Ανήκω σε μια γενιά που ως παιδιά μάς έραβαν. Αν και μεγάλωσα σε χωριό, ήμουν τυχερή επειδή είχα θεία μοδίστρα. Έτσι, είχα το καλό βελούδινο φουστάνι μου, που το φορούσα στην αρχή δύο νούμερα μεγαλύτερο και στη συνέχεια δύο νούμερα μικρότερο. Στην πιο συνέχεια το φορούσε η αδερφή μου – και πιο μετά μερικές ξαδέρφες.
Τότε που δεν υπήρχαν παιδότοποι, θεματικά πάρκα, πολυχώροι για παιδιά, «Αllou Fun Park»,«Μall» και λοιπές πολυδάπανες εγκαταστάσεις για παιδικά πάρτυ, τα καλά μας τα φορούσαμε σε σπίτια. Για μας, που ήμασταν κοριτσάκια, ήταν πάντα φουστανάκια και έπρεπε να προσέχουμε πώς καθόμαστε για να μη φανεί το εσώρουχό μας. Τριγύρω ήταν άνθρωποι δικοί μας από τότε που γεννιόμασταν (θείες, θείοι, παππουδογιαγιάδες, ξαδέρφια, γειτόνισσες και λοιποί συγγενείς) και θα έμεναν δικοί μας μέχρι το τέλος, όταν κάποιος από αυτούς θα αποδημούσε ή θα τους χώριζαν από την παιδική μας ζωή τα κληρονομικά. Ανάμεσά τους ήταν η θεία μου η μοδίστρα. Έραβε καταμεσής στο σαλόνι. Είχε μια μαύρη ραπτομηχανή με μεταλλική μπρούτζινη ροδέλα, που τη γύριζε με το χέρι για να πάρει μπροστά και ύστερα με το πόδι που το ανεβοκατέβαζε πάνω στο πεντάλ την έκανε να γαζώνει. Ένας ρυθμικός ήχος γεννιόταν από την απίθανη συγχρονικότητα αυτών των κινήσεων που έκαναν το βελόνι που κινούνταν ανάμεσα σε δύο μεταλλικά ποδαράκια να τρέχει ευθεία και ολόισια πάνω σε δύο ασύνδετα μέχρι τότε υφάσματα για να τους δώσει την καινούρια τους μορφή. Στην αρχή, πριν από το γάζωμα και πριν από τα γεννητούρια του καινούριου ρούχου, ήταν η μεγάλη γιορτή. Στην αρχή ήταν τα πατρόν. Το περιοδικό Βurda, τις πιο πολλές φορές στη γερμανική του έκδοση, καθώς τα περισσότερα τα έφερναν οι μετανάστριες από τη Γερμανία που έρχονταν το καλοκαίρι για να ραφτούν. Μια κίτρινη μεζούρα κρεμόταν στο λαιμό της μοδίστρας-θείας, πάντα λίγο κυρτή, που παρά τη χρόνια χρήση της δεν έλεγε να ισιώσει. Εκείνη η κίτρινη μεζούρα πρέπει να έγραψε πολλά χιλιόμετρα στα χέρια της. Ξεκινούσε από το κέντρο της ράχης, κάθετα προς τα πόδια για το μήκος, ύστερα κάτω από τη μασχάλη για το κόψιμο στο μανίκι, στο άνοιγμα της πλάτης για το φάρδος, τυλιγόταν γύρω από τη μέση για το ζωνάκι και ανάμεσα στα πόδια για τον καβάλο. Με ένα μολυβάκι χιλιοξυσμένο που είχε μια μυτούλα μυτερή όσο και ένα βελόνι, σε ένα τετράδιο που φούσκωναν τα φύλλα του από το χρόνιο σάλιωμα περνούσε τους αριθμούς που έδινε η μεζούρα. Ύστερα άπλωνε στο τραπέζι το ύφασμα. Ήταν η στιγμή της αυτοσυγκέντρωσης και της απόλυτης εξουσίας του τεχνίτη. Με ένα λευκό σαπουνάκι, μια κάθετη φλοίδα που είχε απομείνει από την αρχική του χρήση, χάραζε πάνω στο ύφασμα λευκές γραμμές. Ακολουθούσε η κρίσιμη στιγμή. Η στιγμή όπου το μεγάλο νικελωτό ψαλίδι, με άκρες κοφτερές, έκλεινε τα λεπίδια του πάνω στο ύφασμα και ένα ακαριαίο σκίσιμο ακουγόταν σε όλο το σαλόνι μαζί με ένα μεγαλόφωνο «με γεια!». Τις επόμενες μέρες τα μεγάλα κομμάτια ύφασμα ενώνονταν με μεγάλες βελονιές που γίνονταν με το χέρι και έδιναν την αρχική μορφή του ρούχου.
Τότε που δεν υπήρχαν παιδότοποι, θεματικά πάρκα, πολυχώροι για παιδιά, «Αllou Fun Park»,«Μall» και λοιπές πολυδάπανες εγκαταστάσεις για παιδικά πάρτυ, τα καλά μας τα φορούσαμε σε σπίτια.
Σε αυτή την υβριδική μορφή του μελλοντικού ρούχου χώνονταν προσεκτικά το κορμί που επρόκειτο να το φορέσει και εκεί έπιαναν δουλειά οι καρφίτσες. Στερεωμένες στο στόμα της, επιδέξια έβρισκαν τη θέση τους πάνω στο ρούχο, γύρω από το κορμί μας. Ένας αγκάθινος σκαντζόχοιρος, το μελλοντικό φουστάνι, που πάντα υπήρχε μια απρόσεκτη στιγμή (από τον πελάτη συνήθως και όχι από τη μοδίστρα) που με μια τσιμπιά έκανε την ιδιοκτήτριά του να αφήσει στο δωμάτιο ένα πονεμένο «άουτς!», αποδεικνύοντας περίτρανα εκείνα τα χρόνια πως ακόμα και το πιο ωραίο ρούχο είχε πάνω του μια μικρή πληγή, όπως και οι πιο ωραίες στιγμές μας. Μαθαίναμε έτσι τον κόπο του ρούχου και ζούσαμε την προσμονή της γέννησής του, όπως ακριβώς γινόταν σε έναν έρωτα ή σε μια γιορτή. Το ρούχο ήθελε το χρόνο του, απ’ όλες τις μεριές. Είχε δρομολόγια για τις δοκιμές, πρόβες και επιδιορθώσεις, ξηλώματα και καθυστερήσεις, είχε αρχική μορφή, βελτιωτική μορφή και τελική μορφή. Δεν έρχονταν στα χέρια μας μια κι έξω. Όπως επίσης δεν έρχονταν για χρήση μια κι έξω. Αν ήταν παλτό, θα έμπαινε στην ντουλάπα και για χρόνια θα συντηρούνταν με λεβάντες και ναφθαλίνες. Αν ήταν φουστάνι, θα ταίριαζε με τη μόδα κάθε καινούρια πενταετία που θα δεχόταν μια καινούρια τροποποίηση, μια προσθήκη, μια αφαίρεση, ένα κόντυμα ή ακόμα κι έναν φραμπαλά για να γίνει πιο μακρύ. Ένα τέτοιο φουστάνι μπορούσε να κρατήσει δεκαετίες με κάθε καινούρια μετατροπή. Άμα το κορμί φάρδαινε, μπορεί να ξηλώνονταν οι προνοητικές πιέτες στο σακάκι που στην αρχή προορίζονταν για να το κάνουν πιο μεσάτο. Τότε οι ντουλάπες μας δεν ήξεραν τα ρούχα μιας χρήσης, όπως και οι ζωές μας δεν ήξεραν τους ανθρώπους μιας χρήσης. Ό,τι βρισκόταν γύρω μας ήταν για να διαρκέσει, ήθελε τη φροντίδα του και ήξερε τον κόπο που χρειάστηκε για να δημιουργηθεί. Τα ρούχα άλλαζαν χέρια, κατόχους και εποχές, δεκαετίες και μόδες μέσα στις οποίες προσαρμόζονταν μαζί μας. Δεν υπήρχαν ρούχα θνησιγενή, δεν υπήρχαν ρούχα που δεν θυμόμασταν ότι τα είχαμε αγοράσει, ούτε ρούχα που τα είχαμε αγοράσει για πλάκα. Έτσι ήμασταν κι εμείς. Σοβαροί από ανάγκη από τα μικρά μας χρόνια ακόμη. Αλλά ακόμη και στα «ετοιματζίδικα», στα καταστήματα νεωτερισμών, ακόμα και στα πρώτα πολυκαταστήματα όπως ήταν το «Μινιόν», το ρούχο στοίχιζε αρκετά, ή τουλάχιστον τόσο ώστε να αποκτήσει το σεβασμό μας.
Μαθαίναμε έτσι τον κόπο του ρούχου και ζούσαμε την προσμονή της γέννησής του, όπως ακριβώς γινόταν σε έναν έρωτα ή σε μια γιορτή. Το ρούχο ήθελε το χρόνο του, απ’ όλες τις μεριές. Είχε δρομολόγια για τις δοκιμές, πρόβες και επιδιορθώσεις, ξηλώματα και καθυστερήσεις.
Τότε ακόμα δεν υπήρχαν χώρες στις οποίες καταδικασμένοι στην ανέχεια άνθρωποι έραβαν για ένα κομμάτι ψωμί, ούτε παιδιά που μάτωναν τα χέρια τους για να κεντάνε χάντρες σε ρούχα που μετά εμείς ανακατεύαμε ανόρεκτα μέσα σε καλάθια προσφορών στις εκπτώσεις. Τότε η μοδίστρα και ο ράφτης είχαν την τιμή τους και η εργάτρια στη βιοτεχνία είχε τη δική της τιμή. Και το ρούχο είχε την τιμή του, είτε στην πληθωρική αγορά της Ερμού είτε στα μικρομάγαζα της επαρχίας. Και το ύφασμα είχε την τιμή του, οι πελάτες το χάιδευαν προτού το αποκτήσουν, το γεύονταν με την αφή προτού το ψαλίδι δώσει την ετυμηγορία του. Τώρα διαβάζω και ξαναδιαβάζω για την ηθική του ρούχου, για τη βιώσιμη μόδα, για το οικολογικό της αποτύπωμα και χαίρομαι που ξεκίνησε επιτέλους μια τέτοια κουβέντα και που τα μαγαζιά της μόδας, ειδικά για τα νέα παιδιά, είναι τα thrift shops, απ’ όπου ρούχα επώνυμα και ανώνυμα ξαναβρίσκουν την ευκαιρία τους για μια καινούρια ζωή. Μπορεί να είναι μια καλή εισαγωγή για έναν κόσμο που θα απομακρυνθεί σιγά-σιγά από τη λογική της μιας χρήσης, σε ρούχα και σε ανθρώπους.