Τα παιχνίδια αποτελούν τεκμήρια της ιστορίας ενός πολιτισμού όπως εξελίσσεται στην πάροδο των χρόνων. Απεικονίζουν τις εκάστοτε κοινωνικοοικονομικές, ακόμα και πολιτικές συνθήκες, τα καλλιτεχνικά κινήματα, την αισθητική, τα ήθη, τα έθιμα, τις δεισιδαιμονίες του.
Αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μια μικρογραφία της κοινωνίας. Επομένως το Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά αλλά σε όποιον γοητεύεται από τα ταξίδια πίσω στον χρόνο. Είναι μάλιστα τέτοιος ο πλούτος των εκθεμάτων και των πληροφοριών του, που κάθε επισκέπτης αποκομίζει μια εντελώς διαφορετική εμπειρία και σε κάθε επίσκεψη ανακαλύπτει κάτι καινούριο. Είναι ένα κυνήγι θησαυρού χωρίς όριο ηλικίας.
Το Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά αλλά σε όποιον γοητεύεται από τα ταξίδια πίσω στον χρόνο. Είναι μάλιστα τέτοιος ο πλούτος των εκθεμάτων και των πληροφοριών του, που κάθε επισκέπτης αποκομίζει μια εντελώς διαφορετική εμπειρία και σε κάθε επίσκεψη ανακαλύπτει κάτι καινούριο.
Παρόλο λοιπόν που δεν ήταν η πρώτη φορά που το επισκεφτήκαμε με τον εννέα ετών γιο μου, σε μια κυριακάτικη γιορτή για τα εγκαίνια της αποκλειστικής συνεργασίας του με το Δειπνοσοφιστήριο, οι εκπλήξεις διαδέχτηκαν η μία την άλλη.
Ξεκίνησαν γευστικά, στον κήπο του μουσείου, με τη χαρακτηριστική πλέον κίτρινη καντίνα, ολόδροσο ακόμα και σε εκείνη τη ζεστή ημέρα στις αρχές του φθινοπώρου, με παγωτά, ποπκόρν, finger food, κοκτέιλ κρασιού για τους γονείς και χειροποίητες λεμονάδες για τα παιδιά.
Συνεχίστηκαν στην ταράτσα, με τη μαγευτική θέα που φτάνει μέχρι τη Μαρίνα Φλοίσβου και τη θάλασσα και τους δύο πύργους, ο ένας εκ των οποίων άνοιξε μόλις τον Μάιο του 2024, ανήμερα της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων, ως εκθετήριο που φιλοξενεί τέσσερα κουκλόσπιτα: ένα βελγικό του 1885, δύο αγγλικά –ένα των αρχών του 20ου αιώνα και ένα ακόμα του ’40 με επιρροές από τον Μοντερνισμό του Μεσοπολέμου– και ένα ελβετικό του ’20 με στοιχεία Αρ Ντεκό και Μπαουχάους. Μινιατούρες με λεπτομερείς αναπαραγωγές αρχιτεκτονικών, διακοσμητικών στοιχείων αλλά και τρόπων ζωής, χρονοκάψουλες από διαφορετικές εποχές και περιοχές.
Από την ταράτσα κατεβήκαμε στο ισόγειο και στο υπόγειο επίπεδο, που φιλοξενούν τα περισσότερα εκθέματα, χιλιάδες παιχνίδια από την αρχαιότητα μέχρι το 1970, από την Ελλάδα, την Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική και χώρες της Ανατολής.
Στη διάρκεια της ξενάγησης σταθήκαμε πολλές φορές στις διακοσμητικές λεπτομέρειες του εκλεκτικιστικού κτιρίου. Χτίστηκε μεταξύ του 1897 και του 1900, συνδυάζοντας στοιχεία γοτθικού ρυθμού με αναφορές στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα αλλά και Μπαρόκ και Αρ Νουβό στις εσωτερικές οροφογραφίες και τοιχογραφίες.
Το ισόγειο και το υπόγειο επίπεδο φιλοξενούν τα περισσότερα εκθέματα, χιλιάδες παιχνίδια από την αρχαιότητα μέχρι το 1970, από την Ελλάδα, την Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική και χώρες της Ανατολής.
Γνωστό στο παρελθόν ως Οικία Κουλούρα, δωρίστηκε στο Μουσείο Μπενάκη από τη Βέρα Κουλούρα σύμφωνα με την επιθυμία του συζύγου της, Αθανάσιου Κουλούρα, και στέγασε τη συλλογή παιχνιδιών της Μαρίας Αργυριάδη, μια από τις δέκα καλύτερες της Ευρώπης.
Η Μαρία Αργυριάδη έζησε μια ζωή ανάμεσα, και μέσα, στα παιχνίδια. Ερευνήτρια, συντηρήτριά τους και συγγραφέας πολλών σχετικών βιβλίων, σύζυγος παλαιοπώλη, άρχισε να τα συλλέγει με αφετηρία ένα παλιό αρκουδάκι που εντόπισε στο γιουσουρούμ της πλατείας Αβησσυνίας το ’70. Ξεκίνησε από τα ευρωπαϊκά παιχνίδια και επεκτάθηκε στα ελληνικά μετά την παρότρυνση μιας άλλης ερευνήτριας, της Dorothy Coleman, την οποία συνάντησε σε ένα συνέδριο για την κούκλα στο εξωτερικό, τη δεκαετία του ‘80.
Έκτοτε περιπλανήθηκε, από χωριό σε χωριό, από σπίτι σε σπίτι, συλλέγοντας παιχνίδια και ζητώντας από τους ιδιοκτήτες τους να μοιραστούν τις ιστορίες του. Δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα στα λαϊκά παιχνίδια που έβρισκε κάποιος στους πάγκους των πλανόδιων μικροπωλητών στα πανηγύρια και στα πολυτελή της αστικής τάξης. Κάθε εύρημα ήταν πολύτιμο και όλα είχαν κάτι ενδιαφέρον να αφηγηθούν.
Η Μαρία Αργυριάδη έζησε μια ζωή ανάμεσα, και μέσα, στα παιχνίδια. Ερευνήτρια, συντηρήτριά τους και συγγραφέας πολλών σχετικών βιβλίων, σύζυγος παλαιοπώλη, άρχισε να τα συλλέγει με αφετηρία ένα παλιό αρκουδάκι που εντόπισε στο γιουσουρούμ της πλατείας Αβησσυνίας το ’70.
Η ιδέα της ίδρυσης ενός μουσείου παιχνιδιών υπήρξε καρπός της μακροχρόνιας φιλίας της με τον Άγγελο Δεληβορριά, διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη επί 41 χρόνια (μέχρι τον θάνατό του το 2018). Ρίχτηκε στην υλοποίησή της με πάθος, για δεκαετίες, και ευτυχώς πρόλαβε να δει το Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών να ανοίγει τις πόρτες του, τον Οκτώβριο του 2017, προτού φύγει κι εκείνη από τη ζωή την επόμενη χρονιά. Η μνήμη της, ωστόσο, επιβιώνει μέχρι σήμερα σε κάθε γωνιά.
Στα εκθέματα πρόλαβε να προσθέσει πιστές αναπαραγωγές παλιών ελληνικών λαϊκών παιχνιδιών, που έφτιαξαν, μετά από πρωτοβουλία του μουσείου, ηλικιωμένοι από ΚΑΠΗ όλης της χώρας, ζωντανεύοντας έτσι αγαπημένες παιδικές μνήμες και κληροδοτώντας στις επόμενες γενιές ένα κομμάτι της παράδοσης που, διαφορετικά, μπορεί να περνούσε στη λήθη.
Πιστές αναπαραγωγές παλιών ελληνικών λαϊκών παιχνιδιών έγιναν, μετά από πρωτοβουλία του μουσείου, από ηλικιωμένους από ΚΑΠΗ όλης της χώρας, ζωντανεύοντας έτσι αγαπημένες παιδικές μνήμες.
Ανάμεσα στα παιχνίδια στα οποία στάθηκα λίγο περισσότερο στην ξενάγηση ήταν οι κούκλες του «Κουκλοθέατρου της Αντίστασης» του Νίκου Ακίλογλου, μέλους της ελληνικής Αντίστασης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που περιόδευε στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας» δίνοντας παραστάσεις με χαρακτήρες όπως ο Χιτλερίδης και ο Μισιλίνης – και επιβεβαιώνοντας, για ακόμα μία φορά, ότι η δίψα για τέχνη δεν σβήνει ούτε κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, ίσως μάλιστα τότε να είναι ακόμα πιο έντονη.
Στις προθήκες που αναπαριστούν πάγκους των θρησκευτικών πανηγυριών του παρελθόντος, ξέχειλους από υφασμάτινα, ξύλινα, τσίγκινα, πήλινα και γύψινα παιχνίδια, πολύ πριν από την επέλαση του πλαστικού στην παιχνιδοβιομηχανία, την παράσταση κλέβει το οπτικό παιχνίδι πανόραμα, ένας κύλινδρος-χειροκίνητη εκδοχή του κινηματογράφου (κάποιοι πιστεύουν μάλιστα ότι οδήγησε στην εφεύρεσή του), καθώς με την ταχεία περιστροφή του δίνει την εντύπωση της κίνησης στις φιγούρες στην επιφάνειά του.
Παιχνίδια φτιαγμένα από στελέχη καλαμποκιού, ψάθα, κομμάτια επίπλων ή καυσόξυλα αναδεικνύουν την ευρηματικότητα των οικογενειών ακόμα και σε εποχές ακραίας ανέχειας.
Χάρτινα θέατρα, που ξεκίνησαν ως αναμνηστικά παραστάσεων και εξελίχθηκαν σε παιδικά παιχνίδια, υπενθυμίζουν τη βαθιά έμφυλη ανισότητα του παρελθόντος, δεδομένου ότι προορίζονταν αποκλειστικά για αγόρια.
Χάρτινα θέατρα, που ξεκίνησαν ως αναμνηστικά παραστάσεων και εξελίχθηκαν σε παιδικά παιχνίδια, υπενθυμίζουν τη βαθιά έμφυλη ανισότητα του παρελθόντος, δεδομένου ότι προορίζονταν αποκλειστικά για αγόρια.
Ένα καράβι, εκπληκτικά λεπτομερές στην κατασκευή του, μας μεταφέρει στα Χριστούγεννα του χτες, όταν τα παιδιά δεν στόλιζαν ακόμα έλατα.
Και δύο μαύρες κουτσούνες, παλιές ελληνικές κούκλες, φέρνουν στην επιφάνεια την ιστορία των νταντάδων που έφταναν στη Σαντορίνη από την Αφρική με τα καράβια των εμπόρων για να εργαστούν σε εύπορες οικογένειες του νησιού.
Νομίζω ότι το Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών δεν έχει κατακτήσει ακόμα τη θέση που του αξίζει ανάμεσα στους πολιτιστικούς προορισμούς της Αθήνας, τόσο για τους κατοίκους της όσο και για επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Ελπίζω ότι αυτό θα αλλάξει, ειδικά καθώς αναπτύσσεται το παραλιακό μέτωπο.
Σε κάθε περίπτωση, επισκεφτείτε το, ανεπιφύλακτα. Ιδανικά, οι γονείς και οι δάσκαλοι, σε συνδυασμό με ένα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τις ξεναγήσεις που οργανώνονται συστηματικά για παιδιά. Ανεξαρτήτως οικογενειακής κατάστασης και επαγγελματικής ιδιότητας, σε μια ομαδική ξενάγηση για ενήλικες (κατόπιν συνεννόησης με το μουσείο). Θα ανακαλύψετε έναν μαγικό κόσμο όπου το παραμύθι συναντά την πραγματικότητα, στον οποίο θα θέλετε να επιστρέφετε ξανά και ξανά.
Info
Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών, Λεωφ. Ποσειδώνος 14 & Τρίτωνος 1, Παλαιό Φάληρο, τηλ.: 212 6875280, email: toy-museum@benaki.org, www.benaki.org
Ωράριο λειτουργίας: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή:10:00 – 18:00. Κλειστό: Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και τον Αύγουστο.
Περισσότερα για το οπτικό παιχνίδι πανόραμα, στο παρακάτω βίντεο: