Την πρώτη της επαφή με βιβλίο του Ντοστογιέφσκι την είχε ενώ πήγαινε ακόμα γυμνάσιο. Ήταν διακοπές στην Τζιά μαζί με τις ξαδέρφες της όταν, όπως θυμάται σήμερα η Βάσια Χρονοπούλου, «στο ένθετο μιας εφημερίδας εμφανίστηκε ο “Παίχτης“. Λίγα πρωινά ανάγνωσης στάθηκαν αρκετά για να καταλάβω ότι ο κόσμος του συγγραφέα αυτού με υπνωτίζει. Στα βιβλία του βρήκα την ανθρωπιά και την αγάπη για τον άλλο ανεξάρτητα από τις δυστυχίες, τα πάθη και τις εμμονές του».

Πολλά χρόνια αργότερα θα διασκεύαζε και θα σκηνοθετούσε ένα άλλο έργο του, τις «Λευκές νύχτες», στο θέατρο, για το διαχρονικό περιεχόμενό του, όπου «αναδύεται η ευαίσθητη ψυχοσύνθεση των ηρώων στην οποία δεν γίνεται να μη βρει έστω κι ένα αντίκρισμα ο αναγνώστης. Στη θεατρική μεταφορά κρατήσαμε τα πάθη, τις αδυναμίες και τις στιγμές διαύγειας των ηρώων, αλλά φέραμε και τους προβληματισμούς που εγείρει το έργο για τις μεγάλες έννοιες της ζωής ένα βήμα πιο κοντά σε εμάς, ανοίγοντας, κατά κάποιον τρόπο, διάλογο με όσες σκέψεις μάς προκαλούν στο σήμερα».

«Στο ένθετο μιας εφημερίδας εμφανίστηκε ο “Παίχτης”. Λίγα πρωινά ανάγνωσης στάθηκαν αρκετά για να καταλάβω ότι ο κόσμος του συγγραφέα αυτού με υπνωτίζει. Στα βιβλία του βρήκα την ανθρωπιά και την αγάπη για τον άλλο ανεξάρτητα από τις δυστυχίες, τα πάθη και τις εμμονές του».

Έτσι γεννήθηκαν οι «Νύχτες», η ιστορία ενός μοναχικού νέου, του Ονειροπόλου, που γνωρίζει στον δρόμο μια νεαρή κοπέλα, τη Νάστενκα. Στις νυχτερινές συναντήσεις που ακολουθούν, μοιράζονται τις παράξενες ιστορίες της ζωής τους και συνδέονται με μια αδερφική και πρωτόγνωρη αγάπη. Ενώ όμως η Νάστενκα μιλάει για τον άντρα που περιμένει να γυρίσει πίσω σε αυτήν για να την παντρευτεί, ο ονειροπόλος ήρωας μας σιγά σιγά την ερωτεύεται, παρ’ όλο που η ανταπόδοση των συναισθημάτων του είναι ανέλπιδη.

Φωτογραφία από την παράσταση «Νύχτες».

Πώς μπορεί σήμερα ένας Ονειροπόλος να βρει τη θέση του στον κόσμο;

«Ειλικρινά, δεν ξέρω. Ξεκινώντας από τις δυσκολίες που φέρει η ίδια η έννοια του ονειροπόλου, το όνειρο ενέχει μια ελπίδα, άρα προσμονή, κι αυτό μας κρατάει δέσμιους. Προσωπικά είμαι ονειροπόλα συχνά αλλά θεωρώ ότι είναι τόσο δεσμευτικό και πιεστικό το κυνήγι ενός ονείρου, ειδικά στη σημερινή, δύσκολη και παγερή, εποχή. “Κοιτάξτε πόσο φαίνονται να ‘ναι ψυχρά, βλοσυρά, θυμωμένα όλα τα πράγματα γύρω μας” λέει ο ήρωάς μας και μετά από λίγο γεμίζει τη σκέψη του με απογοήτευση, για όσα πέρασαν, όσα δεν έγιναν κι όσα φοβάται ότι δεν θα γίνουν. Η προσμονή των όσων θα ήθελε να γίνουν οδηγούν στη μοναξιά, τα όνειρα έρχονται ως φαινομενικά ακίνδυνη διέξοδος από τους φόβους και τις αδυναμίες του και τον εγκλωβίζουν. Η όμορφη παραπλάνηση του ονείρου γίνεται παγίδα από την οποία δεν μπορεί να ξεκολλήσει ούτε ένα κύτταρο του ανθρώπου και πλέον η πραγματικότητα είναι αδύνατη.

»Ωστόσο στις άγρυπνες στιγμές διαύγειας η μοναξιά αυτή φέρει μια συνειδητοποίηση, μια συμφιλίωση με τον εαυτό μας και την ουσιαστική αλήθεια, οδηγώντας τον ήρωά μας στη θυσία με σκοπό την ευτυχία κάποιου άλλου, ύστερα από την κατανόηση και την αγάπη. Αν ένας ονειροπόλος μείνει πιστός σε αυτά τα συναισθήματα, ίσως να προσφέρει στον κόσμο μας ένα χρώμα παραπάνω και να μας παρασύρει στη ζωντάνια, την αδελφοσύνη, να ξυπνήσει τα χαμένα ιδανικά μας».

«Ένας ονειροπόλος ίσως να προσφέρει στον κόσμο μας ένα χρώμα παραπάνω και να μας παρασύρει στη ζωντάνια, την αδελφοσύνη, να ξυπνήσει τα χαμένα ιδανικά μας»

Το πρώτο ανέβασμα της παράστασης ήταν πριν από την πανδημία. Με την επιστροφή της φέτος, στο Studio Μαυρομιχάλη, πολλά έχουν αλλάξει, όπως οι συντελεστές της και η προσέγγιση του έργου: «Είναι ένα έργο που, μεταξύ άλλων, μιλάει για τη νεότητα και πέντε χρόνια είναι αρκετά για να επηρεάσουν τον αντίκτυπο που έχει πάνω μας το περιεχόμενό του, που μιλάει για τα χαμένα χρόνια, για την αλήθεια των όσων ζούμε, για τις επιλογές μας… Περίεργο, αλλά ποτέ δεν έφυγαν η επιθυμία να συνεχίσουμε αυτή την παράσταση και η ανάγκη να επαναφέρουμε τα συγκεκριμένα θέματα. Με τα χρόνια, ωστόσο, γίναμε πιο τολμηροί στο μοίρασμα των ονείρων, των ιδεών και επιθυμιών μας, κάναμε τις Λευκές Νύχτες όντως Νύχτες μας και, ποιος ξέρει, μπορεί να έχουμε ακόμα μέλλον σε αυτή την προσωπική έρευνα».

Φωτογραφία από την παράσταση «Νύχτες».

Άλλωστε ποτέ δεν βγήκαν από τη ζωή της Βάσιας οι ήρωές της, όπως η Νάστενκα και ο Ονειροπόλος, αλλά και η Ξαδέρφη και ο Νοικάρης που εμφανίζονται στο έργο. «Τους συναντώ στους περαστικούς με τους οποίους τυχαία πιάνουμε κουβέντα, σε ανθρώπους στα μπαρ που χωρίς να γνωριζόμαστε θα μοιραστούν μαζί μου ένα κομμάτι της ψυχής τους, στους φίλους που γίνονται, ξαφνικά και χωρίς φόβο μήπως προσβάλουν τον εγωισμό τους, πιο τολμηροί στο να μιλήσουν για όλα όσα σκέφτονται, μέχρι και τις πιο ταπεινές τους επιθυμίες. Αυτή η αποκάλυψη είναι δώρο και βάρος μαζί, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις είναι συνυφασμένη με μια κάποια δυστυχία όσων είναι εγκλωβισμένοι στη ζωή τους… Αλλά το βάρος που έρχεται με την αλήθεια είναι πάντα γλυκό».

Πέρα από το θέατρο, η Βάσια έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής της και σε φιλοζωικές δράσεις. Μάλιστα στην περίοδο που η Ελλάδα καιγόταν, βρέθηκε κοντά στα πυρόπληκτα ζώα.

Φωτογραφία από την παράσταση «Νύχτες».

«Είναι στιγμές που διχάζομαι μεταξύ αισιοδοξίας και απογοήτευσης. Όσο περισσότερο πλησιάζεις τα συγκεκριμένα θέματα έρχεται η απογοήτευση, βλέπεις από πρώτο χέρι την καταστροφή που προκαλεί ο άνθρωπος.

»Πώς μπορείς να συνεχίσεις την ημέρα σου όταν έχεις βρεθεί δίπλα στη φωτιά, σε πανικόβλητες, αβοήθητες ψυχές, ή μέσα σε αποκαΐδια όπου ο φόβος του να βρεις κάποια ψυχή να αναπνέει είναι μεγαλύτερος από το να μην βρεις τίποτα; Πώς συνεχίζεις την ημέρα σου δίπλα σε ζώα που φοβούνται μέχρι το πιο μικρό χάδι που προσπαθείς να τους προσφέρεις, ύστερα από την κακοποίηση που έχουν υποστεί από κάποια κτήνη που θέλουν να λέγονται άνθρωποι; Αλλά “άνθρωπος δεν γεννιέσαι, γίνεσαι”.

«Πώς μπορείς να συνεχίσεις την ημέρα σου όταν έχεις βρεθεί δίπλα στη φωτιά, σε πανικόβλητες, αβοήθητες ψυχές, ή μέσα σε αποκαΐδια όπου ο φόβος του να βρεις κάποια ψυχή να αναπνέει είναι μεγαλύτερος από το να μην βρεις τίποτα;».

»Προσφέρομαι ως εθελόντρια όπου μπορώ και ένα από τα σκυλιά-μέλη της οικογένειας μου, η Ματίλντα, ήταν κακοποιημένο για χρόνια ζώο. Για αυτό και πήρα την απόφαση να ασχοληθώ ακόμα πιο ενεργά, ως εκπαιδεύτρια σκύλων με δάσκαλο τον άνθρωπο που είναι πάντα δίπλα μου για καθοδήγηση, τον Δημήτρη Γραμματικάκη. Με αφορμή τον Δημήτρη, λοιπόν, επιστρέφουν η αισιοδοξία και η πίστη στον άνθρωπο. Δοκιμαζόμαστε σε πολλά επίπεδα σήμερα, όμως οι άνθρωποι που γνώρισα στις ακραίες αυτές συνθήκες σχηματίζουν χαμόγελο στο πρόσωπό μου, άνθρωποι που μέσα στη δύσκολη καθημερινότητα θυσιάζουν κάτι από τη ζωή τους για να βοηθήσουν. Χωρίς καν να αναφερθώ στους μόνιμα ενεργούς εθελοντές, που θυσιάζουν την ζωή τους ολόκληρη, άλλο κεφάλαιο…

»Γεμίζει αγάπη η ψυχή μου όταν σκέφτομαι πόσα προσφέρουν οι άνθρωποι άμα θέλουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, από τους ενεργούς εθελοντές με τη μεγάλη καρδιά μέχρι π.χ. τους συγγενείς μου, που κι ας μην μπορούν να συμμετέχουν ενεργά προσφέρουν οικονομικά, ή τους συναδέλφους μου στην εστίαση όπου σε όλα αυτά τα ξαφνικά περιστατικά μού επιτρέπουν να φύγω, επιβαρύνοντας τους εαυτούς τους με παραπάνω φόρτο εργασίας. Ο καθένας μπορεί να προσφέρει με τον τρόπο του, αρκεί να το θέλει. Δημιουργείται μια τεράστια αλυσίδα ανθρώπων και έχεις πλέον ελπίδα για το μέλλον. Ξέρεις πως, κι ας παλεύουμε όλοι τόσο πολύ να ζήσουμε, κανείς δεν είναι μόνος, ούτε καν οι ψυχές χωρίς ανθρώπινη φωνή».

Φωτογραφία από την παράσταση «Νύχτες».

Info

«Νύχτες», έως 9 Ιανουαρίου 2024, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο Studio Μαυρομιχάλη, Μαυρομιχάλη 134, Αθήνα Διάρκεια: 105 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ (κανονικό), 12 ευρώ (φοιτητικό & άνω των 65), 5 ευρώ (ανέργων & ατέλειες). Προπώληση: www.more.com. Τηλέφωνο κρατήσεων: 210 6453330.

Συντελεστές

Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου. Διασκευή – Σκηνοθεσία: Βάσια Χρονοπούλου. Φωτισμοί: Δημήτρης Μπαλτάς. Σχεδιασμός βαλίτσας: Αναστασιάννα Μωραΐτη. Κοστούμια: Βάσια Χρονοπούλου. Μουσική: Γρηγόρης Ελευθερίου. Κίνηση: Φαίδρα Σούτου. Φωτογραφίες – Τρέιλερ: Νικολέττα Ζαρίφη. Αφίσα: Ναταλία Κισσαμιτάκη. Επικοινωνία – Δημόσιες σχέσεις : Γιώτα Δημητριάδη. Παραγωγή: Apparatus. Παίζουν: Κωνσταντίνος Δημητρακάκης, Βασιλίνα Κατερίνη
Παναγιώτα Μπιμπλή, Δημήτρης Τσιγκριμάνης.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below