Η Άννα και ο Λάρρυ θρηνούν τον απροσδόκητο χαμό του φίλου και συγκατοίκου τους Ρόμπι, που σκοτώθηκε σε ναυτικό δυστύχημα με τον σύντροφό του. Η Άννα ανακαλύπτει στην κηδεία του πως η οικογένειά του δεν έχει ιδέα πως ο Ρόμπι ήταν ομοφυλόφιλος, ούτε βέβαια πως εργαζόταν ως χορευτής. Στις δύσκολες στιγμές που ακολουθούν, αποδεικνύεται πως ο επί σειρά ετών σύντροφός της, Μπάρτον, επιτυχημένος σεναριογράφος του Χόλιγουντ, αποτυγχάνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Μετά από λίγο, ο αδερφός του Ρόμπι, o Πέιλ, εισβάλλει στο σπίτι, ανατρέποντας τα δεδομένα και δημιουργώντας νέες δυναμικές και συναισθήματα. Μια θυελλώδης σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν και την Άννα γεννιέται, πέρα από τη ζώνη ασφαλείας και των δύο. Ένας έρωτας, στον οποίο και οι δύο αντιστέκονται σθεναρά.
Πόσο μπορεί να μας μετακινήσει η δύναμη του έρωτα και πόσο ορμητικά μας διαμορφώνει η καλλιτεχνική δημιουργία; Και τελικά, πώς αξίζει να ζει κανείς; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτει το έργο «Burn this» του Λάνφορντ Γουίλσον, που ο βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας θεωρούσε το καλύτερό του. Με αφορμή το ανέβασμά του στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία της Νάντιας Κοντογεώργη, η Ιωάννα Τριανταφυλλίδου μάς μιλάει για την ηρωίδα της, Άννα, και τις θεματικές προεκτάσεις της νέας της παράστασης.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες ερμηνευτικές προκλήσεις στον ρόλο της Άννα; Το γεγονός ότι την έχουν υποδυθεί ηθοποιοί όπως η Κέρι Ράσελ πώς λειτούργησε για εσάς συναισθηματικά στην προσέγγισή του;
«Το “Burn This” είναι ένα έργο χαρακτήρων και σχέσεων. Ο συγγραφέας, Λάνφορντ Γουίλσον, έχει δημιουργήσει πολύ έντεχνα τέσσερις πολύ διαφορετικούς και περίπλοκους χαρακτήρες. Για μένα όλοι έχουν τις δικές τους δυσκολίες και προκλήσεις. Παρ’ όλα αυτά, για τον ρόλο της Άννας μπορώ να πω πως η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν το πόσο “βράζει” μέσα της, σε αντιδιαστολή με το πόσο “σωστή” πρέπει να φαίνεται. Είναι ίσως ο πιο εσωτερικός χαρακτήρας του έργου, που έχει μάθει να είναι κυρίως ο αποδέκτης των ξεσπασμάτων των γύρω της. Μέσα σε 100 λεπτά όμως βλέπουμε ότι μεταμορφώνεται από μια κοπέλα που προσπαθεί να ανταποκριθεί στο πρότυπο της σωστής συντρόφου, της σωστής φίλης, της συνεσταλμένης χορογράφου, σε μια γυναίκα που αποφασίζει να ζήσει την αλήθεια της και να παραδοθεί στο άγνωστο χωρίς καμία εγγύηση για το πού θα καταλήξει. Και όλα αυτά βιώνοντας το πένθος της απώλειας του καλύτερού της φίλου και συνεργάτη και τον απόλυτο έρωτα που έρχεται εντελώς απροσδόκητα στη ζωή της.
«Μέσα σε 100 λεπτά βλέπουμε ότι μεταμορφώνεται από μια κοπέλα που προσπαθεί να ανταποκριθεί στο πρότυπο της σωστής συντρόφου, της σωστής φίλης, της συνεσταλμένης χορογράφου, σε μια γυναίκα που αποφασίζει να ζήσει την αλήθεια της και να παραδοθεί στο άγνωστο χωρίς καμία εγγύηση για το πού θα καταλήξει».
»Όσο για την ιστορία του έργου “Burn This”, η μαγεία των θεατρικών κειμένων είναι ότι μπορούν να παιχτούν και να ξαναπαιχτούν και πάντα να είναι μια καινούργια παράσταση που υπηρετεί ένα νέο όραμα ανάλογα με το πού ανεβαίνει, πότε ανεβαίνει, από ποιον σκηνοθέτη, τη σύνθεση του θιάσου. Ευτυχώς ή δυστυχώς εγώ δεν είχα δει την παράσταση στο Broadway με την Κέρι Ράσελ, είμαι σίγουρη όμως πως θα ήταν μια παραγωγή πολύ υψηλών προδιαγραφών. Όπως και το πρώτο ανέβασμα του έργου το 1987, οπού βραβεύτηκε με Tony η Joan Allen ερμηνεύοντας την Άννα. Στα δικά μου μάτια αυτό ενισχύει την ομορφιά του ρόλου της αλλά δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. Ένα έργο έχει νόημα να ανέβει για να πεις τη δική σου αλήθεια όσο πιο απενοχοποιημένα μπορείς, αν είναι να προσπαθήσεις να επαναλάβεις τη “συνταγή” κάποιου άλλου καλύτερα ας μην το κάνεις καν».
Καθώς το έργο πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, το θέμα της ομοφυλοφιλίας και της αποδοχής της από τον οικογενειακό περίγυρο, πώς μπορεί ένα έργο που μιλάει για στερεότυπα που αλλάζουν χρόνο με το χρόνο να μη μοιάζει ξεπερασμένο σε λίγα χρόνια; Με άλλα λόγια, τι δίνει φρεσκάδα στο «Burn This» κοντά σαράντα χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμά του;
«Πέρα από τα θέματα της ομοφοβίας που πραγματεύεται το έργο και πώς οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα μπορούν να αποξενώσουν τους ανθρώπους, που φαντάζομαι ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας δεν πίστευε πως όντως θα παρέμεναν σύγχρονα σχεδόν 40 χρόνια μετά, το “Burn This” ασχολείται και με πολλά άλλα ζητήματα που είναι διαχρονικά και πανανθρώπινα. Αναφέρεται στην απώλεια και στο πώς μπορεί αυτή να σου αλλάξει τη θεώρηση ολόκληρης της ύπαρξής σου. Στον αληθινό έρωτα που σου χτυπάει, κυριολεκτικά στο έργο, την πόρτα στις 5 τα ξημερώματα και σε παρασύρει στους δικούς του ρυθμούς. Στις μη λειτουργικές σχέσεις που διατηρούμε απλώς επειδή βολεύουν. Στον φόβο να είμαστε αληθινοί, άσχετα αν αυτό μας κάνει παρατηρητές της ζωής μας αντί να είμαστε οι πρωταγωνιστές της. Στη δύναμη που δίνει η παραδοχή της αδυναμίας μας. Όλα αυτά είναι βαθιά υπαρξιακά ζητήματα που αργά ή γρήγορα ο καθένας μας καλείται να αντιμετωπίσει στη ζωή του. Οπότε η φρεσκάδα του “Burn This” είναι ότι μπορείς να δεις τον εαυτό σου. Κι ίσως όχι μόνο μέσα από έναν χαρακτήρα, ίσως σε όλους, καθώς όλοι προσπαθούν να βρουν την αληθινή τους υπόσταση, μέσα από έναν φαινομενικά απλό αλλά πολύ ουσιαστικό τρόπο».
Δεδομένου ότι η παράσταση ανέβηκε ακριβώς τις ημέρες που κορυφώθηκε ο δημόσιος διάλογος για το νέο νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, μπορεί το θέατρο να επηρεάσει, κατά κάποιον τρόπο, την κοινή γνώμη σε τέτοιες περιπτώσεις;
«Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί η τέχνη να επηρεάσει τις τελικές αποφάσεις που θα παρθούν. Σίγουρα όμως μπορεί να επηρεάσει τους θεατές της. Και για μένα οφείλει να παίρνει θέση. Όχι με δεικτικό τρόπο, κουνώντας το δάχτυλο, θεωρώ την τέχνη πολύ ανώτερη αυτού. Αλλά ένας άνθρωπος με ευαισθησία δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Δεν μπορεί να μην εξοργίζεται όταν καταπατούνται ανθρώπινα δικαιώματα, όταν υπάρχει ανισότητα. Δεν μπορεί να μην προβληματίζεται με την έξαρση της βίας. Με την ατιμωρησία. Και οι καλλιτέχνες υποτίθεται πως χαρακτηρίζονται από ευαισθησία. Οπότε δεν ξέρω πώς γίνεται να μην πάρεις θέση. Γιατί δεν μπορείς αλλιώς. Δεν αντέχεις να μείνεις σιωπηλός. Γιατί θέλεις να πεις τη δική σου αλήθεια. Το ευτύχημα είναι όταν με αυτήν ταυτίζεται το κοινό ή όταν επηρεάζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να την ενστερνιστεί. Και ίσως έτσι να θέσεις το δικό σου λιθαράκι για ένα καλύτερο αύριο. Θα μου πείτε, είναι υποκειμενικό το τι είναι “καλύτερο” για τον καθένα. Ισχύει. Αλλά κάποια θέματα όπως ο σεβασμός του συνανθρώπου μας, η ισότητα ή η ειρηνική συνύπαρξη είναι εντελώς αντικειμενικά. ‘Η ευτυχώς κατέληξαν να είναι, μετά από χρόνιες προσπάθειες. Και έχουμε πολλή προσπάθεια μπροστά μας για άλλα τόσα».
«Ένας άνθρωπος με ευαισθησία δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Δεν μπορεί να μην εξοργίζεται όταν καταπατούνται ανθρώπινα δικαιώματα, όταν υπάρχει ανισότητα. Δεν μπορεί να μην προβληματίζεται με την έξαρση της βίας. Με την ατιμωρησία».
Με αφορμή την ιστορία της Άννα και την αποτυχία του Μπάρτον να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων μετά τον θάνατο του φίλου τους: Τι μας λέει η αντίδραση ενός ανθρώπου στο πένθος πραγματικά για εκείνον; Και γιατί το πένθος, όπως έχουμε δει και στην αληθινή ζωή να συμβαίνει, κάποιες φορές χωρίζει ζευγάρια αντί να τα φέρει πιο κοντά;
«Ίσως γιατί οι ακραίες καταστάσεις πάντα βγάζουν στην επιφάνεια θέματα που σε άλλες περιπτώσεις υπήρχε η ψυχραιμία να παραμείνουν κρυμμένα. Μπορεί να ακουστεί περίεργο αυτό που θα πω, αλλά το ίδιο έχω παρατηρήσει και σε ζευγάρια που αποκτούν παιδί. Αυτό το σοκ του πρωτόγνωρου και η προσπάθεια προσαρμογής στα νέα δεδομένα έχει ένα βαθμό δυσκολίας που μπορεί να λειτουργήσει καταστροφικά για τη σχέση αν δεν υπάρχουν οι σωστές βάσεις. Πόσο μάλλον στο πένθος, όπου επικρατούν μόνο δυσάρεστα συναισθήματα – σε σχέση με το παιδί όπου υπάρχουν και πολλές στιγμές χαράς. Γενικά πάντως το πόσο ασφαλής νιώθεις να εκφράσεις την αδυναμία σου και αντίστοιχα το πόσο υποστηρικτικός μπορείς να γίνεις προς τον/τη σύντροφό σου κρίνουν την πορεία μιας σχέσης. Οι δυναμικές πρέπει να εναλλάσσονται σε μια σχέση. Δε γίνεται πάντα ο ένας να είναι ο φροντιστής και ο άλλος ο φροντιζόμενος. Δεν είναι ούτε λειτουργική ούτε υγιής μια τέτοια συνθήκη».
Η μουσική και το τραγούδι ποιον ρόλο παίζουν στο «Burn This»; Και πώς σας βοήθησε η σκηνοθεσία της Νάντιας Κοντογεώργη, μιας γυναίκας με μακροχρόνια εμπειρία και γνώση για το μιούζικαλ, να πλοηγηθείτε σε αυτή την παράσταση;
«Ο ρόλος της τέχνης είναι καταλυτικός σε αυτό το έργο. Οι τρεις από τους τέσσερις χαρακτήρες ασχολούνται είτε άμεσα είτε έμμεσα με αυτήν. Η Άννα είναι πρώην χορεύτρια και νυν χορογράφος, ο Μπάρτον σεναριογράφος, ο Λάρρυ διαφημιστής. Ο Πέιλ εξαρχής παρουσιάζεται πολύ κυνικός και εριστικός απέναντι σε ό,τι έχει να κάνει με την τέχνη αλλά φαίνεται πως η τέχνη υπήρχε πάντα στη ζωή του και είναι και αυτή που τον συγκινεί στο τέλος του έργου. Μια χαρακτηριστική ατάκα της Άννας μέσα στο έργο είναι: “Φοβάμαι ότι ως καλλιτέχνης δεν έχω καμία απολύτως εμπειρία ζωής για να αντλήσω. Ή φοβάμαι να τους δείξω ποια πραγματικά είμαι”. Και δεν είναι τυχαίο πως όλα όσα φοβάται να κάνει πράξη στη ζωή της τελικά τα διοχετεύει στον χορό της. Ο Bo Burnham, μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα κατ’ εμέ, έληγε την παράστασή του “Μake Happy” λέγοντας για τη σχέση με το κοινό του: “Ένα κομμάτι μου σας αγαπάει, ένα κομμάτι μου σας μισεί, ένα κομμάτι μου σας φοβάται κι ένα κομμάτι μου σας έχει ανάγκη (…) και θέλω να σας δώσω την παράσταση που αξίζετε παραμένοντας ειλικρινής με τον εαυτό μου και χωρίς να με νοιάζει τι θα πείτε για μένα”. Ήταν από τις πιο ειλικρινείς παραδοχές που έχω ακούσει επί σκηνής. Δείχνει ότι η επαγγελματική υπόσταση ενός καλλιτέχνη δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από το ποιος είναι ως άνθρωπος, καθώς ο καθένας καταθέτει τη δική του ψυχή με τα δικά του εκφραστικά μέσα στην τέχνη του, αλλά και κατά πόσον μπορείς να μείνεις αληθινός όταν ξέρεις ότι κρίνεσαι για την αλήθεια σου.
»Τώρα το γεγονός πως το συγκεκριμένο έργο-ύμνος στην τέχνη σκηνοθετείται από έναν βαθύ γνώστη και λάτρη των τεχνών όπως η Νάντια Κοντογεώργη είναι ξεκάθαρα ευτυχία. Η Νάντια έχει αποδείξει μέσα από τις σπουδές της (στην υποκριτική, το τραγούδι, τον χορό), την πορεία της, τη μουσική που θα ακούγεται όταν πας στο σπίτι της για ένα κρασί, την κούπα στην οποία θα σου βάλει καφέ, που έφτιαξε η ίδια στα μαθήματα κεραμικής, ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την τέχνη. Ρέει στο αίμα της. Θέλει να την αναδείξει και το κάνει με μεγάλη δεξιοτεχνία. Και παρόλο που ήταν η πρώτη της σκηνοθεσία κατάφερε να αποστασιοποιηθεί από την ιδιότητά της ως ηθοποιού και να την αξιοποιήσει μόνο βοηθητικά και με μεγάλη γενναιοδωρία προς όλο τον θίασο».
«Το πόσο ασφαλής νιώθεις να εκφράσεις την αδυναμία σου και αντίστοιχα το πόσο υποστηρικτικός μπορείς να γίνεις προς τον/τη σύντροφό σου κρίνουν την πορεία μιας σχέσης. Οι δυναμικές πρέπει να εναλλάσσονται σε μια σχέση. Δε γίνεται πάντα ο ένας να είναι ο φροντιστής και ο άλλος ο φροντιζόμενος».
Πώς είχε προκύψει, πριν από λίγα χρόνια, η συμμετοχή σας στο φινάλε του «Homeland»; Και ποια καλλιτεχνική εμπειρία από τη συμμετοχή σας σε σπουδαίες διεθνείς παραγωγές όπως εκείνη θεωρείτε περισσότερο πολύτιμη;
«Η συμμετοχή μου στο φινάλε του “Homeland” προέκυψε μετά από δύο δοκιμαστικά που έκανα για άλλους ρόλους της σειράς τους οποίους δεν πήρα. Εκείνοι οι ρόλοι έπρεπε ηλικιακά να είναι μεγαλύτεροι από μένα και όσο κι αν το προσπάθησα στιλιστικά δεν τα κατάφερα. Παρ’ όλα αυτά, ήθελαν κάπως να συνεργαστούμε και μου πρότειναν αυτό τον βουβό ρόλο. Μάλιστα ήταν εντυπωσιακό το ότι θεώρησαν ότι θα ήταν πολύ λογικό να αρνηθώ επειδή δεν είχα λόγια, αλλά για μένα ήταν πολύ μεγάλη χαρά να συμμετάσχω στο φινάλε αυτής της παραγωγής.
»Όσο για τις υπόλοιπες εμπειρίες, μπορώ να σας πω ότι εντυπωσιάστηκα κυρίως με το επίπεδο, τα μέσα, την εξειδίκευση, το πόσο επαγγελματίας είναι ο καθένας στο πόστο του. Είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, από την άποψη ότι είναι μια αγορά με παγκόσμιο κοινό οπότε είναι ασύλληπτο το πόσο επενδύουν σε κάθε παραγωγή μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Πιο έντονα όμως κρατάω τα μαθήματα που έκανα με δασκάλους όπως οι Bob Krakower, Leslie Kahn και σχολές με σημαντική ιστορία όπως το Beverly Hills Playhouse. Τη βαθιά εξειδίκευση που έχει ο καθένας τους στον τομέα που διδάσκει και το πόσο υψηλό ήταν το επίπεδο των συμφοιτητών μου, καθώς ήταν όλοι επαγγελματίες ηθοποιοί. Να φανταστείτε, το πρωί έκανα μάθημα και το βράδυ πήγαινα να δω την παράσταση στο Broadway όπου πρωταγωνιστούσε ο συμμαθητής μου. Μου έκανε τρομερή εντύπωση το πόσο μεγάλη δίψα έχουν οι ηθοποιοί για συνεχή ενίσχυση της γνώσης και εμπλουτισμού του βιογραφικού τους με καινούργιες δεξιότητες. Βέβαια έχουν και την πολυτέλεια να το κάνουν, καθώς οι οικονομικές απολαβές είναι τέτοιες ώστε τους επιτρέπουν να ασχολούνται με μία παραγωγή κάθε φορά και δε χρειάζεται να σκορπίζονται σωματικά και πνευματικά, αλλά μπορούν να αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους υπέρ της τέχνης τους».
Κάνοντας διαδικτυακή έρευνα για παλαιότερες δουλειές σας κυριαρχούν τα δημοσιεύματα για τις ερωτικές σχέσεις σας. Ο τρόπος με τον οποίο ασκείται σήμερα η δημοσιογραφία αισθάνεστε ότι δυσκολεύει τους καλλιτέχνες να αναδείξετε το έργο σας, δίνοντας δυσανάλογη έμφαση στα προσωπικά σας;
«Δε θεωρώ ότι είναι σημερινό φαινόμενο η ενασχόληση με την προσωπική ζωή των ανθρώπων που για κάποιο λόγο βρίσκονται στην επικαιρότητα. Απλώς ήλπιζα ότι με την πάροδο του χρόνου θα αναγνωρίζαμε πόσο ανούσιο είναι ή και παρεμβατικό, ειδικά όταν ο άμεσα ενδιαφερόμενος δείχνει πως ο ίδιος δε θέλει να μιλάει γι’ αυτά. Αλλά, για να σας είμαι ειλικρινής, δεν το θεωρώ και κομμάτι της δημοσιογραφίας όπως τουλάχιστον την εγώ έχω στο μυαλό μου. Σίγουρα όταν δίνεται έμφαση μόνο σε αυτό το κομμάτι ή όταν προβάλλονται μόνο οι δηλώσεις που έχουν να κάνουν με οτιδήποτε άλλο πέρα από το έργο σου, ναι, δεν νιώθω ότι αναδεικνύεται η δουλειά μας, ίσα ίσα υποβαθμίζεται. Και προφανώς αυτό οδηγεί σε μια επιφύλαξη όταν θα κληθείς να ξαναμιλήσεις για τη δουλειά σου: θα το κάνεις σε πιο αυστηρά όρια που, εφόσον δεν θέτει ο ίδιος ο δημοσιογράφος, θα πρέπει να θέσεις εσύ για τον εαυτό σου».
«Η Νάντια Κοντογεώργη έχει αποδείξει μέσα από τις σπουδές της (στην υποκριτική, το τραγούδι, το χορό), την πορεία της, τη μουσική που θα ακούγεται όταν πας στο σπίτι της για ένα κρασί, την κούπα στην οποία θα σου βάλει καφέ, που έφτιαξε η ίδια στα μαθήματα κεραμικής, ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την τέχνη. Ρέει στο αίμα της».
Ως μια νέα, όμορφη γυναίκα, έχετε εισπράξει ποτέ διακρίσεις για την εξωτερική εμφάνισή σας – από ανθρώπους που θεωρούν, για παράδειγμα, δεδομένο ότι δεν μπορεί να συνυπάρχει με ερμηνευτικές ικανότητες ή ότι ενδεχομένως να αναλάβατε έναν ρόλο χάρη σε αυτήν;
«Αρχικά ευχαριστώ πολύ για το κομπλιμέντο! Στο πλαίσιο των συνεργασιών μου μπορώ να σας πω πως δεν έχω βιώσει κάποια τέτοιου είδους διάκριση. Ούτως ή άλλως για τις περισσότερες δουλειές περνάμε από δοκιμαστικά και κρινόμαστε για την ερμηνεία μας πάνω στον ρόλο. Σαφώς και το παρουσιαστικό μας αποτελεί κριτήριο καθώς μπορεί να ταιριάζει ή όχι στο ρόλο. Όπως ανέφερα και νωρίτερα όμως, μέσα από τη δουλειά μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολλή και έντονη κριτική και από το κοινό. Ο καθένας μπορεί να σε κρίνει είτε επώνυμα είτε ανώνυμα πια, και με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια. Θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δεν έχει τύχει να πληγωθώ από σχόλια και κριτικές. Από την άλλη όμως είναι σίγουρη συνταγή τρέλας το να μπεις στη διαδικασία να λάβεις υπόψιν ό,τι μπορεί να πει κάποιος για σένα. Επιλέγω να κρατάω τις εποικοδομητικές και καλοπροαίρετες κριτικές και σίγουρα σε αυτές δεν συγκαταλέγονται τα σχόλια που αναφέρετε».
Info
«Burn this» του Λάνφορντ Γουίλσον σε σκηνοθεσία Νάντιας Κοντογεώργη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου – Κεντρική Σκηνή, κάθε Τετάρτη 20:00, Πέμπτη και Παρασκευή 21:00, Σάββατο 21:15 και Κυριακή στις 18:30. Από 28 Φεβρουαρίου οι παραστάσεις διαμορφώνονται ως εξής: Τετάρτη 20:00, Πέμπτη 21:00, Σάββατο 18:30 και Κυριακή 21:15. Διάρκεια: 100 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή γενική είσοδος 18€ και Μειωμένο (Άνεργοι, Φοιτητές, ΑΜΕΑ, άνω των 65) 15€. Σάββατο και Κυριακή γενική είσοδος 20€ και Μειωμένο (Άνεργοι, Φοιτητές, ΑΜΕΑ, άνω των 65) 17€. Προπώληση: www.more.com
Ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Σκηνοθεσία: Νάντια Κοντογεώργη. Σκηνικά: Μαίρη Τσαγκάρη. Κοστούμια: Γεωργίνα Γερμανού. Μουσική: Δήμητρα Τρυπάνη. Σχεδιασμός φωτισμών: Στέφανος Δρουσιώτης. Βοηθός σκηνογράφου: Αλίκη Σπανουδάκη. Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας. Βοηθός σκηνοθέτη: Θάνος Μήλιος. Παίζουν (αλφαβητικά): Κίμωνας Κουρής – Πέιλ, Μάριος Σαραντίδης – Λάρρυ, Ιβάν Σβιτάιλο – Μπάρτον, Ιωάννα Τριανταφυλλίδου – Άννα