«Όχι, δε θ’ απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: “Σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω!”» λέει ο Αλέξης Ζορμπάς στον Νίκο Καζαντζάκη ενώ επιστρέφουν από την κηδεία της Μαντάμ Ορτάνς, στο μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, με πρωταγωνιστή τον Άντονι Κουίνς και πρωτότυπη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, είχε κάνει γνωστό, το 1964, στα πέρατα του κόσμου.
Ο Αλέξης Ζορμπάς – που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργης – είχε τέτοιο πάθος για τη ζωή και τις διονυσιακές απολαύσεις της ώστε, πράγματι, έμοιαζε ικανός να αναμετρηθεί ακόμα και με το θάνατο. Και κατά κάποιον τρόπο τον νίκησε, καθώς απαθανατίστηκε από τον Καζαντζάκη. Αυτή την περίοδο ζωντανεύει επί σκηνής, και συστήνεται σε ένα πιο ευρύ κοινό, μέσα από τη μεγαλύτερη θεατρική παραγωγή που έχει γίνει ποτέ για τη θρυλική ιστορία του, στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», σε παραγωγή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και των θεατρικών παραγωγών «Τεχνηχώρος».
Ο σκηνοθέτης της, Γιάννης Κακλέας, μας προσκαλεί «σε ένα ταξίδι με οδηγό μια δαιμονική ψυχή, τον Ζορμπά, που έχει τη δύναμη να εμφυσήσει το πάθος για μια ζωή γεμάτη μουσική, ηδονή, χορό, έρωτα και φως. Ένας ήρωας-σύμβολο που και σήμερα μάς εμπνέει και μας οδηγεί να ζήσουμε μια ζωή πέρα από τις ευνουχιστικές συμβάσεις μιας σκληρής καθημερινότητας, να ξεπεράσουμε τους φόβους μας και να κάνουμε ένα γενναίο ταξίδι προς την ελευθερία».
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας μας προσκαλεί «σε ένα ταξίδι με οδηγό τον Ζορμπά, έναν ήρωα-σύμβολο που και σήμερα μάς εμπνέει να ζήσουμε μια ζωή πέρα από τις ευνουχιστικές συμβάσεις μιας σκληρής καθημερινότητας»
«Ο Γιάννης Κακλέας είχε πει: αν δεν είχα βρει ποιος θα κάνει τον Ζορμπά, δεν θα σκεφτόμουν καν να ανεβάσω αυτό το έργο» λέει στο Marie Claire η Όλια Λαζαρίδου. Τον βρήκε όμως, στον Γιάννη Στάνκογλου. «Και στο μυθιστόρημα και στην ταινία και, τώρα, στην παράσταση κεντρικός άξονας είναι η προσωπικότητα αυτού του Έλληνα, του παράξενου, παρορμητικού, τόσο ιδιαίτερου ανθρώπου, η οποία ταυτίζεται με τους κατά καιρούς ερμηνευτές του» προσθέτει η Όλια Λαζαρίδου, που απολαμβάνουμε στην παράσταση σαν Μαντάμ Ορτάνς. «Δηλαδή, όπως στην ταινία έχουμε ταυτίσει τον Ζορμπά με τον Άντονι Κουίν, στην παράστασή μας είναι ποτισμένος με τη ροκ ενέργεια του Γιάννη Στάνκογλου, που πολλές φορές μού έχει θυμίσει κάτι από τον Νικόλα Άσιμο, που ήταν ένας ασυμβίβαστος κι αυτός, μια ακραία φυσιογνωμία της δικής μου γενιάς και εποχής».
Είναι εξαιρετική, πάντως, και η δική σας ερμηνεία, της συντρόφου του Ζορμπά, Μαντάμ Ορτάνς, της Γαλλίδας ιερόδουλης την οποία η πορεία ζωής της οδήγησε στην Κρήτη. Πώς θα μας τη συστήνατε;
«Από την αρχή την είδα σαν ένα μαύρο πρόβατο μιας κοινωνίας, που έχει στοιχεία και σπαρακτικά και κωμικά ταυτόχρονα – κάτι από θηλυκό κλόουν. Σαν ένα πρόσωπο παράταιρο, που έρχεται από έναν άλλο κόσμο, γι’ αυτό και είναι πολύ ευάλωτο και στο τέλος κατασπαράζεται, με κάποιον τρόπο, όπως κάθε μαύρο πρόβατο σε μια κλειστή κοινωνία. Καμιά φορά τα κάπως κωμικά πρόσωπα στο τέλος σού σπαράζουν περισσότερο την καρδιά από εκείνα που από την αρχή καταλαβαίνεις ότι θα έχουν δραματική κατάληξη».
»Στην εποχή μας, η Μαντάμ Ορτάνς μπορεί να ήταν “η Δήμητρα της Λέσβου”, με τις πέρλες και το φουστάνι, επίσης ένα μαύρο πρόβατο, με κωμικά και δραματικά στοιχεία και τραγική κατάληξη».
«Στην εποχή μας, η Μαντάμ Ορτάνς μπορεί να ήταν “η Δήμητρα της Λέσβου”, με τις πέρλες και το φουστάνι, επίσης ένα μαύρο πρόβατο, με κωμικά και δραματικά στοιχεία και τραγική κατάληξη».
Πώς βιώνατε την εμπειρία μιας τόσο μεγάλης παραγωγής;
«Ο Γιάννης Κακλέας δούλεψε τον “Ζορμπά” έτσι ώστε να φτιάξει, πολύ καλά, ένα λαϊκό θέαμα. Δεν έχω δουλέψει πολλές φορές σε τόσο μαζικά θεάματα – ίσως και να είναι η πρώτη μου φορά. Οπότε παρατηρώ με ενδιαφέρον πώς συμμετέχει, πολύ παρορμητικά, το κοινό: συγκινείται, χειροκροτάει, γελάει… Σε άλλου είδους παραστάσεις η σχέση πλατείας και κοινού είναι πιο σιωπηλή, την καταλαβαίνω από πολύ μικρά πράγματα: εάν κουνιούνται στις θέσεις τους οι θεατές, εάν τρίζουν οι καρέκλες, εάν υπάρχει κατανυκτική σιωπή. Εδώ υπάρχει κάτι άλλο, κι αυτό πολύ ωραίο, αλλά διαφορετικό, αυθόρμητο, μια καινούρια εμπειρία για εμένα».
«Σε άλλου είδους παραστάσεις η σχέση πλατείας και κοινού είναι πιο σιωπηλή, την καταλαβαίνω από πολύ μικρά πράγματα: εάν κουνιούνται στις θέσεις τους οι θεατές, εάν τρίζουν οι καρέκλες, εάν υπάρχει κατανυκτική σιωπή. Εδώ υπάρχει κάτι άλλο, κι αυτό πολύ ωραίο, αλλά διαφορετικό, αυθόρμητο»
Όπως έχετε πει και σε προηγούμενες συνεντεύξεις για τον «Ζορμπά», το έργο έχει τα χαρακτηριστικά της πατριαρχικής κοινωνίας στην οποία αναφέρεται. Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε σήμερα τέτοια στοιχεία;
«Νομίζω ότι χρειάζονται μια λεπτή αντιμετώπιση, γιατί οι απόψεις αλλάζουν εντελώς ανάλογα με την εποχή. Τώρα, ας πούμε, διανύουμε μια εποχή όπου τα δικαιώματα διεκδικούνται με πάρα πολύ μένος, όπως έπρεπε να συμβεί ιστορικά, αλλά μέσα σε αυτή την ορμή η μπάλα παίρνει και πράγματα που, σε μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση, ίσως να μην είχε πάρει. Οπότε νομίζω ότι κάποιος πρέπει να βλέπει τα έργα στο ιστορικό τους πλαίσιο, έχοντας βέβαια και τη ματιά του σημερινού ανθρώπου, χωρίς να απλουστεύει και να γενικεύει, γιατί δεν γίνεται διαφορετικά για έναν δημιουργό, έναν καλλιτέχνη του σήμερα».
Τώρα σάς βλέπουμε σε ένα «λαϊκό θέαμα», όπως λέτε. Στο παρελθόν έχετε δοκιμαστεί σε διάφορα έργα, από περφόρμανς με τους Lost Bodies και τους Active Member μέχρι τη συγγραφή βιβλίων. Τι σας κινητοποιεί σε όλα αυτά;
«Η καλλιτεχνική μου περιέργεια με έχει σπρώξει σε μια πολύ μεγάλη γκάμα πραγμάτων – γενικά είμαι ανήσυχη και περίεργη φύση. Έχω κάνει μια πολύ μεγάλη βόλτα στο χώρο μας, έχω δει διάφορα πράγματα και έχω λύσει πολλές απορίες μου μέσα από αυτήν.
»Για να είσαι καλλιτέχνης πρέπει να είσαι και λίγο αφελής, με την έννοια της παιδικής αφέλειας. Δεν πρέπει να παίρνεις τα πράγματα ως αυτονόητα. Για να σε εκπλήσσουν και να σε ταράζουν, ώστε να θέλεις να τα κάνεις έργο τέχνης, πρέπει να τα αφήνεις να σου μιλούν όπως μιλούν σε ένα παιδί. Οι εντυπώσεις ενός παιδιού είναι πάρα πολύ φρέσκιες και χαράζονται μέσα του. Η παιδική ψυχή ενός καλλιτέχνη είναι συνώνυμο του γόνιμη».
Οι πρόσφατες αποκαλύψεις στον καλλιτεχνικό χώρο, για παρενοχλήσεις και κακοποιήσεις κάθε μορφής, έχουν πλήξει αυτή την παιδική αφέλεια;
«Η ζωή έχει μια άγρια πλευρά, πάντα την είχε, ίσως παλιά εκφραζόταν με άλλον τρόπο. Τώρα το αν κάποιος θα επιλέξει να δει τα συμβάντα με κυνισμό ή όχι, αυτό είναι δική του υπόθεση. Το ότι τα βλέπεις δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνεις κυνικός. Αντίθετα, μπορεί να είναι ακόμα πιο επαναστατικό το να μπορέσεις, μέσα σε αυτό τον κυνικό κόσμο, να διατηρήσεις τη ματιά σου καθαρή και να παλέψεις για αυτή την καθαρότητα, μέσα σου και γύρω σου».
«Για να είσαι καλλιτέχνης πρέπει να είσαι και λίγο αφελής, με την έννοια της παιδικής αφέλειας. Δεν πρέπει να παίρνεις τα πράγματα ως αυτονόητα. Για να σε εκπλήσσουν και να σε ταράζουν, ώστε να θέλεις να τα κάνεις έργο τέχνης, πρέπει να τα αφήνεις να σου μιλούν όπως μιλούν σε ένα παιδί»
Στην ομάδα του «Ζορμπά» συνεργάζεστε με δεκάδες ηθοποιούς από διαφορετικές γενιές. Τι σας δίνει η επαφή με τους νεότερους;
«Είναι μια αμφίδρομη σχέση. Οι πιο νέοι σού δίνουν την ορμή, εσύ τούς δίνεις τη γνώση. Δεν ξέρω τι από τα δύο είναι πιο χρήσιμο: υπάρχει και μια φράση ποιήματος γι’ αυτό [από το «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη]: “Έπεφτε το όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο / έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει”.
»Μεγαλώνοντας εσύ κρατάς μια υγιή απόσταση από τα πράγματα, αυτά που έχεις δει και γνωρίσει, ενώ ο άλλος πέφτει με τα μούτρα στο όνειρο, κι αυτή η ανταλλαγή είναι μια σωστή σχέση. Εμένα με απωθεί το να βλέπω είτε μεγαλύτερους να νεάζουν με άσχημο τρόπο, προσπαθώντας να έχουν μια ενέργεια που εκ των πραγμάτων δεν έχουν, είτε νέους να έχουν γίνει σαν γέροι, που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα ενώ θα έπρεπε να τολμούν και να πέφτουν στη φωτιά».
Εσείς πάντως συνδυάζετε τη γνώση με την ορμή για τα πράγματα.
«Είμαι αρκετά παρορμητική και σε αυτό με βοήθησε και το ότι δεν μπήκα στη ζωή από τη μεγάλη πόρτα. Η ζωή μου έχει κυλήσει σε μια γραμμή αδιάσπαστη από άλλες υποχρεώσεις, δεν έχει αλλάξει τρομερά. Σίγουρα χάνεις και κάτι, αλλά τέλεια συνταγή δεν υπάρχει, έτσι κι αλλιώς».
Info
«Ζορμπάς», Τετάρτη 19:00, Πέμπτη 20:30, Παρασκευή 20:30, Σάββατο 20:30, Κυριακή 19:00. «ΘΕΑΤΡΟΝ», Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», Πειραιώς 254, Ταύρος, τηλ. 212 254 0300, www.theatron254.gr. Διατίθεται δωρεάν χώρος στάθμευσης.
Προπώληση εισιτηρίων: Στα ταμεία του θεάτρου, στην ηλεκτρονική διεύθυνση tickets.theatron254.gr και τηλεφωνικά, στο 212 254 0300
Ταυτότητα παράστασης:
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας. Θεατρική απόδοση/επεξεργασία: Γεράσιμος Ευαγγελάτος – Γιάννης Κακλέας. Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης. Προβολές βίντεο: Παντελής Μάκκας. Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη. Πρωτότυπη μουσική: Μίκης Θεοδωράκης. Μουσική/Μουσική επιμέλεια παράστασης: Βάιος Πράπας. Κινησιολογία: Αγγελική Τρομπούκη. Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου. Βοηθός σκηνοθέτη: Ρέα Σαμαροπούλου. Βοηθός σκηνογράφος: Ελίνα Δράκου. Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας. Bοηθός video design: Ανθή Παρασκευά Βελουδογιάννη. Μακιγιάζ: Αθηνά Ευθυμιάδου
Ερμηνεύουν: Γιάννης Στάνκογλου (Αλέξης Ζορμπάς), Όλια Λαζαρίδου (Ορτάνς), Αιμιλιανός Σταματάκης (Συγγραφέας), Ιβάν Σβιτάιλο (Μαυραντώνης), Ηλιάνα Μαυρομάτη (Χήρα), Θοδωρής Τσουανάτος (Μανόλακας), Αντώνης Καρναβάς (Παυλής), Δημήτρης Φουρλής (Μιμηθός), Νίνα Φώσκολου (Λόλα), Γιάννης Γιαννούλης (Αναγνώστης), Δέσποινα Πολυκανδρίτου (Μαυραντώναινα), Νικόλας Γραμματικόπουλος, Τέλης Ζαχαράκης, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Ηρακλής Κωστάκης, Σοφία Μιχαήλ, Ματίνα Περγιουδάκη, Πηνελόπη Σεργουνιώτη, Δανάη Σταματοπούλου, Εμμανουήλ Στεφανουδάκης, Βασίλης Τσιγκριστάρης και οι Belly Dancers Anaiza (Αναστασία Βυλλιώτη & Ιζαμπέλα Καρκαρασβίλη)