Τι δουλειά έχει ένας κατάφυτος κήπος πάνω στο θεατρικό σανίδι; Η εγκατάσταση-πυκνή βλάστηση που μας υποδέχεται στη σκηνή όπου ανεβαίνει το έργο «Amalia melancholia, η βασίλισσα των φοινίκων» της Ζωής Χατζηαντωνίου είναι ουσιαστικά η είσοδός μας σε έναν ολόκληρο κόσμο, τον κόσμο της βασίλισσας Αμαλίας, που έχει στήσει η σκηνοθέτιδα της παράστασης – η οποία επίσης υπογράφει τη σύλληψη και τη δραματουργία.

Δεν πρόκειται, ωστόσο, για αναπαράσταση του εσωτερικού χώρου ενός παλατιού, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, αλλά για ένα μίνιμαλ χώρο με ελάχιστα αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία δεσπόζει μια διάφανη προθήκη σε μέγεθος ανθρώπινου σώματος. Ένα περιβάλλον που θυμίζει μουσείο και, πράγματι, αυτή ήταν η πρόθεση της δημιουργού η οποία, αντί να επιχειρήσει να στήσει μια συμβατική θεατρική βιογραφία, επέλεξε να εστιάσει στις μακροχρόνιες απόπειρες τεκνοποίησης της βασίλισσας και στο πραγματικό αποκύημά της, τον Εθνικό Κήπο.

«Η ιδέα των σκηνικών και των κοστουμιών ήταν να δίνουν την αίσθηση και να έχουν τη λειτουργία ενός μουσείου φυσικής ιστορίας, με την Αμαλία να μετατρέπεται μπροστά μας σε ζωντανό έκθεμα, πάνω στο οποίο γίνονται απόπειρες με σκοπό την αναπαραγωγή» εξηγεί η Ζωή Χατζηαντωνίου και προσθέτει: «Σε έκθεμα φυσικής αλλά και πολιτικής ιστορίας. Γιατί θεωρώ ότι η ιστορία των δοκιμασιών που υφίσταται τις τελευταίες δεκαετίες το γυναικείο σώμα, είτε για να παραμείνει νεανικό, επιθυμητό είτε για να αναπαραχθεί, είναι, επίσης, πολιτικό ζήτημα. Η Αμαλία στάθηκε λοιπόν για μένα αφορμή ώστε να θίξω και ζητήματα που συνδέονται με τον οικο-φεμινισμό».

«Η ιστορία των δοκιμασιών που υφίσταται τις τελευταίες δεκαετίες το γυναικείο σώμα, είτε για να παραμείνει νεανικό, επιθυμητό είτε για να αναπαραχθεί, είναι, επίσης, πολιτικό ζήτημα».

Η παράσταση αρχίζει ουσιαστικά από τη στιγμή που μπαίνεις στο χώρο, αντικρίζοντας πάνω σε ένα ψηλό ερμάριο τη Ρίτα Λυτού, η οποία πρόκειται να αναλάβει πολλαπλές λειτουργίες, π.χ., της αφηγήτριας, της επιμελήτριας του μουσείου και της κυρίας επί των τιμών που υποβάλλει την Αμαλία σε ποικίλα βασανιστήρια τα οποία έχουν συστήσει γιατροί και τσαρλατάνοι με σκοπό την απόκτηση του πολυπόθητου διαδόχου.

«Η ιδέα των σκηνικών και των κοστουμιών ήταν να δίνουν την αίσθηση και να έχουν τη λειτουργία ενός μουσείου φυσικής ιστορίας, με την Αμαλία να μετατρέπεται μπροστά μας σε ζωντανό έκθεμα, πάνω στο οποίο γίνονται απόπειρες με σκοπό την αναπαραγωγή» εξηγεί η σκηνοθέτιδα Ζωή Χατζηαντωνίου.

Στα χέρια της αυλικού της η Αμαλία αφήνεται ανήμπορη, σχεδόν σαν πορσελάνινη κούκλα, να υποστεί τις τουλάχιστον αμφιλεγόμενες «θεραπείες γονιμότητας» της εποχής. Οι κοινωνικές και πολιτικές προσδοκίες απέναντι στην πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας ήταν, απλά, ανίκητες, ακόμα και για μια γυναίκα δυναμική και ευφυή όπως μάς αποκαλύπτεται εκείνη μέσα από τις 887 επιστολές που έγραψε στον πατέρα της, το διάστημα 1836-1853, και στις οποίες βασίστηκε η παράσταση. «Οι επιστολές της ήταν απόλυτα γοητευτικές και έτσι βρήκα το υλικό που με ενδιέφερε: τον προσωπικό λόγο της, ταυτόχρονα με το χρήσιμο εμπόδιο ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει “ανοιχτά” για όλα, καθώς τα γράμματα πιθανόν ανοίγονταν για έλεγχο προτού φτάσουν στον παραλήπτη» λέει η σκηνοθέτιδα. «Έγραφε με οξυδέρκεια, χιούμορ και αυτοσαρκασμό για τα πάντα».

Ενδεικτικά, για τον πρώτο Έλληνα συνταγματικό πρωθυπουργό, τον Ιωάννη Κολέττη, η βασίλισσα Αμαλία έχει σχολιάσει σε επιστολή: «Διατυπώνει τις κολακείες του χωρίς το κρύο, ήσυχο πρόσωπό του να αλλάζει έκφραση. Μετράει και υπολογίζει τα πάντα και δεν έχει αυτό που μου αρέσει σε κάθε Έλληνα, όποιος κι αν είναι: ένα είδος ζωντάνιας, μια λάμψη στο βλέμμα».

«Οι επιστολές της ήταν απόλυτα γοητευτικές και έτσι βρήκα το υλικό που με ενδιέφερε: τον προσωπικό λόγο της, ταυτόχρονα με το χρήσιμο εμπόδιο ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει “ανοιχτά” για όλα, καθώς τα γράμματα πιθανόν ανοίγονταν για έλεγχο προτού φτάσουν στον παραλήπτη»

«Οι επιστολές της έχουν ποιητική αξία» επισημαίνει η Έμιλυ Κολιανδρή, η οποία στη διάρκεια των 90 λεπτών της παράστασης μεταμορφώνεται διαδοχικά σε όλες τις γυναίκες που υπήρξε η Αμαλία, από το ονειροπόλο κοριτσάκι των πρώτων ημερών μέχρι την ώριμη, συνειδητοποιημένη γυναίκα των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα. «Με συγκίνησε πάρα πολύ η δύναμη, το μεγαλείο μιας γυναίκας που ενώ, με έναν τρόπο, όλοι τής γυρίζουν την πλάτη γιατί δεν μπορεί να επιτελέσει το ρόλο της αναπαραγωγής, μέχρι τέλους βρίσκει πάντα το καλό στους ανθρώπους και τη ζωή και καταφέρνει να διοχετεύσει αυτήν της την “έλλειψη” στη δημιουργία του Εθνικού μας Κήπου.

H Έμιλυ Κολιανδρή στη διάρκεια των 90 λεπτών της παράστασης μεταμορφώνεται διαδοχικά σε όλες τις γυναίκες που υπήρξε η Αμαλία, από το ονειροπόλο κοριτσάκι των πρώτων ημερών μέχρι την ώριμη, συνειδητοποιημένη γυναίκα των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα.

»Πέρα όμως από την ευαισθησία, τη βαθιά ανθρώπινη πλευρά της και την αγάπη της για τα φυτά –συνεχίζει η Έμιλυ Κολιανδρή για την Αμαλία– είχε και μια αξιοθαύμαστη πολιτική στάση. Η εποχή της ήταν εποχή μεγάλων αλλαγών και σε ένα σημείο των επιστολών διαβλέπει την πορεία και την κατάληξη των Ελλήνων, ότι το μπόλιασμα με Σύνταγμα ενός λαού που δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει, καθώς μόλις βγήκε από την Τουρκοκρατία, θα εκθρέψει μια στρατιά τεμπέληδων, που το μόνο που θα θέλουν να κάνουν θα είναι να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι και να “αρμέξουν την καημένη αγελάδα, το κράτος”. Διέβλεπε, δηλαδή, ότι το μη ομαλό πέρασμα στον κοινοβουλευτισμό μπορεί να γεννούσε τέρατα. Επιπλέον ο Όθωνας είχε αρκετά προβλήματα υγείας και έλειπε για καιρό σε θεραπείες –σε κάποια περίοδο είχε απουσιάσει για έναν ολόκληρο χρόνο– οπότε η Αμαλία είχε αναλάβει τη θέση του. Λέει μάλιστα, χαρακτηριστικά, σε ένα σημείο: “Ο Όθων είναι τώρα η βασίλισσα και εγώ ο βασιλιάς”».

«Διαβλέπει την πορεία και την κατάληξη των Ελλήνων, ότι το μπόλιασμα με Σύνταγμα ενός λαού που δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει, καθώς μόλις βγήκε από την Τουρκοκρατία, θα εκθρέψει μια στρατιά τεμπέληδων, που το μόνο που θα θέλουν να κάνουν θα είναι να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι»

Το σβήσιμο των φώτων για λίγα δευτερόλεπτα και το πέρασμα στο απόλυτο σκοτάδι οριοθετεί καθεμία σκηνή της παράστασης, η οποία κάνει τη μετάβαση σε μια διαφορετική περίοδο της ζωής της Αμαλίας. Και είναι εκπληκτικό, στη διάρκεια εκείνων των σκοτεινών δευτερολέπτων, το πώς αλλάζουν επί σκηνής τα κοστούμια και τα σκηνικά και, κυρίως, οι εκφράσεις προσώπου και η στάση σώματος της πρωταγωνίστριας. Σαν σε κινηματογραφικό μοντάζ, αλλά σε πραγματικό χρόνο.

«Η παράσταση είναι αρκετά απαιτητική σε σχέση με αυτό που γίνεται στο φως και αυτό που γίνεται στο σκοτάδι» εξηγεί η Έμιλυ Κολιανδρή. «Έχει αρκετές “σκουληκότρυπες”, που σε μεταφέρουν σε μια άλλη εποχή και ψυχική κατάσταση, αλλά κατά τη διάρκεια αυτών των σκοταδιών γίνονται πολλά πράγματα, τεχνικά, και είναι δύσκολο να κρατήσεις το νήμα. Υπάρχει και μια συνεχής συνομιλία με τον ήχο, που είναι σαν παρτιτούρα στην οποία πρέπει να “κολυμπάς”. Από την άλλη, επειδή είναι και μια ερμηνεία σε ένα μικρό χώρο με μικρόφωνο, είναι μια πρόκληση για μένα το να ακολουθήσω την ενηλικίωση της Αμαλίας χωρίς να καταφύγω σε “παιξίματα”, δηλαδή να γίνουν όλα με έναν πολύ αδιόρατο και υπαινικτικό τρόπο. Καμιά φορά είναι πολύ πιο εύκολο να “παίζεις” παρά να “μην παίζεις”».

Το σβήσιμο των φώτων για λίγα δευτερόλεπτα και το πέρασμα στο απόλυτο σκοτάδι οριοθετεί τις σκηνές της παράστασης, καθεμία από τις οποίες αναφέρεται σε διαφορετική περίοδο της ζωής της Αμαλίας. Στη φωτό, η Ρίτα Λυτού, συμπρωταγωνίστρια της Έμιλυς Κολιανδρή.

Ως Έμιλυ, πώς διαχειρίζεστε, προσωπικά, το πέρασμα του χρόνου;

«Καλώς ή κακώς, αρχίζεις να παρατηρείς αλλαγές στον καθρέφτη – ή στο γυαλί ή σε κάποιο βίντεο, εμείς, που κάνουμε αυτή τη δουλειά. Προσπαθώ να συμφιλιωθώ. Η αλήθεια είναι ότι τρομάζω όταν βλέπω ηθοποιούς να καταφεύγουν σε πολύ μεγάλες παρεμβάσεις [στην εξωτερική τους εμφάνιση]. Αυτό επιφέρει και ερμηνευτικές αλλαγές και, τελικά, θεωρώ ότι εξαιτίας της επιθυμίας τους να μη συμβιβαστούν χάνουν κάτι σπουδαίο. Αφού όλοι ξέρουμε ότι ο χρόνος περνάει, είναι σαν να προσπαθείς να κοροϊδέψεις, πέρα από τον εαυτό σου, τη φύση και τους άλλους.

»Όμως το πέρασμα του χρόνου φέρνει και μια ωριμότητα, μια ησυχία, την επιθυμία να μη θέλεις να είσαι πρώτος και καλός σε όλα, να δεχτείς ότι σε κάποια είσαι και σε άλλα δεν είσαι και ότι δεν πειράζει που δεν πρόλαβες να κάνεις κάποια πράγματα· αυτά που πρόλαβες, καλά είναι. Ο χρόνος φέρνει και μια συμφιλίωση».

«Το πέρασμα του χρόνου φέρνει και μια ωριμότητα, μια ησυχία, την επιθυμία να μη θέλεις να είσαι πρώτος και καλός σε όλα, να δεχτείς ότι σε κάποια είσαι και σε άλλα δεν είσαι και ότι δεν πειράζει που δεν πρόλαβες να κάνεις κάποια πράγματα· αυτά που πρόλαβες, καλά είναι».

Σχετικά με την τεκνοποίηση και τη μητρότητα, πόσο έχουν αλλάξει τα γυναικεία στερεότυπα από την εποχή της Αμαλίας μέχρι σήμερα;

Έμιλυ Κολιανδρή: «Ακόμα και στις μέρες μας παρατηρώ ότι υπάρχει ένας ρατσισμός ή ένας οίκτος για τις γυναίκες που δεν κάνουν παιδί, οι οποίοι προέρχονται καταρχήν από την οικογένειά τους και μετά από την κοινωνία. Ακόμα και τώρα αν μια γυναίκα δεν γίνει μητέρα είναι σαν να μην έχει ολοκληρώσει τον προορισμό της. Είναι βαρύ να πρέπει να λογοδοτήσεις για αυτήν σου την “αποτυχία” και πάντα παρατηρώ ότι το μεγαλύτερο βάρος, ακόμα και σε ζευγάρια που έχουν μαζί το πρόβλημα, πέφτει στις γυναίκες».

Ζωή Χατζηαντωνίου: «Καταλαβαίνω την ανάγκη των ανθρώπων, όχι μόνο των γυναικών, για αναπαραγωγή. Η δημιουργία απογόνων είναι βέλος προς τη ζωή, προς τη συνέχεια, προς το μέλλον. Ωστόσο, για μένα, οι αμφιλεγόμενες θεραπείες στις οποίες υποβάλλονται οι γυναίκες, είτε γιατί υπάρχει κάποιο πρόβλημα είτε γιατί αποφασίζουν σχετικά αργά να αποκτήσουν παιδιά, εγείρουν κάποια βιο-ηθικά ζητήματα. Μια μικρή, ερασιτεχνική έρευνα που έκανα προτού ξεκινήσει να δημιουργείται η δραματουργία της παράστασης μου αποκάλυψε την άγνωστη για μένα βιομηχανία που έχει στηθεί, στηρίζει και στηρίζεται στην ανάγκη των ανθρώπων να γεννούν παιδιά. Φυσικά, έχουν αμβλυνθεί οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιταγές που θέλουν μια γυναίκα ή έναν άντρα να ολοκληρώνεται μέσω της δημιουργίας οικογένειας, αλλά υφίστανται ακόμα».

Στα χέρια της αυλικού της η Αμαλία αφήνεται ανήμπορη, σχεδόν σαν πορσελάνινη κούκλα, να υποστεί τις τουλάχιστον αμφιλεγόμενες «θεραπείες γονιμότητας» της εποχής. Οι κοινωνικές και πολιτικές προσδοκίες απέναντι στην πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας ήταν, απλά, ανίκητες, ακόμα και για μια γυναίκα δυναμική και ευφυή όπως εκείνη.

Αν η Αμαλία ζούσε στις μέρες μας, πώς τη φαντάζεστε;

Ε. Κ.: «Νομίζω ότι δεν της άξιζε ο τρόπος με τον οποίο απομακρύνθηκε και γύρισε στη Βαυαρία. Μετά τούς πήγαν, με τον Όθωνα, σε ένα απομονωμένο χωριό, όπου ήταν σχεδόν μόνοι. Αλλά ακόμα κι εκεί μιλούσαν μεταξύ τους ελληνικά και έδιναν ελληνικά ονόματα στα γύρω χωριά. Είχαν μια μεγάλη αγάπη για τη χώρα μας σε αντίθεση με αυτήν, που μάλλον δεν τους αγάπησε ποτέ. Νιώθω ότι μετά από όλα αυτά θα μπορούσε σίγουρα να είχε γίνει μια φοβερή ποιήτρια, μια συγγραφέας. Ότι είχε αυτό το χάρισμα».

«Νιώθω ότι μετά από όλα αυτά θα μπορούσε σίγουρα να είχε γίνει μια φοβερή ποιήτρια, μια συγγραφέας. Ότι είχε αυτό το χάρισμα»

Ζ. Χ.: «Μπορεί να είχε υιοθετήσει παιδιά και να μην είχε χρόνο να φτιάξει αυτόν τον ονειρεμένο κήπο ή κάτι αντίστοιχο, εξίσου σημαντικό. Σίγουρα θα είχε γλιτώσει από πολλές “θεραπείες” γιατί η σύγχρονη ιατρική θα ήταν σε θέση να διαγνώσει το πρόβλημα [οι σύγχρονες ιατρικές μελέτες αποδίδουν την ατεκνία της σε μια αφανή απλασία γεννητικών οργάνων]. Επίσης θα ήταν σε θέση να της δώσει την ευκαιρία να έχει σεξουαλική επαφή, γιατί ακόμα και αυτή δεν ήταν εφικτή ανάμεσα στην Αμαλία και τον Όθωνα.

»Σε πολιτικό επίπεδο, όλα θα ήταν δυνατά. Ίσως, και σήμερα ακόμα, να ακολουθούσε το γνωστό στερεότυπο, της ισχυρής γυναίκας πίσω από έναν ισχυρό άντρα-βιτρίνα. Ποιος ξέρει; Σίγουρα θα ταξίδευε πολύ, θα έτρωγε με την καρδιά της, θα χόρευε, θα έκανε ιππασία και θα χαιρόταν που τα δέντρα της, κυρίως οι φοίνικές της, πράγματι τη δικαιώνουν, παρά τις κοροϊδίες που δεχόταν τότε, και στέκονται ακόμα εκεί, μνημεία της φύσης στην καρδιά της πόλης, στην είσοδο του κήπου από τη μεριά της λεωφόρου που φέρει το όνομά της».

Στο τέλος η «Amalia Melancholia» γίνεται ένα ακόμα λουλούδι του κήπου της, που διακόσια χρόνια μετά φουντώνει και πυκνώνει και ανθίζει σαν μια όαση πρασίνου μέσα στο τσιμέντο, σαν ένα κομμάτι Ευρώπης στην πόλη που δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να απαλλαγεί από τις κακώς νοούμενες οθωμανικές καταβολές της.

Στο τέλος η «Amalia Melancholia» γίνεται ένα ακόμα λουλούδι του κήπου της, που διακόσια χρόνια μετά φουντώνει και πυκνώνει και ανθίζει σαν μια όαση πρασίνου μέσα στο τσιμέντο, σαν ένα κομμάτι Ευρώπης στην πόλη που δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να απαλλαγεί από τις κακώς νοούμενες οθωμανικές καταβολές της. Η παρακολούθηση της παράστασης γεννά αυθόρμητα την επιθυμία να επιστρέψουμε και να περπατήσουμε στον Εθνικό Κήπο, ειδικά ανάμεσα στις Ουασινγκτονίες, τις οποίες η βασίλισσα Αμαλία αγαπούσε ιδιαίτερα γιατί της θύμιζαν αρχαιοελληνικούς κίονες – ένας ακόμα διακριτικός φόρος τιμής της στον ελληνικό πολιτισμό.

Δεν θα μάθουμε ποτέ πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο, αν είχε καταφέρει ποτέ να εξασφαλίσει τη συνέχιση της δυναστείας της. Αναμφίβολα όμως το μοναχοπαίδι της ομόρφυνε αιωνίως την Αθήνα. «Την εποχή της Αμαλίας η πόλη ήταν μόνο ξέρα και λάσπη, ένας κρανίου τόπος», όπως καταλήγει η Έμιλυ Κολιανδρή. «Την κορόιδευαν, θεωρούσαν ουτοπικό τον Εθνικό Κήπο, κι όμως εκείνη τα κατάφερε».

Info

«Amalia melancholia, η βασίλισσα των φοινίκων», μετά το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά φέτος επιστρέφει σε νέο χώρο, το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, Κυκλάδων 11, Κυψέλη, από 13/12. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη-Κυριακή: 19.00, Πέμπτη-Παρασκευή: 20.30, Σάββατο: 21.00. Δευτέρα 25/12, Τρίτη 26,12 και Δευτέρα 1/1 στις 20.30. Τετάρτη 27/12 η παράσταση δεν θα διεξαχθεί. Η είσοδος στην αίθουσα μετά την έναρξη της παράστασης δεν είναι δυνατή. Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος 18€, ανέργων/φοιτητικό/ΑμεΑ 14€. Προπώληση: Οnline (www.ticketservices.gr), τηλ. 210 7234567, εκδοτήρια της ticketservices (Πανεπιστημίου 39, Στοά Πεσμαζόγλου), Ταμείο Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων (ώρες ταμείου: Δετ-Τριτ-Πεμ-Παρ-Σαβ: 17.30-20.30, Τεταρ-Κυρ: 17.00-19.00),  τμήμα εισιτηρίων παραγωγής  (Δετ-Παρ: 11:00-15:30, 210 3314088).

Ταυτότητα παράστασης

Έρευνα – Δραματουργία – Σκηνοθεσία: Ζωή Χατζηαντωνίου. Ερμηνεία: Έμιλυ Κολιανδρή, Ρίτα Λυτού. Σκηνικό: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος σε συνεργασία με τον Γιώργο Μυζήθρα. Βίντεο: Παντελής Μάκκας. Βοηθός σκηνοθέτιδας: Στέλλα Ράπτη. Σύμβουλος δραματουργίας: Λουίζα Αρκουμανέα. Βοηθός σκηνογράφου: Μαρία Καλοφούτη. Βοηθός ενδυματολόγου: Βασιλική Σουρρή. Περούκες: Κωνσταντίνος Σαββάκης. Συμπαραγωγή Quadrat εταιρεία θεάτρου και Πολιτιστικός Οργανισμός Λυκόφως.

Τα αποσπάσματα των επιστολών βασίζονται στις «Ανέκδοτες επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836 – 1853» (δίτομο), μετάφραση Βάνα & Μίχαελ Μπούσε, εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below