Όταν εκδόθηκε το «Δεύτερο Φύλο», η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν 41 ετών. Είχε δει τη μητέρα της να υποφέρει από την ανισότιμη σχέση με τον πατέρα της – ο οποίος μάλιστα λέγεται πως κόμπαζε ότι η κόρη του «σκεφτόταν σαν άντρας». Είχε αντικρίσει την καρδιακή της φίλη, Ζαζά, να πεθαίνει στον απόηχο μιας διαμάχης για την προίκα, την ιδιοκτησία και την αγάπη, που της είχε στερήσει τον αγαπημένο της. Είχε παρακολουθήσει άλλες φίλες της μετά από παράνομες αμβλώσεις να παθαίνουν μολύνσεις και να καταλήγουν στο νοσοκομείο. Είχε συνειδητοποιήσει, μέσα από συζητήσεις με διάφορες γυναίκες, ότι δεν γνώριζαν ούτε τα στοιχειώδη για τη λειτουργία του σώματός τους.
Είχε αμφισβητήσει τα γυναικεία στερεότυπα για την καριέρα, το γάμο, την οικογένεια, όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην πράξη. Αντί να αφοσιωθεί στο νοικοκυριό, είχε εξελιχθεί σε καθηγήτρια Φιλοσοφίας, συγγραφέα και ακτιβίστρια. Αντί να παντρευτεί με το μακροχρόνιο σύντροφό της, τον υπαρξιστή Ζαν Πολ Σαρτρ, είχε συνάψει μαζί του ένα αυτοσχέδιο συμβόλαιο ελεύθερης σχέσης, που επέτρεπε και στους δύο να διατηρούν εραστές και ερωμένες, δημιουργώντας ακόμα και ερωτικά τρίγωνα. Αντί να γίνει μητέρα, είχε αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στις κοινωνικές, προσωπικές και επαγγελματικές υποθέσεις της. Όχι μόνο οι σπουδές αλλά και οι εμπειρίες ζωής της είχαν προετοιμάσει το έδαφος για το αριστούργημά της.
Το «Δεύτερο Φύλο» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, στα γαλλικά από τον οίκο Gallimard, το 1949, σε δύο τόμους (έναν τον Ιούνιο και έναν τον Νοέμβριο). Αν θα έπρεπε να συνοψίσουμε το περιεχόμενο των σχεδόν χιλίων σελίδων του σε μία φράση, θα ήταν η εναρκτήρια του δεύτερου τόμου: «Δεν γεννιόμαστε γυναίκες, γινόμαστε».
Τι είναι γυναίκα;
Όπως γράφει στο «Δεύτερο Φύλο» η Μποβουάρ: «Καμία βιολογική, ψυχική ή οικονομική μοίρα δεν καθορίζει τη μορφή που παίρνει στους κόλπους της κοινωνίας το θηλυκού γένους ανθρώπινο ον: αυτό το μεταξύ αρσενικού και ευνούχου πλάσμα που χαρακτηρίζουμε θηλυκό διαμορφώνεται από το σύνολο του πολιτισμού. Μόνο η παρέμβαση των άλλων μπορεί να καθιερώσει ένα άτομο ως Άλλο. Το παιδί, όσο υπάρχει για τον εαυτό του, δεν είναι ικανό ν’ αντιληφθεί τον εαυτό του ως σεξουαλικά διαφοροποιημένο. Στα κορίτσια και τα αγόρια, το σώμα είναι πρώτα απ’ όλα η ακτινοβολία της υποκειμενικότητας, το εργαλείο που καθιστά εφικτή την κατανόηση του κόσμου: τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον κόσμο με τα μάτια τους, τα χέρια τους, και όχι με τα γεννητικά τους όργανα».
«Καμία βιολογική, ψυχική ή οικονομική μοίρα δεν καθορίζει τη μορφή που παίρνει στους κόλπους της κοινωνίας το θηλυκού γένους ανθρώπινο ον»
Η Μποβουάρ προτείνει τη θεωρία ότι η διάκριση των φύλων και η γυναικεία κατωτερότητα είναι κοινωνικές κατασκευές, θεμελιωμένες από τους άντρες που έχουν γράψει την ιστορία της ανθρωπότητας. Στην εισαγωγή γράφει: «”Η γυναίκα είναι γυναίκα εξαιτίας μιας κάποιας έλλειψης ιδιοτήτων” έλεγε ο Αριστοτέλης. “Πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον γυναικείο χαρακτήρα ως εκ φύσεως ελαττωματικό”. Και ο άγιος Θωμάς έρχεται να τον συμπληρώσει δηλώνοντας ότι η γυναίκα είναι ένας “ατελής άντρας”, ένα “τυχαίο” ανθρώπινο πλάσμα. Κάτι που συμβολίζεται και στην ιστορία της Γένεσης, όπου η Εύα εμφανίζεται, κατά τα λεγόμενα του Μποσιέ, να δημιουργείται από ένα “παραπανίσιο οστό” του Αδάμ. Η ανθρωπότητα είναι γένους αρσενικού, και ο άντρας καθορίζει τη γυναίκα όχι καθαυτή, αλλά σε σχέση με τον ίδιο. Η γυναίκα δεν θεωρείται αυτόνομο ον». Γυναίκες όπως η Μαρί Κιουρί, γράφει παρακάτω, αποδεικνύουν ότι η αιτία της ιστορικής ασημαντότητας των γυναικών δεν είναι η κατωτερότητά τους: αντίθετα, η ιστορική τους ασημαντότητα είναι εκείνη που τις καταδικάζει στην κατωτερότητά τους.
Στις επόμενες σελίδες, η Μποβουάρ ζητάει την απελευθέρωση της αντισύλληψης και των αμβλώσεων, αμφισβητεί το στερεότυπο της θηλυκότητας και την αναγκαιότητα της μητρότητας, επισημαίνει τη βία στις σεξουαλικές σχέσεις, απενοχοποιεί τη γυναικεία ομοφυλοφιλία. Κανένα ταμπού, κανένα κλισέ δεν είναι αρκετά δυνατό για να αναχαιτίσει την ορμητική γραφή της.
Παρακινεί τις γυναίκες να αμφισβητήσουν τον προσωπικό προορισμό που θεωρούν προδιαγεγραμμένο. Η Kate Kirkpatrick στη νέα βιογραφία της «Πώς η Σιμόν έγινε η Μποβουάρ», συνοψίζει ένα μέρος της θεωρίας που αναπτύσσεται στο «Δεύτερο Φύλο»: «Οι άνδρες, ήδη από την παιδική τους ηλικία, μπορούν να απολαύσουν την κλίση τους χωρίς κανείς να τους λέει ότι η κλίση τους έρχεται σε σύγκρουση με το “πεπρωμένο” τους ως εραστών, συζύγων ή πατεράδων ούτε ότι η επιτυχία τους μειώνει τις πιθανότητες να αγαπηθούν. Μια γυναίκα ωστόσο, για να είναι θηλυκή, θα πρέπει να παραιτηθεί από οποιαδήποτε διεκδίκηση “κυριαρχίας”, όπως την ονομάζει η Μποβουάρ -από το να έχει ένα όραμα για τη δική της ζωή, για παράδειγμα, ή να κυνηγήσει τους στόχους της- γιατί η “κυριαρχία” αυτή θεωρείται μη θηλυκή. Το γεγονός αυτό παγιδεύει τις γυναίκες σε μια κατάσταση όπου δεν μπορούν, ό,τι κι αν κάνουν, να κερδίσουν το παιχνίδι: Να γίνουν ο εαυτός τους και να μην τις αγαπάει κανείς; Ή να απαρνηθούν τον εαυτό τους προκειμένου να πετύχουν στην αγάπη;».
Στα απαγορευμένα του Βατικανού
Μέσα στις πρώτες εβδομάδες κυκλοφορίας του πρώτου τόμου, το «Δεύτερο Φύλο» πούλησε στη Γαλλία 22.000 αντίτυπα, σύμφωνα με την καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Jean-Jaures της Τουλούζης, Sylvie Chaperon. Μέσα στα επόμενα σαράντα χρόνια, οι πωλήσεις του ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο. Απέκτησε θερμούς υποστηρικτές, παθιασμένους πολέμιους και έγινε θεμέλιο του δεύτερου φεμινιστικού κύματος – αν και η Μποβουάρ, αρχικά, αρνήθηκε το χαρακτηρισμό της φεμινίστριας. Αποκλήθηκε Βίβλος του φεμινισμού.
Οι χριστιανοί διανοούμενοι το απέρριψαν για τον αθεϊστικό υπαρξισμό και την αμφισβήτηση της ηθικής παράδοσης της θρησκείας τους. Το Βατικανό το ενέταξε στη λίστα των απαγορευμένων βιβλίων. Οι κομμουνιστές το κατέκριναν ως αφήγημα της μπουρζουαζίας. Ανάμεσα στους επικριτές του βρέθηκαν και γυναίκες: Όπως γράφει η Kirkpatrick, μετά την κυκλοφορία του πρώτου τόμου «η κομμουνίστρια δημοσιογράφος Ζανέτ Πρενάν διαφωνούσε με τον τρόπο που η Μποβουάρ αποθάρρυνε τις γυναίκες από το γάμο και τη μητρότητα. Μια άλλη κριτικός, η Μαρί Λουίζ Μπαρόν, χαρακτήρισε τον πρώτο τόμο ως “κακοχυμένη γλίτσα” και προέβλεψε ότι ο δεύτερος θα περιείχε μόνο τίποτα “σαχλαμάρες”». Η πτυχή του που δέχτηκε την ισχυρότερη επίθεση ήταν η στάση της συγγραφέα απέναντι στο θέμα της μητρότητας. Στη Γαλλία ερμηνεύτηκε ακόμα και σαν προδοσία, απέναντι όχι μόνο στο φύλο αλλά και στην πατρίδα της, καθώς η χώρα, αποδεκατισμένη καθώς ήταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χρειαζόταν περισσότερες γεννήσεις.
Η πτυχή του έργου που δέχτηκε την ισχυρότερη επίθεση ήταν η στάση της συγγραφέα απέναντι στο θέμα της μητρότητας. Στη Γαλλία ερμηνεύτηκε ακόμα και σαν προδοσία, καθώς η χώρα, αποδεκατισμένη καθώς ήταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χρειαζόταν περισσότερες γεννήσεις.
Την περίοδο της κυκλοφορίας του πρώτου τόμου, η Σιμόν ντε Μποβουάρ υποδέχτηκε στο Παρίσι τον πιο διάσημο ερωτικό σύντροφό της μετά τον Σαρτρ και τον μοναδικό που είχε αποκαλέσει «αγαπημένο σύζυγο»: τον Αμερικανό συγγραφέα Νέλσον Άλγκερν, τον οποίο είχε γνωρίσει, δύο χρόνια νωρίτερα, στο Σικάγο. Ενώ ανυπομονούσε να του δείξει τον κόσμο της, η νεοαποκτηθείσα κακοφημία της έκανε κάπως αμήχανες τις ξεναγήσεις του στην Πόλη του Φωτός. Στα αγαπημένα της εστιατόρια και καφέ, που επισκέφτηκαν μαζί, ο κόσμος ψιθύριζε και τους κοιτούσε επίμονα.
«Η γλώσσα της Μποβουάρ ήταν και παραμένει σοκαριστική σε ορισμένα σημεία και, εκ των υστέρων, υπάρχουν αποσπάσματα που μοιάζουν ατυχή, με δεδομένο το πολιτικό πλαίσιο, αλλά και τις εμπειρίες των γυναικών που δεν ένιωθαν “σκλαβωμένες” από τη μητρότητα» σχολιάζει η βιογράφος της, προσθέτοντας: «Η Μποβουάρ αναφερόταν στις εγκύους σαν σε ξενιστές “παρασίτων” και σκλάβες στην υπηρεσία του είδους. (Το ίδιο έκανε και ο Σοπενάουερ, αλλά για κάποιο λόγο εκείνος δεν προκάλεσε τις ίδιες αντιδράσεις.)».
Επίκαιρο εδώ και εβδομήντα χρόνια
«Σε πολλούς χώρους η Μποβουάρ γελοιοποιήθηκε, χλευάστηκε και αγνοήθηκε», συμπληρώνει η Kirkpatrick, σπεύδοντας ωστόσο να διευκρινίσει: «Όχι σε όλους όμως. Υπήρξε και ένα άλλο, πολύ πιο φιλόξενο, αναγνωστικό κοινό: η επόμενη γενιά. Οι νέοι και οι νέες διάβασαν το βιβλίο ως κάτι χωρίς προηγούμενο, κάτι που μιλούσε με ειλικρίνεια για τις γυναικείες εμπειρίες που ως τότε ήταν ταμπού. Ορισμένες αναγνώστριες, που αναζητούσαν απεγνωσμένα πληροφορίες για το ίδιο τους το σώμα, το διάβασαν ως σεξουαλικό εγχειρίδιο. Το Paris Match δημοσίευσε αποσπάσματα τον Αύγουστο, συστήνοντας τη συγγραφέα τους ως “υπολοχαγό του Ζαν-Πολ Σαρτρ, ειδική στον υπαρξισμό και, χωρίς αμφιβολία, την πρώτη γυναίκα φιλόσοφο που έχει εμφανιστεί στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έπεσε στους ώμους της το βάρος να εξαγάγει μια φιλοσοφία για το φύλο της μέσα από τη μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια”».
«Το Paris Match δημοσίευσε αποσπάσματα τον Αύγουστο, συστήνοντας τη συγγραφέα τους ως “υπολοχαγό του Ζαν-Πολ Σαρτρ, ειδική στον υπαρξισμό και, χωρίς αμφιβολία, την πρώτη γυναίκα φιλόσοφο που έχει εμφανιστεί στην ιστορία της ανθρωπότητας”».
Ακόμα και σήμερα, διαβάζοντας το «Δεύτερο Φύλο» συνειδητοποιούμε ότι σχεδόν στο σύνολό του δείχνει εκπληκτικά σύγχρονο. Μέσα μας συγκρούονται τα συναισθήματα από τη μία του θαυμασμού απέναντι στο συγγραφικό βλέμμα, που ήταν στραμμένο πολύ μπροστά από την εποχή του, από την άλλη της απογοήτευσης που γεννά η σκέψη πως επτά δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του, οι γυναικείες κατακτήσεις, ακόμα και στο δυτικό κόσμο, μικρή πρόοδο έχουν σημειώσει.
Οι αναγνώστριες του 2022 συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε να συμφιλιώσουμε την προσωπική με την επαγγελματική ζωή μας, να διεκδικούμε από το σύντροφό μας μια πιο ισότιμη συμμετοχή του στις δουλειές του νοικοκυριού και στην ανατροφή των παιδιών, να αντιμετωπίζουμε υποτιμητικά σχόλια εξαιτίας του φύλου μας, να αναζητάμε πληροφορίες για λειτουργίες του γυναικείου σώματος που ακόμα θεωρούνται ταμπού, όπως ο οργασμός, η έμμηνος ρύση, η εμμηνόπαυση. Παρακολουθούμε γυναίκες να δολοφονούνται επειδή είναι γυναίκες και, σε πολλές χώρες, να στερούνται το δικαίωμα στην άμβλωση.
Μέσα μας αντικρούονται τα συναισθήματα από τη μία του θαυμασμού απέναντι στο συγγραφικό βλέμμα, από την άλλη της απογοήτευσης που γεννά η σκέψη πως επτά δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του, οι γυναικείες κατακτήσεις έχουν σημειώσει μικρή πρόοδο.
Κατανοούμε, τότε, καλύτερα δηλώσεις γυναικών που εμπνεύστηκαν από το «Δεύτερο Φύλο» και καθορίστηκαν από αυτό, όπως η Μπέτι Φρίνταν, ακτιβίστρια και φεμινίστρια, που έλεγε ότι το magnus opus της Μποβουάρ «με οδήγησε σε οποιαδήποτε ανάλυση για τη γυναικεία ύπαρξη κατάφερα να προσθέσω στο γυναικείο κίνημα και τις πολιτικές του. Αντιμετώπισα τη Σιμόν ντε Μποβουάρ ως μια αυθεντία της φιλοσοφίας και της διανόησης». Ή εκείνη της συγγραφέα Ντόνα Χάραγουεϊ, η οποία έγραψε ότι «όλες οι μοντέρνες φεμινιστικές έννοιες, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, έχουν τις ρίζες τους στον ισχυρισμό της Μποβουάρ πως “δεν γεννιόμαστε γυναίκες, γινόμαστε”».
Info
Η βιογραφία «Πώς η Σιμόν έγινε η Μποβουάρ. Μια ολόκληρη ζωή» της Kate Kirkpatrick (μετάφραση: Στέλλα Κάσδαγλη) και η νέα έκδοση του «Δεύτερου φύλου» σε ελληνική μετάφραση, της Τζένης Κωνσταντίνου (πρόλογος: Κατερίνα Σχινά), κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.