Δεν συμβαίνει συχνά αλλά όταν άρχισα να ξεφυλλίζω το νέο βιβλίο «Τα χρώματα που εσείς μου μάθατε» (εκδ. Ψυχογιός) δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου. Η αφηγηματική γοητεία του, που θυμίζει συλλογή διηγημάτων, με παρέσυρε μέχρι τις τελευταίες σελίδες και όταν τελικά το έκλεισα (με κάποια απογοήτευση, που δεν είχε άλλο) ένιωσα ότι μπορούσα να κατανοήσω λίγο καλύτερα τις ζωές των άλλων, και κυρίως τη δική μου.
Η συγγραφέας, η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Δρ. Άννα Κανδαράκη, πήρε αληθινές ιστορίες θεραπευόμενων και τις άλλαξε αρκετά για να μην υπάρχει κίνδυνος να τους εκθέσει, όχι όμως τόσο ώστε να τους στερήσει τη δύναμη της αυθεντικότητας. Στη δομή και τον τίτλο του βιβλίου κράτησε κάτι και από τη δική της ζωή, τις μεταπτυχιακές σπουδές της στην Ιστορία της Τέχνης, στο Πανεπιστήμιο του Λούβρου στο Παρίσι όπου, όπως συνειδητοποίησε, πίσω από κάθε πινελιά έψαχνε να καταλάβει τι κουβαλούσαν στην ψυχή τους οι ζωγράφοι. Το ίδιο συνεχίζει να κάνει κατά κάποιον τρόπο μέχρι σήμερα, με τους θεραπευόμενούς της, ως ειδικός ψυχικής υγείας.
Όλοι μπορούμε να επωφεληθούμε από την ψυχοθεραπεία και μάλιστα σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της ζωής μας; Πώς θα καταλάβουμε ότι τη χρειαζόμαστε;
«Αυτό είναι ένα ερώτημα που θα μπορούσε να ενταχθεί στο: “Όλοι μπορούμε να αλλάξουμε;”. Και η απάντηση είναι: “Μόνο αν το θέλουμε εμείς οι ίδιοι”. Αντίστοιχα όλοι μπορούμε να επωφεληθούμε από την ψυχοθεραπεία μόνο εάν ο κάθε ένας θέλει να βοηθηθεί, να αναζητήσει τα δικά του φωτεινά και σκοτεινά σημεία.
»Αυτό που πρέπει να έχουμε στο νου είναι πως η ψυχοθεραπεία αποτελεί ένα θεραπευτικό ταξίδι στο οποίο θα βιώσουμε και φουρτούνες και μπουνάτσες. Ωστόσο όταν φτάσουμε στον προορισμό μας θα είμαστε πιο αληθινοί, πιο αυθεντικοί, αλλά και πιο ανθρώπινοι.
»Δεν φτάνει όμως μόνο η απόφαση. Συχνά έρχονται άτομα που μας ζητούν λεκτικά: “Βοήθησέ με”. Αλλά ταυτόχρονα εμείς ακούμε: “Μη με αγγίζεις, μην έρχεσαι πολύ κοντά μου, διόρθωσε τη δυσκολία μου χωρίς εγώ να πρέπει να κάνω κάτι για αυτήν”. Η θεραπεία δεν λειτουργεί έτσι. Στη θεραπεία το άτομο παίρνει την προσωπική του ευθύνη για το πού και πώς θα οδηγήσει τη ζωή του. Συνεπώς, θέλει θάρρος. Είναι επιλογή.
»Ας είμαστε ειλικρινείς: δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να ζητήσουμε βοήθεια όταν είμαστε στην καλύτερή μας περίοδο. Βοήθεια ζητάμε όταν νιώθουμε ότι βουλιάζουμε, όταν βγαίνει ένα σύμπτωμα, όταν φοβόμαστε, όταν δυσκολευόμαστε. Το σύμπτωμα μπορεί να έρθει με πολλές μορφές, είτε με τη μορφή ψυχοσωματικών, πιο τραυματικά με μια κρίση πανικού, είτε με τη μορφή παραίτησης και ανηδονίας (“Τίποτα δεν με ευχαριστεί”). Ή σε μια δυσκολία ή μεγάλη αλλαγή της ζωής μας, όπως μια απώλεια, ένα διαζύγιο, μια σωματική νόσο. Γι’ αυτό, όπως γράφω και στο βιβλίο, η δυσκολία φέρνει πάντα ένα δώρο. Σε υποχρεώνει να σε φροντίσεις. Να σε ακούσεις και να ζητήσεις βοήθεια. Άρα και να γίνεις γενναίος. Γιατί δεν υπάρχει πιο γενναία λέξη από τη λέξη βοήθεια. Πόσο συχνά έχουμε πει μετά από μια δυσκολία: “Δεν περίμενα να το αντέξω”. Και όμως, όχι μόνο το άντεξες, αλλά πήγες και παρακάτω».
«Δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να ζητήσουμε βοήθεια όταν είμαστε στην καλύτερή μας περίοδο. Βοήθεια ζητάμε όταν νιώθουμε ότι βουλιάζουμε, όταν βγαίνει ένα σύμπτωμα, όταν φοβόμαστε, όταν δυσκολευόμαστε».
Συμπεριφορική-γνωσιακή, συστημική ψυχοθεραπεία, θεραπεία σχημάτων… κατατοπίστε μας λίγο για το πώς θα επιλέξει ο καθένας μας αυτήν που του ταιριάζει, γιατί νομίζω ότι στην αρχή είναι εύκολο να πελαγώσουμε από τις επιλογές.
«Ισχύει αυτό που λέτε. Υπάρχουν πολλές, διαφορετικές προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία, που κάνουν χρήση ποικίλων εργαλείων και τεχνικών. Αυτό όμως που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως όλες έχουν έναν κοινό στόχο: τον άνθρωπο και τη σχέση. Γιατί η θεραπεία είναι πρώτα θεραπευτική σχέση. Ο κάθε θεραπευόμενος πρέπει να δει τι του ταιριάζει περισσότερο ανάλογα με τη δυσκολία και το εκάστοτε αίτημά του. Δεν ταιριάζουν όλα σε όλους και πάντα. Μπορεί κάποιος σε μια χρονική περίοδο της ζωής του να ζητήσει βοήθεια που να εστιάζει στο σύμπτωμα και στο εδώ και τώρα, όπως είναι η γνωσιακή θεραπεία, και αργότερα να διερευνήσει το παρελθόν ή τους οικογενειακούς ρόλους του και τον τρόπο με τον οποίο συσχετίζεται, όπου δουλεύουν περισσότερο η ψυχοδυναμική και η συστημική θεραπεία. Το σημαντικό είναι να προσέξουμε πολύ το πού θα εμπιστευτούμε τη ψυχή μας και τις εσωτερικές πληγές μας, να αναζητήσουμε επιστήμονες που έχουν σπουδάσει τη ψυχική υγεία σωστά, που έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, ολοκληρωμένη ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση και σημαντική κλινική εμπειρία».
«Δυστυχώς η ψυχική υγεία έχει ξεχειλώσει και “τσαλαβουτούν” πολλοί χωρίς να συνειδητοποιούν τη σοβαρότητα της και την ευθύνη που χρειάζεται. Γι’ αυτό εμείς πρέπει να είμαστε προσεκτικοί να μην παρασυρθούμε στις εύκολες λύσεις».
Αφού ξεκινήσουμε συνεδρίες με έναν ειδικό, πώς θα καταλάβουμε στην πορεία ότι μας ταιριάζει ή ποια είναι τα σημάδια ότι είναι ακατάλληλος για εμάς;
«Θα επιμείνω ότι πρώτα έχει σημασία να επιλέξουμε έναν επιστήμονα με επιστημονική γνώση και όχι περιφερειακή συλλογή πληροφοριών μέσα από σεμινάρια. Δυστυχώς η ψυχική υγεία έχει ξεχειλώσει και “τσαλαβουτούν” πολλοί χωρίς να συνειδητοποιούν τη σοβαρότητά της και την ευθύνη που χρειάζεται. Γι’ αυτό εμείς πρέπει να είμαστε προσεκτικοί να μην παρασυρθούμε στις εύκολες λύσεις, σε όποιον υπόσχεται άμεσα αποτελέσματα και μαγικές αλλαγές. Βασικό είναι να αισθανθούμε ότι υπάρχει εμπιστοσύνη και σεβασμός στη δυσκολία μας, όχι κριτική διάθεση και, βεβαίως, εχεμύθεια και τήρηση του θεραπευτικού πλαισίου για να αισθανθούμε ασφάλεια και αποδοχή. Να σας πω και ένα ακόμα μυστικό. Η θεραπεία θέλει και να δυσκολευτούμε, δεν είναι ανακουφιστική φροντίδα, έχουμε να δούμε τη δική μας ευθύνη οπότε, ναι, κάποιες φορές θα φύγουμε από τη συνεδρία μας και θα είμαστε ζορισμένοι. Και άλλες, πιο ανάλαφροι. Όπως θα πρέπει να μας προβληματίσει αν πάντα φεύγουμε άσχημα έτσι θα πρέπει να μας προβληματίσει και αν πάντα φεύγουμε καλά».
Από την κλινική εμπειρία σας και ενδεχομένως από πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, ποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην εποχή μας;
«Από την κλινική μου εμπειρία αλλά και από πρόσφατες επιστημονικές έρευνες – ιδιαίτερα μετά την περίοδο της πανδημίας του Covid-19 – αυτό που βλέπουμε είναι πως συνολικά έχουν αυξηθεί τα προβλήματα ψυχικής υγείας σε παγκόσμια κλίμακα. Τα πιο διαδεδομένα είναι οι αγχώδεις διαταραχές (όπως το γενικευμένο άγχος, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και η διαταραχή πανικού) αλλά και οι συναισθηματικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη.
»Η πιο συχνή όμως δυσκολία που συναντώ μέσα και έξω από τη θεραπευτική αίθουσα είναι η μοναξιά. Πριν από την πανδημία του κορονοϊού υπήρχε η πανδημία της μοναξιάς. Μοναξιά μέσα και έξω από τις σχέσεις, γιατί δεν έχουμε μάθει να συσχετιζόμαστε. Αν δεν δούμε τη βαθύτερη δυσκολία που έχουμε να εμπιστευτούμε, δεν θα δημιουργήσουμε ποτέ αληθινές σχέσεις ούτε με τον εαυτό μας. Γιατί όπως γράφω μέσα στα “Χρώματα που εσείς μου μάθατε”: η εμπιστοσύνη δεν έχει να κάνει με τον άλλο αλλά με μένα. Είναι προσωπική υπόθεση. Εμπιστεύομαι εμένα ότι ακόμα και αν εσύ με εγκαταλείψεις ή με προδώσεις εγώ δεν θα καταρρεύσω».
Θα ήθελα να σχολιάσετε τη δημοφιλία βιβλίων αυτοβελτίωσης. Πού την αποδίδετε; Τα θεωρείτε ωφέλιμα για τους αναγνώστες, σε κάποιες περιπτώσεις τουλάχιστον;
«Χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία του διαβάσματος, της γνώσης και των βιβλίων – άλλωστε μόλις έγραψα και εγώ ένα – κανένας δεν απέκτησε αυτοπεποίθηση και αυτογνωσία διαβάζοντας βιβλία αυτογνωσίας και αυτοπεποίθησης. Βεβαίως είναι ωφέλιμα καθώς, όπως γράφω και στο οπισθόφυλλο του δικού μου, “μπορούμε να συναντήσουμε τον εαυτό μας, τον διπλανό μας, κάποιον που αγαπήσαμε και κρατήσαμε ή κάποιον που αφήσαμε αλλά κουβαλάμε μέσα μας”. Μπορούμε λοιπόν μέσα από την ανάγνωση να καταλάβουμε, να κάνουμε συνδέσεις, να ακουμπήσουμε παλιά τραύματα, να πάρουμε κατευθύνσεις. Όμως να “θεραπευτούμε” δεν γίνεται, ούτε να “μάθουμε τον εαυτό μας” όπως πολλά από αυτά υπόσχονται. Γιατί η θεραπεία και δη η αυτογνωσία χρειάζεται έκθεση μέσα από τη σχέση. Θέλει μοίρασμα, που μόνο μέσα από τη θεραπευτική σχέση μπορεί να έρθει. Είναι όπως ο έρωτας και η φιλία, όσα βιβλία και να διαβάσω για τον έρωτα ή για τη φιλία, εάν δεν το μοιραστώ με κάποιον δεν θα μάθω ποτέ να συσχετίζομαι. Αν δεν εκθέσω τον εαυτό μου σε μια σχέση, για αρχή θεραπευτική, δεν θα μπορέσω ποτέ να τον γνωρίσω.
«Η θεραπεία και δη η αυτογνωσία χρειάζεται έκθεση μέσα από τη σχέση. Θέλει μοίρασμα, που μόνο μέσα από τη θεραπευτική σχέση μπορεί να έρθει. Είναι όπως ο έρωτας και η φιλία, όσα βιβλία και να διαβάσω για τον έρωτα ή για τη φιλία, εάν δεν το μοιραστώ με κάποιον δεν θα μάθω ποτέ να συσχετίζομαι».
»Επιπλέον, μην ξεχνάμε ότι ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, το ίδιο και η ψυχική υγεία του. Τα βιβλία ή τα σεμινάρια δεν εξατομικεύουν. Δεν εξετάζουν την πορεία ενός ανθρώπου, τη μοναδική προσωπική του ιστορία και διαδρομή, τις δυνατότητές του, τα όμορφα αλλά και τα πιο δυσκολεμένα του. Δεν είναι μαγειρική η κατάκτηση της ψυχικής υγείας, να ακολουθούμε γενικευμένες συνταγές και να βγαίνει το φαγητό. Είναι μια προσωπική, πολύτιμη και ανεπανάληπτη διαδικασία».
Ως ψυχοθεραπεύτρια έχετε αντιμετωπίσει ποτέ κάποιο περιστατικό που σας προκάλεσε τέτοια δυσφορία ώστε αναγκαστήκατε να διακόψετε τις συνεδρίες;
«Κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας το συναίσθημα ενός θεραπευτή αποτελεί σημαντικό εργαλείο, το οποίο ακούει και αξιοποιεί κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με έναν άνθρωπο. Τα συναισθήματα που νιώθει ένας θεραπευτής σχετίζονται τόσο με τον ίδιο το θεραπευόμενο όσο και με τη θεραπευτική σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους. Δυσφορία μπορεί να νιώσουμε όταν δεν είναι ξεκάθαρο το συμβόλαιο που έχουμε πάρει από τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας. Καταλαβαίνετε πως νέοι θεραπευτές έρχονται συχνά αντιμέτωποι με αντίστοιχα συναισθήματα, που μπορεί να οδηγήσουν σε τερματισμό των συνεδριών ακόμα και από την πλευρά των ίδιων των θεραπευόμενων».
Αναρωτιέμαι αν έχετε αισθανθεί ποτέ μετά από κάποια συνεδρία ότι είπατε ή κάνατε κάτι «λάθος», ακόμα και αν η συμπεριφορά του θεραπευόμενου δεν έδειξε κάτι τέτοιο.
«Προφανώς! Ο θεραπευτής δεν είναι παντογνώστης ούτε – φευ – γκουρού της αλήθειας.
»Πάντα μετά από μια κάθε συνεδρία μπαίνω να επεξεργαστώ. Να αναρωτηθώ τι είναι αυτό που άκουσα, τι είναι αυτό που δεν άκουσα, τι είναι αυτό που ένιωσα, τι είναι αυτό που δεν ένιωσα και τι είναι αυτό που είπα ή που δυσκολεύτηκα να πω. Όλες αυτές οι πληροφορίες αποτελούν πυξίδα για το πού οδηγείται η θεραπευτική διαδικασία. Το να μπεις και να αναρωτηθείς πώς πήγε η κάθε συνεδρία δεν είναι δείγμα ανασφάλειας, δείγμα αμφιβολίας προς τον εαυτό σου, αλλά σεβασμός στην εμπιστοσύνη του θεραπευόμενου. Αποτελεί δείγμα πραγματικής δύναμης ψυχής και ταπεινότητας του θεραπευτή, που μπαίνει με πραγματικό νοιάξιμο και σεβασμό στη συνάντησή του με το κάθε άτομο. Σίγουρα μπορεί κάτι να μας ξεφύγει. Αν δεν είμαστε σε εγρήγορση, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι έχουμε χάσει τη σημαντικότερη ιδιότητα του θεραπευτή: την ταπεινότητα. Αν ένας θεραπευτής δεν είναι ταπεινός δεν είναι πια θεραπευτής, ή δεν υπήρξε ποτέ».
«Αν δεν είμαστε σε εγρήγορση, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι έχουμε χάσει τη σημαντικότερη ιδιότητα του θεραπευτή: την ταπεινότητα. Αν ένας θεραπευτής δεν είναι ταπεινός δεν είναι πια θεραπευτής, ή δεν υπήρξε ποτέ».
Με αφορμή το συγκινητικό τέλος της ιστορίας «Φούξια»: Αν θα μπορούσατε να μάθετε σήμερα για την εξέλιξη ενός περιστατικού από εκείνα που περιγράφετε στο βιβλίο σας, ποιο θα επιλέγατε; Έστω και αν ήταν να το δείτε από μακριά, στο δρόμο, σαν τη Σαμίρα.
«Δεν θα πω ψέματα, μαθαίνω συχνά πυκνά για όλους, κάποιους τους βλέπω ακόμα. Εξάλλου είναι θραύσματα αυτές οι ιστορίες, αλλαγμένες και ενωμένες. Ήρθε ένας θεραπευόμενος, με κοίταξε με νόημα και μου είπε: “Με κάνατε κορίτσι στο βιβλίο ή μου φάνηκε;”. Θα ήθελα σίγουρα να ξέρω για τον “Μιχάλη”, όπως τον έχω βαφτίσει, που αγαπάει την ΑΕΚ και σίγουρα δεν είναι μόνο ένας θυμωμένος νέος που του αρέσει να πετάει κροτίδες στα γήπεδα. Όπως κανείς μας δεν είναι μόνο ένα πράγμα, μόνο ένα συναίσθημα, μόνο ένα χρώμα, αλλά πολλά και μάλιστα συχνά πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Είμαστε όλοι γεμάτοι αντιθέσεις, κι αυτή ακριβώς είναι η ομορφιά μας. Πόσο κρίμα να ταυτίζουμε το παιδί μας με ένα νούμερο στον τρίμηνο έλεγχο ή εμάς με μια ηλικία, έναν τραπεζικό λογαριασμό ή μια σωματική διάσταση ύψους ή κιλών. Είμαστε όλοι τόσο πολλά, πολύ περισσότερα, πόσο κρίμα είναι να μην τα ανακαλύψουμε, για να τα χαρούμε και να τα μοιραστούμε. Γιατί η ζωή είναι μοίρασμα».