Η βασίλισσα της Ιθάκης, Πηνελόπη, περικυκλωμένη από μνηστήρες κατά την πολυετή απουσία του συζύγου της, Οδυσσέα, αναγκάζεται να δεσμευτεί ότι μόλις ολοκληρώσει στον αργαλειό το σάβανο για τον πεθερό της, Λαέρτη, θα παντρευτεί έναν από αυτούς. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ένα τέχνασμα για να διαιωνίσει την αναμονή τους, καθώς ό,τι υφαίνει την ημέρα το βράδυ το ξηλώνει. Ετσι ο αργαλειός, που παραδοσιακά έχει συνδεθεί με την απομόνωση των γυναικών στο σπίτι ανά τους αιώνες, ήδη από την αρχαιοελληνική μυθολογία μετατρέπεται σε μυστικό όπλο τους.

«“Χτύπα το χτένι, κοπελιά, να ακούσουν οι γειτόνοι, να ακούσει και ο νεαρός και να σε καμαρώνει”. Αυτή ήταν η ζωή εκείνης της εποχής. Η κοπελιά που ύφαινε και ήταν ωραία ξομπλιάστρα την καμάρωναν και οι νεαροί πήγαιναν έξω από το σπίτι της, την ακούγανε να υφαίνει και να τραγουδά, άλλη τη χαρά, άλλη τον πόνο της, και κάναν καντάδες», θυμάται η Καλλιόπη Νικηφόρου από την Κριτσά στον Νομό Λασιθίου. «Ξομπλιάστρα» είναι αυτή που κάνει το «ξόμπλι», το πλουμί, το σχέδιο ενός υφαντού, πάνω στον αργαλειό.

«Το Ξόμπλι» είναι και το όνομα της νέας Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης Αλληλέγγυας Οικονομίας (ΚοινΣΕπ) που ίδρυσαν επτά γυναίκες πριν από περίπου ένα χρόνο στο χωριό, για να αναβιώσουν και να αναδείξουν πέρα από τα σύνορά του την υφαντική παράδοση, που θεωρείται ότι κρατά από τη Μινωική Κρήτη. Τα μοτίβα της, γεωμετρικά κατά κύριο λόγο, το πιθανότερο είναι, σύμφωνα με στοιχεία του Μουσείου Κρητικής Εθνολογίας, ότι ήρθαν στο νησί το 1092 με τους δώδεκα βυζαντινούς άρχοντες και τις οικογένειές τους.

«Το Ξόμπλι» είναι το όνομα της ΚοινΣΕπ που ίδρυσαν επτά γυναίκες πριν από περίπου ένα χρόνο στην Κριτσά Λασιθίου, για να αναβιώσουν και να αναδείξουν πέρα από τα σύνορά του την υφαντική παράδοση, που θεωρείται ότι κρατά από τη Μινωική Κρήτη.

Ετσι σήμερα βρισκόμαστε στον χώρο της ΚοινΣΕπ, στην καρδιά της Κριτσάς, που σηματοδοτείται από υφαντά ανθρωπάκια – επίσης χαρακτηριστικό μοτίβο της περιοχής. Στο εσωτερικό περιμένουν για τη συνέντευξή μας παλιές υφάντρες, νεότερες μαθήτριές τους αλλά και πολλές ακόμα γυναίκες, συνολικά καμιά δεκαριά, αφού, όπως επισημαίνει η πρόεδρος της ΚοινΣΕπ Μαρία Τζώρτζη, πρόκειται για ένα συλλογικό έργο, την υλοποίηση του οποίου υποστήριξε όλο το χωριό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Την υποστήριξε, για παράδειγμα, με τη δωρεά παλιών αργαλειών-οικογενειακών κειμηλίων, όπως έκανε η κυρία Νικηφόρου, η οποία χάρισε τον αργαλειό της θείας της «στη μνήμη της, μαζί με όλα τα σύνεργά του», ίσως και εν είδει εξιλέωσης για τις παιδικές σκανδαλιές της, καθώς όποτε η μαμά της, επίσης υφάντρα, απομακρυνόταν από τον αργαλειό, εκείνη πήγαινε και τον πείραζε στα κρυφά και «μετά η κακομοίρα νόμιζε ότι είχε κάνει εκείνη λάθος».

Από δωρεές μαζεύτηκαν στο Ξόμπλι οκτώ παλιοί αργαλειοί, αφού περίμεναν υπομονετικά, για δεκαετίες, σε αποθήκες σπιτιών. «Τους πλύναμε, τους βάψαμε, τους συντηρήσαμε καλά και τους στήσαμε», όπως εξηγεί μια από τις υφάντρες, η Πόπη Σιγανού. Πλέον χρησιμοποιούνται ως εργαλείο δουλειάς των γυναικών που υφαίνουν εδώ, αλλά και εκμάθησης της χειροτεχνίας, όχι μόνο για τις μαθήτριες που έρχονται συστηματικά, αλλά και για τα σχολεία, από την Κρήτη, από ολόκληρη την Ελλάδα, ακόμα και από το εξωτερικό στο πλαίσιο του «Erasmus», που επισκέφτηκαν τον χώρο ήδη από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του. Οπως το συνοψίζει η κυρία Σιγανού, «έχουμε γίνει εκπαιδευτικός προορισμός. Δείχνουμε στα παιδιά πώς να υφαίνουν και φεύγουν πολύ ευχαριστημένα».

«Έχουμε γίνει εκπαιδευτικός προορισμός. Δείχνουμε στα παιδιά πώς να υφαίνουν και φεύγουν πολύ ευχαριστημένα», Πόπη Σιγανού, υφάντρα

Ομως το Ξόμπλι λειτουργεί και ως πωλητήριο των χειροποίητων προϊόντων που φτιάχνονται εξ ολοκλήρου εδώ, όπως τσάντες, βούργιες (τα παραδοσιακά σακίδια των βοσκών), ρούχα και χαλιά. Η κατασκευή του καθενός παίρνει από μερικές ώρες μέχρι μερικές μέρες, ανάλογα με το μέγεθος και τον βαθμό δυσκολίας. Στις πρώτες ύλες, το waste-free επιστρέφει στην παράδοση και ξαναβρίσκει το αληθινό νόημά του: οι υφάντρες προτιμούν να χρησιμοποιούν παλιά νήματα από δωρεές αλλά και ούγιες που περισσεύουν από βιοτεχνίες της περιοχής. Στα μελλοντικά σχέδιά τους είναι να προμηθευτούν και τα ειδικά εργαλεία για να αρχίσουν ξανά να φτιάχνουν δικά τους νήματα από το μαλλί των προβάτων.

Η κυρία Σιγανού ανατρέχει στην παράδοση και για τη βαφή των νημάτων. Πειραματίζεται με φυτικές χρωστικές, για παράδειγμα, με «κρεμμυδόφυλλο, ξινίδα (γνωστό ζιζάνιο, κυρίως των ελαιώνων της Κρήτης), σπάρτο, φύλλα ροδιάς, στράφυλα (τα υπολείμματα από τα σταφύλια στο πατητήρι), βελανιδιά», και όπου δεν έχει εναλλακτική επιλογή χρησιμοποιεί βαφές του εμπορίου.

Το αποτέλεσμα της δουλειάς τους είναι ένα καλειδοσκόπιο από σχέδια και χρώματα εκπληκτικής ζωντάνιας, σε δημιουργίες που δεν χρειάζεται να είσαι γνώστης για να ξεχωρίσεις για την ποιότητα και την αυθεντικότητά τους από τα μαζικής παραγωγής σουβενίρ που κατακλύζουν πλέον τους τουριστικούς προορισμούς.

Το αποτέλεσμα της δουλειάς τους είναι ένα καλειδοσκόπιο από σχέδια και χρώματα εκπληκτικής ζωντάνιας, σε δημιουργίες που δεν χρειάζεται να είσαι γνώστης για να ξεχωρίσεις για την ποιότητα και την αυθεντικότητά τους από τα μαζικής παραγωγής σουβενίρ.

Η κυρία Σιγανού έπιασε για πρώτη φορά τον αργαλειό «όταν παντρεύτηκα και είδα τις υφαντές κουρτίνες μιας γειτονίσσάς μου. Μου άρεσαν τόσο πολύ, που είπα στη μαμά μου “φέρε εδώ τον αργαλειό της γιαγιάς”. Τον στήσαμε και άρχισα να υφαίνω χαλιά και κουρελούδες. Μετά ήρθαν τα παιδιά, ανοίξαμε κι ένα μαγαζί οικογενειακώς και σταμάτησα να υφαίνω, αλλά ο αργαλειός περίμενε, έτοιμος με το στημόνι». Επέστρεψε σε αυτόν όταν έκλεισε το οικογενειακό μαγαζί, το 2012, ενώ καθοριστική εμπειρία υπήρξε και η συμμετοχή της, το 2013, σε μια δράση της Αποστολής Πηνελόπη Gandhi (μια πρωτοβουλία της αστικής μη κερδοσκοπικής οργάνωσης «Πανεπιστήμιο των Ορέων» του Πανεπιστημίου Κρήτης), στο Μουσείο Μπενάκη. Από τότε, σε μια ηλικία που άλλες γυναίκες αισθάνονται να παροπλίζονται, τα δικά της χέρια πήραν φωτιά στον αργαλειό. «Αυτό που απολαμβάνω περισσότερο είναι το αποτέλεσμα. Οταν με ικανοποιεί, είναι σαν να μου χαρίζεις τον Θεό».

Παρόμοια είναι και η ιστορία μιας άλλης παλιάς υφάντρας από το Ξόμπλι, της Μαρίας Βάρδα, από την άποψη ότι επίσης ανακάλυψε ξανά τον αργαλειό μετά τη συνταξιοδότησή της – σε αυτή την περίπτωση, από τη νοσηλευτική: «Η πρώτη μου επαφή με τον αργαλειό ήταν από τη μητέρα μου και από μια γυναίκα που είχε μαγαζί στην πλατεία του χωριού με αργαλειούς και δικές της υφάντρες, στα πρώτα χρόνια της άνθησης του τουρισμού. Οταν συνταξιοδοτήθηκα έφτιαξα τον αργαλειό που μου είχε αφήσει η μάνα μου. Οποτε αρχίζω να υφαίνω δεν ξέρω ποτέ τι ακριβώς θα κάνω, αυτοσχεδιάζω. Ο χρόνος που περνάς στον αργαλειό δεν μετριέται, αλλά το πιο δύσκολο είναι στην αρχή να τον στήσεις, να μετρήσεις σωστά και να έρθουν σε συμμετρία το χτένι με τους μίτους, διαφορετικά δεν κάνεις τίποτα. Μάλιστα με την Πόπη καμιά φορά χαλάμε ό,τι έχουμε φτιάξει και το φτιάχνουμε ξανά από την αρχή».

«Ο χρόνος που περνάς στον αργαλειό δεν μετριέται, αλλά το πιο δύσκολο είναι στην αρχή να τον στήσεις, να μετρήσεις σωστά και να έρθουν σε συμμετρία το χτένι με τους μίτους, διαφορετικά δεν κάνεις τίποτα», Μαρία Βάρδα, υφάντρα

Η κυρία Σιγανού έχει αρχίσει να μυεί και την εγγονή της, τη 14χρονη Πόπη Μπρόκου, που βρίσκεται μαζί μας, περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά της να μιλήσει. Φέτος το καλοκαίρι σκοπεύει να περνάει καθημερινά δύο, τρεις ώρες στο Ξόμπλι, για να μάθει καλύτερα την τέχνη. «Μέχρι τώρα έχω φτιάξει πιο πολύ τσάντες. Είναι πάρα πολύ εύκολο και ωραίο να υφαίνεις. Εβλεπα μεγαλώνοντας τις παλιές γυναίκες να το κάνουν και θέλησα κι εγώ να ασχοληθώ. Τις ώρες που είμαι στον αργαλειό αφήνω το κινητό μου σε μια άκρη γιατί έχω κάτι άλλο να ασχολούμαι – ή μπορεί να το χρησιμοποιήσω μόνο για να ακούω μουσική. Ο αργαλειός σού δίνει κάτι δημιουργικό να κάνεις μέσα στην ημέρα».

Ανάμεσα στις μαθήτριες είναι και η Σιλβί από τη Λιόν. Οπως περιγράφει με τα λίγα, σπαστά ελληνικά της αλλά περίσσιο ενθουσιασμό, όταν ήρθε για διακοπές με την οικογένειά της στην Κρήτη αποφάσισαν να αγοράσουν ένα σπίτι στον Παλαίμυλο ή Παλιό Μύλο Κριτσάς, όπου πλέον μοιράζουν το χρόνο τους μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας γιατί «η ζωή εδώ είναι καλύτερη, έχουμε τα βουνά, τα πρόβατα, καλούς ανθρώπους, φιλοξενία». Με την υφαντική αποφάσισε να ασχοληθεί όταν άρχισε να βλέπει τη Μαρία [Βάρδα] «να υφαίνει συνέχεια, σε έναν μικρό χώρο, σε ένα μικρό σπίτι. Η δουλειά της είναι τόσο ωραία! Εμαθα να κόβω κουρέλια, που είναι πολύ σημαντικά. Θα συνεχίσω τα μαθήματα στον αργαλειό και το όνειρό μου είναι να αποκτήσω κι εγώ έναν».

Από αριστερά με τη φορά του ρολογιού: Η Γαλλίδα Σιλβί, μαθήτρια στο Ξόμπλι. Η Μαρία Βάρδα, υφάντρα. Η Πόπη Σιγανού, υφάντρα. Η πρόεδρος της ΚοινΣΕπ Μαρία Τζώρτζη.

Φαίνεται να έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια από τότε που τα ερωτικά ταιριάσματα γίνονταν από το τραγούδι της ξομπλιάστρας, στον ρυθμό του χτενιού, το οποίο άκουγε ο νεαρός από τον δρόμο και γοητευόταν, ωστόσο οι παλιότερες υφάντρες έχουν προλάβει την εποχή που ο αργαλειός θεωρούνταν αποκλειστικά γυναικείο εργαλείο. Οταν, όμως, τις ρωτάω αν τον αντιμετώπισαν ποτέ ως μέσο καταπίεσης, όλες απαντούν αρνητικά. Λένε ότι ήταν απλά ένα εργαλείο επιβίωσης, καθώς μέχρι να διαδοθούν ευρέως τα έτοιμα προϊόντα του εμπορίου, κάτι που στην αγροτική Ελλάδα έγινε σχετικά πρόσφατα, ολόκληρη η προίκα ενός σπιτιού, αλλά και τα σύνεργα του γεωργού, όπως τα τσουβάλια όπου μάζευε τις ελιές, υφαίνονταν εκεί.

«Καταπίεση για τη γυναίκα ήταν ότι είχε όλη την ευθύνη του νοικοκυριού, αλλά στον αργαλειό ξεσπούσε κιόλας», απαντά η κυρία Τζώρτζη. Σήμερα, όμως, αποτελεί αναμφίβολα ένα εργαλείο δημιουργικής έκφρασης και εξασφάλισης ενός έξτρα εισοδήματος, ακόμα και μετά τη συνταξιοδότηση, παραπέμποντας έτσι στη χρησιμότητα που απέκτησε η χειροτεχνία στην υπόλοιπη Ευρώπη στη Βιομηχανική Επανάσταση, 200 χρόνια πριν, όταν αποτέλεσε πολύτιμη επαγγελματική δεξιότητα για να βγουν πολλές γυναίκες από το σπίτι και να γίνουν εργάτριες σε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας.

Οι παλιότερες υφάντρες λένε ότι στο παρελθόν ο αργαλειός ήταν απλά ένα εργαλείο επιβίωσης, καθώς μέχρι να διαδοθούν ευρέως τα έτοιμα προϊόντα του εμπορίου, κάτι που στην αγροτική Ελλάδα έγινε σχετικά πρόσφατα, ολόκληρη η προίκα ενός σπιτιού, αλλά και τα σύνεργα του γεωργού, υφαίνονταν εκεί.

Το Ξόμπλι, επιπλέον, είναι κατά κάποιον τρόπο ένα γυναικείο καφενείο, όπως συνειδητοποιώ καθώς, στη συνέντευξή μας παρεμβάλλονται συζητήσεις για τα νέα του χωριού -όπως την προετοιμασία για τον παραδοσιακό γάμο που θα ξαναγίνει στην Κριτσά μετά από πολλά χρόνια, με την κούδα, την τοπική υφαντή νυφική φορεσιά να έχει την τιμητική της-, αλλά και μαντινάδες, όπως αυτή που απαγγέλλει η «ποιήτρια και συγγραφέας» της παρέας, όπως τη συστήνουν, Μαρία Τσίγκου: «Αυτή είναι η παράδοση / κι εμείς τα γέρικα κλωνάρια / και οι νεότερες γενιές / τα τρυφερά βλαστάρια».

Αν η παράδοση είναι «δέντρο», όπως την παρομοιάζει η κυρία Τσίγκου από την Κριτσά, η Κατερίνα Νάκου ανήκει σε νέα γενιά εικαστικών που, μπολιάζοντάς τη με καλλιτεχνική έμπνευση αλλά και με νέες τεχνολογίες, δημιουργεί καινούριες ποικιλίες. Η νέα εικαστικός τιμήθηκε με το Βραβείο Τέχνης Ιδρύματος Γ. & Α. Μαμιδάκη 2024 για το έργο της «The Resilient Thread» («Το ανθεκτικό νήμα»), που αποτελείται από συνθέσεις μεγάλης κλίμακας υφασμένες στον παραδοσιακό αργαλειό, οι οποίες αναβιώνουν την υπό εξαφάνιση τέχνη της πασμαντερί (passementerie), της παραδοσιακής μπορντούρας στο τελείωμα των υφασμάτων. Το Ιδρυμα Γ. & Α. Μαμιδάκη υποστηρίζει, επιπλέον, τον οργανισμό πολιτισμού Branding Heritage, που προβάλλει την υφαντική της Κρήτης και, ειδικότερα, τις υφάντρες στο Ξόμπλι.

Η Κατερίνα πήγε για σπουδές στη Γερμανία, όπου ξεκίνησε από τη Νομική και συνέχισε με Φιλοσοφία και Ιστορία της Τέχνης. Αλλαξε όμως ξανά κατεύθυνση όταν επισκέφτηκε τη σχολή Textile Design του Πανεπιστημίου Reutlingen σε μια open day «και ερωτεύτηκα τους αργαλειούς. Ηταν ένα άλλο σύμπαν για μένα, μέχρι τότε ούτε που είχα φανταστεί ότι κάποιος θα μπορούσε να ειδικευτεί σε αυτό και να βιοποριστεί με αυτό. Τα παρατάω όλα, παίρνω τηλέφωνο τη μητέρα μου και της λέω, βρήκα τι θέλω να κάνω με τη ζωή μου! Έτσι έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη σχολή».

Η Κατερίνα Νάκου πήγε για σπουδές στη Γερμανία, όπου ξεκίνησε από τη Νομική και συνέχισε με Φιλοσοφία και Ιστορία της Τέχνης. Αλλαξε όμως ξανά κατεύθυνση όταν επισκέφτηκε τη σχολή Textile Design του Πανεπιστημίου Reutlingen σε μια open day «και ερωτεύτηκα τους αργαλειούς».

Και το περιβάλλον και το αντικείμενο των σπουδών της ήταν industrial, μάθαιναν να δουλεύουν με αυτοματοποιημένους αργαλειούς. Αλλωστε οι φοιτητές προορίζονταν για textile designers και όχι για τεχνίτες της υφαντικής. «Σε έναν πλήρως αυτοματοποιημένο αργαλειό έχεις δημιουργήσει το σχέδιο σε μια γλώσσα δυαδικού συστήματος και μετά, αφού έχεις τοποθετήσει τα νήματα στη μηχανή, αρχίζει να το παράγει», εξηγεί η δημιουργός. «Από την άλλη, παίζει πάρα πολύ και ο πειραματισμός. Πώς θα βγάλεις, για παράδειγμα, εκατό χρώματα από δώδεκα υφάδια; Εκεί θα κάνεις αρχικά ένα δείγμα της παλέτας σου συνδυάζοντας νήματα για να δημιουργήσεις νέες αποχρώσεις, γιατί στο μάτι λειτουργούν όπως τα χρώματα της ζωγραφικής. Ας πούμε, μπορείς να βγάλεις το μοβ χρώμα αναμειγνύοντας ένα κόκκινο και ένα μπλε νήμα. Παράλληλα, τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχουν και αργαλειοί πιο εξειδικευμένοι για καλλιτέχνες, εικαστικούς και designers που θέλουν να “σπάσουν” την αυτοματοποίηση συνδυάζοντάς τη, σε διάφορα στάδια, με τη χειροτεχνία».

Στην πραγματικότητα, ο αργαλειός βρίσκεται πιο κοντά στους υπολογιστές από όσο ίσως νομίζουμε. Η υφαντική Jacquard, στην οποία ειδικεύτηκε η Κατερίνα ως textile developer στο Textiel Museum – Textiel Lab (Ολλανδία), ήδη από το 1804, που επινοήθηκε, λειτουργούσε με διάτρητες κάρτες και θεωρείται προάγγελος της πληροφορικής. Αυτή η συγγένεια ενέπνευσε την Κατερίνα για το γιγαντιαίο υφαντό έργο «Interwoven», που τοποθέτησε, την άνοιξη του 2023, στην πρόσοψη του μουσείου Kunsthalle Vogelmann στη Χεβρώνα της Γερμανίας. Το σκεπτικό της ήταν να εξερευνήσει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ της υφαντικής τέχνης και του προγραμματισμού των υπολογιστών, κωδικοποιώντας ρήματα που συνδέονται με την υφαντική (όπως «knot-δένω κόμπο» και «weave-υφαίνω») στη δυαδική γλώσσα και απεικονίζοντάς τα σε μια σειρά μοτίβων. Οταν έπεφτε το σκοτάδι, τη θέση τους έπαιρνε, χάρη σε φθορίζοντα στοιχεία που είχε ενσωματώσει στο υφαντό, η αντίστοιχη διάτρητη κάρτα.

Αριστερά: Η εικαστικός Κατερίνα Νάκου με το έργο της «Interwoven», που διερευνά τη σχέση υφαντικής -πληροφορικής. Photo: Peter Oppenlander, Waiblingen. Δεξιά: Λεπτομέρεια του βραβευμένου έργου της Κατερίνας Νάκου «The Resilient Thread», που ύφανε σε παραδοσιακό αργαλειό. Photo: Λουκιανός Αρναουτάκης

«Το “Interwoven” αναφερόταν επίσης στη σύνδεση της υφαντικής με τη γλώσσα. Εξάλλου οι όροι “text”(κείμενο) και “textile” (ύφασμα) έχουν κοινή ετυμολογική προέλευση, τον λατινικό όρο texere, που σημαίνει “υφαίνω” και χαρακτηρίζει το κείμενο ως σύνθετο γλωσσικό υφαντό». Αυτή την εξήγησή της θυμάμαι όταν, έχοντας σχεδόν ολοκληρώσει αυτό το άρθρο, δεν αισθάνομαι ικανοποιημένη, το ξηλώνω και το φτιάχνω ξανά από την αρχή, όπως κάνουν με κάποια υφαντά τους η κυρία Σιγανού και η κυρία Βάρδα.

«Το “Interwoven” αναφερόταν επίσης στη σύνδεση της υφαντικής με τη γλώσσα. Εξάλλου οι όροι “text”(κείμενο) και “textile” (ύφασμα) έχουν κοινή ετυμολογική προέλευση, τον λατινικό όρο texere, που σημαίνει “υφαίνω” και χαρακτηρίζει το κείμενο ως σύνθετο γλωσσικό υφαντό», Κατερίνα Νάκου, εικαστικός

Η Κατερίνα πάντως χρησιμοποιεί όλα τα είδη αργαλειών, και αυτοματοποιημένους και παραδοσιακούς, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε έργου – για το βραβευμένο «The Resilient Thread», που της πήρε μήνες για να ολοκληρώσει και όπου κάθε κορδόνι είναι μοναδικό, λέει ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τον παραδοσιακό αργαλειό. Για εκείνη, όπως και για τις γυναίκες στο Ξόμπλι, ο αργαλειός αποτελεί μέσο δημιουργικής έκφρασης. «Για αιώνες θεωρούσαμε ότι η υφαντική δεν είχε θέση στον εικαστικό κόσμο. Από το κίνημα του Bauhaus και μετά έκανε τη μετάβαση στο design, ενώ από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 πολλές γυναίκες την πρότειναν στις τέχνες. Η αντίληψη ότι είναι γυναικεία υπόθεση νομίζω ότι υπάρχει μέχρι σήμερα. Τουλάχιστον στον αργαλειό σίγουρα είναι περισσότερες οι γυναίκες, ακόμα και στο εικαστικό κομμάτι, παρόλο που στο τεχνολογικό πλαίσιο μάλλον υπερτερούν αριθμητικά οι άντρες».

Info

Για την ΚοινΣΕπ Το Ξόμπλι αναζητήστε πληροφορίες στην ομώνυμη σελίδα του στο Facebook. Για το Βραβείο Τέχνης Ιδρύματος Γ. & Α. Μαμιδάκη και το έργο «The Resilient Thread» της Κατερίνας Νάκου απευθυνθείτε στο gnamamidakisfoundation.org

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below