Όταν προσπαθώ να φανταστώ τη Στέφανι Λαντ, την αληθινή «Οικιακή βοηθό», αυτομάτως παίρνει στο μυαλό μου τη μορφή της Μάργκαρετ Κουάλι, της ηθοποιού που την υποδύεται στην ομώνυμη σειρά του Netflix με συμπρωταγωνίστρια τη μητέρα της, Άντι ΜακΝτάουελ. Το δυνατό αποτύπωμα που αφήνει στη μνήμη η τηλεοπτική μεταφορά της αυτοβιογραφίας της επιβεβαιώνει την εκπληκτική απήχηση της προσωπικής της ιστορίας.

«Όταν είδα τη σειρά, ένιωσα μεγάλη ανακούφιση», μας λέει η Λαντ, σε αυτή τη συνέντευξη με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά, και προσθέτει: «Κατάλαβα ότι θα τη συζητούσα για καιρό και αισθάνθηκα περήφανη. Απεικονίζει πραγματικά το τι σημαίνει να είσαι φτωχή μονογονέας στην Αμερική».

Μετά από κάθε ερώτηση η Λαντ κάνει μια μικρή παύση προτού απαντήσει: Αυτό το χαρακτηριστικό, μιας γυναίκας που επιλέγει με προσοχή το επόμενο βήμα της, ίσως συνέβαλε στη διαδρομή της από τις παρυφές της κοινωνίας στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής ως σύμβολο ενδυνάμωσης.

«Όταν είδα τη σειρά, ένιωσα μεγάλη ανακούφιση. Κατάλαβα ότι θα τη συζητούσα για καιρό και αισθάνθηκα περήφανη», λέει η Στέφανι Λαντ για την τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου της.

Ποια ήταν η στιγμή που αποφασίσατε να δραπετεύσετε από την κακοποιητική σχέση σας;

«Όταν εκείνος έδωσε γροθιά σε ένα τζάμι στο τροχόσπιτο όπου μέναμε, επικοινώνησα με την αστυνομία γιατί είχα επιτέλους μια χειροπιαστή απόδειξη της ενδοοικογενειακής βίας. Μέχρι τότε, όποτε είχα προσπαθήσει να πω σε κάποιον τι συνέβαινε, είτε δεν με πίστευαν είτε με θεωρούσαν υπερβολική».

Τι θα συμβουλεύατε άλλες γυναίκες που νιώθουν εγκλωβισμένες σε μια κακοποιητική σχέση;

«Αποφεύγω να δίνω γενικές συμβουλές γιατί κάθε κατάσταση είναι μοναδική και επικίνδυνη. Δεν μπορώ να πω “φύγε τώρα”, γιατί οι περισσότερες γυναίκες δολοφονούνται όταν προσπαθούν να δραπετεύσουν. Προτιμώ λοιπόν να συμβουλεύω τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στις γυναίκες: να αναζητούν σημάδια ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά (για παράδειγμα, τάση για απομόνωση ή οποιαδήποτε αλλαγή στη συμπεριφορά τους) και να τους δείχνουν ότι αν αποφασίσουν να μιλήσουν, μπορούν να τους εμπιστευτούν».

«Αποφεύγω να δίνω γενικές συμβουλές γιατί κάθε κατάσταση είναι μοναδική και επικίνδυνη. Δεν μπορώ να πω “φύγε τώρα”, γιατί οι περισσότερες γυναίκες δολοφονούνται όταν προσπαθούν να δραπετεύσουν».

Τις μέρες της «Οικιακής βοηθού», τι σας βοήθησε να ξεπεράσετε τις δυσκολίες;

«Κατ’ αρχάς, το μικρό παιδί που έπρεπε να φροντίσω και για το οποίο ήθελα μια καλύτερη ζωή. Και το όνειρο που είχα, να γίνω συγγραφέας, από τότε που ήμουν δέκα χρόνων. Θυμάμαι να πηγαίνω με τη μαμά μου σε παζάρια σε αυλές σπιτιών και να αγοράζουμε πολλά βιβλία, ας πούμε, για 25 σεντς. Ήμουν από τα παιδιά που ενώ προσποιούνται ότι κοιμούνται διαβάζουν βιβλία στο σκοτάδι με ένα φακό».

Η Στέφανι Λαντ με τις κόρες της. Photo: Ashley Rhian Photography

Τι σας βοήθησε περισσότερο να διαχειριστείτε τα τραύματα του παρελθόντος;

«Δεν νομίζω ότι ξεπερνάς ποτέ ένα τραύμα. Όταν βγήκε η σειρά και άρχισα να μιλάω ξανά για τη γυναίκα που ήμουν κάποτε, για την οποία δεν είχα μιλήσει για χρόνια, διάφορα παράξενα συμπτώματα άρχισαν να κυριεύουν το σώμα μου, ένιωθα δυσφορία και άγχος. Το σώμα θυμάται τα τραύματα. Περισσότερο με βοήθησαν οι συζητήσεις με τον ψυχοθεραπευτή μου -έκανα ψυχοθεραπεία για τέσσερα χρόνια- και με ανθρώπους που έχουν ζήσει παρόμοιες εμπειρίες».

Ποια πράξη καλοσύνης δεν θα ξεχάσετε ποτέ, από την εποχή που δουλεύατε ως οικιακή βοηθός;

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους σπιτονοικοκύρηδες που θυμόνταν το όνομά μου και που γενικά με αντιμετώπιζαν ως άνθρωπο με ανάγκες. Κάποιοι ήταν σπίτι ενώ καθάριζα. Ένας από αυτούς μού μαγείρευε κάθε φορά που ήμουν εκεί, για να γευματίσω μαζί τους: κάτι ανήκουστο για τη συγκεκριμένη δουλειά, όπου στην πραγματικότητα δεν μου επιτρεπόταν να κάνω διάλειμμα – αν πεινούσα, έπαιρνα ένα σνακ στο χέρι και συνέχιζα να καθαρίζω. Και μετά ήταν ένας τύπος, που στο βιβλίο αποκαλώ “Χένρι”, ο οποίος μού έδωσε αστακούς, ως δώρο για την έξτρα δουλειά που έκανα. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα».

«Θυμάμαι να πηγαίνω με τη μαμά μου σε παζάρια σε αυλές σπιτιών και να αγοράζουμε πολλά βιβλία, ας πούμε, για 25 σεντς. Ήμουν από τα παιδιά που ενώ προσποιούνται ότι κοιμούνται διαβάζουν βιβλία στο σκοτάδι με ένα φακό». Photo: Nicol Biesek

Σήμερα έχετε δύο κόρες [η «Μία», όπως την αποκαλεί στο βιβλίο και στην τηλεοπτική σειρά, είναι πλέον 15 ετών]. Πώς προσπαθείτε να τις προστατεύσετε από τις εμπειρίες που ζήσατε εσείς στο παρελθόν;

«Σήμερα, προφανώς, είμαστε σε πολύ διαφορετική οικονομική κατάσταση. Η μικρή μου κόρη, οκτώ ετών, δεν έχει αναμνήσεις από εποχές επισιτιστικής και στεγαστικής επισφάλειας. Ωστόσο, τους λέω, θυμάστε τότε που δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε αυτό το παντελόνι; Ας πάρουμε καλύτερα ένα κομμάτι αντί για πέντε. Συζητάμε επίσης πολύ για τις σχέσεις τους, με φίλους, δασκάλους και οποιονδήποτε άλλον. Τους εξηγώ ότι ορισμένοι άνθρωποι σε κάνουν να νιώθεις όμορφα, ενώ άλλοι να αισθάνεσαι άσχημα. Αν κάποιος σε ενοχλήσει, ας πούμε, στο σχολείο, μη διστάσεις να το πεις στους δασκάλους σου».

«Ως εσωστρεφής, μου είναι δύσκολο όταν κάποιος άγνωστος με πλησιάζει στο σουπερμάρκετ, με παίρνει αγκαλιά κλαίγοντας και αρχίζει να μου αφηγείται τι έχει περάσει».

Είχατε φανταστεί ότι το βιβλίο σας, και κατόπιν η σειρά, θα γνώριζαν τέτοια απήχηση;

«Ειλικρινά, εξεπλάγην. Μέχρι το 2019, που κυκλοφόρησε το βιβλίο, όταν μοιραζόμουν τη ζωή μου, ως μονογονέας που είχε επιβιώσει με κουπόνια τροφίμων, τις περισσότερες φορές οι αντιδράσεις στο Ίντερνετ δεν ήταν καλές. Υπήρχαν απειλές από ανθρώπους, ότι θα ειδοποιούσαν την Πρόνοια να μου πάρει το παιδί. Ήμουν λοιπόν αρκετά ανήσυχη για το πώς θα γινόταν δεκτό το βιβλίο.

»Οι θετικές αντιδράσεις που ακολούθησαν υπήρξαν καταιγιστικές. Άρχισα να παίρνω εκατοντάδες μηνύματα και emails από ανθρώπους που ήθελαν, με τη σειρά τους, να μοιραστούν τις ιστορίες τους μαζί μου. Βίωσα ένα δευτερογενές τραύμα, γιατί ακόμα και το να ακούω αφηγήσεις βίας από άλλους είναι δύσκολο για μένα, με επηρέασε πραγματικά.

»Καταλαβαίνω ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από κάποιον που θα τον ακούσει και θα κατανοήσει την εμπειρία του. Αλλά δεν μπορώ να το διαχειριστώ όλο αυτό πλέον: Ως εσωστρεφής, για παράδειγμα, μου είναι δύσκολο όταν κάποιος άγνωστος με πλησιάζει στο σουπερμάρκετ, με παίρνει αγκαλιά κλαίγοντας και αρχίζει να μου αφηγείται τι έχει περάσει».

«Μέχρι το 2019, που κυκλοφόρησε το βιβλίο, όταν μοιραζόμουν τη ζωή μου στο Ίντερνετ, ως μονογονέας που είχε επιβιώσει με κουπόνια τροφίμων, τις περισσότερες φορές οι αντιδράσεις δεν ήταν καλές. Υπήρχαν απειλές από ανθρώπους, ότι θα ειδοποιήσουν την Πρόνοια να μου πάρει το παιδί».

Μπορεί μια ιστορία να αλλάξει τον κόσμο;

«Εξήντα εφτά εκατομμύρια νοικοκυριά παρακολούθησαν τη σειρά, ελπίζω ότι αυτό θα φέρει κάποια αλλαγή. Ξέρω ότι από τότε που προβλήθηκε, οι τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας κατά της ενδοοικογενειακής βίας έχουν δεχτεί περισσότερες κλήσεις από ποτέ. Επίσης πολλοί άνθρωποι έκαναν δωρεές σε καταφύγια κακοποιημένων γυναικών. Νομίζω ότι η σειρά έστρεψε την προσοχή μας στο έργο των καταφυγίων και στο πώς είναι να πρέπει ξαφνικά να εγκαταλείψεις το σπίτι σου με το παιδί σου. Αυτό δεν το καταλαβαίνουν όσοι έχουν ένα δίχτυ προστασίας – υποστηρικτικούς γονείς ή πιστωτικές κάρτες ή αποταμιεύσεις. Υπάρχουν όμως πολλές γυναίκες σε κακοποιητικές σχέσεις που προσπαθούν να φύγουν χωρίς να έχουν τίποτα στα χέρια τους».

«Εξήντα εφτά εκατομμύρια νοικοκυριά παρακολούθησαν τη σειρά, ελπίζω ότι αυτό θα φέρει κάποια αλλαγή. Ξέρω ότι από τότε που προβλήθηκε, οι τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας κατά της ενδοοικογενειακής βίας έχουν δεχτεί περισσότερες κλήσεις από ποτέ».

Από την εποχή που εκτυλίσσεται το βιβλίο σας, πώς έχει διαμορφωθεί η κατάσταση για τις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες στις ΗΠΑ;

«Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι επιδεινώθηκε. Τα τελευταία χρόνια έχουμε ζήσει κάποιες ακραίες καταστάσεις. Τα αγαθά ακριβαίνουν, σπίτι είναι αδύνατον να βρεις, ενώ οι μισθοί δεν έχουν αυξηθεί. Ο κόσμος δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα. Και οι κρατικές παροχές, όπως τα κουπόνια τροφίμων και τα επιδόματα στέγασης, συνεχίζουν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Στη διάρκεια της πανδημίας κάτι φάνηκε να αλλάζει: Άρχισε να δίνεται ένα επίδομα παιδιού, της τάξης των 300 δολαρίων το μήνα ανά παιδί, σε ανθρώπους χωρίς εισοδήματα και, για ένα μικρό διάστημα, επίδομα ανεργίας. Όμως όλα αυτά κατέρρευσαν όταν κάποιοι βουλευτές άρχισαν να ασκούν πιέσεις ώστε οι φτωχοί να πρέπει να αποδεικνύουν ότι εργάζονται προκειμένου να συνεχίσουν να λαμβάνουν επιδόματα. Δεν είναι πάντα εύκολο να συγκεντρώσεις όλα τα απαραίτητα έγγραφα και συχνά η προθεσμία υποβολής τους λήγει προτού προλάβεις να το κάνεις. Επίσης κάποιοι δεν είναι καν σε θέση να αποδείξουν ότι εργάζονται, όπως συνέβαινε με εμένα όταν δούλευα ως αυτοαπασχολούμενη καθαρίστρια».

Info

Η «Οικιακή βοηθός» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Αυτή την περίοδο η Στέφανι Λαντ γράφει το νέο αυτοβιογραφικό βιβλίο της, όπου αφηγείται τα όσα ακολούθησαν μετά.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below