Η Φέη, ύστερα από δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή για τη δολοφονία του άντρα της, δέχεται για πρώτη φορά επίσκεψη από την κόρη της, Τζόσυ, η οποία ήταν μόλις δέκα χρόνων όταν η μητέρα της σκότωσε τον πατέρα της. Τι μπορεί να οδηγήσει μια γυναίκα στο να σκοτώσει τον άντρα της; Μπορεί μια κόρη να κατανοήσει και να συγχωρέσει τη μάνα της για το φόνο του πατέρα της; Σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει η συγγραφέας Ρόνα Μονρό στο «Ατσάλι», που παρουσιάζεται στο θέατρο «Μεταξουργείο» (έως τις 03/06).

Το έργο αναλύει τις συνθήκες που παράγονται στις φυλακές. Διερευνά τη σχέση μητέρας-κόρης μέσα από τη διαβρωτική φύση του ποινικού συστήματος, αποφεύγοντας τις δογματικές δηλώσεις. Το δυνατό καστ, με πρωταγωνίστρια τη Γιασεμί Κηλαηδόνη, σκηνοθετείται από τη Νάντια Φώσκολου, που ζει και εργάζεται μεταξύ Αθήνας και Νέας Υόρκης. Μιλήσαμε για τα δύσκολα ζητήματα της νέας της παράστασης αλλά και για την εμπειρία της από τις δύο θεατρικές σκηνές.

Πώς ήρθατε σε επαφή με το «Ατσάλι» και γιατί αποφασίσατε να το ανεβάσετε στην Ελλάδα;

«H Γιασεμί Κηλαηδόνη επέλεξε το “Ατσάλι” και μου πρότεινε να το σκηνοθετήσω, μεγάλη τιμή για μένα, καθώς είναι η τρίτη φορά που μου προτείνει συνεργασία. Αγνοούσα το έργο, ωστόσο με κέρδισε από την πρώτη ανάγνωση διότι υπερβαίνει τα όρια της πλοκής του και προχωράει σε μια σφαίρα πέραν των αντικειμενικών συνθηκών. Όπως θα το έθετε η θρυλική δασκάλα μου στη σκηνοθεσία, Anne Bogart, είναι ζωτικό ο σκηνοθέτης να μπορεί να διακρίνει σε ένα δραματικό υλικό την πλοκή από την αληθινή ιστορία που πραγματεύεται.

»Παρά την τρομακτικά σκοτεινή αφετηρία του έργου, η συνάντηση των δύο γυναικών μετατρέπεται σε πεδίο που ακτινοβολεί ενέργεια, ωθώντας τον θεατή να διερευνήσει το πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε την ευτυχία. Κάτω από τη σκιά του φοβερού εγκλήματος (οι λεπτομέρειες του οποίου αποκαλύπτονται με κινηματογραφικό σασπένς από τη σύγχρονη Σκωτσέζα συγγραφέα), οι ηρωίδες εξερευνούν τη λειτουργία της μνήμης, καθώς και τα όρια της αγάπης, της λογικής και της ελευθερίας. Νομίζω ότι στην Ελλάδα του σήμερα μπορούμε να συνδεθούμε με την ιστορία και τα ερωτήματα που πραγματεύεται».

«Το ότι το θέμα σχετίζεται με τα δελτία ειδήσεων δεν διασφαλίζει ότι ο θεατής θα παρακολουθήσει την παράσταση, αν αυτή δεν αποτελεί καρπό κοπιαστικής εμβάθυνσης στην ανθρώπινη ύπαρξη, αν δεν μιλάει στην ψυχή μας»

Σε μια εποχή όπου στο δημόσιο διάλογο κυριαρχεί το θέμα των γυναικοκτονιών, πώς προσεγγίσατε σκηνοθετικά το χαρακτήρα μιας «συζυγοκτόνου»;

«Δουλειά του θεάτρου είναι να εστιάζει σε μια συγκεκριμένη ανθρώπινη περιπέτεια και να την παρακολουθεί βήμα-βήμα. Ο σκηνοθέτης οφείλει να έχει θητεύσει στην τέχνη της σύνθεσης, ώστε να μπορεί να αγκαλιάζει όλα τα δραματικά πρόσωπα και να αναδεικνύει τις μεταξύ τους σχέσεις, τις συγκρούσεις και τις αλλαγές που επιφέρει ο χρόνος.

»Σε συνεργασία με τους ηθοποιούς προσπαθήσαμε να εμβαθύνουμε και να κατανοήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενεργεί η ηρωίδα. Κομβικό σημείο είναι το πόσο πολύ αγαπούσε τον άντρα της, πόσο τρελά ερωτευμένη ήταν μαζί του. Το έργο θέτει αμείλικτα το ερώτημα: πώς μπορείς να οδηγηθείς στο να σκοτώσεις αυτόν που αγαπάς όσο τίποτε άλλο; Τι θα γινόταν αν έχανες τα λογικά σου;

»Όταν μια θεατρική ιστορία παρουσιάζει αντιστοιχίες με έννοιες που κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο, είναι αναμενόμενο να τραβήξει την προσοχή. Όμως το ότι το θέμα σχετίζεται με τα δελτία ειδήσεων δεν διασφαλίζει ότι ο θεατής θα παρακολουθήσει την παράσταση. Αν αυτή δεν αποτελεί καρπό κοπιαστικής εμβάθυνσης στην ανθρώπινη ύπαρξη, αν δεν μιλάει στην ψυχή μας, αν δεν είναι μια καλοδουλεμένη σύνθεση, το όποιο “επίκαιρο” του θέματος μπορεί να εξανεμιστεί μέσα στα πρώτα λεπτά».

Στιγμιότυπο από την παράσταση. Photo: Κέλλυ Φώσκολου

Η πρόσφατη εμπειρία του lockdown της πανδημίας έπαιξε ρόλο, σκηνοθετικά, στη συνθήκη εγκλεισμού της παράστασης;

«Ο παραλληλισμός με το lockdown δεν αναδείχτηκε σε κεντρικό ζητούμενο της σκηνοθεσίας. Το έργο εκκινεί μεν από τη δεδομένη συνθήκη του εγκλεισμού αλλά εστιάζει στις απίστευτες δυνατότητες που περικλείει η απλή αλλά εκρηκτική πραγματικότητα της συνάντησης δύο μυαλών, δύο ψυχών. Μας αγγίζει γιατί αναδεικνύει αυτό το τόσο αρχέγονο θαύμα: σε μια εποχή όπου το να παρακολουθείς το “τι κάνουν οι άλλοι” με τα πιο απίθανα τεχνολογικά μέσα μπορεί να σε εξαντλήσει (πόσα βιντεάκια μπορεί να καταναλώσει ο εγκέφαλος μέχρι να κρασάρει;), το “Ατσάλι” έρχεται να παρακολουθήσει μια μάνα και μια κόρη οι οποίες, με μόνα εφόδια τη γλώσσα, το σώμα και τη φαντασία τους, ανοίγουν αμέτρητα παράθυρα στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον».

«Το έργο θέτει το ερώτημα πόσο “σωφρονιστικά” είναι (ή μπορούν να είναι) τελικά τα σωφρονιστικά ιδρύματα. Κατά πόσον είναι εφικτό ο “κακοποιός” να “παιδευθεί”, να βελτιωθεί ως ανθρώπινο ον, και -ιδανικά- να μεταμελήσει, ώστε να ενταχθεί πίσω στην κοινωνία;»

Στο πλαίσιο της έρευνάς σας για το «Ατσάλι» ήρθατε σε επαφή με σωφρονιστικά συστήματα;

«Με την ομάδα μου ερευνήσαμε, έως έναν βαθμό, σωφρονιστικά συστήματα. Προσπαθήσαμε να εξοικειωθούμε με τις δύο πιο ιλιγγιώδεις έννοιες -“εγκλεισμό” και “ισόβια”- και να βιώσουμε, όσο ήταν εφικτό, τη διάστασή τους, μέσα από συζητήσεις αλλά και θεατρικές ασκήσεις. Ο καλύτερος τρόπος δουλειάς πάνω σε μια θεμελιώδη πτυχή του κόσμου του έργου είναι μέσα από την εμβάθυνση και κατανόηση των σχέσεων μεταξύ των ρόλων. Δεν είναι τυχαίο ότι η μάνα και η κόρη πλαισιώνονται από δύο δεσμοφύλακες (γυναίκα και άνδρα). Μέσα από τις περίπλοκες σχέσεις εξουσίας αλλά και συναισθηματικού δεσίματος μεταξύ των προσώπων αναδεικνύεται το περιβάλλον της φυλακής.

»Το έργο θέτει το ερώτημα πόσο “σωφρονιστικά” είναι (ή μπορούν να είναι) τελικά τα σωφρονιστικά ιδρύματα. Κατά πόσον είναι εφικτό ο “κακοποιός” να “παιδευθεί”, να βελτιωθεί ως ανθρώπινο ον, και -ιδανικά- να μεταμελήσει, ώστε να ενταχθεί πίσω στην κοινωνία; Η οπτική του συγκεκριμένου έργου δεν αφήνει περιθώριο για πολλή αισιοδοξία».

Γιατί, πιστεύετε, η σχέση μητέρας-κόρης αποτελεί τόσο κοινό θέμα στην τέχνη;

«Θα το έθετα ευρύτερα ως σχέση γονέα-απογόνου. Νομίζω γιατί άπτεται δύο κεντρικών υπαρξιακών ερωτημάτων: του χρόνου και της αθανασίας. Η αίσθηση του χρόνου βιώνεται κατεξοχήν τόσο για τους γονείς όσο και για τους απογόνους μέσα από τη μεταμόρφωση της σχέσης μεταξύ των δύο γενεών. Η δε βιολογική αναπαραγωγή είναι η πιο χειροπιαστή έκφανση της αγωνίας του ανθρώπου για αθανασία. Και είναι σύμφυτη με την άλλη κορυφαία υπαρξιακή αγωνία, εκείνη της ταυτότητας. Οπότε η σχέση γονέων-παιδιών, με όλες τις συγκρούσεις και τα ερωτήματα που περικλείει, από την αυτοθυσία μέχρι τον απόλυτο εγωισμό, αποτελεί ιδανική πρώτη ύλη για καλλιτεχνικά έργα».

Στιγμιότυπο από την παράσταση. Photo: Κέλλυ Φώσκολου

Μπορεί, τελικά, η μια γυναίκα να έρθει κοντά με τη συζυγοκτόνο μητέρα της;

«Το ερώτημα είναι ο κινητήριος μοχλός της πλοκής και η πηγή του σασπένς: η Τζόσυ αποφασίζει να επισκεφθεί τη μητέρα της για πρώτη φορά επειδή συνειδητοποιεί ότι δεν έχει παιδικές αναμνήσεις. Η Μονρό έχει αριστοτεχνικά συνδυάσει την αφύπνιση της μνήμης της Τζόσυ με την αποκάλυψη των συνθηκών του φόνου. Η προσέγγιση μάνας-κόρης περνά μέσα από την κατάδυση στο παρελθόν. Για να ανακτήσει τις αναμνήσεις της η Τζόσυ θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπη με το τρομακτικά σκοτεινό παρελθόν, να αντικρίσει κατάματα το πώς και γιατί η μητέρα της σκότωσε τον πατέρα της. Πρόκειται για μια συναρπαστική σπουδή πάνω στη λειτουργία της μνήμης.

»Οι δύο γυναίκες ξεκινούν από εκ διαμέτρου αντίθετους κόσμους: η Φέη είναι μια ισοβίτισσα που δεν την έχει επισκεφθεί ποτέ κανείς. Η Τζόσυ έχει χρήματα, επιτυχημένη καριέρα, έχει γυρίσει τον κόσμο. Τα επισκεπτήρια μάνας-κόρης, κόντρα στις κλειστοφοβικές συνθήκες, μετατρέπονται σε οχήματα μετάβασης σε μια άλλη διάσταση. Ανοίγουν πόρτες σε ένα επίπεδο όπου το παρελθόν ζωντανεύει και οι υλικές συνθήκες της πραγματικότητας αναιρούνται.

»Οι δύο ηρωίδες αναζητούν την ευτυχία σε τόπους και χρόνους. Η Φέη έχει βρει ένα είδος αταραξίας στο παρόν. Αλλά οι απόλυτες εικόνες-τόποι ευτυχίας για εκείνη βρίσκονται είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον. Ζητά από την κόρη της να την ακολουθήσει στην “αναβίωση” εικόνων της χαμένης ανεπιστρεπτί ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής – λέει: “Πήγαινέ με πίσω στο σπίτι”. Αλλά προσδοκά επίσης να βρει την ευτυχία στο μέλλον, καθώς ελπίζει ότι η Τζόσυ θα της “φέρνει” εικόνες της ευτυχισμένης της ζωής, κι έτσι εκείνη, η ισοβίτισσα, θα έχει “μερίδιο” στην ευτυχία».

«Η θητεία μας σε κοινά trainings αποτελεί τη βάση της χημείας και της συνεργασίας μας με τη Γιασεμί. Νομίζω όμως ότι η σχέση μας έχει αντέξει στο χρόνο διότι διαπνέεται από τον αέρα ελευθερίας που έχει βιώσει όποιος καλλιτέχνης είχε την τύχη να σπουδάσει την τέχνη του στη Νέα Υόρκη»

Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεστε με τη Γιασεμί Κηλαηδόνη. Πώς γνωριστήκατε και ποια στοιχεία απαρτίζουν την καλλιτεχνική χημεία σας;

«Γνωριστήκαμε στη Νέα Υόρκη το 2007-8, ενώ εγώ βρισκόμουν στο τελευταίο έτος του MFA μου στη Σκηνοθεσία στο Πανεπιστήμιο Columbia και εκείνη είχε έρθει για να μετεκπαιδευθεί ως ηθοποιός. Μας σύστησε ο πρόωρα χαμένος υπέροχος ηθοποιός Μπάμπης Γούσιας (ο οποίος είχε παίξει στην πτυχιακή μου παράσταση “Ψύλλοι στ’ αυτιά” του Φεντώ). Ένα από τα trainings που παρακολούθησε η Γιασεμί ήταν εκείνο του περίφημου SITI Company, ιδρύτρια του οποίου είναι η δασκάλα μου στη σκηνοθεσία, Anne Bogart, ηγετική μορφή του αμερικανικού θεάτρου. Είχα μάλιστα πρόσφατα την τιμή να μεταφράσω στις εκδόσεις Πατάκη το εμβληματικό για την εκπαίδευση του ηθοποιού Βιβλίο των Viewpoints της Bogart.

»Η θητεία σε κοινά trainings αποτελεί τη βάση της χημείας και της συνεργασίας μας με τη Γιασεμί – μιλάμε την ίδια γλώσσα. Νομίζω όμως ότι η σχέση μας έχει αντέξει στο χρόνο διότι διαπνέεται από τον αέρα ελευθερίας που έχει βιώσει όποιος καλλιτέχνης είχε την τύχη να σπουδάσει την τέχνη του στη Νέα Υόρκη: εκεί νιώθεις πραγματικά ελεύθερος να αφοσιωθείς στον προορισμό σου, να δουλέψεις ατελείωτα, απελευθερωμένος από στεγανά και ανασφάλειες γύρω από το σύστημα και τους μηχανισμούς του. Στη Νέα Υόρκη κρίνεσαι μόνο από το έργο σου και όχι από το όνομά σου».

Στιγμιότυπο από την παράσταση. Photo: Κέλλυ Φώσκολου

Πώς βρεθήκατε να μοιράζετε το χρόνο σας μεταξύ Αθήνας και Νέας Υόρκης; Ποια στοιχεία της νεοϋορκέζικης θεατρικής σκηνής θα θέλατε να δείτε στη χώρα μας;

«Έχοντας αποφοιτήσει με άριστα από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, έφυγα για το Παρίσι, όπου απέκτησα Μεταπτυχιακό Θεατρικών Σπουδών από τη Σορβόννη και ταυτόχρονα πτυχίο της Δραματικής Σχολής Florent. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, παρακολούθησα σεμινάρια σκηνοθεσίας και συνειδητοποίησα ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Εργάστηκα ως βοηθός σκηνοθέτη του Γιάννη Χουβαρδά στο Αμόρε, και είχα την τιμή η πρώτη μου σκηνοθεσία να γίνει δεκτή από τον Στάθη Λιβαθινό και να παρουσιαστεί στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.

»Το 2005 έδωσα εξετάσεις κι είχα την τύχη να γίνω δεκτή στο τριετές Master of Fine Arts Σκηνοθεσίας Θεάτρου του Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης, ένα από τα κορυφαία επαγγελματικά μεταπτυχιακά προγράμματα του κόσμου. Από το 2008 που αποφοίτησα (με υποτροφίες Fulbright και Κληροδοτήματος Μινωτή), διατηρώ μεν τη Νέα Υόρκη ως έδρα μου, αλλά σκηνοθετώ τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα. Όποιος έχει καταφέρει να ισορροπεί μεταξύ δύο κόσμων, θα ξέρει ότι το κλειδί βρίσκεται στο να είσαι ευγνώμων για τα θετικά και να προσπαθείς με ψυχραιμία και πειθαρχία να αντιμετωπίζεις τα αρνητικά. Είμαι τυχερή που έχω εξαιρετικούς συνεργάτες και στις δύο χώρες.

»Το νούμερο ένα στοιχείο της νεοϋορκέζικης θεατρικής σκηνής που, αν ήταν στο χέρι μου, θα “μεταφύτευα” στην Ελλάδα είναι το επάγγελμα του stage manager (διευθυντή σκηνής), το οποίο εξακολουθεί να μην είναι επαρκώς διαδεδομένο στη χώρα μας. Πρόκειται για άνθρωπο-κλειδί που, όντας υπεύθυνος για οτιδήποτε τεχνικό και διαδικαστικό, απορροφά τους κραδασμούς και δρα ως καταλύτης, αφήνοντας το πεδίο καθαρό και ασφαλές ώστε συντελεστές και ηθοποιοί να αφοσιώνονται ανενόχλητοι στο δημιουργικό τους έργο και να μην μπερδεύονται οι ειδικότητες και οι αρμοδιότητες.

»Ένα άλλο στοιχείο είναι ο βαθύς σεβασμός στη θέση και τη δουλειά του κάθε συνεργάτη. Αυτή η νοοτροπία πιστεύω ότι πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τα προγράμματα MFA, όπου κάποιος ειδικεύεται μεν στην κατεύθυνσή του (υποκριτική, σκηνοθεσία, σκηνογραφία κ.λπ.), αλλά εκπαιδεύεται και στο να συνεργάζεται με άλλες ειδικότητες».

«Τονίζω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία το πόσο ευγνώμων είμαι για τους εξαιρετικούς Έλληνες συνεργάτες μου και για την αναγνώριση της δουλειάς μου από κοινό και κριτικούς. Παρ’ όλα αυτά, θα ήμουν τυφλή αν δεν επεσήμαινα ότι πάσχουμε από την ασθένεια του νεποτισμού»

Από ποιες απόψεις υστερεί, κυρίως, η σύγχρονη ελληνική θεατρική σκηνή και πώς θα μπορούσε να συνεισφέρει διεθνώς στο θεατρικό γίγνεσθαι – χωρίς, απλά, να αναπαράγει αρχαιοελληνικά έργα;

«Ξεκινώντας από το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, νομίζω ότι η περίφημη “εξωστρέφεια” αποτελεί ζητούμενο του ελληνικού θεατρικού γίγνεσθαι εδώ και αρκετά χρόνια, και καλλιεργείται ήδη με μετακλήσεις, συνεργασίες, επιλογές έργων και συντελεστών. Τόσο “εναλλακτικά” σχήματα και χώροι όσο και κορυφαίοι θεσμοί νομίζω κινούνται ήδη προς τα εκεί. Το ελληνικό θέατρο εξακολουθεί βέβαια να ταυτίζεται με το αρχαίο δράμα στο “συλλογικό ασυνείδητο” της υφηλίου. Και αυτό είναι κατανοητό.

»Όσον αφορά το πού υστερεί η σύγχρονη ελληνική θεατρική σκηνή: έχουμε υπέροχο θέατρο, και δεν είναι κάτι πρωτότυπο αυτό που λέω. Τονίζω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία το πόσο ευγνώμων είμαι για τους εξαιρετικούς Έλληνες συνεργάτες μου και για την αναγνώριση της δουλειάς μου από κοινό και κριτικούς. Παρ’ όλα αυτά, θα ήμουν τυφλή αν δεν επεσήμαινα ότι πάσχουμε από την ασθένεια του νεποτισμού (ούτε αυτό είναι πρωτότυπο)».

Πιστεύετε στη λεγόμενη γυναικεία ματιά στη σκηνοθεσία;

«Δεν μπορώ να πω ότι με έχει απασχολήσει ο όρος. Ο τρόπος με τον οποίο έχω διαπαιδαγωγηθεί βασίζεται στην αντίληψη των έργων τέχνης με κριτήριο την αισθητική τους δύναμη, τα νοήματα που περικλείουν, την πνευματική διέγερση που προκαλούν. Κρίνω τους άλλους με βάση το έργο και τη συμπεριφορά τους, όχι το φύλο τους. Δεν ένιωσα θύμα διάκρισης στην οικογένεια, στο σχολείο, στα πανεπιστήμια όπου πήγα, στις προσωπικές μου σχέσεις, άρα δεν φέρω αυτή την οπτική και δεν τη μεταφέρω στους άλλους».

Info
«Ατσάλι», έως και Παρασκευή 03/06, Θέατρο Μεταξουργείο, Ακαδήμου 14 & Κεραμεικού, τηλ 210-5234382, www.metaxourgeiotheatre.gr. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:00. Εισιτήρια: viva.gr

Συγγραφέας: Rona Munro (Ρόνα Μονρό). Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη. Σκηνοθεσία: Νάντια Φώσκολου. Σκηνογραφία: Αλέγια Παπαγεωργίου. Ενδυματολόγος: Βασιλική Σύρμα. Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα. Μουσική: Γιάννης Καραγιάννης. Βοηθός Σκηνοθέτη: Σίμος Στυλιανού. Φωτογραφίες: Κέλλυ Φώσκολου. Ερμηνεύουν: Γιασεμί Κηλαηδόνη, Κατερίνα Παπαδάκη, Ανδρέας Κωνσταντινίδης, Ασπασία Μπατατόλη

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below