Ήταν μόλις 21 ετών ο Ρομπέρτο Ατάυντε όταν έγραψε το έργο «Δεσποινίς Μαργαρίτα», που στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά το 1975 με την Έλλη Λαμπέτη και που μέχρι σήμερα συνεχίζει να παρουσιάζεται σε ολόκληρο τον κόσμο, συγκινώντας, ψυχαγωγώντας, προβληματίζοντας. Μέρος της επιτυχίας του ίσως το οφείλει και στο νεανικό αυθορμητισμό του συγγραφέα αλλά και στις νωπές ακόμα τότε μνήμες του από το εκπαιδευτικό σύστημα. Γιατί αν και μονόλογος, η ηρωίδα του έχει, κατά κάποιον τρόπο, συμπαίκτες το κοινό, στο οποίο απευθύνεται σαν μια δασκάλα προς τους μαθητές, ασκώντας διαδοχικά διάφορες μορφές εξουσίας.
Με αυτό το έργο επέλεξε η Κατερίνα Μαραγκού να επιστρέψει στη θεατρική σκηνή του Άλμα μετά από σχεδόν τρία χρόνια αβεβαιότητας και περιορισμών, με τον Γιάννη Μαργαρίτη στη σκηνοθεσία και τον Σταμάτη Κραουνάκη στη μουσική σύνθεση. Η μετάφραση είναι του Κώστα Ταχτσή.
«Πάντα ήθελα να κάνω αυτό το έργο, γιατί πιστεύω ότι είναι κοινωνικοπολιτικά διαχρονικό. Τρία χρόνια μετά τη “Μαρία Στιούαρτ”, ένιωσα ότι είχα πλέον την ωριμότητα να ασχοληθώ με ένα τόσο βαθύ και ουσιαστικό κείμενο, που είναι σαν να γράφτηκε σήμερα» λέει στο Marie Claire η ηθοποιός και προσθέτει: «Και σήμερα οι μαθητές εκπαιδεύονται να υπακούν στο σύστημα. Άλλο να ενταχθείς σε ένα κοινωνικό σύνολο, κάτι που καλώς γίνεται αλλιώς θα ζούσαμε στην κοινωνία της ζούγκλας, κι άλλο να θέλει το σύστημα υπάκουους και πειθήνιους πολίτες, που δέχονται οτιδήποτε χωρίς αντίρρηση. Σε αυτήν ακριβώς την ειδοποιό διαφορά στηρίζεται και το κείμενο».
Με αυτή την αφορμή, απευθύνομαι σε εσάς και ως μητέρα: Πώς έχετε διαχειριστεί το γεγονός ότι και ο γιος σας, Μάριος, μεγαλώνει με το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σύστημα;
«Ως παιδί έχει μια ιδιαίτερη κριτική σκέψη, μέσα από την οποία κάποια πράγματα τα έχει απορρίψει –παίρνοντας και τιμωρίες γι’ αυτά– και άλλα τα έχει αποδεχτεί. Ως οικογένεια δεν θέλαμε να μεγαλώσουμε έναν άνθρωπο που δεν θα είχε καμία αρχή, αλλά να φιλτράρει κάποια πράγματα. Να μπορεί να υπακούσει, αλλά μέσα από μια κριτική ματιά».
Το γεγονός ότι η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την Έλλη Λαμπέτη με ποιον τρόπο λειτούργησε μέσα σας;
«Δεν δούλεψα τη Δεσποινίδα Μαργαρίτα με σκοπό να συγκριθώ με την Έλλη Λαμπέτη, η οποία ήταν τέρας υποκριτικής. Από την άλλη, το ότι παίχτηκε από μια τόσο μεγάλη ηθοποιό δεν στερεί το δικαίωμα από μια νεότερη να δει το έργο από μια άλλη σκοπιά, να το ερμηνεύσει κάπως αλλιώς, τόσο εκείνη όσο και ο σκηνοθέτης, ώστε να βγει μια σημαντική πρόταση που ενδιαφέρει το σήμερα. Κάποιους ανθρώπους, όπως ήταν η Έλλη Λαμπέτη, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, η Ελένη Χατζηαργύρη, η Μαίρη Αρώνη, ειδικά η γενιά μου τους έχει εικονίσματα. Δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη στη δική μου συνείδηση».
«Κάποιους ανθρώπους, όπως ήταν η Έλλη Λαμπέτη, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, η Ελένη Χατζηαργύρη, η Μαίρη Αρώνη, ειδικά η γενιά μου τούς έχει εικονίσματα. Δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη στη δική μου συνείδηση».
Η μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη ποιον ρόλο διαδραματίζει στην παράσταση;
«Κακά τα ψέματα, το θεατρικό είδος του μονολόγου είναι πάρα πολύ σκληρό, προϋποθέτει μια σκηνική μοναξιά. Δεν έχεις να πατήσεις σε κανένα βλέμμα, σε κανένα συναίσθημα για να προωθήσεις το δικό σου. Αυτή ήταν μια πρόκληση για μένα, που έκανα για πρώτη φορά μονόλογο. Όμως στη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη έγινε αυτό που λέω “μαγικό”, βοήθησαν τα ξωτικά, στα οποία πιστεύει ο Σταμάτης, να μην έχω σκηνική μοναξιά αλλά συνοδοιπόρο τη σπουδαία μουσική του, η οποία έχει πιάσει πλήρως την ψυχολογική διαδρομή της ηρωίδας. Ακόμα κι αν κάπου σου ξεφύγει κάτι, η μουσική έρχεται και σε οδηγεί στο σωστό συναίσθημα και στο σωστό κείμενο. Τον ευχαριστώ πάρα πολύ για την παρουσία του δίπλα μου σε αυτό το μεγάλο εγχείρημα».
Ωστόσο υπάρχει και το πάρε-δώσε με το κοινό, ειδικά σε αυτή την παράσταση.
«Υπάρχει, γιατί η Δεσποινίς Μαργαρίτα απευθύνεται στο κοινό, που είναι οι μαθητές της. Κάποιες μέρες το κοινό είναι πάρα πολύ δοτικό. Άλλες, είναι πιο ανήσυχο, πιο θορυβώδες, όχι γιατί δεν συμμετέχει αλλά γιατί εισπράττει με το δικό του τρόπο όλα αυτά τα πολύ σημαντικά πράγματα που βγάζει το κείμενο. Κι αυτό το πάρε-δώσε βοηθάει την παράσταση να εξελίσσεται κάθε φορά “διαφορετικά”, αλλά πάντα στη σκηνοθετική γραμμή του Γιάννη Μαργαρίτη».
«Κακά τα ψέματα, το θεατρικό είδος του μονολόγου είναι πάρα πολύ σκληρό, προϋποθέτει μια σκηνική μοναξιά. Δεν έχεις να πατήσεις σε κανένα βλέμμα, σε κανένα συναίσθημα για να προωθήσεις το δικό σου».
Σε προηγούμενη συνέντευξή σας είχατε πει ότι υπήρχε η προοπτική να έρθει ο ίδιος ο συγγραφέας να παρακολουθήσει την παράσταση.
«Ήρθε και την παρακολούθησε στην επίσημη πρεμιέρα, στις 12/12. Αντάλλαξε και κάποια mail με τον Σταμάτη [Κραουνάκη], όπου μίλησε με υπέροχα λόγια και για την παράσταση και για τους συντελεστές της. Είπε, συγκεκριμένα, ότι με έναν μαγικό τρόπο κοινό-ηθοποιός έγιναν ένα και κυριάρχησε μια διονυσιακή ευφορία, που παρέσυρε και τον ίδιο. Μάλιστα μια συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα [ο Ατάυντε] σε ελληνικό μέσο ήταν υμνητική για την παράσταση, τον Σταμάτη, τον σκηνοθέτη κι εμένα».
Φαντάζομαι ότι αυτή η αναγνώριση συνεχίζει να τονώνει την αυτοπεποίθησή σας, ακόμα και μετά από δεκαετίες καριέρας.
«Το θέατρο είναι η μόνη ζωντανή τέχνη, άρα περικλείει και το απρόοπτο: μπορεί να στραμπουλήξεις το πόδι σου, να βραχνιάσεις, να στραβοκαταπιείς… όλα αυτά δημιουργούν μια ανασφάλεια. Θυμάμαι παλιά την Παξινού –εγώ δεν την είχα δασκάλα, αλλά την ήξερα ως ηθοποιό– που έλεγε ότι είχε τρακ κάθε φορά που έβγαινε να παίξει. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι υπάρχει ηθοποιός με τόση ασφάλεια ώστε να πει: “Εγώ βγαίνω να παίξω και είμαι πολύ καλός και άνετος, τον ξέρω καλά το ρόλο”. Για μένα το τρακ και η αγωνία να ολοκληρώσω μια παράσταση είναι ίδια με τότε που τελείωσα τη σχολή και πρωτόπαιξα στο θέατρο».
Υπάρχει ωστόσο και η ανασφάλεια που μπορεί να προκύψει από περιστατικά κατάχρησης εξουσίας και υποτίμησης από συναδέλφους, όπως είδαμε και στο θέατρο από καταγγελίες των τελευταίων χρόνων. Εσείς τα έχετε βιώσει ποτέ;
«Δεν έχω ζήσει ποτέ αυτή την υποτίμηση, τα παιχνίδια εξουσίας. Ποτέ δεν είχα οικειότητα και αμεσότητα με συναδέλφους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και σε περίπτωση που ένιωθα οποιαδήποτε καταπίεση, είτε από το σκηνοθέτη είτε από συνάδελφό μου, κοβόταν μαχαίρι, δεν άφηνα περιθώρια. Βέβαια δεν θέλω να προσποιηθώ ξαφνικά ότι είμαι “κάτι”: Eίχα και την τύχη, με το γάμο μου με τον Βίλλη Ανδρέου, να ξεκινήσουμε από πολύ νωρίς τις δικές μας δουλειές. Βεβαίως έχω πέσει και σε δύστροπους συναδέλφους, αλλά έβαζα τα όριά μου. Αλλά τα παιδιά που έχουν ανάγκη το μεροκάματο μπορεί να υφίστανται bullying ή πίεση κάθε είδους και είναι δύσκολο να πουν “εγώ φεύγω”. Σίγουρα είμαι με το μέρος των συναδέλφων που καταπιέστηκαν από όλες αυτές τις καταστάσεις που έχουμε διαβάσει».
«Τα παιδιά που έχουν ανάγκη το μεροκάματο μπορεί να υφίστανται bullying ή πίεση κάθε είδους και είναι δύσκολο να πουν “εγώ φεύγω”. Σίγουρα είμαι με το μέρος των συναδέλφων που καταπιέστηκαν από όλες αυτές τις καταστάσεις που έχουμε διαβάσει».
Μετά την απώλεια του συζύγου σας, χρειάστηκε να αναλάβετε και άλλα καθήκοντα, πέρα από τα καλλιτεχνικά, στο Θέατρο Άλμα;
«Ανέλαβα κάποιες οικονομικές υποχρεώσεις. Αυτά τα πράγματα δεν τα ήξερα, τα έμαθα τα τελευταία πέντε χρόνια κι ακόμα τα μαθαίνω. Δεν μπορώ να πω ότι με ευχαριστεί το ότι από εκεί που είχα μόνο την καλλιτεχνική διεύθυνση βρέθηκα ξαφνικά να ασχολούμαι και με τα οικονομικά, τα οποία δεν ξέρω πολύ καλά και δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου. Αλλά η ζωή είναι απρόοπτη και επειδή έχω και ένα παιδί, πρέπει κάπως να σταθούμε στα πόδια μας».
Έχετε μιλήσει και στο παρελθόν για τον Μάριο ως πηγή δύναμης.
«Είχα την ατυχία στην πορεία της ζωής μου να χάσω αγαπημένους ανθρώπους: την αδερφή μου, τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, την αγαπημένη φίλη Έλενα Χατζηιωάννου και τον άντρα της. Έφυγε και ο Βίλλης, εντελώς ξαφνικά, κι αυτό το μετέωρο στη ζωή δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικό πάτημα αν δεν είχα έναν σκοπό να αγωνιστώ, που ήταν ένα παιδί που έμενε πίσω, 13 χρονών τότε, να σταθεί στα πόδια του, να σπουδάσει, να προχωρήσει και να πάρει το δρόμο του. Η παρουσία του Μάριου με έχει βοηθήσει πολύ και στην επιλογή των έργων μου. Δεν με έχει αφήσει να ενδώσω σε προτάσεις πιθανόν με μεγαλύτερο οικονομικό όφελος, γιατί για εμένα μετράει περισσότερο η υστεροφημία, αυτή η κληρονομία που θα μείνει στο παιδί μου, ότι μέσα από την τέχνη μου αγωνίστηκα για έναν καλύτερο κόσμο».
«Η παρουσία του Μάριου με έχει βοηθήσει πολύ και στην επιλογή των έργων μου, γιατί για εμένα μετράει περισσότερο η υστεροφημία, αυτή η κληρονομία που θα μείνει στο παιδί μου, ότι μέσα από την τέχνη μου αγωνίστηκα για έναν καλύτερο κόσμο»
Ο γιος σας γοητεύεται από την τέχνη της υποκριτικής;
«Δεν τον ενδιαφέρει η υποκριτική. Μοιάζει περισσότερο με τον Βίλλη, που είχε σπουδάσει μαθηματικός. Δεν είναι όμως “γιαπάκι” – είναι ένα κράμα συναισθηματικού και σκεπτόμενου παιδιού. Είναι συναισθηματικός, ευαίσθητος, αλλά συγχρόνως θέλει να ασχοληθεί με πιο πρακτικά πράγματα, όπως οικονομικά, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες με την ευρύτερη έννοια».
Η φετινή έκρηξη παραστάσεων, πιστεύετε, θα λειτουργήσει ευεργετικά για το θέατρο, για παράδειγμα φέρνοντας περισσότερους θεατές σε επαφή με την τέχνη, ή μπορεί να οδηγήσει σε υπερκορεσμό;
«Υπάρχει ο κίνδυνος του υπερκορεσμού, αλλά όπως είχα πει και σε μια άλλη συνέντευξή μου όταν είχαμε δημιουργήσει το Άλμα, προτιμώ περισσότερα θέατρα παρά σουπερμάρκετ. Ως καλλιτέχνη με ευχαριστεί αυτή η πληθώρα παραστάσεων, γιατί βοηθούν την κοινωνία να προχωρήσει».
«Προτιμώ περισσότερα θέατρα παρά σουπερμάρκετ. Ως καλλιτέχνη με ευχαριστεί αυτή η πληθώρα παραστάσεων, γιατί βοηθούν την κοινωνία να προχωρήσει».
Έχετε πει, επίσης, ότι το μάτι είναι αυτό που καθορίζει την ηλικία. Τι σας βοηθάει να διατηρήσετε τη νεανικότητα στο βλέμμα σας;
«Καταρχήν, το ότι έχω ενδιαφέροντα. Ασχολούμαι με μια τέχνη η οποία, τουλάχιστον ψυχικά, δεν σε αφήνει να μεγαλώσεις. Δεν σε αφήνει να γεράσεις. Ο Μινωτής ήταν πάνω από ενενήντα και έπαιζε τον Οιδίποδα.
»Βεβαίως πιστεύω ότι κάθε γυναίκα πρέπει να φροντίζει την εμφάνισή της. Κι εγώ μπορεί μετά το καλοκαίρι να κάνω μια θεραπεία στο πρόσωπο με βιταμίνες, να το φρεσκάρω. Άλλο όμως αυτό και άλλο να είσαι, π.χ., 60 ετών και να θέλεις να φτιάξεις πρόσωπο τριαντάρας. Αν είναι να κάνεις κάτι, να μην αγγίζεις την υπερβολή.
«Κι εγώ μπορεί μετά το καλοκαίρι να κάνω μια θεραπεία στο πρόσωπο με βιταμίνες, να το φρεσκάρω. Άλλο όμως αυτό και άλλο να είσαι, π.χ., 60 ετών και να θέλεις να φτιάξεις πρόσωπο τριαντάρας».
»Στην επίσημη πρεμιέρα της παράστασης, ένας φίλος μού είπε: “Πόσο πολύ μού άρεσαν αυτές οι ρυτίδες που σχηματίζονται με το γέλιο σου αριστερά και δεξιά από το στόμα”. Κι αυτά έχουν μια γοητεία, μια γλύκα. Εγώ δεν έχω μπει, τουλάχιστον ακόμα, στον πειρασμό του μπότοξ ούτε της πλαστικής. Βλέπω και κάποιες ξένες ηθοποιούς, όπως τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ, και σκέφτομαι, Χριστέ μου, τι γοητεία είναι αυτή. Θεωρώ δηλαδή ότι μια γυναίκα μεγαλώνει ωραία αν είναι καλά μέσα της».
Info
«Δεσποινίς Μαργαρίτα», κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 στο Θέατρο Άλμα, Κεντρική Σκηνή, Ακομινάτου 15-17, Μεταξουργείο, Αθήνα, τηλ. 210 5220100, theatroalma.gr. Προπώληση εισιτηρίων: www.viva.gr