Το φθινόπωρο του 1959 ο αντικαγκελάριος της δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρτ προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει φτηνό εργατικό δυναμικό στη Γερμανία κι έτσι να λύσει, εν μέρει, το πρόβλημα της φτώχειας της χώρας. Έτσι ξεκινάει η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης προς τη Γερμανία.
Έτσι ξεκινάει η ιστορία των Ελλήνων Γκασταρμπάιτερ, των φιλοξενούμενων εργατών. Έτσι ξεκινάει και η ιστορία των παιδιών των Γκασταρμπάιτερ. Έτσι ξεκινάει και η ιστορία των γυναικών του βιβλίου «Μάλο Μόμε, μικρό κορίτσι» (εκδ. Βάρφης), της νουβέλας της Χαρούλας Αποστολίδου που η Νάντια Δαλκυριάδου διασκεύασε και σκηνοθετεί στο Θέατρο Μεταξουργείο σε μια νέα παράσταση με τίτλο «Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι». Δύο γυναίκες, η μάνα που έφυγε εργάτρια στη Γερμανία και η κόρη που έμεινε στο χωριό να μεγαλώσει τον εαυτό της και την αδερφή της, συναντιούνται και αναμετρώνται με την ξενιτιά, την ιστορία, τις ανάγκες τους.
Η Νάντια Δαλκυριάδου –που επίσης διασκευάζει και σκηνοθετεί στο Από Κοινού Θέατρο το έργο του Αύγουστου Κορτώ «Η Μικρή Λέξη Αγάπη»– είναι εξοικειωμένη με την ιστορία των Γκασταρμπάιτερ λόγω της καταγωγής της, από τη βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα τον νομό Πέλλας, «που είχε και έχει πολλούς μετανάστες στη Γερμανία» όπως εξηγεί στο Marie Claire. «Είχα μνήμες από ξαδέρφια, συγγενείς, φίλους που μετανάστευσαν. Ως παιδί αποχαιρέτισα τα ξαδέρφια που έφυγαν στη Γερμανία γιατί “εκεί βρήκαν δουλειά οι γονείς”. Ίσως γι’ αυτό επέλεξα την ιστορία αυτή, είχα αναφορές, είχα βιώματα που αναγνώρισα και με συγκίνησαν. Κάτι που με συγκίνησε επιπλέον είναι η προσέγγιση της Χαρούλας Αποστολίδου. Έγραψε για τη μετανάστευση από την πλευρά αυτών που μένουν πίσω, μιας και η ίδια είναι παιδί μεταναστών που έμεινε να μεγαλώσει στο χωριό με τους παππούδες. Μου φανέρωσε δηλαδή ένα κρυμμένο τραύμα για το οποίο δεν μιλάμε, που δεν έχουμε αναγνωρίσει ακόμη».
Στο πλαίσιο της έρευνας που έκανε για τη διασκευή και τη θεατρική μεταφορά της νουβέλας, δύο πράγματα τής έκαναν εντύπωση. «Το πρώτο, η τρομακτική ομοιότητα του τότε με το σήμερα. Οι Έλληνες μετανάστες μεταφέρθηκαν στη Γερμανία μετά από διακρατική συμφωνία για μεταφορά φθηνού εργατικού δυναμικού, χωρίς δικαιώματα, χωρίς μόνιμη διαμονή. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στη χώρα μας σήμερα. Οι μετανάστες είναι το φτηνό εργατικό δυναμικό και ζουν με όρους που ζούσαν οι Έλληνες όταν πρωτοπήγαν στη Γερμανία. Περιθώριο, δυσκολία να βρουν σπίτι, δυσκολία προσαρμογής, αφιλόξενο περιβάλλον. Το δεύτερο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι κατά τη μεταφορά Ελλήνων εργατών και εργατριών στη Δυτική Γερμανία αρχικά η καταμέτρηση τους έγινε σε τεμάχια, όχι σε άτομα».
«Οι Έλληνες μετανάστες μεταφέρθηκαν στη Γερμανία μετά από διακρατική συμφωνία για μεταφορά φθηνού εργατικού δυναμικού, χωρίς δικαιώματα, χωρίς μόνιμη διαμονή. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στη χώρα μας σήμερα».
Στη διάρκεια της προετοιμασίας της παράστασης ήρθε επίσης σε επαφή με μετανάστριες, μετανάστες και παιδιά μεταναστών. «Και θέλω να πω εδώ κάτι που μου έκανε εντύπωση. Κυρίως οι γυναίκες, στις πρώτες κουβέντες τους εξέφραζαν θαυμασμό για την οργανωμένη και πολιτισμένη Γερμανία, έλεγαν πρώτα “τα καλά”. Με λίγη κουβέντα παραπάνω, μιλούσαν για τη φοβερά δύσκολη ζωή εκεί, για πολλή δουλειά, μοναξιά, εξάντληση, σπάσιμο ηθικού – κάποιες μου μίλησαν ακόμη και για ξύλο εν ώρα εργασίας. Συζητώντας όμως λίγο ακόμα μαζί τους καταλάβαινα από πόσο άθλια κατάσταση είχαν φύγει από την Ελλάδα, από πόση περιφρόνηση του κράτους, απαξίωση, έλλειψη μέριμνας, ώστε πηγαίνοντας στη Γερμανία ένιωθαν ότι έβλεπαν τον πολιτισμό, ότι υπήρχαν ανθρώπινες συνθήκες και σεβασμός. Κι ας ήταν μακριά από τον τόπο τους, από τα παιδιά τους».
Η δυσμενής θέση της γυναίκας στην Ελλάδα σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 –όπως ο γάμος σε πολύ μικρή ηλικία με γαμπρό που δεν είχε επιλέξει η ίδια, η έμφυλη βία και η ντροπή που βάραινε τα θύματα– αναδεικνύεται έντονα μέσα από τις αφηγήσεις και της μητέρας και της κόρης. «Νομίζω ότι όλη η παράσταση βασίζεται στην συνειδητοποίηση αυτή. Η μάνα την οποία πάντρεψαν στα 16 της για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, που δεν μπορεί να μιλήσει τη γλώσσα της, που δεν έχει κάνει η ίδια επιλογές για το σώμα και τη ζωή της, που δεν συμμετέχει σε καμία απόφαση του σπιτιού, που κάνει τις πιο δύσκολες δουλειές και γεννά παιδιά χωρίς να καταλαβαίνει τι της συμβαίνει, είναι υποχρεωμένη να είναι μια ώριμη, ενήλικη, σωστή μάνα και να φύγει στη Γερμανία για δουλειά. Και βρίσκεται υπόλογη απέναντι στην κόρη» σχολιάζει η Νάντια Δαλκυριάδου.
«Η μάνα την οποία πάντρεψαν στα 16 της για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, που δεν έχει κάνει η ίδια επιλογές για το σώμα και τη ζωή της, που δεν συμμετέχει σε καμία απόφαση του σπιτιού, είναι υποχρεωμένη να είναι ώριμη, ενήλικη, σωστή και να φύγει στη Γερμανία για δουλειά».
«Η κόρη, γεννημένη στην επαρχία, μεγαλωμένη σε ένα συντηρητικό περιβάλλον, ήταν δεδομένο πως θα έπρεπε να ακολουθήσει τη μοίρα των υπόλοιπων γυναικών, να παντρευτεί με προξενιό, να μη λαμβάνει κανείς υπόψη τις ανάγκες της, να μην παραπονιέται. Και μέσα σε όλα αυτά, είναι αυτή που πρέπει να επαναστατήσει, να βρει δύναμη, να πει όχι, να αντισταθεί και να παλέψει για μια καλύτερη ζωή. Δεν είναι μακριά εμάς αυτά. Δεν έχουν τελειώσει, δεν έχουν λυθεί. Οι γυναίκες του έργου κατά κάποιον τρόπο γυρεύουν αυτή τη δικαίωση».
Γιατί κατά τη γνώμη σας, παρόλο που έχουμε πρόσφατο το δικό μας παρελθόν μετανάστευσης και προσφυγιάς, ένα τόσο μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας δυσκολεύεται, ή αρνείται, να διαχειριστεί το νέο κύμα προσφύγων και μεταναστών, ως χώρα υποδοχής πλέον; Γιατί υποφέρουμε από τον ρατσισμό;
«Αυτή η ερώτηση κυριαρχεί και στις συζητήσεις της ομάδας. Πώς γίνονται ρατσιστές άνθρωποι που οι γονείς τους υπήρξαν μετανάστες με τους ίδιους όρους. Οι παππούδες τους ήταν πρόσφυγες. Γιατί δεν νιώθουν ούτε καν συμπόνια σε πολλές περιπτώσεις. Πόσο φόβο περιλαμβάνει ο ρατσισμός για τον ξένο. Και ποιος είναι ο ξένος τελικά; Είναι έτοιμοι να εμπιστευτούν ένα κοστουμάτο Έλληνα που τους κλέβει φανερά παρά έναν μετανάστη που φοράει το περσινό μπουφάν τους και ψάχνει για δουλειά».
«Αυτή η ερώτηση κυριαρχεί και στις συζητήσεις της ομάδας. Πώς γίνονται ρατσιστές άνθρωποι που οι γονείς τους υπήρξαν μετανάστες με τους ίδιους όρους. Οι παππούδες τους ήταν πρόσφυγες. Γιατί δεν νιώθουν ούτε καν συμπόνια σε πολλές περιπτώσεις».
Μπορούν, πιστεύετε, παραστάσεις και βιβλία όπως το «Μάλο Μόμε» να μας εμπνεύσουν να γίνουμε πιο ανοικτοί στους μετανάστες και τους πρόσφυγες και στις ιστορίες που κουβαλούν; Να μπούμε, κατά κάποιον τρόπο, στη θέση τους;
«Θα ήθελα πολύ να το πιστεύω και να το υποστηρίζω, αλλά είμαι μάλλον απαισιόδοξη. Νομίζω πως όσοι με νύχια και με δόντια διατηρούν ακόμα την ενσυναίσθησή τους, το αίσθημα δικαίου, τη λογική τους είναι ανοιχτοί στην ιστορία και στην ανάγκη κάθε βασανισμένου.
»Από την άλλη, σήμερα ζούμε σε ένα πραγματικά σκληρό και αφιλόξενο περιβάλλον που όχι μόνο δεν καλλιεργεί την ενσυναίσθηση αλλά σε πολλές περιπτώσεις ξεριζώνει και τη συναίσθηση. Ποιο θέατρο, ποια παράσταση και ποιο βιβλίο να προλάβει να μαλακώσει ανθρώπους, να αλλάξει μυαλά, να εμπνεύσει; Θέλω να πω ότι υπάρχει μια αγριότητα που ξυπνάει ένστικτα που δεν ξέρω αν μπορεί να κουμαντάρει μια παράσταση σε δυο ώρες.
«Ποιο θέατρο, ποια παράσταση και ποιο βιβλίο να προλάβει να μαλακώσει ανθρώπους, να αλλάξει μυαλά, να εμπνεύσει; Θέλω να πω ότι υπάρχει μια αγριότητα που ξυπνάει ένστικτα που δεν ξέρω αν μπορεί να κουμαντάρει μια παράσταση σε δυο ώρες».
»Γεννιέται η ερώτηση εδώ “για ποιον κάνουμε θέατρο;”. Για όποιον το έχει ανάγκη, για να νιώσει ότι δεν είναι μόνος, ότι δεν τρελάθηκε, ότι θα τα καταφέρουμε. Νομίζω είναι πιο ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι κάνουμε θέατρο για να ενωθούμε παρά για να αλλάξουμε ζωές».
Δείτε το trailer της παράστασης:
Info
«Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι», Δευτέρα & Τρίτη, ώρα: 21.00, Διάρκεια: 110’. Θέατρο Μεταξουργείο, Ακαδήμου 14, Μεταξουργείο, πληροφορίες: 210523 4382, τηλεφωνικές κρατήσεις: 6944189698. Τιμές εισιτηρίων: 14€ κανονικό, 10€ μειωμένο, 3€ ατέλεια. Προπώληση: More.gr
Συντελεστές
Βασισμένο στη νουβέλα της Χαρούλας Αποστολίδου «Μάλο Μόμε, μικρό κορίτσι» (εκδ. Βάρφης). Διασκευή, Σκηνοθεσία: Νάντια Δαλκυριάδου. Βοηθοί σκηνοθέτη: Μαρία Απατσίδου, Ελένη Παναγιωτακοπούλου. Δραματουργική επεξεργασία: Ειρήνη Αμπουμόγλι, Νάντια Δαλκυριάδου. Επιμέλεια κίνησης: Μαρίνα Μαυρογένη. Βοηθός κινησιολόγου: Μαριάννα Σολομωνίδου. Σκηνικά, Κοστούμια: Έλλη Εμπεδοκλή. Βοηθός σκηνογράφου/ενδυματολόγου: Ασημίνα Κουτσογιάννη. Μουσική επιμέλεια: Οδυσσέας Γκάλλιος. Φωτισμοί: Γιώργος Ψυχράμης. Φωτογραφίες: Αγάπη Καλογιάννη. Trailer: Αγάπη Καλογιάννη, Στάθης Βασιλειάδης, Φανούριος Καζάκης. Σχεδιασμός αφίσας: Στέφανος Μιχαηλίδης. Βοηθός Παραγωγής: Δημήτρης Χατζημιχαηλίδης. Επικοινωνία παράστασης: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας. Παίζουν: Δέσποινα Σαραφείδου, Ξένια Αλεξίου, Ήρα Ρόκου. Φιλική συμμετοχή: Μπακάρ Αλμπακάρ. Παραγωγή Καράκ ΑΜΚΕ.
Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Θερμές ευχαριστίες των συντελεστών στις κυρίες Άννα Κυριαζή, Ελένη Μουτάφη, Ολυμπία Φλαμπούτογλου και Αντιγόνη Λαμπράκη.