Η γενιά των γονιών των Millennials, η οποία έχει αρχίσει να φεύγει από τη ζωή, έζησε περιόδους μιας ευημερίας αδιανόητης για πολλούς από τους διαδόχους της. Ήταν αρκετό να δουλεύει οκτώ ώρες την ημέρα όχι μόνο για να βγάζει τα προς το ζην αλλά για να χτίσει σπίτια, να αγοράσει αυτοκίνητα και ό,τι άλλο ποθούσε από τον θαυμαστό κόσμο της τεχνολογίας, της μόδας και της διακόσμησης, σε μια εποχή πρωτόγνωρης άνθησης του καταναλωτισμού, ειδικά στα 80s και στα 90s.
Κουβαλούσε όμως ταυτόχρονα και το πνεύμα οικονομίας των προκατόχων της, με την έννοια ότι όταν χαλούσε κάτι προτιμούσε να το επιδιορθώσει παρά να το αντικαταστήσει – ή τουλάχιστον να το κρατήσει με τη (μάταιη, συνήθως) ελπίδα ότι θα βρει στο μέλλον τον χρόνο και τον τρόπο να το επισκευάσει. Στην Ελλάδα αυτό το πνεύμα ήρθε και έδεσε και με το λεγόμενο κατοχικό σύνδρομο και κάπως έτσι οι αποθήκες των γονιών μας γέμισαν με πράγματα που θα κληρονομήσουμε είτε το θέλουμε είτε όχι.
Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται «η μεταβίβαση πλούτου των τρισεκατομμυρίων δολαρίων», σύμφωνα με εκτιμήσεις στον Καναδά, όπως γράφει ένα σχετικό άρθρο του CBC: «Πρόκειται να είναι η μεγαλύτερη διαγενεακή μεταφορά πλούτου στην ιστορία του Καναδά». Αν και δεν περιλαμβάνει μόνο μετρητά: συχνά, έως και συνήθως, παίρνει τη μορφή τόνων από πράγματα που συσσώρευσαν οι λεγόμενοι Boomers σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, από έπιπλα μέχρι εργαλεία, ακόμα και αναλώσιμα.
H συγγραφέας Ruth Ozeki, κόρη ενός Αμερικανού και μιας Γιαπωνέζας, μοιράστηκε με το Marie Claire ως εξής την εμπειρία του ξεκαθαρίσματος της κληρονομιάς από τους γονείς της μετά τον θάνατό τους. Παρόλο που ανήκαν σε μια παλαιότερη γενιά, ταιριάζει με τα βιώματα πολλών Millennials: «Είχαν μεγαλώσει στην εποχή του Μεγάλου Κραχ και δεν πετούσαν τίποτα. Αντιμετώπιζαν τα πάντα σαν να ήταν ιδιαίτερα πολύτιμα. Για παράδειγμα, η μητέρα μου είχε ολόκληρη συλλογή από λαστιχάκια και πλαστικές σακούλες, τις οποίες κρατούσε μέχρι να σκιστούν. Τα αλουμινόχαρτα που χρησιμοποιούσε στο φαγητό τα έπλενε, τα δίπλωνε προσεκτικά και τα έβαζε ξανά στο συρτάρι. Θυμάμαι να πρέπει να πετάξω τις τραπεζικές επιταγές του πατέρα μου (τις οποίες μάζευε για περίπου εξήντα χρόνια), να τον σκέφτομαι να τις υπογράφει με τόση προσοχή και να ραγίζει η καρδιά μου. Ή μια συγκεκριμένη δερμάτινη ζακέτα της μητέρας μου, την οποία φορούσε συνέχεια. Δεν κατάφερα να πετάξω εκείνη τη ζακέτα, τη δίπλωσα και την αποθήκευσα σε μια πλαστική τσάντα που έκλεισα αεροστεγώς. Μέχρι σήμερα διατηρεί τη μυρωδιά της. Είναι σαν χρονοκάψουλα». Μάλιστα στο μυθιστόρημά της «Το βιβλίο της μορφής και του κενού» (εκδ. Κλειδάριθμος) πραγματεύτηκε και το θέμα της συσσώρευσης αντικειμένων, ειδικά όταν παίρνει διαστάσεις διαταραχής.
«Η μητέρα μου είχε ολόκληρη συλλογή από λαστιχάκια και πλαστικές σακούλες, τις οποίες κρατούσε μέχρι να σκιστούν. Τα αλουμινόχαρτα που χρησιμοποιούσε στο φαγητό τα έπλενε, τα δίπλωνε προσεκτικά και τα έβαζε ξανά στο συρτάρι».
«Αυτή η συζήτηση είναι συναισθηματική, εξαντλητική, αστεία και θλιβερή, κάποιες φορές» λέει στο CBC μια γυναίκα που πρόσφατα βοήθησε τους γονείς της να κάνουν ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα στα πράγματά τους για να μετακομίσουν σε οίκο ευγηρίας, η Kelly Smyth. «Έπρεπε να είμαι προσεκτική σε όλη τη διαδικασία, να αναζητήσω πώς, ξέρετε, θα σεβόμουν αυτά τα αντικείμενα που είχαν αγαπήσει η μαμά και ο μπαμπάς μου. Υπάρχει κάποια ενοχή όταν οι γονείς σου έχουν εκτιμήσει ή απολαύσει κάτι που θέλουν να παραμείνει στην οικογένεια ενώ εσύ όχι».
Στον Καναδά, μάλιστα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του CBC, έχει τετραπλασιαστεί το μέγεθος της αγοράς των εταιρειών που αναλαμβάνουν να κάνουν το ξεκαθάρισμα σε σπίτια ηλικιωμένων. Η επικεφαλής μιας από αυτές τις εταιρείες, Linda Chu (Out of Chaos), επιβεβαίωσε ότι σε κάποιες περιπτώσεις πρόκειται για τέτοιο όγκο δουλειάς, που επίσης μπορεί να κοστίσει μια μικρή περιουσία. Αναφέρει χαρακτηριστικά ένα σπίτι όπου μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη κόστισε στα παιδιά του 5.200 δολάρια για να αδειάσουν το υπόγειο. «Εκεί κάτω υπήρχαν ρούχα από τη δεκαετία του ‘60 έως και τη δεκαετία του ’80» λέει η Chu. «Υπήρχαν πάρα πολλά σπασμένα πράγματα. Υπήρχε ένας πολυέλαιος που δεν άντεχαν να τον πετάξουν, παρόλο που ήταν ραγισμένος».
«Εκεί κάτω υπήρχαν ρούχα από τη δεκαετία του ‘60 έως και τη δεκαετία του ’80. Υπήρχαν πάρα πολλά σπασμένα πράγματα. Υπήρχε ένας πολυέλαιος που δεν άντεχαν να τον πετάξουν, παρόλο που ήταν ραγισμένος».
Αλλά ακόμα και κάποια αντικείμενα αξίας δεν έχουν πολλές ελπίδες μεταπώλησης, καθώς από γενιά σε γενιά οι ανάγκες και η αισθητική αλλάζουν. Σύμφωνα με το άρθρο του CBC, ενώ συγκεκριμένα πράγματα, όπως εργαλεία, vintage κοσμήματα και ρολόγια υψηλής ποιότητας παραμένουν δημοφιλή, οι νεότερες γενιές δείχνουν λιγότερο ενδιαφέρον για «γυαλιστερά ντουλάπια» ή «ακριβά σετ πορσελάνης που θα χρησιμοποιήσουν μόνο στα γιορτινά τραπέζια».
Ακόμα και κάποια έπιπλα αντίκες μεταπωλούνται δύσκολα λόγω του όγκου τους, καθώς καλούνται να εγκαταλείψουν μια παλιά, ευρύχωρη μονοκατοικία και να αναζητήσουν νέο σπίτι ανάμεσα στα πολύ μικρότερα σύγχρονα διαμερίσματα.
Η συμβουλή που δίνει η Chu στους Boomers; Να αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν τα πράγματά τους, παραχωρώντας όσο είναι ακόμα εν ζωή στα παιδιά τους ό,τι θεωρούν πολύτιμο, μαζί με τις ιστορίες που τους δίνουν όχι απαραίτητα υλική αλλά ίσως συναισθηματική αξία. Έτσι, θα εξασφαλίσουν ότι τα αγαπημένα τους αποκτήματα θα έχουν την τύχη που τους αξίζει και θα απαλλάξουν τα παιδιά τους αργότερα από δυσβάστακτα διλήμματα.