Στο συναρπαστικό όσο και αγωνιώδες παιχνίδι με τις πιθανότητες στο οποίο ρίχνονται κάθε σεζόν οι καλλιτέχνες του θεάτρου, η ροκ τελετουργία «Κόκκαλο» της Ιόλης Ανδρεάδη και του Άρη Ασπρούλη τα έδωσε όλα και πήρε το θερμό χειροκρότημα του κοινού και των κριτικών, μια υποψηφιότητα Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας 2022 στα Βραβεία Κοινού Αθηνοράματος για τον ερμηνευτή Γεράσιμο Γεννατά και τη μία παράταση μετά την άλλη, μετά τα απανωτά sold out, έως τις 13/02, στο Θέατρο Σημείο (από τις 09/01 που ήταν αρχικά προγραμματισμένο να ολοκληρωθεί).
Είχε ωστόσο εξαρχής πολλούς άσσους στο μανίκι, όπως ένα τριπλό sold out, τον περασμένο Μάιο, στο περίφημο The Tank Theatre της Νέας Υόρκης, τη ζωντανή μουσική επί σκηνής του Γιώργου Παλαμιώτη και ως πηγή έμπνευσης την ιντριγκαδόρικη ιστορία του Αντονέν Αρτώ, ο οποίος το 1935 επινόησε μια εντελώς νέα θεατρική φόρμα που εφάρμοσε στην παράσταση «Οι Τσέντσι», απέτυχε παταγωδώς, ταξίδεψε ασταμάτητα, συνελήφθη για αλητεία, χαρακτηρίστηκε επισήμως «παράφρων» και οδηγήθηκε διά της βίας στο ψυχιατρείο, στο οποίο έμεινε έγκλειστος για εννέα χρόνια και υποβλήθηκε σε δεκάδες ηλεκτροσόκ. Όταν πια θα αναγνωριζόταν το έργο του, λίγο πριν από τον θάνατό του, είχε υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες από τις επίσημες θεραπευτικές μεθόδους.
Φυσικά ανάμεσα στους παράγοντες της επιτυχίας της παράστασης «Κόκκαλο» είναι και η σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη, της διεθνούς βεληνεκούς σκηνοθέτιδος και θεατρικής συγγραφέως που τα τελευταία χρόνια σκηνοθετεί παραστάσεις στη Νέα Υόρκη και σε άλλα μέρη του κόσμου (μεταξύ άλλων, τον Σεπτέμβριο του 2023 σκηνοθέτησε την «Ελένη» του Ευριπίδη στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας, κατόπιν ειδικής πρόσκλησης του Υπουργείου Πολιτισμού της χώρας, στον αρχαιολογικό χώρο της Βασιλικής Επισκοπής, όπου δεν είχε ξαναγίνει παράσταση). Λίγο προτού ετοιμάσει ξανά αποσκευές, για τη Σόφια, τη Φιλιππούπολη και τη Νέα Υόρκη, μίλησε στο Marie Claire για το αίνιγμα του Αρτώ αλλά και τη διεθνή δυναμική του ελληνικού θεάτρου.
Σύμφωνα με την έρευνα που έχετε πραγματοποιήσει πίσω από τον χαρακτηρισμό του Αρτώ ως «παράφρονα» υπήρχε κάποια ψυχική ασθένεια ή ήταν απλά ένας τρόπος, να το πούμε απλά, να βγει από τη μέση;
«Δεν μου είναι εύκολο να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, καθώς η επαλήθευση κάποιας ασθένειας δεν είναι μέσα στις γνώσεις μου. Σίγουρα υπάρχουν τεκμήρια που αποδεικνύουν βίαιες μεθόδους “θεραπείας” του – όπως τα ηλεκτροσόκ, που κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα εφαρμόζονταν δυστυχώς συχνά σε εκείνους που θεωρούνταν “ψυχικά ασθενείς”. Σίγουρα υπάρχουν και άλλα τεκμήρια – τα γραπτά του – που φανερώνουν ένα μυαλό φωτισμένο, που επηρέασε όσο λίγα μια σειρά καλλιτεχνών, στοχαστών και κινημάτων από την εποχή του μέχρι σήμερα. Το μυαλό αυτό φαίνεται πως ένιωθε πολλές φορές μια μεγάλη μοναξιά και μια αποξένωση από το κοινωνικό σύνολο. Δεν μπορείς να πεις πως, σύμφωνα με όσα γράφει ο ίδιος, είχε το αίσθημα του ανήκειν. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο διαφορετικό από τους άλλους και ταυτόχρονα ξεχωριστό. Είναι πολύ σημαντικό που η σκέψη και το έργο του ξεπέρασαν τη μοναχικότητα και τον ψυχικό πόνο του και βρήκαν τελικά τέτοια απήχηση».
Στο «Κόκκαλο» πού τελειώνει η αληθινή ιστορία του Αρτώ και αρχίζουν οι ελευθερίες της μυθοπλασίας;
«Το “Κόκκαλο” είναι μυθοπλασία που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και σε μια υπαρκτή προσωπικότητα. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί πιστή καταγραφή της ιστορίας του Αρτώ, ούτε υπήρξε ποτέ η πρόθεση από εμάς ως συγγραφείς να φτιάξουμε κάποιο είδος βιογραφίας. Το έργο μας έχει βασιστεί σε πολυετή προσωπική μου έρευνα πάνω στον Αρτώ. Με βάση αυτό, κινηθήκαμε ελεύθερα πάνω στα γεγονότα της ζωής του και κυρίως αντλήσαμε έμπνευση από το πνεύμα των γραπτών του και της σκέψης του, όπως αποτυπώνονται σε ιστορικές και λογοτεχνικές πηγές».
Υπάρχει ένα μάλλον δημοφιλές αφήγημα ότι η «τρέλα» συνορεύει με την ιδιοφυΐα. Πώς θα το σχολιάζατε, με αφορμή τις παραστάσεις σας;
«Νομίζω ότι αυτό το αφήγημα εκτός από δημοφιλές είναι και παρωχημένο και επικίνδυνο. Η συσχέτιση της τρέλας με την ιδιοφυΐα μοιάζει να αποτελεί ένα “λογοτεχνικό” εφεύρημα των ανθρώπων, περισσότερο για να καθησυχάσουν τη συνείδησή τους απέναντι στους ψυχικά νοσούντες. Οι ψυχικές νόσοι δεν οδηγούν απαραίτητα στην εικόνα ενός παράξενου-σκοτεινού-ξεχωριστού-γοητευτικού ανθρώπου που θα μπορούσε οριακά να εκληφθεί και ως ιδιοφυής γιατί έτσι μας αρέσει να πιστεύουμε. Είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό, πολύ πιο επίπονο σωματικά και πνευματικά για τον άνθρωπο που υποφέρει και δεν αξίζει να παίζουμε με χαριτωμένες εννοιολογήσεις».
«Οι ψυχικές νόσοι δεν οδηγούν απαραίτητα στην εικόνα ενός παράξενου-σκοτεινού-ξεχωριστού-γοητευτικού ανθρώπου που θα μπορούσε οριακά να εκληφθεί και ως ιδιοφυής γιατί έτσι μας αρέσει να πιστεύουμε. Είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό, πολύ πιο επίπονο σωματικά και πνευματικά για τον άνθρωπο που υποφέρει και δεν αξίζει να παίζουμε με χαριτωμένες εννοιολογήσεις».
Τι θα θέλατε να δείτε να αλλάζει σήμερα στην αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας από την κοινωνία; Και ποιον ρόλο μπορεί να παίξει το θέατρο;
«Θα ήθελα να άλλαζε η αντιμετώπιση απέναντι στην ασθένεια γενικότερα. Με ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και των ανθρώπων του που παλεύουν καθημερινά. Με ενίσχυση και της ποιότητας της ιδιωτικής υγείας, με έμφαση στην καλυτέρευση της νοσηλείας. Με κρατική αλλά και ευρύτερη φροντίδα για τον άνθρωπο τις στιγμές που είναι αδύναμος, όχι όταν παρουσιάζεται ως δυνατός. Η οποιαδήποτε ασθένεια, σωματική ή ψυχική, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι ιερό, ως κάτι που μας συνδέει με κάτι μεγαλύτερο από εμάς, με το μετά και με το πριν μας. Πρόσφατα διάβασα ένα ποστ του αδερφού μου Θόδωρου Ανδρεάδη-Συγγελάκη που αναφέρεται στη Margaret Mead και με καλύπτει πλήρως ως προς αυτό το ερώτημα: “Ένα σπασμένο μηριαίο οστό το οποίο έχει επουλωθεί είναι απόδειξη του ότι κάποιος ξόδεψε χρόνο για να μείνει μαζί με αυτόν που έπεσε, έδεσε την πληγή του, κουβάλησε το άτομο σε ασφαλές μέρος και το περιποιήθηκε μέχρι αυτό να γίνει καλά. Το να βοηθήσεις κάποιον να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση είναι εκεί που ξεκινάει ο πολιτισμός”».
Πώς θα περιγράφατε τον ρόλο που διαδραματίζει η πρωτότυπη μουσική του Γιώργου Παλαμιώτη και η ζωντανή ερμηνεία του στην παράσταση;
«Η μουσική του Γιώργου Παλαμιώτη και η ζωντανή ερμηνεία του στην παράσταση θα φανταζόταν κανείς ότι έχουν ρόλο υποστηρικτικό, προκειμένου να αναδείξουν ακόμη περισσότερο την υποκριτική του Γεράσιμου Γεννατά, τη σκηνοθεσία μου και το έργο. Αυτό, εδώ, ωστόσο, δεν ισχύει. Η μουσική και η ερμηνεία της από το Γιώργο είναι μέρος της δραματουργίας του έργου, δεν αποτελεί απλώς συνοδεία. Πρόκειται για πηγή τροφοδότησης στον ηθοποιό επί σκηνής με συναισθήματα, ρυθμούς, ιδέες. Και ταυτόχρονα πρόκειται για τη βάση της παράστασης, άμεσα συνδεδεμένη με τις αρχές του Αρτώ, που απέδιδε στον ήχο την ειδική εκείνη λειτουργία ως μέσο αφύπνισης του υποσυνειδήτου».
Ποιες ήταν οι ιδιαίτερες προκλήσεις του ανεβάσματος της «Ελένης» του Ευριπίδη στη Βασιλική Επισκοπή της Φιλιππούπολης; Από την εμπειρία σας, τι πρέπει να προσέχει ιδιαίτερα ένας δημιουργός που μετατρέπει σε θεατρική σκηνή αρχαιολογικούς και γενικά ιστορικούς χώρους;
«Κάθε χώρος είναι διαφορετικός, αλλά ειδικά ένας αρχαιολογικός χώρος γίνεται αυτόματα το φυσικό σκηνικό μιας παράστασης. Έτσι, καταλήγει η παράσταση να εξαρτάται τελικά απόλυτα από τη φύση του χώρου αυτού, π.χ. την ακουστική του, την ιστορία του και τα ιδιαίτερα αισθητικά του γνωρίσματά. Άλλωστε κάθε χώρο, προτού στήσεις ένα έργο, θεωρώ πως οφείλεις να τον νιώσεις, να τον περπατήσεις – όχι απλώς σχεδιάζοντας τις ιδέες σου στο χαρτί. Συγκεκριμένα στην Αρχαία Βασιλική Επισκοπή της Φιλιππούπολης η πρόκληση ήταν να συνομιλήσει η παράσταση με την αισθητική κυριαρχία των ασύλληπτων ψηφιδωτών, κάτι που για να επιτευχθεί απαιτούσε από την πλευρά μας το μέγιστο της απλότητας σε κάθε επίπεδο».
Διαφέρει το feedback από το κοινό του εξωτερικού, και ειδικότερα σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, από εκείνο που παίρνετε από το αθηναϊκό κοινό;
«Αυτό που για μένα αποτελεί το κριτήριο επιτυχίας μιας παράστασης είναι ο ανυποψίαστος θεατής. Αυτός που ήρθε για ένα λόγο χ και φεύγει έχοντας εκπλαγεί ευχάριστα από ό,τι είδε και που συζητά και σκέφτεται και ψάχνει μετά το τέλος της παράστασης. Άρα, με μια έννοια, τη χαρά από την ανταπόκριση του κοινού της Νέας Υόρκης στις τέσσερις παραστάσεις που έχουμε παρουσιάσει εκεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια τη βιώνω πολύ έντονα γιατί το κοινό αποτελείται εν μέρει από κάποιους ανυποψίαστους θεατές, που δεν γνωρίζουν ακριβώς τι θα δουν, δε γνωρίζουν καν τη γλώσσα και τους κερδίζει το ίδιο το θέαμα. Αυτό είναι φανταστικό. Βέβαια, η αλήθεια είναι, πως με τα χρόνια έρχονται και στη Νέα Υόρκη όλο και περισσότεροι “υποψιασμένοι” θεατές, γιατί έχει χτιστεί ένα κοινό σταδιακά που περιμένει κάθε χρονιά το επόμενό μας πρότζεκτ. Άρα η πιθανότητα να έρθει ο εντελώς ανυποψίαστος θεατής μειώνεται. Και αυτό είναι καλό γιατί ο πήχης ανεβαίνει».
«Αυτό που για μένα αποτελεί το κριτήριο επιτυχίας μιας παράστασης είναι ο ανυποψίαστος θεατής. Αυτός που ήρθε για ένα λόγο χ και φεύγει έχοντας εκπλαγεί ευχάριστα από ό,τι είδε και που συζητά και σκέφτεται και ψάχνει μετά το τέλος της παράστασης».
Η sold out επιτυχία που είχε το «Κόκκαλο» στη Νέα Υόρκη δείχνει ότι υπάρχει κοινό και για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο, όχι μόνο για το αρχαίο ελληνικό δράμα, στο εξωτερικό, ακόμα και σε μια θεατρική σκηνή τόσο πλούσια σε προτάσεις όσο η νεοϋορκέζικη. Ποια στοιχεία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου μπορούμε να εξαγάγουμε, έστω και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων και/ή για μικρές αίθουσες;
«Είναι μια εποχή που το θέατρο ταξιδεύει, παραστάσεις ταξιδεύουν, έργα ταξιδεύουν, συντελεστές ταξιδεύουν. Γίνονται διεθνείς συνέργειες. Το σύγχρονο ελληνικό θέατρο μπορεί να γίνει, και είναι, διεθνές. Αυτό που χρειάζεται άμεσα είναι μια πολιτιστική πολιτική, από θεσμούς, ιδιώτες και πολιτεία, η οποία να ενισχύσει σταθερά τη στήριξη της εξωστρέφειας των Ελλήνων δημιουργών στις σκηνές του εξωτερικού».
Γιατί επιλέξατε ως έδρα σας τη χώρα μας, δεδομένης της μακροχρόνιας και πλούσιας διεθνούς παρουσίας σας; Ποιες είναι οι άγκυρές σας εδώ;
«Νομίζω πως το να φεύγεις από τη χώρα σου είναι το αξιοπερίεργο. Όχι το γιατί επιστρέφεις. Προσωπικά, και ας βρήκα την καλλιτεχνική μου ταυτότητα όταν έφυγα από την Ελλάδα, και ας έζησα σε πόλεις με μεγαλύτερο “άνοιγμα” και προοπτικές, πάντα μου έλειπαν η Αθήνα και οι δρόμοι της, οι διαδρομές μου στην πόλη. Έπειτα από εφτά χρόνια στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη και ενώ είχα χτίσει μια ζωή έξω που με αντιπροσώπευε και με ευχαριστούσε, ιδίως επαγγελματικά, με αγαπημένους φίλους και συνεργάτες, ενώ δούλευα και έγραφα και σκηνοθετούσα στα αγγλικά, επέστρεψα εδώ γιατί αυτό επιθυμούσα και δεν θα ήμουν συνεπής στην επιθυμία μου αν δεν το έκανα. Άλλωστε η διεθνής παρουσία ενός καλλιτέχνη την εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν σχετίζεται με το πού αποφασίζει να διατηρεί την έδρα του».
Αντιμετωπίσατε ποτέ διακρίσεις ως νέα γυναίκα σκηνοθέτιδα, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό;
«Δεν ξέρω αν τις διακρίσεις που αντιμετώπισα τις αντιμετώπισα περισσότερο ως ξένη στο εξωτερικό, ή ως γυναίκα – εντός και εκτός συνόρων – ή ως νέος άνθρωπος ή επειδή απλώς ως χαρακτήρας δεν επένδυσα στο να ενταχθώ στον γνωστό μηχανισμό καθιέρωσης μέσω του συστήματος της αλληλοκολακείας. Εγώ προσπαθώ να ζήσω τη ζωή μου με συνέπεια στον εσωτερικό μου εαυτό και να κάνω τη δουλειά μου».
«Δεν ξέρω αν τις διακρίσεις που αντιμετώπισα τις αντιμετώπισα περισσότερο ως ξένη στο εξωτερικό, ή ως γυναίκα – εντός και εκτός συνόρων – ή ως νέος άνθρωπος ή επειδή απλώς ως χαρακτήρας δεν επένδυσα στο να ενταχθώ στον γνωστό μηχανισμό καθιέρωσης μέσω του συστήματος της αλληλοκολακείας».
Τι μπορείτε να μας πείτε για τη νέα σας παράσταση, «The Cenci Family», στη Νέα Υόρκη την άνοιξη του 2024; Θα διαφέρει από την «Οικογένεια Τσέντσι» που έχει ανεβεί στο Ίδρυμα Κακογιάννη; Ποια είναι τα άλλα σχέδιά σας για την τρέχουσα σεζόν;
«Είναι η ίδια παράσταση. Το ίδιο κείμενο. Το ίδιο έργο. Το καστ είναι διαφορετικό και αυτό με ιντριγκάρει πολύ. Έχουν περάσει εννέα χρόνια από το πρώτο ανέβασμα και αυτό που επιθυμώ περισσότερο απ’ όλα σε σχέση με το νέο ανέβασμα είναι η διατήρηση της «σπίθας» που υπήρχε στο ξεκίνημα και της περιέργειας, της δικής μου και των συνεργατών, σε σχέση με το υλικό. Και φυσικά το πιο σημαντικό είναι να μπούμε, με τους ηθοποιούς μου, στο σκληρό και σκοτεινό σύμπαν των Τσέντσι όσο το δυνατόν πιο αθώοι».
Info
Το «Κόκκαλο» με τον Γεράσιμο Γεννατά και τον Γιώργο Παλαμιώτη συνεχίζεται στο Θέατρο Σημείο έως τις 13/02 (Χαρ. Τρικούπη 4, Καλλιθέα, τηλ. 210 9229579, ώρα έναρξης 21.00, more.com). To «The Artaud Diptych», που αποτελείται από τα έργα «Κόκκαλο» και «Αρτώ / Βαν Γκογκ», στο οποίο πρωταγωνιστεί ο σπουδαίος Αμερικανός ηθοποιός Gene Gillette, θα παρουσιαστεί στο International Theatre Festival Monodrama στις 29/2 στη Σόφια της Βουλγαρίας και στο Crossroads Stage Autumn Theater Festival τον προσεχή Σεπτέμβριο στη Φιλιππούπολη. Τέλος, η παράσταση «The Cenci Family» θα πραγματοποιηθεί στις 2, 3 και 4 Μαΐου στο The Tank Theater της Νέας Υόρκης με την υποστήριξη του Κοινωφελούς Ιδρύματος Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια.