές των αντικειμένων που συσσωρεύει η μητέρα του σε παθολογικό βαθμό, και βρίσκει καταφύγιο σε μια βιβλιοθήκη, η Ruth Ozeki γράφει για την απώλεια και τη θλίψη, την ενηλικίωση, τη νευροποικιλομορφία, την τζαζ, την προσκόλλησή μας στα υλικά αγαθά και την κλιματική αλλαγή.

Μια διαδικτυακή συζήτηση με την Ozeki, κόρη ενός Αμερικανού και μιας Γιαπωνέζας που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ, επιβεβαίωσε ότι η συγγραφέας, που επίσης έχει χειροτονηθεί ιερέας του Βουδισμού Ζεν, είναι εξίσου δεινή αφηγήτρια και στον προφορικό λόγο.

«Είναι δύσκολο να θυμάσαι ποιος ήταν ο αρχικός σπόρος για να γράψεις ένα βιβλίο. Αλλά σε αυτή την περίπτωση ήταν, μεταξύ άλλων, η ανάμνηση μιας εμπειρίας που είχα μετά τον θάνατο του πατέρα μου – όταν ήμουν γύρω στα σαράντα. Θυμάμαι τέσσερις-πέντε φορές να ακούω τη φωνή του, να λέει το όνομά μου, σαν να στεκόταν ακριβώς πίσω μου και μετά να γυρνάω και φυσικά να μην είναι εκεί, αφού ήταν νεκρός. Αλλά με ξάφνιαζε πάντα γιατί τον άκουγα πολύ καθαρά. Αυτό συνέβαινε ενώ έκανα μια πολύ μονότονη εργασία στο σπίτι, ας πούμε ενώ έπλενα τα πιάτα ή δίπλωνα την μπουγάδα. Δεν έδινα πολλή σημασία – αμέσως μετά συνέχιζα τη μέρα μου.

«Είναι δύσκολο να θυμάσαι ποιος ήταν ο αρχικός σπόρος για να γράψεις ένα βιβλίο. Αλλά σε αυτή την περίπτωση ήταν, μεταξύ άλλων, η ανάμνηση μιας εμπειρίας που είχα μετά τον θάνατο του πατέρα μου – όταν ήμουν γύρω στα σαράντα. Θυμάμαι τέσσερις-πέντε φορές να ακούω τη φωνή του, να λέει το όνομά μου, σαν να στεκόταν ακριβώς πίσω μου».

»Μερικά χρόνια αργότερα όταν είπα, σε μια συνέντευξη, ότι τα μυθιστορήματα έρχονται στο μυαλό μου σαν φωνές, ένας άντρας από το κοινό με ρώτησε αν το εννοούσα κυριολεκτικά: αν δηλαδή άκουγα αυτές τις φωνές με τα ίδια μου τα αυτιά, από το εξωτερικό περιβάλλον. Απάντησα ότι ήταν μέσα στο κεφάλι μου. Τότε εκείνος μου είπε ότι ο γιος του άκουγε φωνές που τον έκαναν να υποφέρει γιατί του έλεγαν πολύ σκληρά πράγματα. Άρχισα λοιπόν να σκέφτομαι τα διαφορετικά είδη φωνών που μπορεί να ακούει ένας άνθρωπος.

»Στον Βουδισμό Ζεν υπάρχει ένα ερώτημα: τα άψυχα αντικείμενα μιλούν για το Ντάρμα; Μιλούν για την πραγματικότητα και, αν ναι, τι μας διδάσκουν; Μάλιστα η συζήτηση με εκείνον τον άντρα συνέβη, νομίζω, μέσα σε μια βιβλιοθήκη, οπότε το συνέδεσα και με το γεγονός ότι τα βιβλία έχουν τη δική τους φωνή.

»Μετά τον θάνατο και των δύο γονιών μου έπρεπε να κάνω ένα ξεκαθάρισμα στα πράγματά τους. Είχαν μεγαλώσει στην εποχή του Μεγάλου Κραχ και δεν πετούσαν τίποτα. Αντιμετώπιζαν τα πάντα σαν να ήταν ιδιαίτερα πολύτιμα. Για παράδειγμα, η μητέρα μου είχε ολόκληρη συλλογή από λαστιχάκια και πλαστικές σακούλες, τις οποίες κρατούσε μέχρι να σκιστούν. Τα αλουμινόχαρτα που χρησιμοποιούσε στο φαγητό τα έπλενε, τα δίπλωνε προσεκτικά και τα έβαζε ξανά στο συρτάρι. Θυμάμαι να πρέπει να πετάξω τις τραπεζικές επιταγές του πατέρα μου (τις οποίες μάζευε για περίπου εξήντα χρόνια), να τον σκέφτομαι να τις υπογράφει με τόση προσοχή και να ραγίζει η καρδιά μου. Ή μια συγκεκριμένη δερμάτινη ζακέτα της μητέρας μου, την οποία φορούσε συνέχεια. Δεν κατάφερα να πετάξω εκείνη τη ζακέτα, τη δίπλωσα και την αποθήκευσα σε μια πλαστική τσάντα που έκλεισα αεροστεγώς. Μέχρι σήμερα διατηρεί τη μυρωδιά της. Είναι σαν χρονοκάψουλα.

«Θυμάμαι να πρέπει να πετάξω τις τραπεζικές επιταγές του πατέρα μου (τις οποίες μάζευε για περίπου εξήντα χρόνια), να τον σκέφτομαι να τις υπογράφει με τόση προσοχή και να ραγίζει η καρδιά μου».

»Το γεγονός ότι είμαι μοναχοπαίδι και ότι έπρεπε να κάνω μόνη μου αυτό το ξεκαθάρισμα το έκανε ακόμα πιο δύσκολο. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ωστόσο, άρχισα να σκέφτομαι τις ιστορίες που θα αφηγούντο τα αντικείμενα των γονιών μου αν μπορούσαν να μιλήσουν. Πολλά από εκείνα, μάλιστα, τα είχαν κληρονομήσει από τους δικούς τους γονείς – όπως όμορφα γιαπωνέζικα αντικείμενα, ξυλόγλυπτα και κεραμικά και φωτογραφίες. Θυμάμαι ένα κουτί γεμάτο με γυαλισμένες πέτρες, με το οποίο έπαιζα όταν ήμουν παιδί. Από τότε ήξερα ότι ανήκε στον παππού μου. Όταν ήμουν μικρή τις θεωρούσα πολύτιμες και ένιωθα τρομερά πλούσια. Μεγαλώνοντας η μητέρα μου μού εξήγησε ότι ο παππούς μου τις είχε μαζέψει ενώ ήταν φυλακισμένος σε στρατόπεδο στο Νέο Μεξικό – είχε συλληφθεί μετά τον Περλ Χάρμπορ ενώ πολεμούσε με τους Ιάπωνες στη Χαβάη. Στο στρατόπεδο, όπου πέρασε τέσσερα χρόνια, υπήρχαν εργαστήρια όπου οι κρατούμενοι μάζευαν και γυάλιζαν πέτρες και τις πουλούσαν σε τουρίστες. Καθώς λοιπόν έκανα το ξεκαθάρισμα στο πατρικό μου σκέφτηκα με θλίψη πόσα ακόμα αντικείμενα είχαν παρόμοιες ιστορίες τις οποίες όμως δεν θα μάθαινα ποτέ καθώς οι γονείς μου δεν ήταν πια στη ζωή.

»Η αλήθεια είναι ότι όπως τα σπίτια μας έτσι και ο πλανήτης πνίγεται στα υλικά αγαθά. Τη ζωή μας καθορίζει η τάση να αγοράζουμε όλο και περισσότερα. Δεν φταίμε εμείς, αυτό είναι το μήνυμα που μας περνούν. Παλιά δούλευα στον τομέα της διαφήμισης και ξέρω πόσα χρήματα και πόση ενέργεια ξοδεύονται για να μας πείσει ότι δεν έχουμε ποτέ αρκετά, ότι δεν είμαστε ευτυχισμένοι αλλά θα γίνουμε αν αγοράσουμε, για παράδειγμα, αυτό το ποντίκι υπολογιστή. Νομίζω ότι φτάνουμε σε ένα σημείο όπου αυτό, απλά, δεν είναι βιώσιμο. Που τελικά θα καταλάβουμε ότι πνιγόμαστε στα αντικείμενα και πρέπει να αναθεωρήσουμε τις αξίες μας. Το βλέπω ήδη να συμβαίνει στους φοιτητές μου στο πανεπιστήμιο όπου διδάσκω. Οι νεότερες γενιές είναι διαφορετικές, δεν καθοδηγούνται τόσο από την απόκτηση υλικών αγαθών όσο οι φοιτητές που είχα δέκα χρόνια πριν. Νομίζω ότι έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν πως υπάρχουν όρια σε όσα μπορεί να μας δώσει η Γη.

«Παλιά δούλευα στον τομέα της διαφήμισης και ξέρω πόσα χρήματα και πόση ενέργεια ξοδεύονται για να μας πείσει ότι δεν έχουμε ποτέ αρκετά, ότι δεν είμαστε ευτυχισμένοι αλλά θα γίνουμε αν αγοράσουμε, για παράδειγμα, αυτό το ποντίκι υπολογιστή».

»Ανέκαθεν με γοήτευε μια πιο απλή ζωή. Η ζωή σε ένα μοναστήρι – οι γιαπωνέζικοι ναοί είναι τόσο όμορφοι και ήσυχοι! Όταν, στα σαράντα μου, φρόντιζα τους γονείς μου, που ήταν και οι δύο άρρωστοι, με βοήθησε ιδιαίτερα ο διαλογισμός και ανακάλυψα το Ζεν. Με έκανε να νιώθω δυνατή, ότι θα μπορούσα να τα καταφέρω. Ένας τρόπος με τον οποίο μπορεί να σε βοηθήσει ο διαλογισμός είναι ότι κάθεσαι ακίνητος και παρατηρείς τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου να έρχονται και να παρέρχονται. Αφού το κάνεις αυτό για αρκετό καιρό, αρχίζεις να κατανοείς ότι αυτές οι σκέψεις, αυτά τα συναισθήματα, δεν είναι εσύ. Αρχίζεις να γνωρίζεις το μυαλό σου, να μην το φοβάσαι, και καλλιεργείς την υπομονή σου. Νομίζω ότι όταν νιώθουμε δυστυχισμένοι αισθανόμαστε την ανυπομονησία να ξαναγίνουμε χαρούμενοι, θέλουμε να διώξουμε μακριά ό,τι δυσάρεστο, αλλά ο διαλογισμός σού διδάσκει ότι αν περιμένεις θα υποχωρήσει από μόνο του – ενώ αν πιέσεις καταστάσεις θα κάνεις τα πράγματα χειρότερα. Αυτό με έχει βοηθήσει και στη συγγραφή, η καλλιέργεια της υπομονής μου. Η συγγραφή σε φέρνει σε δύσκολη θέση, ποτέ δεν μου αρέσει το πρώτο προσχέδιο αλλά ξέρω πως ο μόνος τρόπος να το βελτιώσω θα είναι να επιστρέψω και να το αντιμετωπίσω ξανά.

«Όταν νιώθουμε δυστυχισμένοι αισθανόμαστε την ανυπομονησία να ξαναγίνουμε χαρούμενοι, θέλουμε να διώξουμε μακριά ό,τι δυσάρεστο, αλλά ο διαλογισμός σού διδάσκει ότι αν περιμένεις θα υποχωρήσει από μόνο του – ενώ αν πιέσεις καταστάσεις θα κάνεις τα πράγματα χειρότερα».

»Αποφάσισα να γίνω ιερέας μετά τον θάνατο της μητέρας μου το 2004. Το 2005 άρχισα να συζητάω καθημερινά με τον δάσκαλό μου αλλά χρειάστηκε να περιμένω ακόμα πέντε χρόνια για να χειροτονηθώ. Μόλις πέρυσι ολοκλήρωσα την εκπαίδευσή μου. Καθώς το Ζεν με είχε βοηθήσει τόσο πολύ σε μια δύσκολη φάση της ζωής μου, ένιωσα ότι θα ήθελα να γίνω ένας κρίκος στην αλυσίδα για να το διδάξω και σε άλλους.

»Για να είμαι ειλικρινής, είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτική απέναντι στις οργανωμένες θρησκείες. Η ιστορία έχει δείξει πόσο επικίνδυνες και πατριαρχικές μπορεί να γίνουν. Αλλά με τη χειροτονία μου αποφάσισα ότι αν ήταν να ασκήσω κριτική θα ήταν καλύτερο να το κάνω εκ των έσω».

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below