Αν τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, η Simone de Beauvoir είχε διαχρονική νεότητα, κρίνοντας από το πορτρέτο της συγγραφέα, φιλοσόφου και ακτιβίστριας με την κορδέλα στα μαλλιά και το σπινθηροβόλο βλέμμα που τράβηξε η Martine Franck στο Παρίσι, στις 15 Μαρτίου 1979, σε μια συνέντευξη Τύπου μετά τη δημιουργία της Διεθνούς Επιτροπής για τα Δικαιώματα των Γυναικών (CIDF).

«Παρουσιάζει, νομίζω, την ήρεμη δύναμη της Beauvoir», σχολιάζει στο Marie Claire η Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, υπεύθυνη Συλλογής του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, η οποία θεωρεί αυτή τη φωτογραφία την πλέον εμβληματική εικόνα από όσες κατέγραψε η Βελγίδα φωτογράφος από το φεμινιστικό κίνημα – και είναι πολλές: σε άλλες βλέπουμε, για παράδειγμα, γυναίκες να διαδηλώνουν, στη Γαλλία αλλά και στις ΗΠΑ, διεκδικώντας ισότητα και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, αλλά και να ασκούν, θαρραλέα, «ανδρικά» επαγγέλματα.

Ο φεμινισμός είναι μία από τις έξι θεματικές που απασχόλησαν έντονα τη Franck σε όλη τη διάρκεια της ζωής της και που καλύπτονται σε μια νέα αναδρομική έκθεση, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο, με τίτλο «Κοιτάζοντας τους άλλους», σε επιμέλεια του Clément Chéroux, του διευθυντή του Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson στο Παρίσι. Οι άλλες πέντε είναι οι ηλικίες της ζωής (παιδικά χρόνια, μύηση, γηρατειά), τα επαγγέλματα (εργατικό δυναμικό, εργάτες της θάλασσας, δημόσια πρόσωπα), τα πολιτικά θέματα (διαδηλώσεις, ναός Σαιν Μπερνάρ, καταναλωτισμός), οι χώροι αναπαράστασης και κάποιες «τοπιογραφικές σκέψεις» της.

Τις αξίες του φεμινισμού προσπαθούσε να εφαρμόσει και στην προσωπική ζωή της, με την υποστήριξη μάλιστα και του συζύγου της, Henri-Cartier Bresson, κατά την κ. Κουτσομάλλη-Moreau: «Μόνο τεράστιο θαυμασμό για τη δουλειά της είχε εκφράσει ο Bresson. Και νομίζω ότι την περίοδο που τη γνώρισε άφησε σιγά σιγά τη φωτογραφία για να αφοσιωθεί στο σχέδιο σαν να της παρέδιδε, συμβολικά, τη σκυτάλη».

«Μόνο τεράστιο θαυμασμό για τη δουλειά της Franck είχε εκφράσει ο Bresson. Και νομίζω ότι την περίοδο που τη γνώρισε άφησε σιγά σιγά τη φωτογραφία για να αφοσιωθεί στο σχέδιο σαν να της παρέδιδε, συμβολικά, τη σκυτάλη», Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau

Ωστόσο τα έμφυλα στερεότυπα της εποχής τους αποδείχθηκαν τόσο ισχυρά, ώστε εκείνη δεν κατάφερε ποτέ να βγει εντελώς από τη σκιά του και να κατακτήσει τη φήμη και την υστεροφημία που της άξιζε. «Θα έλεγα ότι η Franck περισσότερο αδικήθηκε παρά ευνοήθηκε από τη σχέση της με τον Bresson. Ναι μεν εκείνος της σύστησε πολλούς ανθρώπους του χώρου της φωτογραφίας, αλλά η Franck μειώθηκε στον ρόλο της συζύγου του» σύμφωνα με την κ. Κουτσομάλλη-Moreau.

Martine Franck, Πούρι, Ινδία, 1980. © Martine Franck / Magnum Photos

Καθώς μάλιστα ο Bresson ήταν μεγαλύτερός της κατά τριάντα χρόνια, η Franck, σε μια περίοδο της ζωής της που θα μπορούσε να συνεχίσει να είναι επαγγελματικά ενεργή, στράφηκε στη φροντίδα του. Ενώ από το 2002, που ίδρυσε, μαζί με τον Bresson και τη μοναχοκόρη τους, Melanie, το Ίδρυμα Henri Cartier-Bresson, μέχρι τον θάνατό της (2012), αφοσιώθηκε σε μεγάλο βαθμό στη λειτουργία του. Η διατήρηση και η ανάδειξη του έργου του φαίνεται πως την απασχόλησαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε «δεν σκέφτηκε καν να προσθέσει στο ίδρυμα το δικό της όνομα. Νομίζω ότι αν η Franck δεν είχε βρεθεί πλάι στον Bresson θα είχε ξεχωρίσει περισσότερο» καταλήγει η κ. Κουτσομάλλη-Moreau.

Έστω κι έτσι, η διαδρομή της ζωής της ήταν συναρπαστική. Απόγονος μιας ευκατάστατης οικογένειας που είχε κάνει περιουσία από την εμπορία επίπλων και την εσωτερική διακόσμηση, η Franck, που γεννήθηκε το 1938 στην Αμβέρσα του Βελγίου, με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφυγε με τη μητέρα και τον αδελφό της στη Νέα Υόρκη, για να επιστρέψει στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα στο Λονδίνο, μετά το τέλος του.

Απόγονος μιας ευκατάστατης οικογένειας που είχε κάνει περιουσία από την εμπορία επίπλων και την εσωτερική διακόσμηση, η Franck, που γεννήθηκε το 1938 στην Αμβέρσα του Βελγίου, με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέφυγε με τη μητέρα και τον αδελφό της στη Νέα Υόρκη.

Στη μαγεία των εικαστικών μυήθηκε εξ απαλών ονύχων, και από τους δύο γονείς της. Ο πατέρας της, φιλότεχνος και συλλέκτης, την έπαιρνε μαζί του σε μουσεία και γκαλερί, ενώ την περίοδο που η Franck πέρασε ως οικότροφος σε σχολεία η μητέρα της τής έστελνε συχνά καρτ ποστάλ που απεικόνιζαν πίνακες ζωγραφικής. Μετά την αποφοίτησή της από το σχολείο επέλεξε να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης, πρώτα στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και μετά στη Σχολή του Λούβρου.

Το 1963 έβαλε στη βαλίτσα της μια Leica που είχε δανειστεί από τον ξάδερφό της και ξεκίνησε μόνη για ένα ταξίδι στην Ανατολή που θα άλλαζε τη ζωή της. Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, περιστασιακά με τη συνοδεία μιας αγαπημένης φίλης, της Ariane Mnouchkine, ταξίδεψε στην Κίνα, την Ιαπωνία, την Καμπότζη, την Ταϊλάνδη, το Νεπάλ, την Ινδία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Ιράν, την Τουρκία, την Ελλάδα και την Ιταλία. «Εκεί ήταν που συνειδητοποίησα την επιθυμία μου να γίνω φωτογράφος» θα θυμόταν αργότερα η ίδια (όλες οι μαρτυρίες της σε αυτό το άρθρο προέρχονται από τον κατάλογο της νέας, αναδρομικής έκθεσής της).

Martine Franck, Ο τούλκου Khentrul Lodro Rabsel, 12 ετών, με τον πνευματικό του σύμβουλο Lhagyel, Μονή Ζεχέν, Μποντνάθ, Νεπάλ, 1996. © Martine Franck / Magnum Photos

Μετά την επιστροφή της στο Παρίσι άρχισε πρακτική άσκηση ως φωτογράφος στην εκδοτική και διαφημιστική εταιρεία Time Life, όπου «αισθάνθηκα ότι είχα βρει τον προορισμό μου». Την ίδια εποχή η Mnouchkine ίδρυσε το συνεταιριστικό Θέατρο του Ήλιου, με το οποίο η Franck ξεκίνησε μια συνεργασία που έμελλε να εκτυλιχθεί στην πλέον μακροχρόνια της ζωής της, στη διάρκεια της οποίας φωτογράφισε όλα τα στάδια παραγωγής μιας θεατρικής παράστασης.

Ίσως η πλέον αναγνωρίσιμη φωτογραφία της να είναι αυτή που έγινε και το διαβατήριό της για το φωτορεπορτάζ και το περιοδικό Life. Στη «Βιβλιοθήκη για παιδιά» (1965), από την Κλαμάρ, στη Γαλλία, έχει τραβήξει μια σκάλα από κάτω, αναδεικνύοντας το ελικοειδές σχήμα της, γύρω από την οποία παρατάσσονται δεκάδες παιδικά κεφαλάκια που την κοιτούν με περιέργεια. Αυτή είναι και μια από τις αγαπημένες της κ. Κουτσομάλλη-Moreau από το έργο της Franck, την οποία επέλεξε να τοποθετήσει στο γραφείο της, στο κτίριο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στο Παγκράτι, πριν από χρόνια, όταν ακόμη αγνοούσε ποιος την είχε τραβήξει. Το ίδιο ισχύει και για μια δεύτερη που διάλεξε για τον επαγγελματικό χώρο της, το «Γηροκομείο» (1975, Ιβρύ-συρ-Σεν, Γαλλία), όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα κάνει με το χέρι της μια παιχνιδιάρικη χειρονομία που σχηματίζει τον φωτογραφικό φακό. Η επιμελήτρια ξεχώρισε αυτά τα δύο έργα της Franck από τότε που δεν ήξερε ακόμα ότι ανήκαν στην ίδια φωτογράφο, γιατί, όπως εκτιμά εκ των υστέρων, δείχνουν το ταλέντο της «να αναδεικνύει την τρυφερότητα και της παιδικής και της τρίτης ηλικίας».

Ίσως η πλέον αναγνωρίσιμη φωτογραφία της να είναι αυτή που έγινε και το διαβατήριό της για το φωτορεπορτάζ και το περιοδικό Life. Στη «Βιβλιοθήκη για παιδιά» (1965), από την Κλαμάρ, στη Γαλλία, έχει τραβήξει μια σκάλα από κάτω, αναδεικνύοντας το ελικοειδές σχήμα της, γύρω από την οποία παρατάσσονται δεκάδες παιδικά κεφαλάκια που την κοιτούν με περιέργεια.

Το 1966, που άρχισε η συνεργασία της Frank με το «Life», γνωρίστηκε με τον Henri Cartier-Bresson μέσω ενός κοινού γνωστού, του φωτογράφου Gjon Mili. Η μεγάλη διαφορά ηλικίας τους αλλά και το γεγονός ότι ο Bresson ήταν διαζευγμένος δεν τους εμπόδισε να γίνουν ζευγάρι και, τέσσερα χρόνια μετά, να παντρευτούν. «Ο πατέρας μου μού είπε ότι έπαιρνα μεγάλο ρίσκο. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Ο Henri με ενθάρρυνε πάντα να δουλεύω. Η διαφορά ηλικίας δεν άφηνε κανένα περιθώριο για ανταγωνισμό. Δεν ένιωσα ποτέ ότι θυσιάστηκα. Ο Henri έπλενε τα πουκάμισά του, έφτιαχνε τις βαλίτσες του. Δεν με έβαλε ποτέ στο περιθώριο» είχε πει σχετικά η Franck.

Martine Franck, Βιβλιοθήκη για παιδιά, Κλαμάρ, Γαλλία, 1965. © Martine Franck / Magnum Photos

Σε κάθε περίπτωση, μετά τον γάμο τους η Franck βίωσε την πιο δραστήρια και δημιουργική περίοδό της. Συνεργάστηκε με τα φωτογραφικά πρακτορεία Holmes-Lebel και Vu, συνίδρυσε το Viva και το 1980 έγινε δεκτή στο Magnum – μια από τις ελάχιστες γυναίκες με αυτή την επιτυχία. Φωτογράφισε διαδηλώσεις διεκδίκησης γυναικείων, μαθητικών και εργατικών δικαιωμάτων. Φωτογράφισε την Μπιενάλε της Βενετίας και άλλες καλλιτεχνικές διοργανώσεις. Φωτογράφισε προσωπικότητες όπως ο ζωγράφος Marc Chagall, ο φιλόσοφος Michel Foucault, η σκηνοθέτιδα Agnes Varda, αλλά και ανώνυμους ανθρώπους, παιδιά, ηλικιωμένους, καθώς και καθαρίστριες, χορεύτριες, πόρνες από το 16ο Διαμέρισμα του Παρισιού, «όλους αυτούς που αποκαλούμε “αόρατους” γιατί περνούν πολύ διακριτικά από την κοινωνία μας» κατά την κ. Κουτσομάλλη-Moreau.

Φωτογράφισε τον Yves Saint Laurent κατά την προετοιμασία της επόμενης κολεξιόν του (1977) και δημοσίευσε εκείνη τη σειρά εικόνων στο New York Times Magazine. Φωτογράφισε την καθημερινότητα των γυναικών στο Ιράν μετά την ανατροπή του Σάχη (1979). Φωτογράφισε Βουδιστές μοναχούς στο Θιβέτ –πιθανόν μάλιστα να είχε ασπαστεί και η ίδια τον Βουδισμό, που όπως και ο Bresson θεωρούσε φιλοσοφία και όχι θρησκεία– και τα παιδιά τούλκου, που θεωρούνταν μετενσάρκωση κάποιου βουδιστή πνευματικού ηγέτη.

Φωτογράφισε προσωπικότητες όπως ο ζωγράφος Marc Chagall, ο φιλόσοφος Michel Foucault, η σκηνοθέτιδα Agnes Varda, αλλά και ανώνυμους ανθρώπους, παιδιά, ηλικιωμένους, καθώς και καθαρίστριες, χορεύτριες, πόρνες από το 16ο Διαμέρισμα του Παρισιού.

Φωτογράφισε επίσης γυναίκες σε επαγγέλματα που θεωρούνται ανδρικά, στο πλαίσιο μιας ανάθεσης από το γαλλικό Υπουργείο για τα Δικαιώματα των Γυναικών το 1991. Το σύνολο εκείνων των πορτρέτων ονομάστηκαν «Επαγγέλματα και γυναίκες». Φωτογράφισε τους Γαέλους που ζούσαν σε μια απομονωμένη κοινότητα στη Νήσο Τόρυ της Ιρλανδίας. «Πήγα στη Νήσο Τόρυ μετά από πρόταση των Μικρών Αδελφών των Φτωχών, οι οποίοι είχαν ζητήσει από αρκετούς φωτογράφους να δουλέψουν πάνω στο θέμα της φτώχειας και του αποκλεισμού στην Ευρώπη. Διάλεξα την Ιρλανδία και άρχισα να φωτογραφίζω τα προάστια του Δουβλίνου. Στη συνέχεια θέλησα να βγάλω φωτογραφίες εκτός πόλης και ένας φίλος ζωγράφος, ο Derek Hill, με συμβούλευσε να πάω στο Τόρυ, όπου ζωγράφιζε τα καλοκαίρια» θα θυμόταν η ίδια αργότερα.

Γύρισε όλο τον κόσμο, και με τον Bresson, με τον οποίο μοιραζόταν την αγάπη όχι μόνο για τη φωτογραφία και την τέχνη αλλά και «για έναν τρόπο ταξιδιού που χαρακτηριζόταν από απόλυτη αδιαφορία για κάθε είδους πολυτέλεια. Πήγαιναν στα πιο απόμερα σημεία του κόσμου χωρίς να παραπονιούνται ποτέ για τις συνθήκες» όπως επισημαίνει η επιμελήτρια.

Martine Franck, Γηροκομείο, Ιβρύ-συρ-Σεν, Γαλλία, 1975. © Martine Franck / Magnum Photos

Μια διαφορά της από τον Bresson είναι ότι «δεν αναζητούσε μια στιγμή που τα μοντέλα της θα ήταν ανυποψίαστα, δεν έκανε τον άλλο να νιώθει στα πορτρέτα της ότι ήταν το θύμα ενός κυνηγού φωτογράφου. Η φωτογραφία προέκυπτε από τη συζήτηση, από την επαφή της με τον άλλο, ακόμα και από τη σιωπή – το νιώθεις ότι δεν ήταν πάντα μια εύκολη επαφή» σχολιάζει η κ. Κουτσομάλλη-Moreau και προσθέτει: «Όσοι τη γνώρισαν λένε ότι ήταν εσωστρεφής, ντροπαλή, πολύ γλυκιά και γενναιόδωρη αλλά και κάπως απόμακρη πάντα από τα πράγματα και τους ανθρώπους. Νομίζω ότι της άρεσε περισσότερο να παρατηρεί και να περνάει τη μαρτυρία της μέσα από τις φωτογραφίες της». «Πιστεύω ότι δεν μπορείς να είσαι καλός φωτογράφος αν δεν έχεις περιέργεια για τους άλλους» είχε πει η ίδια Franck.

Η περιγραφή του τρόπου δουλειάς αλλά και της προσωπικότητάς της, όπως προκύπτει από όσους τη γνώρισαν και από το φωτογραφικό έργο της, υποστηρίζει απόλυτα τον τίτλο της έκθεσής της στην Άνδρο, «Κοιτάζοντας τους άλλους», που επιτρέπει στο έργο της να αναπνεύσει, να παρουσιαστεί σε έναν ξεχωριστό χώρο από εκείνο του συζύγου της και να εκτιμηθεί ανεξάρτητα. Με αυτό τον τρόπο, το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή επιχειρεί να αποκαταστήσει μια αδικία σε βάρος της Franck, αυτής της χαρισματικής δημιουργού που, απλά, είχε την «ατυχία» να γεννηθεί γυναίκα στη λάθος εποχή.

Martine Franck, Ψαράδες, Αμαγκάνσετ, Ηνωμένες Πολιτείες, 1983. © Martine Franck / Magnum Photos

Για τις εκθέσεις

Το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, με τη συμβολή του Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson και υπό την αιγίδα του Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού, τιμά το μοναδικό ζευγάρι καλλιτεχνών Henri Cartier-Bresson (1908-2004) και Martine Franck (1938-2012) με ένα διπλό φωτογραφικό αφιέρωμα, που παρουσιάζεται παράλληλα και στα δυο του μουσεία, στην Αθήνα και στην Άνδρο, έως τις 27 Οκτωβρίου 2024.

Ο Henri Cartier-Bresson και η σύζυγός του Martine Franck ήταν αγαπημένοι φίλοι του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Cartier-Bresson εγκαινίασε τη νέα πτέρυγα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο το 1987 με μια έκθεση 150 φωτογραφιών του, που είχε εκείνος επιλέξει. Ταξίδεψε μάλιστα ο ίδιος στη Χώρα της Άνδρου για να επιβλέψει το στήσιμο της έκθεσης.

Ο Henri Cartier-Bresson και η σύζυγός του Martine Franck ήταν αγαπημένοι φίλοι του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Cartier-Bresson εγκαινίασε τη νέα πτέρυγα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο το 1987 με μια έκθεση 150 φωτογραφιών του, που είχε εκείνος επιλέξει. Ταξίδεψε μάλιστα ο ίδιος στη Χώρα της Άνδρου για να επιβλέψει το στήσιμο της έκθεσης.

Αντίστοιχα, στη Franck οφείλουμε ένα από τα ωραιότερα πορτρέτα της Ελίζας Γουλανδρή, φωτογραφημένο στο Γκστάαντ τον Δεκέμβριο του 1999, μόλις έξι μήνες πριν από τον θάνατο της Ελίζας, τον Ιούλιο του 2000. Οι λιγοστές λήψεις, έτσι όπως εμφανίζονται στο φύλλο κοντάκτ που φυλάσσεται στο Ίδρυμα Henri Cartier-Bresson, επιβεβαιώνουν τον αυθορμητισμό του γεγονότος και το συγκινητικό αποτέλεσμα αντανακλά τη φυσική χάρη και το μοναδικό βλέμμα της Ελίζας Γουλανδρή.

Επιθυμώντας να δώσει μια συνέχεια στην φιλία που ένωνε επί σχεδόν είκοσι χρόνια τη Martine, την Ελίζα, τον Henri και τον Βασίλη, το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή συνεργάστηκε με το Ίδρυμα Henri Cartier-Bresson για αυτό το διπλό, παράλληλο αφιέρωμα. Τα έργα, που προέρχονται από τη συλλογή του Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson, δίνουν την ευκαιρία στους επισκέπτες να διακρίνουν την ιδιαιτερότητα της ματιάς και των δυο φωτογράφων, αποφεύγοντας κάθε αντιπαράθεση ή σύγκριση καθώς οι εκθέσεις παρουσιάζονται στα δυο διαφορετικά μουσεία.

Οι εκθέσεις συνοδεύονται από αναλυτικό κατάλογο με κείμενα των τριών επιμελητών.

Από 1 έως και 31 Αυγούστου θα πραγματοποιούνται ξεναγήσεις για το κοινό στα ελληνικά και στα αγγλικά, ενώ υπάρχει επίσης η δυνατότητα για ομαδικές ή ιδιωτικές ξεναγήσεις κατόπιν συνεννόησης. Παράλληλα, εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά ηλικίας 5-7 ετών και 8-12 ετών καθώς επίσης και διαδραστικές οικογενειακές ξεναγήσεις θα πραγματοποιούνται από τις 24 Ιουλίου έως τις 25 Αυγούστου.

H Martine Franck το 1980. Photo by Jean-Marc ZAORSKI/Gamma-Rapho via Getty Images

Info

Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, Ερατοσθένους 13, Αθήνα, τηλ. 210 7252895, visit@goulandris.gr, goulandris.gr. Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη, Πέμπτη, Σάββατο & Κυριακή 10.00-18.00, Παρασκευή 10.00-20.00, Τρίτη κλειστά.

Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Χώρα, Άνδρος, τηλ. 22820 22444, andros@goulandris.gr. Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά 11.00-15.00 & 18.00-21.00, Δευτέρα 11.00-15.00, Δευτέρα απόγευμα & Τρίτη κλειστά.

Γενικός συντονισμός εκθέσεων: Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, υπεύθυνη Συλλογής Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή. Επιμέλεια εκθέσεων: Martine Franck, «Κοιτάζοντας τους άλλους», Clément Chéroux, διευθυντής Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson, Παρίσι. Henri Cartier-Bresson, «Η αποφασιστική στιγμή», Aude Raimbault, υπεύθυνη Συλλογών Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson, Παρίσι. Henri Cartier-Bresson, «Ελλάδα», Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, υπεύθυνη Συλλογής Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below