«Στο άρθρο με τίτλο “Οικογενειακή προσέγγιση όσον αφορά τα εγγόνια των επιζώντων του Ολοκαυτώματος” (American Journal of Psychotherapy, τόμος 57, αρ. 4, 2003), οι συγγραφείς παραθέτουν μια σειρά κλινικών παρατηρήσεων που αφορούν οικογένειες επιζώντων του Ολοκαυτώματος, κατά τη διάρκεια θεραπευτικών συνεδριών. Συμπεραίνουν πως τα παιδιά όσων επέζησαν από το Ολοκαύτωμα είναι περισσότερο ευάλωτα σε ψυχικές διαταραχές, όπως και στη διαταραχή μετατραυματικού στρες, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό».
Με αυτή την παράγραφο, για το λεγόμενο διαγενεακό τραύμα που «έχει καταγραφεί σε πληθώρα ανθρώπων: απογόνους σκλάβων, επιζώντες πολέμου, θύματα κακοποίησης», αρχίζει ένα κεφάλαιο από τις «Περιπλανώμενες ψυχές» (εκδ. Διόπτρα, σειρά Φωνές του Κόσμου), μυθιστόρημα που συνδυάζει διαφορετικά είδη γραφής – κάποια, όπως αυτό, προσομοιάζουν με επιστημονικά και δημοσιογραφικά άρθρα.
Η συγγραφέας του, Cecile Pin, δεν είναι απόγονος επιζησάντων του Ολοκαυτώματος αλλά επίσης κουβαλάει μια βαριά οικογενειακή ιστορία. Η μητέρα της κατάφερε να δραπετεύσει από το μεταπολεμικό Βιετνάμ και να γίνει πρόσφυγας στην Ευρώπη, αλλά δεν συνέβη το ίδιο με τους γονείς της μητέρας της και τα τέσσερα μικρότερα αδέρφια της, τους παππούδες και τους θείους της Cecile, που έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια. «Γενικά είμαι αρκετά αγχώδης, αν και είναι δύσκολο να καταλάβω κατά πόσον αυτό συνδέεται με το διαγενεακό τραύμα. Είναι πιθανό όμως η μητέρα μου να μου μετέφερε το άγχος της. Νομίζω ότι συμβαίνει με πολλά παιδιά προσφύγων» λέει η νέα δημιουργός στο Marie Claire Greece.
Η μητέρα της κατάφερε να δραπετεύσει από το μεταπολεμικό Βιετνάμ και να γίνει πρόσφυγας στην Ευρώπη, αλλά δεν συνέβη το ίδιο με τους γονείς της μητέρας της και τα τέσσερα μικρότερα αδέρφια της, που έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια.
Η ίδια γεννήθηκε στο Παρίσι αλλά σε ηλικία εννέα ετών μετακόμισε με την οικογένειά της στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε για τέσσερα χρόνια και έμαθε πολύ καλά αγγλικά. Αργότερα επέστρεψε στο Παρίσι για να ξαναφύγει, στα 18 της, για σπουδές στο Λονδίνο, που εδώ και περίπου μία δεκαετία έχει γίνει η έδρα της. Οι πολυπολιτισμικές καταβολές της, τις οποίες σήμερα αποκαλεί «προνόμιο», τη βοήθησαν να ολοκληρώσει το λογοτεχνικό ντεμπούτο της, ένα έργο που ισορροπεί με δεξιοτεχνία ανάμεσα στη συλλογική τραγωδία και την προσωπική ελπίδα και δύναμη, με έμπνευση από την οικογενειακή ιστορία της αλλά και αρκετές διαφοροποιήσεις από αυτήν.
Στο μυθιστόρημα, όταν τα τελευταία αμερικανικά στρατεύματα αποχωρούν από το Βιετνάμ, η Αν και τα αδέλφια της, ο Ταν και ο Μιν, μπαίνουν σε μια βάρκα για το Χονγκ Κονγκ, με την υπόσχεση ότι οι γονείς και τα μικρότερα αδέλφια τους θα ακολουθήσουν σύντομα. Η υπόλοιπη οικογένεια όμως δεν θα τα καταφέρει… Καταλήγουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, περνώντας από υπερπλήρη στρατόπεδα και καταυλισμούς προσφύγων, για να εγκατασταθούν τελικά σε ένα αφιλόξενο Λονδίνο που μαστίζεται από την κοινωνική ανισότητα. Καθώς ωριμάζουν, καθένας τους αναμετριέται με την ενοχή του επιζώντος με τον δικό του τρόπο.
Στην αληθινή οικογενειακή ιστορία της Cecile, «όταν η μαμά μου έφυγε από το Βιετνάμ πρώτα πήγε σε έναν καταυλισμό στην Ταϊλάνδη και μετά εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Αλλά αποφάσισα να τοποθετήσω τη δράση του βιβλίου στη Βρετανία γιατί μού έδινε μεγαλύτερη ελευθερία το να χτίσω μια δική μου ιστορία και δικούς μου χαρακτήρες. Επιπλέον, δεν υπάρχουν πολλά βιβλία για τους Βιετναμέζους πρόσφυγες στη Βρετανία.
»Η μητέρα μου δεν μιλούσε για την ιστορία της οικογένειάς της, νομίζω ότι ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ταμπού. Κι εγώ ποτέ δεν τολμούσα να τη ρωτήσω πάρα πολλά, κατανοούσα ότι ήταν επώδυνο για εκείνη. Έτσι πολλά από όσα έμαθα τα έμαθα αποσπασματικά – από ένα γεγονός που θα μου αφηγούταν η μητέρα μου μια μέρα και ένα άλλο που θα μου έλεγε ο πατέρας μου μετά από έναν χρόνο – και από την προσωπική μου έρευνα. Αποσπασματική είναι και η αφήγηση στο βιβλίο επειδή με αυτό τον τρόπο έμαθα για την οικογενειακή ιστορία μου».
«Η μητέρα μου δεν μιλούσε για την ιστορία της οικογένειάς της, νομίζω ότι ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ταμπού. Κι εγώ ποτέ δεν τολμούσα να τη ρωτήσω πάρα πολλά, κατανοούσα ότι ήταν επώδυνο για εκείνη. Έτσι πολλά από όσα έμαθα τα έμαθα αποσπασματικά – από ένα γεγονός που θα μου αφηγούταν η μητέρα μου μια μέρα και ένα άλλο που θα μου έλεγε ο πατέρας μου μετά από έναν χρόνο – και από την προσωπική μου έρευνα».
Όταν έδωσε στη μητέρα της ένα από τα πρώτα αντίτυπα του μυθιστορήματός της, ενώ εκείνη άρχισε να το διαβάζει η Cecile την παρακολουθούσε, διακριτικά, από ένα άλλο δωμάτιο, περιμένοντας με αγωνία τις αντιδράσεις της. «Μίλησε πρώτα με την αδερφή μου και της είπε ότι το απολαμβάνει. Ήταν ένα συναισθηματικά δύσκολο για εκείνη ανάγνωσμα, αλλά όταν το ολοκλήρωσε μου είπε ότι χαίρεται που τελειώνει με μια νότα ελπίδας. Για μένα ήταν σημαντικό να μην εστιάσω υπερβολικά στα τραυματικά γεγονότα αλλά να δείξω και κάποιες χαρές, χαίρομαι που και η μητέρα μου το εισέπραξε αυτό».
Υπάρχει, ωστόσο, ένα κεφάλαιο, γραμμένο σε μορφή άρθρου εφημερίδας, που δοκιμάζει τα όρια της ευαισθησίας του αναγνώστη, παρά τις αποστάσεις που παίρνει από τα γεγονότα. Περιγράφει τον βιασμό 37 γυναικών προσφύγων από το Βιετνάμ στη Νήσο Κο Κρα στην Ταϊλάνδη τον Νοέμβριο του 1979. «Ορισμένες γυναίκες κατέφυγαν σε σπηλιές, όπου και κρύφτηκαν, με το νερό να τους φτάνει μέχρι τη μέση και τα πόδια τους να κατατρώγονται από τα καβούρια» γράφει στο βιβλίο. «Μία από τις επιζήσαντες βεβαιώνει πως είδε με τα μάτια της έναν ψαρά να βάζει φωτιά σε μια συστάδα θάμνων και τις γυναίκες που κρύβονταν εκεί να τρέχουν αλλόφρονες, ουρλιάζοντας καθώς καίγονταν».
Ένα κεφάλαιο, γραμμένο σε μορφή άρθρου εφημερίδας, περιγράφει τον βιασμό 37 γυναικών προσφύγων από το Βιετνάμ στη Νήσο Κο Κρα στην Ταϊλάνδη τον Νοέμβριο του 1979.
«Αυτή η ιστορία είναι αληθινή» με διαβεβαιώνει η Cecile. «Την ανακάλυψα ενώ έκανα την έρευνά μου. Διάβασα κάποια άρθρα εφημερίδων που εξηγούσαν τι είχε συμβεί σε εκείνο το φοβερό νησί. Ήταν δύσκολο για εμένα να μαθαίνω αυτά τα πράγματα και μετά αισθάνθηκα την ευθύνη της επιλογής του αν θα έβαζα κάτι στο βιβλίο και τι. Ένας από τους λόγους που αποφάσισα να γράψω το κεφάλαιο σε μορφή δημοσιογραφικού άρθρου ήταν για να το κάνω κάπως λιγότερο φορτισμένο συναισθηματικά, να ορθώσω ένα τείχος προστασίας ανάμεσα στον αναγνώστη και το κείμενο. Αν το έγραφα με αφηγήτρια κάποια από εκείνες τις γυναίκες η ανάγνωσή του θα ήταν ιδιαίτερα δυσβάστακτη, νομίζω».
Ανάμεσα στις προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει η μητέρα της μετά την εγκατάστασή της στη Βρετανία ως πρόσφυγας από το Βιετνάμ, πέρα από τις τραυματικές αναμνήσεις της, ήταν ο ρατσισμός. Η Cecile θυμάται να κυκλοφορεί μαζί της, για παράδειγμα σε καταστήματα ή στον δρόμο, και κάποιοι να αντιμετωπίζουν τη μαμά της «με άσχημο τρόπο».
Αν εξαιρέσουμε την περίοδο της πανδημίας και της εξάπλωσης, μαζί με τον νέο ιό, ενός αντι-ασιατικού κλίματος στην Ευρώπη, η ίδια έχει έρθει αντιμέτωπη με λιγότερα και μάλλον πιο ακίνδυνα φυλετικά στερεότυπα – όπως με την υπόθεση που κάνουν αυτομάτως κάποιοι που τη συναντούν για πρώτη φορά ότι είναι Κινέζα, σαν να μην υπάρχει άλλη χώρα στην Ασία. Επιπλέον, όπως διευκρινίζει, καθώς σε αντίθεση με τη μητέρα της είναι μόνο κατά το ήμισυ ασιατικής καταγωγής «κάποιες φορές περνάω και σαν λευκή».
«Οι φίλοι μου και οι γνωστοί μου είναι σήμερα πιο ανοιχτοί στους μετανάστες και στους πρόσφυγες» προσθέτει για τον ρατσισμό στις νεότερες γενιές, για να συμπληρώσει ωστόσο πως «είναι δύσκολο να δω τη μεγαλύτερη εικόνα – δεν ξέρω, για παράδειγμα, πώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα». Πάντως στην εισαγωγή που έγραψε ειδικά για την ελληνική έκδοση του βιβλίου αναγνωρίζει πως «στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, η Ελλάδα έγινε μια χώρα μεταναστών τόσο προς όσο και από το εξωτερικό. Μια χώρα η οποία βίωσε το τραύμα του πολέμου και της φυγής και, τα τελευταία χρόνια, μετατράπηκε σε καταφύγιο για τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο. Το γεγονός πως το βιβλίο μου είναι διαθέσιμο εδώ με συγκινεί βαθιά και με γεμίζει ταπεινότητα».
«Στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, η Ελλάδα έγινε μια χώρα μεταναστών τόσο προς όσο και από το εξωτερικό. Μια χώρα η οποία βίωσε το τραύμα του πολέμου και της φυγής και, τα τελευταία χρόνια, μετατράπηκε σε καταφύγιο για τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο».
Όταν τη ρωτάω αν έχει δεχθεί διακρίσεις ως νέα γυναίκα συγγραφέας, η θετική απάντηση έρχεται με μεγαλύτερη σιγουριά: «Μπορεί αυτές οι διακρίσεις να μην είναι πολύ ξεκάθαρες, αλλά πιστεύω ότι κάποιες φορές μάς υποτιμούν. Προσωπικά, έχω νιώθει να με αντιμετωπίζουν υποτιμητικά αρκετές φορές στη ζωή μου, αλλά γενικά είμαι πολύ χαρούμενη με την ανταπόκριση που είχαν οι “Περιπλανώμενες Ψυχές” και προσπαθώ, απλά, να χρησιμοποιώ την υποτίμησή μας από ένα συγκεκριμένο είδος ανθρώπων ως κινητήριο δύναμη για να γίνομαι όλο και καλύτερη».