Φωτογράφος πορτρέτου: Άσπα Κουλύρα
Σε ένα όχι τόσο μακρινό παρελθόν, ο κόσμος συγκεντρωνόταν γύρω από ένα ραδιόφωνο για να ακούσει θέατρο από κορυφαίους δημιουργούς. Τι αξίζει να κρατήσουμε από αυτό το ελάχιστα μελετημένο στη χώρα μας είδος; Μήπως σήμερα αναβιώνει, έστω σε διαφορετική μορφή; Ο λόγος στην Έλενα Καμηλάρη, θεατρολόγο και συγγραφέα του βιβλίου «Το θέατρο στο ραδιόφωνο του ΕΙΡ από το 1953 έως το 1967» (εκδ. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη).
Τι σας γοήτευσε τόσο στο θέατρο στο ελληνικό ραδιόφωνο ώστε να το επιλέξετε ως αντικείμενο συγγραφής ενός βιβλίου;
«Όταν ήμουν φοιτήτρια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, ο καθηγητής μου, Βάλτερ Πούχνερ, πρότεινε ως θέμα για τη διπλωματική μου εργασία τις διασκευές του Ιάκωβου Καμπανέλλη για το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ). Ανέκαθεν με γοήτευε η δυνατότητα της φωνής να διεισδύει στο υποσυνείδητο. Ακούγοντας τις θεατρικές εκπομπές στο ραδιόφωνο ανακάλυψα την ελευθερία που δίνει ο ήχος στον ακροατή να κατασκευάσει έναν κόσμο στη φαντασία του. Στη συνέχεια, για τις ανάγκες του διδακτορικού, μελέτησα τις στρατηγικές διασκευής θεατρικών έργων για το ΕΙΡ.
«Ανέκαθεν με γοήτευε η δυνατότητα της φωνής να διεισδύει στο υποσυνείδητο. Ακούγοντας τις θεατρικές εκπομπές στο ραδιόφωνο ανακάλυψα την ελευθερία που δίνει ο ήχος στον ακροατή να κατασκευάσει έναν κόσμο στη φαντασία του».
»Παρόλο που στην Ελλάδα από το 1950 και για μία δεκαετία το διασκευασμένο ραδιοφωνικό δράμα γνώρισε πρωτοφανή άνθηση, ο ρόλος του στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτιστικής πολιτικής δεν είχε ακόμη μελετηθεί. Ανακάλυψα σπάνιο αρχειακό υλικό που φωτίζει ένα κομμάτι της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου και της ραδιοφωνίας και αξίζει να αναδειχθεί, αφού αρμόδιοι για τις εκπομπές ήταν διακεκριμένοι άνθρωποι, της θεατρικής και πνευματικής ζωή του τόπου».
Στο βιβλίο γράφετε για διασκευαστές θεατρικών όπως ο Νίκος Γκάτσος και η Ρούλα Αναγνωστάκη, ραδιοφωνικούς σκηνοθέτες όπως ο Αλέξης Μινωτής, ο Κάρολος Κουν. Ποιοι καταξιωμένοι ηθοποιοί συμμετείχαν; Διέπρεψαν κάποιοι περισσότερο στα ερτζιανά παρά επί σκηνής;
«Το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας είχε ένα σταθερό ανσάμπλ: Δέσπω Διαμαντίδου, Κατίνα Παξινού, Δημήτρης Χορν, Μαίρη Αρώνη, Αντιγόνη Βαλάκου, Νίκος Τζόγιας, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Πέτρος Φυσσούν, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Παντελής Ζερβός ερμήνευαν ρόλους που είχαν προηγουμένως ερμηνεύσει στη σκηνή.
»Υπάρχουν βέβαια και πρόσωπα (Κώστας Κροντηράς, Διονύσιος Ρώμας, Μήτσος Λυγίζος) που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εκπομπών της κρατικής ραδιοφωνίας, αλλά η συμβολή τους ίσως δεν είναι ευρέως γνωστή. Όσο για τους ηθοποιούς, δεν διέπρεψαν κάποιοι περισσότερο στο ραδιοφωνικό θέατρο. Με δεδομένη την τεράστια απήχηση που είχε μεταπολεμικά το ραδιόφωνο, οι υπεύθυνοι των θεατρικών εκπομπών αναμφίβολα εκμεταλλεύτηκαν τη δημοφιλία εκείνων που είχαν ήδη καθιερωθεί στη σκηνή».
«Το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας είχε ένα σταθερό ανσάμπλ: Δέσπω Διαμαντίδου, Κατίνα Παξινού, Δημήτρης Χορν, Μαίρη Αρώνη, Αντιγόνη Βαλάκου, Νίκος Τζόγιας, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Πέτρος Φυσσούν, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Παντελής Ζερβός ερμήνευαν ρόλους που είχαν προηγουμένως ερμηνεύσει στη σκηνή».
Από την εισαγωγή σας αντιλαμβάνομαι ότι συγκεντρώσατε με μεγάλη δυσκολία το ελληνικό αρχειακό υλικό με το οποίο δουλέψατε – και ότι ένα μεγάλο μέρος του έχει χαθεί. Πού αποδίδετε αυτή την απουσία φροντίδας για τα ντοκουμέντα του ραδιοφωνικού θεάτρου;
«Ο ερευνητής της ιστορίας της ελληνικής ραδιοφωνίας δεν έχει πρόσβαση σε έναν έντυπο ή ηλεκτρονικό κατάλογο που να περιγράφει τα περιεχόμενα του ηχητικού αρχείου της ΕΡΤ. Έτσι, παρά την προθυμία του προσωπικού του αρχείου, η έρευνα αναπόφευκτα προχωράει με βραδείς ρυθμούς. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι τα ηχητικά τεκμήρια της ελληνικής ραδιοφωνίας δεν έχουν ψηφιοποιηθεί, πράγμα που δυσχεραίνει τη δουλειά του ερευνητή. Είναι αλήθεια ότι ένα μεγάλο μέρος των ηχητικών τεκμηρίων έχει χαθεί.
»Η εξαφάνιση των τεκμηρίων που συντηρούν τη συλλογική μνήμη είναι ενδεικτική της έλλειψης αρχειακής παράδοσης. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει δυστυχώς εμπεδωμένη αρχειακή συνείδηση. Η καθυστερημένη σε σχέση με άλλα κράτη συγκρότηση αρχειακών υπηρεσιών στη χώρα μας οδήγησε στο παρελθόν στην καταστροφή ή απώλεια αρχείων ήχου. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, πολλοί λάτρεις του ραδιοφωνικού θεάτρου ηχογραφούν τις αναμεταδόσεις εκπομπών από το Δεύτερο Πρόγραμμα, δημιουργώντας έτσι ένα ιδιωτικό αρχείο, το οποίο στη συνέχεια μοιράζονται ανεβάζοντάς το σε πλατφόρμες ή στο YouTube».
Ποιους αποδέκτες/αναγνώστες είχατε στο μυαλό σας όταν γράφατε το βιβλίο σας;
«Κάθε ερευνητής που προχωράει στην έκδοση ενός βιβλίου προσεγγίζει το πεδίο του από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία. Για παράδειγμα, εγώ είμαι θεατρολόγος και κατά συνέπεια η προσέγγισή μου δεν είναι αυτή του ιστορικού. Με ενδιαφέρουν οι μηχανισμοί αφήγησης, η σχέση του ραδιοφωνικού μέσου με άλλα μέσα και είδη.
»Φαντάζομαι, λοιπόν, ότι όσοι αγαπούν τη μυθοπλασία, τον κινηματογράφο και το θέατρο θα ενδιαφέρονταν να διαβάσουν πώς ένα έργο που προορίζεται για τη σκηνή μετατρέπεται σε ραδιοφωνικό έργο, πώς λειτουργεί ως σύνολο ή ποια διαφορετικά αφηγηματικά και νοηματικά επίπεδα εμπεριέχει. Παράλληλα, μέσα από τα παραδείγματα των διασκευών νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να γνωρίσουν οι νεότεροι κάποια εμβληματικά έργα του παγκόσμιου δραματολογίου και τις σκηνοθετικές προσεγγίζεις σημαντικών δημιουργών όπως ο Μινωτής ή ο Κουν, καθώς και τις ερμηνείες ηθοποιών όπως η Μελίνα Μερκούρη, ο Δημήτρης Χορν, η Κατίνα Παξινού και τόσων άλλων που σφράγισαν με το έργο τους το ελληνικό θέατρο του 20ού αιώνα».
«Η εξαφάνιση των τεκμηρίων που συντηρούν τη συλλογική μνήμη είναι ενδεικτική της έλλειψης αρχειακής παράδοσης. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει δυστυχώς εμπεδωμένη αρχειακή συνείδηση. Η καθυστερημένη σε σχέση με άλλα κράτη συγκρότηση αρχειακών υπηρεσιών στη χώρα μας οδήγησε στο παρελθόν στην καταστροφή ή απώλεια αρχείων ήχου».
Στα ήθη της εποχής που πρόβαλλε το θέατρο στο ραδιόφωνο ξεχωρίζετε στερεοτυπικούς γυναικείους ρόλους ή, αντιθέτως, προσπάθειες ανατροπής τους;
«Το ραδιόφωνο της εποχής είχε αναλάβει εκπολιτιστικό ρόλο, κάποτε υποκαθιστώντας και την επίσκεψη στο θέατρο. Κατά συνέπεια, το ρεπερτόριο ισορροπούσε ανάμεσα στο κλασικό και το σύγχρονο. Ανάλογα με το θεατρικό είδος, για παράδειγμα στην ελληνική ηθογραφία ή στην κωμωδία του Μολιέρου, συναντάμε τυποποιημένους γυναικείους χαρακτήρες όπως η αθώα ερωτευμένη κοπέλα, η κουτσομπόλα προξενήτρα, η ραδιούργα σύζυγος κ.λπ.
»Από την άλλη, το άνοιγμα σε νεωτεριστικές τάσεις στο μοντέρνο δράμα και η επιλογή έργων όπως η “Έντα Γκάμπλερ” του Ίψεν, η “Κάρμεν” του Μεριμέ, το “Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα” του Ο’Νιλ, ο “Ματωμένος γάμος” του Λόρκα, το “Λεωφορείο ο πόθος” του Γουίλιαμς δίνουν την ευκαιρία σε ηθοποιούς όπως η Μελίνα Μερκούρη και η Δέσπω Διαμαντίδου να υποδυθούν χειραφετημένες γυναίκες, καθώς και γυναίκες που συντρίβει η πατριαρχία».
Το ραδιοφωνικό θέατρο έχει προοπτική να προσαρμοστεί σε σύγχρονα μέσα, για παράδειγμα σε podcasts;
«Το ραδιοφωνικό θέατρο είναι επίκαιρο, αφού από την αρχή του COVID υπήρξε ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη μετάδοση έργων από το ραδιόφωνο από ψηφιακές πλατφόρμες (Φεστιβάλ Αθηνών, Radiophonics από το Ιδρυμα Ωνάση, Ιδρυμα Νιάρχος), αλλά και με τη σύμπραξη διαφορετικών τεχνών (λογοτεχνία, ποίηση, θέατρο, μουσική).
»Νέοι συγγραφείς γράφουν έργα για το ραδιόφωνο, συνθέτες συνθέτουν μουσική για το νέο είδος και νέοι ηθοποιοί εκπαιδεύονται στην απόδοση του ρόλου με μόνο μέσο τη φωνή. Παρόλο που κάποτε το αποτέλεσμα θυμίζει περισσότερο λογοτεχνία (audiobooks), η αξιοποίηση της ιστορίας του ραδιοφωνικού θεάτρου θα μπορούσε να συνεισφέρει στην ανάπτυξη του ηχητικού θεάτρου στο σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον. Φυσικά, το ραδιοφωνικό θέατρο μπορεί να προσφέρει τη δυνατότητα και σε άτομα με προβλήματα όρασης να το απολαύσουν. Άλλωστε, όπως λέει η Ντόρις Κόλες: “Η όραση επιτρέπει μια απόσταση από τον κόσμο. Η ακοή όμως επιτρέπει στον κόσμο να διεισδύσει μέσα μας”».
Μέρος της συνέντευξης δημοσιεύτηκε στο Marie Claire Νοεμβρίου.
Ευχαριστούμε «Το Αγροτικόν» (Μεγ. Αλεξάνδρου 63, Περιστέρι) για την ευγενική φιλοξενία.