Παρόλο που οι περιγραφές ενός εγκλήματος εξαντλούνται συχνά, στην καθημερινή ειδησεογραφία, σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, οι συνθήκες που ευνόησαν τη διάπραξή του μπορεί να αγγίζουν μεγάλα θέματα όπως η τοξική αρρενωπότητα, η ταξική ανισότητα ή ο ρατσισμός. Τις ιδιαίτερες συνθήκες ενός εγκλήματος σε ελληνικό χωριό αλλά και τους χαρακτήρες που το πλαισιώνουν φωτίζει, με τρόπο που δεν γίνεται υπερβολικά προφανής, ούτε διδακτικός, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δημήτρη Νάκου, «Κρέας».
Ένας από τους κεντρικούς ήρωες, ο «Τάκης», ετοιμάζει τα εγκαίνια του νέου κρεοπωλείου του. Μια μέρα πριν, ο γιος του, «Παύλος», σκοτώνει τον γείτονα, που διεκδικεί μέρος της γης τους. Μοναδικός μάρτυρας, ο «Χρήστος»: ένας νεαρός από την Αλβανία, τον οποίο ο «Τάκης» έχει μαζί του από μικρό παιδί. Με φόντο το κρεοπωλείο –που μπορούμε να δούμε και ως αλληγορία για τα αρχέγονα ένστικτά μας– παρακολουθούμε τους άντρες ήρωες να άγονται και να φέρονται από τα πάθη τους ενώ οι γυναίκες, ακόμα και όταν εμφανίζονται μόνο στο background, προσπαθούν να ασκήσουν μια εξισορροπητική δύναμη, αμφισβητώντας έτσι το στερεότυπο που επί αιώνες ήθελε το φύλο μας έρμαιο των συναισθημάτων μας.
Ανάμεσα στις ηρωίδες που λειτουργούν αντισταθμιστικά στο ανδρικό θυμικό είναι η «Μαριλένα», μπαργούμαν και σύντροφος του «Χρήστου», που προσπαθεί να τον πείσει να την ακολουθήσει στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή. «Είναι μια δυναμική κοπέλα» μάς λέει η Ναταλία Σουίφτ, που την υποδύεται, μερικές εβδομάδες πριν από την έξοδο της ταινίας «Κρέας» στους κινηματογράφους, στις 6 Μαρτίου, και μετά από μια μεγάλη διαδρομή σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, από κάποια από τα οποία έφυγε με βραβεία: παγκόσμια πρεμιέρα στο Τορόντο, Μονπελιέ (βραβείο καλύτερης μουσικής για τον Κωνσταντή Πιστιόλη), Θεσσαλονίκη (Βραβείο Κριτικών Κινηματογράφου, Βραβείο Crew United, Τιμητική Διάκριση Επιτροπής Νεότητας), Βρυξέλλες, Τεργέστη, Γλασκώβη, Ελληνικό Φεστιβάλ Βερολίνου.
«Είναι πάρα πολύ ισχυρό το αίσθημα της δικαιοσύνης που έχει και της προστασίας προς τους ανθρώπους που τη νοιάζουν και που αγαπάει, αυτό είναι κάπως και δικό μου κομμάτι» προσθέτει η Ναταλία για τη «Μαριλένα». «Και η εργασία στην εστίαση είναι ένα κοινό μας: έχω γράψει κι εγώ χιλιόμετρα στην εστίαση, έχω δουλέψει για χρόνια σε μπαρ, καφέ, οπότε καταλαβαίνω την ανάγκη της να φύγει από αυτό, το οποίο αντιλαμβάνεται σαν κάτι περιστασιακό που τη βοηθάει να τα βγάζει πέρα αλλά όσο περνάει ο καιρός βλέπει σιγά σιγά να γίνεται μονιμότητα. Κι εγώ [όπως η “Μαριλένα”] θέλω να κάνω κάτι που γουστάρω, όχι απλά για να τα βγάζω πέρα, να επιβιώνω».
«Έχω γράψει κι εγώ χιλιόμετρα στην εστίαση, έχω δουλέψει για χρόνια σε μπαρ, καφέ, οπότε καταλαβαίνω την ανάγκη της “Μαριλένας” να φύγει από αυτό, που αντιλαμβάνεται σαν κάτι περιστασιακό που τη βοηθάει να τα βγάζει πέρα αλλά όσο περνάει ο καιρός βλέπει σιγά σιγά να γίνεται μονιμότητα».
Μια από τις διαφορές από τον ρόλο της είναι ότι η Ναταλία δεν έχει ζήσει ποτέ στην επαρχία. Θεωρεί, ωστόσο, αυτό το περιβάλλον αλληλένδετο με την υπόθεση της ταινίας. «Σε μια μικρή κοινωνία υπάρχει η αίσθηση ότι κάτι βράζει. Ότι υποβόσκει κάτι τεράστιο. Γενικά υπάρχει στη χώρα μας το “θα κρίνω τον άλλον για να νιώσω εγώ κάπως καλύτερα”, αλλά σε μια μικρή κοινωνία όλοι ξέρουν όλους».
Συμφωνεί, ωστόσο, ότι οι γυναίκες στο «Κρέας» αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, τη φωνή της λογικής σε καταστάσεις που κλιμακώνονται ανεξέλεγκτα: «Είναι κι αυτό το βάρος που πολλές φορές πέφτει στις θηλυκότητες, να ωριμάσουν πιο γρήγορα. Αλλά το πολύ ωραίο και ενδιαφέρον που έκανε ο Δημήτρης [Νάκος], ειδικά σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι ότι τις παρουσίασε ως χειραφετημένες, εκτιμάει τη θηλυκότητα κι αυτό φαίνεται».
«Είναι κι αυτό το βάρος που πολλές φορές πέφτει στις θηλυκότητες, να ωριμάσουν πιο γρήγορα».
Ένα άλλο θέμα που πραγματεύεται η ταινία είναι ο ρατσισμός, έστω κι όταν δρα υποδόρια, σε περιπτώσεις μεταναστών που, θεωρητικά, είναι πλέον ενσωματωμένοι στην κοινωνία, όπως οι Αλβανοί δεύτερης και τρίτης γενιάς. Όπως ο «Χρήστος», που ερμηνεύει ο Κώστας Νικούλι. «Πιστεύω 100% ότι ο ρατσισμός είναι ακόμα ένα τεράστιο ζήτημα στην Ελλάδα. Ένα μεγάλο ποσοστό αυτής της κοινωνίας νιώθει την ανάγκη να αισθάνεται ανώτερο από τους άλλους». Στην ταινία ο ρατσισμός δεν εκδηλώνεται ξεκάθαρα, αλλά εκφράζεται μέσα από πατροναριστικές συμπεριφορές του τύπου «εσύ, αγόρι μου, είσαι σαν οικογένεια». Το ίδιο συμβαίνει και στην αληθινή ζωή, σύμφωνα με τη Ναταλία:
«Ο συγκαλυμμένος και εσωτερικευμένος ρατσισμός είναι ένα πάρα πολύ επικίνδυνο φαινόμενο. Αν ρωτήσεις πολύ κόσμο θα σου πει, όχι, εγώ δεν είμαι ρατσιστής, γιατί δεν έχω ψηφίσει Χρυσή Αυγή ούτε βγαίνω να δείρω πρόσφυγες και τέτοια πράγματα. Αλλά μετά προσθέτει: “Εντάξει, αλλά και πού να τους χωρέσουμε όλους αυτούς τώρα;”. Ή: “Δεν θα ήταν καλύτερο αυτή τη δουλειά να την πάρει ένας Έλληνας;”».
Ο ρατσισμός, όμως, στοχεύει ανθρώπους συγκεκριμένης καταγωγής, θρησκεύματος ή χρώματος επιδερμίδας. Η Ναταλία, ας πούμε, παρά το ξενικό της επώνυμο, ήταν ανέκαθεν στο απυρόβλητο ως «λευκή και μισή Αγγλίδα».
Η οικογενειακή ιστορία της θα μπορούσε άνετα να γίνει ταινία, λέει. Ο Βρετανός παππούς της ήρθε στην Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τους Συμμάχους. «Είδε τη γιαγιά μου κάπου στη Βουλιαγμένη, όπου είχε πάει για μπάνιο, την ερωτεύτηκε, την παντρεύτηκε και την πήγε στην Αγγλία, στο Πρέστον. Αλλά η γιαγιά μου κάποια στιγμή είπε, δεν αντέχω άλλο εδώ. Αγαπούσε και ο παππούς μου την Ελλάδα, οπότε γυρίσανε».
Ο Βρετανός παππούς της ήρθε στην Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τους Συμμάχους. «Είδε τη γιαγιά μου κάπου στη Βουλιαγμένη, όπου είχε πάει για μπάνιο, την ερωτεύτηκε, την παντρεύτηκε και την πήγε στην Αγγλία, στο Πρέστον. Αλλά η γιαγιά μου κάποια στιγμή είπε, δεν αντέχω άλλο εδώ. Αγαπούσε και ο παππούς μου την Ελλάδα, οπότε γυρίσανε».
Η Ναταλία είναι δίγλωσση, «είναι πολύ βοηθητικό το γεγονός ότι παρακολουθώ [αγγλόφωνες] ταινίες στη γλώσσα τους και διαβάζω κάποια πράγματα στο πρωτότυπο». Δεν έχει ζήσει ποτέ στην πατρίδα της γιαγιάς της, ωστόσο σκέφτεται κάποια στιγμή να το δοκιμάσει. Στο μεταξύ, ελπίζει να δούμε σύντομα κι εδώ κάποια βήματα προόδου που έχουν γίνει στην Αγγλία, για παράδειγμα, στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου, όπως η συμπερίληψη («σίγουρα κάνουμε βήματα, αλλά δεν δίνουμε σε συμπεριληπτικές δουλειές τη σημασία που πρέπει») και ο σεβασμός: «Επίσης κάνουμε πολύ σημαντικά βήματα από το #metoo και μετά, αλλά στην Αγγλία είναι κεκτημένη κουλτούρα».
Είναι θέμα παιδείας η καλλιέργεια του σεβασμού;
«Και παιδείας αλλά και ενσυναίσθησης. Δηλαδή άμα έχεις την απαραίτητη ενσυναίσθηση, ακόμα και αν δεν την έχει βάλει κάποιος σε λέξεις και δεν σου έχει πει αυτό είναι καλό ή αυτό είναι κακό, το καταλαβαίνεις. Μιλάω για μεγάλα πράγματα, όχι για μια λέξη που μπορεί να μη χρησιμοποιούμε πια – αυτά μαθαίνονται σιγά σιγά, ειδικά από μια παλαιότερη γενιά που μπορεί να μη μεγάλωσε έτσι. Αλλά υπάρχει και ένα βασικό κομμάτι ενσυναίσθησης που δεν έχει να κάνει με τη γενιά. Ή το έχεις ή δεν το έχεις».
Η ίδια υπήρξε πολύ τυχερή από την άποψη ότι μεγάλωσε σε μια οικογένεια και με αγάπη και με καλλιτεχνικά ερεθίσματα. «Ο μπαμπάς μου είναι αρχιτέκτονας και η μαμά μου γραφίστρια. Αγαπάνε πάρα πολύ την τέχνη και με πηγαίνουν από μικρή σε θέατρα και σινεμά. Οπότε με στήριξαν πάρα πολύ» λέει, αναφερόμενη στην απόφασή της να ασχοληθεί με την υποκριτική. «Όταν ήμουν παιδί, νομίζω, είχαμε δει όλες τις παραστάσεις της Ξένιας Καλογεροπούλου στο Θέατρο Πόρτα. Και επειδή το εξοχικό μας είναι κοντά στην Επίδαυρο, με πήγαιναν [στο αρχαίο θέατρο] από πολύ μικρή».
Ήταν εύκολη εμπειρία να πηγαίνεις παιδί σε παράσταση στην Επίδαυρο;
«Από ό,τι θυμάμαι, ναι. Γιατί ήταν κάπως, ξέρεις… ουάου! Είχα, και το έχω ακόμα, ένα τετραδιάκι για τα αυτόγραφα».
Μετά την παράσταση, θυμάται, πήγαινε στα παρασκήνια και ζητούσε αυτόγραφα από τους ηθοποιούς. «Νομίζω ότι ως παιδιά έχουμε ένα θάρρος που κάπως χάνουμε, δυστυχώς, αργότερα. Που δεν είναι καθόλου θρασύ. Είναι ειλικρινές και πηγαίο και καθαρό. Έχει να κάνει πολύ και με το θάρρος που χρειάζεται για να κάνεις θέατρο ή σινεμά. Αυτή η παιδικότητα είναι πολύτιμη».
Μετά την παράσταση, θυμάται, πήγαινε στα παρασκήνια και ζητούσε αυτόγραφα από τους ηθοποιούς. «Νομίζω ότι ως παιδιά έχουμε ένα θάρρος που κάπως χάνουμε, δυστυχώς, αργότερα. Που δεν είναι καθόλου θρασύ. Είναι ειλικρινές και πηγαίο και καθαρό. Έχει να κάνει πολύ και με το θάρρος που χρειάζεται για να κάνεις θέατρο ή σινεμά. Αυτή η παιδικότητα είναι πολύτιμη».
Σήμερα η Ναταλία βρίσκεται σε μια φάση που την παιδικότητά της μια τη χάνει, μια τη βρίσκει. «Κάποιες φορές υπάρχουν αμφιβολίες. Αλλά πάντα σκέφτομαι ότι υπάρχει εδώ μέσα μια μικρή Ναταλία, στην οποία λέω: πρέπει να κάνω κάτι για εσένα, να σε φροντίσω, να σε βγάλω αυτοπρόσωπη».
Όταν σχολιάζω ότι η μικρή Ναταλία θα ζητούσε αυτόγραφο από τον ενήλικο εαυτό της, απαντάει ότι «εγώ θα της ζητούσα αυτόγραφο. Θαυμάζω το ότι ήταν πολύ περίεργη για όλα, πολύ σίγουρη και πολύ χαρούμενη. Είχε, ξέρεις, αυτή την αυθεντική χαρά».
Της λέω ότι πιστεύω πως ακόμα και στην ενήλικη ζωή η τέχνη μάς φέρνει πιο κοντά σε εκείνη την αυθεντική χαρά των παιδικών μας χρόνων. Χαρακτηρίζει τον εαυτό της «τυχερό» για τις συνεργασίες που είχε μέχρι σήμερα. Η πρώτη της δουλειά μετά τις σπουδές ήταν η τηλεοπτική σειρά «42 βαθμοί» της Cosmote TV και έκτοτε έχει συμπράξει και στην τηλεόραση και στο θέατρο και στον κινηματογράφο με σημαντικούς δημιουργούς.
Όπως ο διεθνώς βραβευμένος Βασίλης Κεκάτος (στο «Milky Way») ή ο δάσκαλός της, που αναφέρει ξανά και ξανά στις συνεντεύξεις της, Ακύλλας Καραζήσης, με τον οποίο συμπρωταγωνιστεί στο «Κρέας». «Ο Ακύλλας Καραζήσης είναι φοβερά δοτικός και σε αντιμετωπίζει ως ίσο – ήδη από τη σχολή αντιμετώπιζε τους μαθητές του σαν συναδέλφους. Πιστεύω ότι είναι πολύ διαφορετικό το να είσαι καθηγητής από το να είσαι δάσκαλος. Δηλαδή νιώθω ότι για να είσαι δάσκαλος πρέπει να σε νοιάζει και η ψυχή εκείνου που διδάσκεις. Να εκπαιδεύσεις την ψυχή του, να την αγκαλιάσεις και να τον προστατεύσεις χωρίς να τον υπερπροστατεύσεις. Έχει να κάνει και με την αγάπη προς τους μαθητές σου και με αυτό που έχεις να δώσεις και με τον τρόπο που το μεταδίδεις».
Έχεις ζήσει περιπτώσεις καθηγητών που τόνιζαν στους μαθητές τους, με έναν τρόπο, ότι βρίσκονταν ψηλότερα στην ιεραρχία;
«Βέβαια. Στην εκπαίδευση υπάρχει κάτι που πρέπει, πιστεύω, σιγά σιγά να εκλείψει, το “επειδή ο χώρος είναι σκληρός πρέπει να σκληραγωγηθείς, πρέπει κι εμείς να είμαστε από την αρχή σκληροί μαζί σου”. Οπότε σε γαλουχούν, ας πούμε, σε αυτή τη σκληρότητα, σαν να σε πετάνε στην αρένα με τα λιοντάρια. Από κάποιους αυτό πηγάζει από αγάπη, από άλλους από διαφορετικά πράγματα. Ο χώρος είναι πράγματι σκληρός. Αλλά πρέπει να μαλακώσει ο χώρος, όχι να σκληρύνω εγώ».
«Στην εκπαίδευση υπάρχει κάτι που πρέπει, πιστεύω, σιγά σιγά να εκλείψει, το “επειδή ο χώρος είναι σκληρός πρέπει να σκληραγωγηθείς, πρέπει κι εμείς να είμαστε, από την αρχή, σκληροί μαζί σου”. Οπότε σε γαλουχούν, ας πούμε, σε αυτή τη σκληρότητα, σαν να σε πετάνε στην αρένα με τα λιοντάρια».
Την ημέρα της συνέντευξης και της φωτογράφισης συνεχίζεται ακόμα το «Οξυγόνο» του Ivan Vyrypaev, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή, όπου συμμετέχει. Μιλάει επίσης για τον ρόλο της στην τηλεοπτική σειρά «Ο Τιμωρός» στον Alpha, μιας δυναμικής δημοσιογράφου, της «Εβίτας», που έχει χάσει τους γονείς της από πολύ μικρή και έχει μεγαλώσει με τη θεία της. Και μετράει μέρες αντίστροφα μέχρι την παγκόσμια πρεμιέρα, στην Μπερλινάλε, της νέας ταινίας του Βασίλη Κεκάτου «Οι Άγριες Μέρες μου», μια ακόμα ιστορία ενηλικίωσης όπου πρωταγωνιστεί.
Δεν ξέρω αν θα συνεχίσει τη διαδρομή της στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, αλλά τα βήματά της είναι σταθερά, πατάει στη μαθητεία της πλάι σε αξιοσέβαστους και σεβαστικούς ανθρώπους. Της ζητάω να μοιραστεί τη δική της οπτική, εκ των έσω, για την εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου.
«Για μένα ο ελληνικός κινηματογράφος είναι αυτή τη στιγμή ένας θησαυρός. Ένα τεράστιο κομμάτι του είναι ακόμα θαμμένο μέσα στο χώμα. Ένα μικρό έχει βγει στην επιφάνεια και υπάρχει κόσμος που σκάβει και σκάβει και σκάβει, με πολύ μεγάλη προσπάθεια, και μετά έρχονται διάφοροι φορείς και υπουργοί και του πετάνε πάλι χώμα. Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει φοβερά αξιόλογους ανθρώπους, μυαλά και πάθος που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από το έξω. Αυτό που χρειάζεται είναι ευκαιρίες να το δείξει και να δημιουργήσει».
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας «Κρέας» του Δημήτρη Νάκου:
Info
Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 6 Μαρτίου του 2025 σε διανομή Feelgood Entertainment.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία/Σενάριο: Δημήτρης Νάκος. Πρωταγωνιστούν: Ακύλλας Καραζήσης, Κώστας Νικούλι, Παύλος Ιορδανόπουλος, Μαρία Καλλιμάνη, Γιώργος Συμεωνίδης, Ναταλία Swift, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Γιάννης Αναστασάκης, Παντελής Δεντάκης, Κώστας Φιλίππογλου, Αντώνης Ιορδάνου, Άννα Καλαϊτζίδου, Φαίδων Καχτίτσης. Παραγωγός: Θάνος Αναστόπουλος. Παραγωγή: Φαντασία Οπτικοακουστική ΕΠΕ. Συμπαραγωγή: Foss Productions, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, με την υποστήριξη του ΕΚΟΜΕ. Συμπαραγωγοί: Στέλιος Κοτιώνης, Δημήτρης Νάκος. Executive Producer: Στέλλα Θεοδωράκη. Συνεργάτης παραγωγός: Ορέστης Πλακιάς. Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Βαλσαμής gsc. Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης. Πρωτότυπη μουσική: Κωνσταντής Πιστιόλης. Σκηνικά: Κυριακή Τσίτσα. Κοστούμια: Βασιλεία Ροζάνα. Make-up artist & hair styling: Εύη Ζαφειροπούλου. Ήχος: Νίκος Έξαρχος. Σχεδιασμός ήχου: Βάλια Τσέρου. Μίξη ήχου: Κώστας Βαρυμποπιώτης. Διεύθυνση παραγωγής: Πέτρος Κοντός. Α’ βοηθός σκηνοθέτη: Ευδοκία Καλαμίτση. Εργαστήρια εικόνας: Authorwave. Color grading: Δημήτρης Καρτέρης. Σχεδιασμός τίτλων & αφίσας: Παντελής Αναστασιάδης. Διανομή: Feelgood Entertainment