Όταν μπαίνω στην πλατφόρμα αγοράς εισιτηρίων για το νέο θεατρικό έργο «Ιερά Οδός 343. Μαρτυρίες από το Δρομοκαΐτειο» σε σκηνοθεσία Βασίλη Παχουνδάκη, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού (εκδ. Αλεξάνδρεια), ανακαλύπτω ότι οι πρώτες παραστάσεις είναι ήδη sold-out. Σκέφτομαι ότι η απήχησή του δεν έχει να κάνει μόνο με τους συντελεστές και τον ατμοσφαιρικό χώρο του εγκαταλειμμένου ξενοδοχείου Μπάγκειον όπου ανεβαίνει. Σίγουρα παίζουν ρόλο και αυτοί οι παράγοντες, αλλά νομίζω ότι υπάρχει έντονο ενδιαφέρον και για το ασυνήθιστο θέμα του: την εξέλιξη της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα στη διάρκεια του 20ου αιώνα μέσα από τη ματιά των ίδιων των πασχόντων και μάλιστα εκείνων που έζησαν τον εγκλεισμό στο Δρομοκαΐτειο. Μέσα από τις δικές τους μαρτυρίες.
Πράγματι, στο κείμενο εναλλάσσονται αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν στο κτίριο του νούμερου 343 της Ιεράς Οδού από την περίοδο της ίδρυσης του ψυχιατρείου από τον Ζωρζή Δρομοκαΐτη και τα χρόνια του Γεωργίου Βιζυηνού, του Μιχαήλ Μητσάκη και του Ρώμου Φιλύρα μέχρι και τη δεκαετία του ‘90, σε συνδυασμό με αποσπάσματα από το βιβλίο «Αυτοί οι ωραίοι τρελοί» του Γιάννη Καιροφύλα (εκδόσεις Φιλιππότη) και μία αφήγηση από το βιβλίο «Ακόμη ένας άγιος. Εικονοστάσι ανωνύμων αγίων» του Γιάννη Ρίτσου (Εκδόσεις Κέδρος).
Στο κείμενο εναλλάσσονται αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν στο κτίριο του νούμερου 343 της Ιεράς Οδού από την περίοδο της ίδρυσης του ψυχιατρείου από τον Ζωρζή Δρομοκαΐτη και τα χρόνια του Γεωργίου Βιζυηνού, του Μιχαήλ Μητσάκη και του Ρώμου Φιλύρα μέχρι και τη δεκαετία του ‘90.
Επιδίωξη των δημιουργών της παράστασης, να αναδείξουν, εκτός από τα βιώματα των ίδιων των ασθενών, τις απόψεις, τις εμπειρίες και τα στερεότυπα που κουβαλούν συγγενείς, φίλοι, νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, καθώς και όλοι όσοι διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ένταξης των ψυχικά νοσούντων στην κοινωνία των «υγιών».
Λίγο πριν από την πρεμιέρα, την Κυριακή 13 Οκτωβρίου, μιλήσαμε με τη Χριστίνα Λυκοτσέτα, που υπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία και είναι μια από τους δύο αφηγητές που ζωντανεύουν επί σκηνής αυτές τις φωνές από το παρελθόν και το περιθώριο.
Ήταν το βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού που σας έδωσε την ιδέα για την παράσταση; Ή ξεκινήσατε από την ιδέα και στο πλαίσιο της έρευνάς σας συναντήσατε αυτό το βιβλίο; Γιατί αποφασίσατε να συνδυάσετε κείμενά του με εκείνα των Καιροφύλα και Ρίτσου;
«Στην πραγματικότητα προϋπήρχε ένα απλό ανθρώπινο ενδιαφέρον για το πώς αντιμετωπίζονται οι ψυχικά ασθενείς, που προέκυψε μέσα από συμπτώσεις, τυχαία γεγονότα, αλλά και μέσα από μια σειρά συνειδητών επιλογών. Στις συνειδητές επιλογές ανήκουν η γνωριμία και η επαφή μου με πρόσωπα που πρόσφεραν πολλά στις προσπάθειες για από-ασυλοποίηση και στον χώρο της απεξάρτησης. Προσωπικότητες όπως οι ψυχίατροι Θοδωρής Μεγαλοοικονόμου και Κατερίνα Μάτσα που γνώρισα –και οι δύο ανήκουν στους πρωτοπόρους της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα– με επηρέασαν βαθύτατα.
»Κατά τη διάρκεια εκείνης της επαφής δεν υπήρχε, βέβαια, η σκέψη καλλιτεχνικής αποτύπωσης ή “εκμετάλλευσης” των όποιων εμπειριών μού μεταφέρθηκαν, άμεσα ή έμμεσα. Η ανάγκη για τη δημιουργία μιας παράστασης πρόκυψε πολύ καιρό μετά και αφού ήρθα σε επαφή με το έργο της Μαρίας Φαφαλιού λόγω της χρόνιας εμπλοκής και της εθελοντικής εργασίας μου στον χώρο της ψυχικής υγείας. Τα αποσπάσματα από τα έργα του Γιάννη Καιροφύλα και του Γιάννη Ρίτσου που εντάχθηκαν στην παράσταση προϋπάρχουν στο βιβλίο της».
Ποιες ήταν για εσάς οι μεγαλύτερες προκλήσεις στη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου;
«Η επιλογή των κειμένων έγινε μέσα από μια τεράστια γκάμα θεμάτων και ιστοριών που θίγονται στο βιβλίο, το οποίο δεν είναι θεατρικό αλλά μια έρευνα για την ψυχική ασθένεια και την ιστορία του ιδρύματος. Ανοίγει πολλές θεματικές, και ο κίνδυνος της φλυαρίας, του διδακτισμού, αλλά και της ανάδειξης μιας ιατρο-κεντρικής προσέγγισης ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό πριν να προχωρήσω στη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου συζητήσαμε με τον σκηνοθέτη και συναποφασίσαμε για τα ζητήματα που θέλαμε να αναδειχθούν.
»Επιλέχθηκαν οι αφηγήσεις που δεν έχουν αναγκαστικά το πιο σημαντικό ιστορικό αλλά μεγαλύτερο θεατρικό ενδιαφέρον. Και αυτή ήταν η μεγαλύτερη δραματουργική πρόκληση που αντιμετώπισα. Να επιλέξω, δηλαδή, ιστορίες που θα μιλήσουν πρώτα για τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τους φόβους του έγκλειστου και αποκλεισμένου και έτσι θα βάλουν τον θεατή να σκεφτεί και να προβληματιστεί λογικά. Είναι πιο σημαντικό να ακουστεί η αυθεντική φωνή του έγκλειστου που δεν λαμβάνει ούτε ένα γράμμα από τον έξω κόσμο ή τον οποίο δεν θέλουν να δεχτούν στο σπίτι του παρά να αναφερθώ στις προσπάθειες εισαγωγής μεθόδων απο-ασυλοποίησης που έγιναν κατά το παρελθόν.
»Εξάλλου, η παράσταση δεν είναι για το Δρομοκαΐτειο αλλά με αφορμή το Δρομοκαΐτειο. Θέλουμε να ανοίξει και πάλι η συζήτηση που θέτει στην πρώτη γραμμή τα θέματα της ψυχικής υγείας και κυρίως του αποκλεισμού».
«Η παράσταση δεν είναι για το Δρομοκαΐτειο αλλά με αφορμή το Δρομοκαΐτειο. Θέλουμε να ανοίξει και πάλι η συζήτηση που θέτει στην πρώτη γραμμή τα θέματα της ψυχικής υγείας και κυρίως του αποκλεισμού».
Αν οι αληθινές μαρτυρίες της παράστασης καλύπτουν περίπου έναν αιώνα ιστορίας, μέχρι τη δεκαετία του ‘90, ποιες είναι οι πλέον καθοριστικές αλλαγές που αναδεικνύονται μέσα από αυτές, τόσο στην προσέγγιση της ψυχικής ασθένειας όσο και στα στερεότυπά της;
«Από την έρευνα του βιβλίου αλλά και από τα αποσπάσματα που επιλέχθηκαν βλέπουμε να συνυπάρχουν αντιφατικά στοιχεία: Από τη μια μεριά, μια εξέλιξη στην προσέγγιση της ψυχικής ασθένειας από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Ζωρζής Δρομοκαΐτης ανακάλυψε έντρομος ότι τα ιδρύματα που προϋπήρχαν ήταν στην πραγματικότητα χώροι στους οποίους οι ψυχικά πάσχοντες ζούσαν σιδηροδέσμιοι σε μικρά κλουβιά. Αυτό άλλαξε με την ίδρυση του Δρομοκαϊτείου και, αργότερα, με την εισαγωγή της εργασιοθεραπείας και των πρώτων προσπαθειών μεταρρύθμισης.
»Από την άλλη μεριά, το στίγμα του αποκλεισμού, τα στερεότυπα των “απέξω”, των φαινομενικά υγιών, σε σχέση με τους “μέσα”, ακόμη και βάρβαρες μέθοδοι όπως τα ηλεκτροσόκ και η κατασταλτική πολυφαρμακία, συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν για μια μεγάλη χρονική περίοδο το ίδρυμα, τουλάχιστον μέχρι και λίγα χρόνια πριν από την εκπόνηση της ερευνητικής εργασίας της συγγραφέως.
»Ας σημειώσουμε εδώ πως το Δρομοκαΐτειο, συγκρινόμενο με άλλα ιδρύματα της χώρας, όπως το Δαφνί ή πολύ περισσότερο το κολαστήριο της Λέρου, ήταν η καλύτερη περίπτωση. Οι έγκλειστοί του ήταν σχετικά “προνομιούχοι” γιατί, λόγω κοινωνικής καταγωγής ή οικογενειακού ενδιαφέροντος, δεν κατέληγαν στα “αζήτητα περιστατικά” των άλλων ιδρυμάτων».
Υπήρξε ουσιαστική επανένταξη έστω για κάποιους από τους ασθενείς στους οποίους έδωσε φωνή η παράστασή σας; Ή ο εγκλεισμός τους στο Δρομοκαΐτειο ισοδυναμούσε, τελικά, με ισόβια περιθωριοποίηση;
«Η πλειοψηφία των ασθενών παρέμενε στο ίδρυμα και κατέληγε εκεί. Ωστόσο δεν λείπουν και ιστορίες ανθρώπων επώνυμων όπως ο Μητσάκης, που τελικά κατάφερε να βγει και να πεθάνει εκτός ιδρύματος επειδή τον περιέθαλψε ο αδερφός του. Βλέπουμε πως και εδώ το ποιος θα μείνει και ποιος θα βγει από ένα σημείο και έπειτα εξαρτάται από το οικογενειακό περιβάλλον του και το πώς αυτό θα χειριστεί το “κοινωνικό στίγμα”.
»Είναι χαρακτηριστική η ιστορία ενός έγκλειστου που, ενώ επρόκειτο να πάρει εξιτήριο μετά από κάποια χρόνια νοσηλείας, η οικογένειά του παρακαλούσε το ίδρυμα να τον κρατήσει μέσα, γιατί όταν είχε εισαχθεί είχε διαδώσει στο χωριό πως πέθανε και συνεπώς δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την “ανάστασή” του».
«Είναι χαρακτηριστική η ιστορία ενός έγκλειστου που, ενώ επρόκειτο να πάρει εξιτήριο μετά από κάποια χρόνια νοσηλείας, η οικογένειά του παρακαλούσε το ίδρυμα να τον κρατήσει μέσα, γιατί όταν είχε εισαχθεί είχε διαδώσει στο χωριό πως πέθανε και συνεπώς δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την “ανάστασή” του».
Εντοπίσατε κάποιες διαφορές στα βιώματα μεταξύ των αντρών και των γυναικών ασθενών στις μαρτυρίες που μελετήσατε και ενδεχομένως εντάξατε στην παράσταση;
«Το στίγμα της ψυχικής ασθένειας ήταν εξίσου βαρύ σε άντρες και γυναίκες και δεν διέφερε πολύ ο τρόπος που βίωναν τον εγκλεισμό. Θα έλεγα μάλιστα πως υπήρχαν γυναίκες που ως ψυχικά πάσχουσες υπέφεραν περισσότερο εκτός ιδρύματος και ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια εντός του.
»Αυτό που μας προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον είναι οι διαφορές στην αντιμετώπισή τους ανάλογα με την κοινωνική καταγωγή και την αναγνωρισιμότητά τους. Οι πιθανότητες να περάσει κάποιος/α σχετικά καλύτερα και να έχει καλύτερη αντιμετώπιση μέσα στο ίδρυμα, αλλά και από το οικογενειακό περιβάλλον του, αυξάνονταν αν προερχόταν από υψηλά κοινωνικά στρώματα ή αν ήταν αναγνωρίσιμος/η λόγω του πνευματικού ή καλλιτεχνικού παρελθόντος του/της.
»Άλλωστε και στις μέρες μας είναι εμφανής η διάθεση ρομαντικοποίησης της νόσου όταν πρόκειται για κάποιον διάσημο, ενώ ο απλός και φτωχός στιγματίζεται με μεγαλύτερη ευκολία. Κάποια από αυτά τα στοιχεία εντάχθηκαν και στις ιστορίες που επιλέξαμε».
Πώς μπορεί το Μπάγκειον να συνδεθεί ως θεατρικό σκηνικό με το Δρομοκαΐτειο;
«Το Μπάγκειον όπως και το Δρομοκαΐτειο είναι σαν ένα σταματημένο ρολόι στον χρόνο. Αν περιηγηθείς στα κτίρια του Δρομοκαϊτείου, στο Δάφτσειο, τον Άγιο Ισίδωρο, την παλιά Ιματιοθήκη και τα περιβόλια, ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στον 21ο αιώνα και την Ιερά Οδό. Ομοίως και στο Μπάγκειον, βρίσκεσαι σε ένα κτίριο-μνημείο της αρχιτεκτονικής των τελών του 19ου αιώνα, σχεδόν συνομήλικο με το Δρομοκαΐτειο, και ξεχνάς ότι είσαι στην Ομόνοια.
»Επιπλέον το Μπάγκειον έχει μια αίσθηση εγκατάλειψης, που φέρνει και εμάς έστω και ελάχιστα πιο κοντά στο βίωμα της εγκατάλειψης των ασθενών».
«Μείναμε έκπληκτοι ανακαλύπτοντας στον χώρο του Δρομοκαϊτείου το μικρό αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον μουσείο του. Ένα χώρο όπου καταγράφεται η ιστορία της ψυχιατρικής στην Ελλάδα. Που οφείλουν να τον επισκεφτούν όλοι, όχι μόνο οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας».
Τι σημαίνει για εσάς προσωπικά το Δρομοκαΐτειο;
«Είναι πάνω απ’ όλα ένας χώρος μνήμης. Αλλά και ένας χώρος κοινωνικής αυτογνωσίας που ακόμη δεν έχει πραγματωθεί. Είναι απίστευτο πως έχουμε μάθει να προσεγγίζουμε την ιστορική μας διαμόρφωση ως κοινωνία μόνο μέσα από τις “ηρωικές” αφηγήσεις των πολέμων και των μαχών, αγνοώντας την προφορική ιστορία και τις μαρτυρίες απλών και καθημερινών ανθρώπων.
»Στην πραγματικότητα η κοινωνία μας είναι ένα πολύμορφο και αντιφατικό όλο που σπαράσσεται από τις εσωτερικές αντιφάσεις της. Και ένα κομμάτι του σύγχρονου πολιτισμού μας παραμελημένο και έξω από την επίσημη ιστοριογραφία είναι ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε η ψυχιατρική στην Ελλάδα του 19ου και 20ου αιώνα.
»Μείναμε έκπληκτοι ανακαλύπτοντας στον χώρο του Δρομοκαϊτείου το μικρό αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον μουσείο του. Έναν χώρο όπου καταγράφεται η ιστορία της ψυχιατρικής στην Ελλάδα. Που οφείλουν να επισκεφτούν όλοι, όχι μόνο οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας.
»Θα είμαστε ευτυχείς αν η παράσταση μας συνεισφέρει έστω και στο ελάχιστο στην αύξηση της επισκεψιμότητάς του. Βασικό στοιχείο της πάλης ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό είναι η πληροφορία. Και αυτή μπορεί να τη δώσει το ίδρυμα με το μουσείο του και το βιβλίο στο οποίο στηρίχθηκε η παράσταση μας».
Έχετε υπάρξει, εθελοντικά, εμψυχώτρια στη θεατρική ομάδα του ΚΕΘΕΑ και βοηθός σκηνοθέτη στη θεατρική ομάδα του 18ΑΝΩ. Πώς έχει επηρεάσει αυτή η εμπειρία τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζετε την ψυχική ασθένεια;
«Και στις δύο περιπτώσεις ήρθα σε επαφή με ανθρώπους “διπλής διάγνωσης”, στους οποίους η τοξικο-εξάρτηση συνυπήρχε με κάποια ψυχική πάθηση. Δηλαδή, με τους “παρίες ανάμεσα στους παρίες” όπως πολύ εύστοχα έχει πει και η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα. Εκεί έμαθα –αυτό ενισχύθηκε και από συζητήσεις με εργαζομένους στην ψυχική υγεία– πως πρέπει η κάθε περίπτωση να αντιμετωπίζεται ως μοναδική.
»Το χειρότερο πράγμα που κάνουν η ασυλοποίηση και η μαζικοποίηση του εγκλεισμού είναι να μετατρέπουν, διά της ποσότητας και της απομόνωσης, τους ανθρώπους αυτούς σε έναν άμορφο και ενιαίο “ψυχικό πολτό”. Τους “απο-ανθρωποποιούν”, αφαιρούν όλα τα ανεπανάληπτα στοιχεία της υποκειμενικότητάς τους που διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους και τον τρόπο με τον οποίο βρέθηκαν σε αυτή την κατάσταση.
«Το χειρότερο πράγμα που κάνουν η ασυλοποίηση και η μαζικοποίηση του εγκλεισμού είναι να μετατρέπουν, διά της ποσότητας και της απομόνωσης, τους ανθρώπους αυτούς σε έναν άμορφο και ενιαίο “ψυχικό πολτό”».
»Αντίθετα, βασική και αναγκαία προϋπόθεση θεραπείας και στη μία και στην άλλη περίπτωση είναι η εξατομικευμένη προσέγγιση με ανθρωπιά και συναίσθημα. Η ακαδημαϊκή γνώση και η τάση να γενικεύουμε θεωρητικά συμπεράσματα είναι μια αναγκαία αλλά όχι ικανή από μόνη της συνθήκη για να μας δώσει τις απαντήσεις. Χρειάζεται μια πιο συνολική και δύσκολη αλλά αναγκαία ατομική προσέγγιση σε κάθε έναν/μια πάσχοντα. Ας αποτελέσει η παράστασή μας ένα λιθαράκι σε αυτό τον προβληματισμό».
Info
«Ιερά Οδός 343. Μαρτυρίες από το Δρομοκαΐτειο», Μπάγκειον, Πλατεία Ομονοίας 18, Αθήνα. Από Κυριακή 13 Οκτωβρίου έως Δευτέρα 4 Νοεμβρίου. Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Κυριακή 13, 20, 27 Οκτωβρίου 2024. Δευτέρα 14, 28 Οκτωβρίου 2024. Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024. Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024. Ώρα έναρξης: 20:00. Διάρκεια παράστασης: 60 λεπτά. Προπώληση εισιτηρίων: www.ticketservices.gr, τηλ. 210 7234567, Πανεπιστημίου 39, Αθήνα. Τηλεφωνική κράτηση μία ώρα πριν στα τηλ. 6955496938, 6949611042, 6937099781
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Βασίλης Παχουνδάκης. Δραματουργική επεξεργασία: Χριστίνα Λυκοτσέτα. Ερμηνεία: Φίλιππος Δραγούμης, Χριστίνα Λυκοτσέτα. Μουσική: Φίλιππος Δραγούμης. Σκηνικό-φωτισμοί: Έβης Χρήστου. Κοστούμια: Ελένη Νομίδη. Φωτογραφίες: Κατερίνα Αρβανίτη. Υπεύθυνη επικοινωνίας: Χρύσα Ματσαγκάνη