Τη βλέπω να μπαίνει στο καφέ όπου έχουμε δώσει ραντεβού, μια ψηλή, κομψή, αθλητική γυναίκα, και να πιάνει κουβέντα με τον κόσμο με τη χαρακτηριστική άνεση του ανθρώπου που επιστρέφει στο στέκι του. Πίσω όμως από τη δυναμική εικόνα της, από την αρχή της συζήτησής μας δεν φοβάται να αποκαλύψει μια ευαλωτότητα, δίνοντας συχνά την αίσθηση ότι ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, διακινδυνεύοντας να βουτήξει βαθιά σε έναν λυγμό είτε μιλάμε για την αγάπη της για το θέατρο είτε για την οικογένειά της.
Σκέφτομαι ότι η Ναταλία Δραγούμη έχει πολλά κοινά με την ευαίσθητη Λαίδη, που υποδύεται αυτή την περίοδο στον «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ, ένα έργο που γράφτηκε στη δεκαετία του ‘80 αλλά εκτυλίσσεται στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη στο Θέατρο Τζένη Καρέζη (έως 7/1), με τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση και τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη. Σε αντίθεση όμως με τη Λαίδη σίγουρα δεν είναι η γυναίκα που θυσιάζει, συνειδητά ή μη, τα όνειρά της για έναν άντρα.
«Η Λαίδη είναι η γυναίκα του Σερ, ενός πολύ καλού, σαιξπηρικού ηθοποιού της εποχής εκείνης που οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες και έτσι δεν τον έχρισαν ιππότη, δεν πήρε επίσημα τον τίτλο, αλλά αυτοαποκαλείται Σερ γιατί τον ήθελε πολύ. Βλέπεις το θέατρο να αντιστέκεται στον πόλεμο, δηλαδή να συνεχίζουν να παίζουν οι ηθοποιοί και να έχει πολύ κόσμο στο κοινό, ενώ ακούς βόμβες και σειρήνες. Είναι λες και το θέατρο είναι η ανάσα των ανθρώπων του, ένας τρόπος να αντισταθούν σε ό,τι συμβαίνει, να επιβιώσουν. Μάλιστα ο Σερ και η Λαίδη έχουν ένα συνθηματικό πριν βγουν στη σκηνή, η Λαίδη λέει “αγώνας” κι εκείνος απαντάει “επιβίωση”.
»Και η Λαίδη είναι πολύ καλή ηθοποιός αλλά θα την παρομοίαζα με ένα πουλί μες στο κλουβί, ο εγωισμός και ο έντονος, αρρωστημένος χαρακτήρας του ναρκίσσου Σερ αφήνει ερείπια γύρω του και ένα από αυτά είναι η γυναίκα του – τη μαράζωσε, δεν την άφησε να ανθίσει.
«Και η Λαίδη είναι πολύ καλή ηθοποιός αλλά θα την παρομοίαζα με ένα πουλί μες στο κλουβί, ο εγωισμός και ο έντονος, αρρωστημένος χαρακτήρας του ναρκίσσου Σερ αφήνει ερείπια γύρω του και ένα από αυτά είναι η γυναίκα του – τη μαράζωσε, δεν την άφησε να ανθίσει».
»Η Λαίδη κοιτάζεται στον καθρέφτη στο καμαρίνι της και έχει μια ατάκα που λέει “πόσο γρήγορα χάνεται η ομορφιά”, είναι σαν κραυγή απελπισίας. Η ομορφιά είναι γι’ αυτήν το όνειρο και η ελπίδα. Λέει ότι βαρέθηκε μέσα στα καμαρίνια και ότι έπρεπε να είχε δεχτεί μια πρόταση που της είχε γίνει όταν ήταν νέα, να πάει να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ.
»Είναι μια πρόκληση να παίζω μπροστά στον καθρέφτη και σε τόσο κόσμο. Πολύ μεγάλη και ενδιαφέρουσα. Λέω στον εαυτό μου, κοιτάξου, αλλά κάνω ότι με κοιτάζω, είναι σαν να φοβάμαι να το κάνω πραγματικά. Ίσως πρέπει να το κάνω μέχρι να τελειώσουν οι παραστάσεις. Να δω τον εαυτό μου κατάματα. Αλλά έχει και έναν κίνδυνο αυτό, μήπως αρχίσεις να αυτοδιορθώνεσαι στον τρόπο με τον οποίο παίζεις και χάσεις άλλα».
Η κεντρική σχέση του έργου, του Σερ με τον αμπιγιέρ του, είναι επίσης άνιση.
«Είναι μια σχέση αφοσίωσης αλλά με περασμένα κάποια όρια – μια σχέση βαθιάς εξάρτησης. Σαν αυτές του θεάτρου, που δημιουργούνται πίσω από τις λέξεις και τις σκηνές, σύντομες και βαθιές. Συναντάς ανθρώπους όπου εκτίθεσαι και δίνεσαι ολοκληρωτικά, παθιασμένες σχέσεις χωρίς το ερωτικό στοιχείο.
»Δεν το λέω αρνητικά, και στις υγιείς σχέσεις υπάρχουν στοιχεία εξάρτησης. Αλλά είμαι σε μια φάση της ζωής μου που αρχίζω να βλέπω τη δική μου εξάρτηση από το θέατρο και που με φοβίζει λίγο. Μαζί με τις σπουδές μιλάμε για 36 χρόνια, νύχτα μέρα – οτιδήποτε και να κάνεις, νομίζω, για 36 χρόνια θα έχεις κάποια στοιχεία εξάρτησης μαζί του. Βλέπω ότι έχω το θέατρο πολύ μεγάλη ανάγκη για την ψυχική ισορροπία μου κι αυτό με φοβίζει τώρα που τα παιδιά μεγάλωσαν.
»Τα παιδιά μου είναι 18 και 20 ετών. Έχουν τη ζωή τους. Είναι ακόμα στο σπίτι μας, αλλά λείπουν όλη μέρα. Το καλοκαίρι που μας πέρασε είχα αγωνία για το πώς θα είναι ο χειμώνας, μήπως νιώσω το σύνδρομο της άδειας φωλιάς, αλλά ακόμα δεν έχω χρόνο να το νιώσω ούτε για αστείο!».
«Τα παιδιά μου είναι 18 και 20 ετών. Έχουν τη ζωή τους. Είναι ακόμα στο σπίτι μας, αλλά λείπουν όλη μέρα. Το καλοκαίρι που μας πέρασε είχα αγωνία για το πώς θα είναι ο χειμώνας, μήπως νιώσω το σύνδρομο της άδειας φωλιάς, αλλά ακόμα δεν έχω χρόνο να το νιώσω ούτε για αστείο!».
»Πρακτικά θεωρώ ότι ο ομφάλιος λώρος των παιδιών κόβεται εντελώς με το που σταματάς να είσαι ο οδηγός τους, να τα πηγαινοφέρνεις στις υποχρεώσεις τους. Δηλαδή όταν ενηλικιωθούν. Η οικογενειακή ζωή παίρνει τον δρόμο της και δεν είσαι πλέον εσύ ο μαέστρος της. Ο ρόλος της μαμάς υποχωρεί. Έρχεται ξανά μπροστά στον καθρέφτη ο ρόλος της γυναίκας και καμιά φορά μου λέει, “με ξέχασες”».
Εκείνη τη στιγμή μάς πλησιάζει η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους και η συνέντευξή μας διακόπτεται από τη φιλική συζήτησή τους – για τα μαλλιά τους, με αφορμή το νέο, κοντό καρέ της Άννας Μαρίας. Αυτό το ιντερλούδιο πάντως δίνει την κατεύθυνση και στη συνέντευξή μας.
«Στα μαλλιά βρίσκεις πολλά πράγματα για έναν ρόλο, έχουν σημασία στο θέατρο. Εδώ στη ζωή, αν τα κόψεις αγορίστικα θα αλλάξουν οι κινήσεις σου, το ντύσιμό σου, τα χρώματα που σου αρέσουν. Για εμένα μετρούν περισσότερο από το μακιγιάζ. Τώρα περνάω μια φάση με πολύ μακρύ μαλλί, έχει φτάσει στους γοφούς μου! Τα μαλλιά μου αντιπροσωπεύουν το μέσα μου. Τα μακριά μαλλιά ίσως συμβολίζουν κάτι που δεν θέλω να αφήσω να φύγει. Αν τα κόψω, δεν ξέρω αν μπορώ να τα μακρύνω τόσο πολύ ξανά. Τα χαίρομαι, με κάνουν να χαμογελώ. Μπορεί να είναι και μια ψευδαίσθηση, ας είναι, δεν με νοιάζει».
Της λέω ότι της πηγαίνουν τα μακριά μαλλιά και δεν το εννοώ μόνο αισθητικά αλλά και συμβολικά. Τα μακριά μαλλιά είναι ένα μέρος της δύναμής της. Σαν ένας θηλυκός Σαμψών. Μιας γυναίκας σχεδόν σούπερ ηρωίδας. Όταν δεν δουλεύει κάποια από τις τρεις παραστάσεις της, κάνει πιλάτες ή προπονείται στο μπιτς βόλεϊ (για το οποίο σχολιάζει ότι «η ομαδικότητά είναι η ζωή μου και η μπάλα το φετίχ μου»). Είναι η φυσική εξέλιξη του μικρού, γεμάτου ενέργεια κοριτσιού που αγαπούσε «τον αθλητισμό, τα μηχανάκια, τα σκαρφαλώματα, τα αγόρια και την καζούρα».
«Μικρή ήθελα να γίνω είτε αθλήτρια επιπέδου πρωταθλητισμού είτε πολεμική ανταποκρίτρια. Και για να ζω αυτό που συμβαίνει σε ένα μέρος και να το καταγράφω και γιατί ήμουν πολύ της περιπέτειας και του κινδύνου. Δώδεκα χρονών στην Πάτμο έκανα παρκούρ χωρίς να ξέρω τι είναι, μαζί με μια φίλη μου πηδούσαμε από σκεπή σε σκεπή, πάρα πολύ επικίνδυνο, και κάποιος από τη Χώρα μάς κάρφωσε στους γονείς μας!».
«Μικρή ήθελα να γίνω είτε αθλήτρια επιπέδου πρωταθλητισμού είτε πολεμική ανταποκρίτρια. Και για να ζω αυτό που συμβαίνει σε ένα μέρος και να το καταγράφω και γιατί ήμουν πολύ της περιπέτειας και του κινδύνου. Δώδεκα χρονών στην Πάτμο έκανα παρκούρ χωρίς να ξέρω τι είναι, μαζί με μια φίλη μου πηδούσαμε από σκεπή σε σκεπή».
Οι δικοί της, φυσικά, ήθελαν την ασφάλεια της κόρης τους, αλλά δεν τη μάλωναν σχεδόν ποτέ, «νομίζω ότι μου είχαν εμπιστοσύνη. Ο μπαμπάς μου με μάλωσε μόνο μία φορά, όταν είδε ότι είχα πάρει έξι σε ένα δευτερεύον μάθημα. Επειδή ήταν κι εκείνος καθηγητής ήξερε πολύ καλά την καζούρα που κάνεις στα δευτερεύοντα μαθήματα και ότι η συμπεριφορά μου μπορεί να βασάνιζε τον καθηγητή».
Χάρη στον πατέρα της, τον Μάρκο Δραγούμη, μουσικολόγο και βυζαντινολόγο, «δεν ένιωσα ποτέ ότι έπρεπε να ανταποκριθώ σε προσδοκίες λόγω οικογενειακού ονόματος» – στο γενεαλογικό δέντρο της συναντάμε, μεταξύ άλλων, τον πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, τον Έλληνα διπλωμάτη, πολιτικό, λογοτέχνη Ίωνα Δραγούμη, τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννη Βαλαωρίτη και τον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. «Ο πατέρας μου έζησε την αριστοκρατική εποχή της οικογένειας Δραγούμη, με τα μεγάλα σπίτια και το υπηρετικό προσωπικό. Αλλά πήγε κόντρα σε αυτό, ασχολήθηκε με τη μουσική του και με την παράδοση και έκανε τεράστιο έργο. Είχε επαφή με τους τεχνίτες της, τους οργανοπαίκτες, τους ανθρώπους που τραγουδούσαν τα νανουρίσματα, πήγαινε και τους ηχογραφούσε διασώζοντας φωνές και μουσικά όργανα. Δεν είχε καθόλου μεγαλομανία αλλά είχε αρχές και παιδεία. Είμαι πολύ περήφανη και για τον πατέρα μου και για το οικογενειακό όνομα.
»Η μητέρα μου ήταν το στήριγμα του μπαμπά και ο αρχηγός της οικογένειας, τουλάχιστον έτσι το βίωσα εγώ, ως το τέταρτο παιδί, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέρφια μου. Πάρα πολύ όμορφη, με πολύ χιούμορ».
«Ο πατέρας μου έζησε την αριστοκρατική εποχή της οικογένειας Δραγούμη, με τα μεγάλα σπίτια και το υπηρετικό προσωπικό. Αλλά πήγε κόντρα σε αυτό, ασχολήθηκε με τη μουσική του και με την παράδοση και έκανε τεράστιο έργο».
Η Ναταλία μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον γεμάτο πολιτισμό, «όλη μου η παιδική ηλικία ήταν πλημμυρισμένη από κλασική και παραδοσιακή μουσική. Αλλά μικρή τα παραδοσιακά δεν τα άντεχα, θυμάμαι τον πατέρα μου να κάθεται με τις ώρες και να πηγαίνει μπρος-πίσω την μπομπίνα των ηχογραφήσεων για να βγάλει τα λόγια. Με την παραδοσιακή μουσική άρχισα να έχω επαφή όταν είχα την εκπομπή “Στα τραγούδια λέμε ναι“. Είναι φοβερό τότε το πώς ξεπήδησε από μέσα μου μια λατρεία γι’ αυτήν. Την κλασική μουσική όμως πάντα τη λάτρευα, ειδικά τις λειτουργίες των δυτικών κλασικών συνθετών. Αυτός είναι ένας δυνατός σύνδεσμος με τον πατέρα μου».
Από το θέατρο οι πρώτες της εμπειρίες που θυμάται είναι από τις παραστάσεις που επισκεπτόταν με το σχολείο – «θυμάμαι που είχα δει ως μαθήτρια την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Στις σχολικές γιορτές έκανα μιμήσεις καθηγητών, από εκεί ξεκίνησε με κάποιον τρόπο [η δική της διαδρομή στην υποκριτική]».
Μια αβανγκάρντ θεατρική παράσταση των 90s, «Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα» του Κωνσταντίνου Ρήγου στο Plus Soda, επρόκειτο να αποκτήσει διπλή σημασία για τη Ναταλία, γιατί εκεί γνώρισε τον σύζυγό της, Έντι Ρόμπερτς.
Μεγαλώνοντας, μια αβανγκάρντ θεατρική παράσταση των 90s, «Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα» του Κωνσταντίνου Ρήγου στο Plus Soda, επρόκειτο να αποκτήσει διπλή σημασία για τη Ναταλία, γιατί εκεί γνώρισε τον σύζυγό της, Έντι Ρόμπερτς. «Από την πλευρά του πατέρα του έχει καταγωγή από την Ουαλία και έχει βρετανικό διαβατήριο» λέει, εξηγώντας το όνομά του. «Είναι Έλληνας, αλλά όχι Ελληνάρας».
Της σχολιάζω ότι έχουμε και οι δύο ένα κοινό – παντρευτήκαμε στο Δημαρχείο Ψυχικού στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης μας. «Δεν ήθελα ποτέ γάμους. Στη δουλειά μου είσαι συνέχεια σαν νύφη, ασχολούνται μαζί σου, φοράς φορέματα, σε βάφουν… για εμάς αυτά είναι αυτονόητα. Και επειδή έζησα την εποχή της ανάπτυξης του θεάματος, της έναρξης της ιδιωτικής τηλεόρασης, με τη μία φωτογράφιση μετά την άλλη, για εμένα ξεκούραση είναι το να μπορώ μια μέρα να βγω έξω χωρίς μακιγιάζ. Αν παντρευόμουν θα ήθελα να κάνω έναν παραδοσιακό κρητικό γάμο, με γλέντια και χορούς, αλλά ο άντρας μου δεν είναι Κρητικός! Αλλά δεν σου κρύβω ότι θα μου άρεσε να κάνει έναν γάμο η κόρη μου, ας πούμε! Δηλαδή αν μου έλεγε “παντρεύτηκα χτες στο δημαρχείο” θα ήμουν πολύ χαρούμενη αλλά από μέσα μου θα έλεγα “αχ, δεν θα το ζήσω αυτό”. Έχω όλα τα κλισέ της μάνας».
Χτυπάει το τηλέφωνο και μεσολαβεί μια συνομιλία όπου καταλαβαίνω ότι περιθάλπει ένα αδέσποτο γατάκι. «Είχα έναν σκύλο, που πέθανε στην καραντίνα, και τώρα έχω μέσα στο σπίτι έναν γάτο και διάφορες γάτες γύρω-γύρω, που στειρώνω. Βρήκα αυτό το γατάκι με σπασμένο το πόδι και χειρουργήθηκε. 600 ευρώ. Η φιλοζωική μού είπε ότι θα κάνει έρανο για να συγκεντρώσει τα χρήματα αλλά είπα συνειδητά ότι αν δεν μαζευτεί το ποσό θα το καλύψω εγώ, δεν μπορούσα να το αφήσω στο δρόμο, γιατί την επόμενη κιόλας μέρα θα το πατούσε αυτοκίνητο. Και τώρα ψάχνουμε με τη φιλοζωική για υιοθεσία. Μόνο η ιδιωτική πρωτοβουλία σώζει τα ζώα.
»Την απώλεια του σκύλου μου ακόμα δεν μπορώ να την ξεπεράσω. Αν πάρω κι άλλον και πεθάνει; Ναι, όταν τον έχασα είχα υποστήριξη, νιώθω ότι το 99% των ανθρώπων γύρω μου είναι φιλόζωοι. Αλλά αυτό συμβαίνει στην περιοχή μου, ειδικά στην περιφέρεια αντιμετωπίζουν ακόμα τα ζώα σαν εργαλεία για τη δουλειά τους, και από εκεί προέρχονται πολύ συχνά οι περιπτώσεις κακοποίησης που ακούμε [να σημειωθεί ότι η συνέντευξή μας έγινε πριν από την αποκάλυψη της δολοφονίας του Όλιβερ]».
Μέσα σε όλα, συνεχίζεις φέτος με την παιδική θεατρική παράσταση «Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες» του Ιουλίου Βερν, στο Θέατρο Διάνα.
«Αυτή η θεατρική ομάδα, με τον Μέμο Μπεγνή, είναι σαν μια φωλίτσα για εμένα. Και με ενδιαφέρει πολύ το καλό παιδικό θέατρο, θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες έχουμε μεγάλη ευθύνη για το τι θα παρουσιάσουμε στα παιδιά. Δεν είμαι ο τύπος που θα δω ένα παιδάκι στο δρόμο και θα πω, α, τι γλυκούλι, αλλά όταν τα βλέπω στο κοινό συγκινούμαι. Είναι όλα πανέμορφα, με συγκινεί αυτή η ομορφιά της αθωότητας, ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το θέατρο, που μπαίνουν 100% στον κόσμο που δημιουργείς και μετά σε φωνάζουν με το όνομα του ρόλου, χωρίς να ξέρουν και χωρίς να τα νοιάζει ποιος είσαι».
«Όλα τα παιδιά είναι όλα πανέμορφα, με συγκινεί αυτή η ομορφιά της αθωότητας, ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το θέατρο, που μπαίνουν 100% στον κόσμο που δημιουργείς και μετά σε φωνάζουν με το όνομα του ρόλου, χωρίς να ξέρουν και χωρίς να τα νοιάζει ποιος είσαι»
Στο μεταξύ η Ναταλία ανυπομονεί για την επιστροφή της παράστασης «Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη», που ανεβαίνει φέτος με αλλαγές στο καστ, από μέσα Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Χαρακτηρίζει τη Μιμή Ντενίση «γοητευτική και σπουδαία με όλη την έννοια της λέξης – κλισέ, αλλά το εννοώ, γιατί την ξέρω από πριν. Μια γυναίκα βαθιά γενναιόδωρη, που αγαπάει το θέατρο. Δεν είσαι μέρος της παράστασής της αλλά της ζωής της.
»Στη “Σμύρνη”, μια ιστορία μυθοπλασίας στο πλαίσιο των αληθινών γεγονότων, υποδύομαι μια πλούσια Εβραία της Θεσσαλονίκης που στην αρχή ασχολείται με τα ντινέρ, για τα οποία δεν βρίσκει τη “σωστή” πάβλοβα, αυτά είναι τα προβλήματά της, μια κοσμική και σνομπ κυρία η οποία όμως, ενώ τα πολιτικά γεγονότα οδηγούν στην άνοδο του ναζισμού, αισθάνεται πολύ έντονα την απειλή και καταρρέει. Κάποιες ατάκες είναι φοβερές, όπως αυτή του Εβραίου μοδίστρου (Κωνσταντίνος Καζάκας): “Φεύγω, θα πάω εκεί που είμαι ασφαλής, στην Παλαιστίνη”. Φαντάζεσαι πώς ηχεί αυτή η φράση εδώ και έναν μήνα; Με δύο πολέμους τόσο κοντά μας, νιώθω κατά κάποιον τρόπο όπως και οι ήρωες του “Αμπιγιέρ”, που κάνουν τέχνη μέσα στον πόλεμο».
Δείτε το τρέιλερ του «Αμπιγιέρ»:
Info
«Αμπιγιέρ», Θέατρο Τζένη Καρέζη, Ακαδημίας 3, Αθήνα, τηλ.: 210 3636144, 210 3644921. Hμέρες & Ώρες Παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή: 18:30. Πέμπτη και Σάββατο: 21:15. Διάρκεια: 1 ώρα και 40 λεπτά. Προπώληση: www.more.com. Ώρες και μέρες ταμείου: Καθημερινά 11:00 – 14:00 και 17:00 – 22:00, τηλ. 210 3636144, 210 3644921, theatrotzenikarezi.gr
Συντελεστές
Συγγραφέας: Ρόναλντ Χάργουντ. Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας. Σκηνοθεσία: Κώστας Γάκης. Σκηνικά – Κοστούμια: Κέννυ Μακλέλαν. Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Κλωτσοτήρας. Μουσική – Σχεδιασμός ήχων: Κώστας Γάκης. Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Σπάρταλη, Νατάσα – Φαίη Κοσμίδου. Βοηθός σκηνογράφου: Καλύδημη Μούρτζη. Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας, Μάνος Γεωργίου. Video: Πάτροκλος Σκαφίδας. Visual Arts & Graphics: Δημήτρης Παγγές. Μακιγιάζ: Παύλος Κατσιμίχας. Social Media: Μάριος Ζδράγκας, Γιάννης Βαλτινός. Επικοινωνία – προβολή παράστασης: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble, Ελένη Λιλή
Παίζουν οι ηθοποιοί: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Ναταλία Δραγούμη, Δάφνη Λιανάκη, Απόστολος Πελεκάνος, Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Άγγελος Νεράντζης, Γιώργος Γιατζιτζάκη, Ορφέας Τσαρέκας
Ευχαριστούμε το G Cafe Bar (Βουκουρεστίου 39 & Τσακάλωφ) για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.