Η πρώτη μου σκέψη όταν συναντάω για πρώτη φορά τη Νεφέλη Κουρή από κοντά, στο καφέ στο Χαλάνδρι όπου έχουμε δώσει ραντεβού, είναι ότι ισχύει αυτό που έχει πει σε προηγούμενες συνεντεύξεις της, ότι δείχνει μικρότερη από την ηλικία της – δεν είναι μόνο το baby face αλλά και η λεπτή σιλουέτα της, που αναδεικνύει με basic αθλητικά ρούχα. Αυτό από μερικές απόψεις αποτελεί πλεονέκτημα, από άλλες όμως μπορεί να δημιουργήσει παραπλανητικές εντυπώσεις, τουλάχιστον σε όσους κρίνουν τους γύρω τους, συνειδητά ή μη, σύμφωνα με παγιωμένες εικόνες που κουβαλούν στο μυαλό τους.
«Ακόμα και σήμερα κάποιοι, όταν με βλέπουν με τη μικρή [την κόρη της, την επτάχρονη Ηδύλη], μου λένε: “Αποκλείεται να είναι η κόρη σου, αδερφές είστε”. Είναι αυτά τα στερεότυπα, ότι μια μάνα πρέπει να είναι “κάπως”, αλλά πώς; Να είναι, ας πούμε, ατημέλητη, να έχει παραπάνω κιλά, να ντύνεται “συντηρητικά”;». Αλλά έχει αντιμετωπίσει και στη δουλειά της απορρίψεις λόγω της εμφάνισής της, με ατάκες όπως: «Αυτός ο ρόλος δεν είναι για εσένα, θέλουμε μια “πιο γυναίκα”. Τι σημαίνει αυτό; Εσύ οφείλεις να υποδυθείς και να αγαπήσεις έναν ρόλο χωρίς να σκέφτεσαι πόσο πιο μικρός ή πιο μεγάλος ηλικιακά είναι από εσένα. Πάντα υποδυόμουν μικρότερα κορίτσια αλλά αυτό δεν το σκεφτόμουν καθόλου – και η “Άλις”, που υποδύομαι τώρα, είναι 25 ετών, δέκα χρόνια μικρότερή μου».
Η “Άλις” είναι η νέα ηρωίδα της στην παράσταση «Linda» της Penelope Skinner, που έρχεται στο Επί Κολωνώ, από την Ομάδα Νάμα. Αυτή που την παρακίνησε να επιστρέψει στο θέατρο, αφού, λόγω των οικογενειακών υποχρεώσεών της με ένα μικρό παιδί, είχε αφιερώσει πολλά χρόνια σχεδόν αποκλειστικά σε τηλεοπτικούς ρόλους, όπως στο «Βραχιόλι της Φωτιάς», το «Μαύρο Ρόδο», την «Ηλέκτρα». Φυσικά στην απόφασή της συνέβαλε και η Ελένη Σκότη, που σκηνοθετεί, την οποία η Νεφέλη είχε καθηγήτρια Υποκριτικής στο Ωδείο Αθηνών.
«Η “Άλις” είναι η μεγάλη κόρη της “Λίντα” [Κατερίνα Λέχου], που δεν έχει καλή σχέση με τη μητέρα της. Ένα όμορφο αλλά αρκετά παραμελημένο κορίτσι, που δεν πολυβγαίνει από το σπίτι. Στην εφηβεία της υπέστη bullying, έγιναν κάποια περιστατικά που, όπως θα δούμε στο έργο, την καθόρισαν και την κράτησαν πίσω γιατί δεν έλαβε την κατάλληλη υποστήριξη ώστε να προχωρήσει. Είναι ένας πολύπλοκος ρόλος».
Η «Λίντα» είναι μια επιτυχημένη γυναίκα 50+ ετών που έχει κατακτήσει την κορυφή και νομίζει ότι θα της ανήκει στο διηνεκές. Όμως η ιστορία της, όπως την αφηγείται η Skinner, η βραβευμένη Βρετανίδα που έχει χαρακτηριστεί από τον Τύπο ως η πιο σημαντική φεμινίστρια συγγραφέας της γενιάς της, είναι μια ιστορία εκκωφαντικής πτώσης, που πραγματεύεται τις δυσκολίες μιας γυναίκας λόγω του σεξισμού, των ταμπού της ηλικίας, της ομορφιάς, της οικονομικής ανεξαρτησίας.
«Ακόμα και σήμερα κάποιοι, όταν με βλέπουν με τη μικρή, μου λένε: “Αποκλείεται να είναι η κόρη σου, αδερφές είστε”. Είναι αυτά τα στερεότυπα, ότι μια μάνα πρέπει να είναι “κάπως”, αλλά πώς; Να είναι, ας πούμε, ατημέλητη, να έχει παραπάνω κιλά, να ντύνεται “συντηρητικά”;».
Η Νεφέλη έχει αντιμετωπίσει το αντίθετο πρόβλημα από τη «Λίντα», «αλλά στην υποκριτική, νομίζω, υπάρχει ακόμα ηλικιακός ρατσισμός προς τις γυναίκες. Όπως μαθαίνω από μεγαλύτερες συναδέλφους μου, μετά τα 55 οι ρόλοι λιγοστεύουν».
Θέλει, ωστόσο, να πιστεύει ότι σημειώνεται κάποια πρόοδος. Τουλάχιστον στη μόδα, μέσα από τη δουλειά του συντρόφου της, του φωτογράφου Γιώργου Καπλανίδη, διαπιστώνει ότι βρίσκουν πλέον θέση και γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ οι φωτογραφίες δεν περνούν από τόσο ακραία επεξεργασία όσο στο παρελθόν ώστε να εξαφανίζονται εντελώς οι ρυτίδες και οι ατέλειες. «Ευτυχώς και ο Γιώργος από την πλευρά του δεν αναζητά το ωραίο με την έννοια του τέλειου. Η πρόοδος έρχεται βέβαια από το εξωτερικό. Στη χώρα μας δεν είναι ακόμα τόσο μεγάλη, θεωρώ ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας μας παραμένει βαθιά συντηρητικό».
Εκείνη την ώρα τυχαίνει να περάσει από το καφέ ο πατέρας της και, όταν η Νεφέλη μού λέει την ηλικία του, δεν μπορώ παρά να σχολιάσω ότι κι εκείνος «μικροδείχνει». Η ίδια δεν το αποδίδει, ωστόσο, αποκλειστικά στην εμφάνιση αλλά «σε αυτό που εκπέμπει γενικά ένας άνθρωπος». Ο πατέρας της, για παράδειγμα, «διαβάζει όλη την ώρα και διατηρεί επαφή με την επικαιρότητα.
»Και οι τέσσερις αδερφές στην οικογένειά μου μεγαλώσαμε με πολλά καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Ειδικά ο πατέρας μου, είναι πολύ θεατρόφιλος και έβαζε στο σπίτι μουσική: Χατζιδάκι, Θεοδωράκη… Οι γονείς μας μάς εισήγαγαν στον κόσμο της τέχνης». Αλλά το γεγονός ότι μεγάλωσε ανάμεσα σε πολλά παιδιά τη διαμόρφωσε και με άλλους τρόπους: «Ήμουν η τρίτη στη σειρά, οπότε είχα αρκετή ελευθερία, οι δικοί μου δεν με πίεσαν ποτέ να κάνω κάτι. Έπαιρνα πρωτοβουλίες και επέλεγα αυτό που μου άρεσε, όπως ήταν ο στίβος πριν από τις πανελλήνιες και, στο πανεπιστήμιο, οι σπουδές μου στην ψυχολογία». Ακόμα και όταν αποφάσισε να αλλάξει ρότα και να στραφεί στην υποκριτική, οι γονείς της αγκάλιασαν την επιλογή της.
«Και οι τέσσερις αδερφές στην οικογένειά μου μεγαλώσαμε με πολλά καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Ειδικά ο πατέρας μου, είναι πολύ θεατρόφιλος και έβαζε στο σπίτι μουσική: Χατζιδάκι, Θεοδωράκη… Οι γονείς μας μάς εισήγαγαν στον κόσμο της τέχνης».
Στη διάρκεια της συζήτησής μας τη χαιρετούν με θέρμη εργαζόμενοι στο καφέ αλλά και διάφοροι θαμώνες του, που γίνεται αμέσως ξεκάθαρο ότι δεν τη γνωρίζουν απλώς από την τηλεόραση αλλά σε προσωπικό επίπεδο. Αντιλαμβάνομαι ότι ολόκληρο το Χαλάνδρι, στο οποίο μεγάλωσε και επέστρεψε όταν δημιούργησε τη δική της οικογένεια, είναι κατά κάποιον τρόπο το σπίτι της. «Ως φοιτήτρια και στα πρώτα χρόνια μου στο θέατρο έζησα στην Κυψέλη και στη συνέχεια στα Εξάρχεια, αλλά μετά το παιδί επιστρέψαμε εδώ, που είναι έντονο το στοιχείο της γειτονιάς. Όταν επιστρέφω από τις πρόβες στις 12-1 τη νύχτα και μυρίζει ο δρόμος νυχτολούλουδο λέω, ρε φίλε, αυτό δεν το αλλάζω με τίποτα. Ή μπορεί να είμαι στο σπίτι και να ακούω από τα γύρω μπαλκόνια το ραδιόφωνο που έχουν βάλει οι γείτονες. Υπάρχει μια ηρεμία και μια αίσθηση ότι ανήκεις κάπου».
Αλλά κάποια γεγονότα έρχονται να διαταράξουν ακόμα και την ηρεμία που απολαμβάνουν όσοι έχουν την τύχη να ζουν σε γειτονιά. Η Νεφέλη θυμάται την πυρκαγιά του καλοκαιριού, που έφτασε μέχρι το Χαλάνδρι κατακαίγοντας σπίτια, επιχειρήσεις, ακόμα και μια γυναίκα. «Δεν ήμουν εδώ αλλά ρωτούσα τον Γιώργο, λες να καεί το σπίτι μας; Και το πίστευα. Αν μου έλεγαν ότι κάηκε δεν θα μου φαινόταν παράξενο, τίποτα δεν μου φαίνεται πια παράξενο σε αυτή τη χώρα. Η πυρκαγιά θα μπορούσε να φτάσει μέχρι την Αθήνα. Νιώθεις ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί κάτι, εγώ δεν αισθάνομαι ασφαλής στη χώρα μου. Διανύουμε μια σκοτεινή περίοδο –προσθέτει η Νεφέλη– και από πολιτικής άποψης και για τους πολέμους που γίνονται τόσο κοντά μας. Συμβαίνει αυτή η γενοκτονία στη Γάζα και συνεχίζουμε τη ζωή μας κανονικά. Κάθε μέρα ξυπνάμε, πηγαίνουμε στο σχολείο, στις δουλειές μας και πολύ κοντά συνάνθρωποί μας βομβαρδίζονται».
«Ρωτούσα τον Γιώργο, λες να καεί το σπίτι μας; Και το πίστευα. Αν μου έλεγαν ότι κάηκε δεν θα μου φαινόταν παράξενο, τίποτα δεν μου φαίνεται πια παράξενο σε αυτή τη χώρα. Η πυρκαγιά θα μπορούσε να φτάσει μέχρι την Αθήνα. Νιώθεις ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί κάτι, εγώ δεν αισθάνομαι ασφαλής στη χώρα μου».
Η Νεφέλη προσπαθεί να συνεισφέρει σε έναν καλύτερο μελλοντικό κόσμο και μέσα από τον τρόπο που μεγαλώνει την κόρη της. «Της λέω συχνά να διεκδικεί την ελευθερία και τη δική της και των γύρω της. Όταν νιώθει να καταπιέζεται από κάτι αμέσως να το εκφράζει και να το επικοινωνεί. Να υπερασπίζεται τα θέλω και την άποψή της, να μην το βάζει κάτω και να μη στεναχωριέται για μικροπράγματα. Είναι ακόμα μικρούλα αλλά σιγά σιγά προσπαθώ να της μιλήσω, μέσα από τα βιβλία, και για μεγαλύτερα πράγματα, όπως η δικαιοσύνη, η ισότητα. Προσπαθώ επίσης να της καλλιεργήσω την ιδέα ότι μέσα από ένα βιβλίο ο κόσμος μπορεί να αλλάξει. Να γίνει ένα σκεπτόμενο άτομο, με πιο ανοιχτό μυαλό, που δεν αφήνει τους από πάνω να την καθοδηγούν».
Καθώς προχωράει η κουβέντα μας, μεταφερόμαστε σε εκείνον τον προσωπικό χώρο που μοιράζονται όλες οι μαμάδες, τουλάχιστον με παιδιά κοντινής ηλικίας. Δείχνουμε η μία στην άλλη φωτογραφίες των δικών μας, που έχουμε αποθηκευμένες στα κινητά. Βλέπω τις εντυπωσιακές κατασκευές που έχει κάνει η Ηδύλη, η οποία, τα τελευταία δύο χρόνια, έχει εκφράσει έντονο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική. «Φτιάχνει σπίτια από οτιδήποτε. Ή, όταν είμαστε έξω, παρατηρεί τα κτίρια. Μπορεί να σταματήσουμε μπροστά από μια μονοκατοικία και να πει, “αυτή μου αρέσει” ή να σχολιάσει για μια άσχημη πολυκατοικία ότι είναι “χάλια”. Δηλαδή, έχει άποψη».
«Όταν η κόρη μου με έβλεπε, στην αρχή, στην τηλεόραση, την έκλεινε λέγοντας: “Ψεύτικη μαμά!”».
Για τη Νεφέλη δεν έχει καμία σημασία αν, μεγαλώνοντας, η κόρη της θα ασχοληθεί ή όχι με την υποκριτική, αυτό που μετράει είναι να κάνει ελεύθερη τις επιλογές της. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι από τότε που έγινε μητέρα επιλέγει, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιεί, «ρόλους που, αν δει, μπορεί να την κάνουν να σκεφτεί κάτι παραπάνω. Αν και ακόμα είναι μικρή. Στην αρχή μάλιστα, όταν με έβλεπε στην τηλεόραση, την έκλεινε λέγοντας: “Ψεύτικη μαμά!”» καταλήγει γελώντας.
Δείτε στιγμές από την προετοιμασία της «Linda»:
Info
«Linda», από την Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024, στις 20:00 στο Επί Κολωνώ, Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Αθήνα. Ημέρες Παραστάσεων: Τετάρτη 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:15, Κυριακή 18:15. Διάρκεια: 120΄. Πληροφορίες: τηλ. 210 5138067, www.epikolono.gr, ηλεκτρονική προπώληση: www.more.com
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιώργος Χατζηνικολάου. Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη. Σκηνικά, συνεργάτης σκηνοθεσίας: Γιώργος Χατζηνικολάου. Κοστούμια: Μαρία Αναματερού. Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος. Μουσική & Sound design: Αντώνης Παπακωνσταντίνου. Φωτογραφίες concept: Πάτροκλος Σκαφίδας. Φωτογραφίες παράστασης: Γιώργος Χατζηνικολάου. Βοηθοί σκηνοθέτιδος: Βάλια Ιωαννίδου, Ελωρίς Αλπανίδου. Βοηθός κοστουμιών: Ελεωνόρα Κατσού. Σχεδιασμός οπτικής ταυτότητας: Ιωάννης Κ. Τσίγκας. Τρέιλερ παράστασης: Πάτροκλος Σκαφίδας. Social Media: Loox. Υπεύθυνοι επικοινωνίας παράστασης: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας. Διεύθυνση Παραγωγής: Μαρία Αναματερού. Εκτέλεση παραγωγής: Χρύσω Χαραλάμπους. Βοηθός παραγωγής: Βίκυ Δελή. Παραγωγή: Ομάδα Νάμα. Παίζουν οι ηθοποιοί: Κατερίνα Λέχου, Άλκης Κούρκουλος (επί οθόνης), Μιχάλης Μαρκάτης, Νεφέλη Κουρή, Εριέττα Μανούρη, Βασίλης Καζής, Μαριέλα Δουμπού.
Η παράσταση «Linda» πραγματοποιείται με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.