Πριν από όχι και τόσο πολλά χρόνια, ο συγγραφέας και εικονογράφος James Norbury αγόρασε, με τη γυναίκα του, Ruth, ένα σκάφος. Γρήγορα όμως θα διαπίστωνε ότι είχε επενδύσει τις τελευταίες οικονομίες του σε ένα σάπιο σκαρί. Και το γεγονός ότι το προόριζαν όχι για όχημα αναψυχής αλλά για μόνιμη κατοικία τους σίγουρα δεν έκανε τα πράγματα καλύτερα. Τότε ο James δεν μπορούσε φυσικά με τίποτα να φανταστεί ότι αυτό το εκ πρώτης όψης τραγικό γεγονός θα οδηγούσε, σε βάθος χρόνου και μέσα από μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων, στη συγγραφή του διεθνούς μπεστ σέλερ «Το Μεγάλο Πάντα και ο Μικρός Δράκος», που όχι απλώς τον έβγαλε από την ανέχεια αλλά, επιπλέον, του χάρισε παγκόσμια αναγνωρισιμότητα και βοήθησε αμέτρητους ακόμα ανθρώπους από όλο τον κόσμο να αντιμετωπίσουν τις δικές τους δοκιμασίες.
Ο James γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βρετανία, στην καταπράσινη επαρχία Forest of Dean. Λόγω της αγάπης που έτρεφε για τη φύση και τα ζώα επέλεξε να σπουδάσει Ζωολογία, ωστόσο το πτυχίο του δεν τον βοήθησε ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας. Για να βγάζει τα προς τα ζην και να διοχετεύει τη δημιουργικότητά του, έκανε διάφορες δουλειές – κάποιες, του ποδαριού: Έβαψε φράχτες, εργάστηκε σε μαγαζί με κοσμήματα, λειτούργησε μια πανσιόν ζώων, σχεδίασε ηλεκτρονικά παιχνίδια, χωρίς μεγάλη επιτυχία όπως παραδέχεται, και, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, επιχείρησε να επιβιώσει ως καλλιτέχνης δημιουργώντας έργα ζωγραφικής και προσπαθώντας να τα πουλήσει μέσω του διαδικτύου: «Ήμουν πολύ κακός στις επιχειρήσεις και το μάρκετινγκ, για να πω την αλήθεια. Ανέβαζα τα έργα μου σε μια ιστοσελίδα και τα άφηνα εκεί, υποθέτοντας ότι, απλά, ο κόσμος θα ερχόταν και θα τα αγόραζε», λέει σήμερα στο Marie Claire, σε ένα ταξίδι του στην Ελλάδα για την παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου της σειράς του, με τίτλο «Το Ταξίδι του Πάντα και του Δράκου».
«Στο παρελθόν είχα γράψει πολλά ακόμα βιβλία, περίπου είκοσι πέντε, και τα είχα στείλει σε ατζέντηδες, αλλά όλα απορρίφθηκαν. Τα περισσότερα παρέμειναν στον υπολογιστή μου. Κάποια από αυτά τα κυκλοφόρησα με αυτοέκδοση, αλλά δεν πούλησα πολλά αντίτυπα».
«Στο παρελθόν είχα γράψει πολλά ακόμα βιβλία, περίπου είκοσι πέντε, και τα είχα στείλει σε ατζέντηδες, αλλά όλα απορρίφθηκαν. Τα περισσότερα παρέμειναν στον υπολογιστή μου. Κάποια από αυτά τα κυκλοφόρησα με αυτοέκδοση, αλλά δεν πούλησα πολλά αντίτυπα».
Τα πάντα άρχισαν να αλλάζουν στη ζωή του όταν, σε μια σκοτεινή ψυχολογικά εποχή για εκείνον, ανακάλυψε τυχαία ένα βιβλίο για τον Βουδισμό, σε ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα. «Διαβάζοντάς το βρήκα κάποιες αληθινά ενδιαφέρουσες ιδέες, διαφορετικές από εκείνες με τις οποίες είχα μεγαλώσει στη Δύση. Άρχισα να διαβάζω περισσότερα γι’ αυτόν και όσο περισσότερο τον μελετούσα, τόσο περισσότερες ιδέες του εφάρμοζα και τόσο καλύτερα ένιωθα. Ο Βουδισμός είναι πρωτίστως μια φιλοσοφία, βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στην επιστήμη, χωρίς η πίστη σε κάποιον θεό να είναι απαραίτητη».
Μέσα από τη μελέτη του Βουδισμού έκανε κτήμα του διάφορα μαθήματα ζωής, που αποδείχθηκαν πολύτιμα για εκείνον. Για παράδειγμα, άρχισε να προσπαθεί να μην ερμηνεύει κάθε γεγονός σαν «καλό» ή «κακό»: «Πρόκειται για μια πολύ δυνατή ιδέα, γιατί το πιθανότερο είναι σήμερα να συμβεί στον καθένα μας κάτι κακό, έστω και κάτι μικρό, ασήμαντο. Αν λοιπόν επιχειρήσουμε να το σκεφτούμε διαφορετικά, αυτό θα μας βοηθήσει σε πολλές, διαφορετικές καταστάσεις». Το συγκεκριμένο δίδαγμα τον βοήθησε, για παράδειγμα, να δει κάτω από ένα εντελώς νέο φως το γεγονός της χρεοκοπίας στην οποία τον οδήγησε η αγορά του κατεστραμμένου σκάφους: «Τελικά δεν ήταν κάτι κακό αλλά, ίσως, ό,τι καλύτερο μου συνέβη. Διαφορετικά μπορεί να μην είχα αλλάξει κατεύθυνση στη ζωή μου και να μην ήμουν εδώ σήμερα, να δίνω συνέντευξη».
Πέρα από τον Βουδισμό, ο James βρήκε ψυχικό στήριγμα και στην εθελοντική εργασία που πρόσφερε στη φιλανθρωπική οργάνωση Samaritans. «Στους Samaritans συζητούσα με ανθρώπους που αντιμετώπιζαν διάφορα προβλήματα, από στρες για τους απλήρωτους λογαριασμούς τους μέχρι αυτοκτονικές σκέψεις. Μέσα από αυτή την εμπειρία, όπου ήρθα σε επαφή με όλους εκείνους τους διαφορετικούς ανθρώπους, με τα διαφορετικά προβλήματα, συνειδητοποίησα τον ατελείωτο πόνο που υπάρχει στον κόσμο. Οι εθελοντές είχαμε μια οθόνη που έδειχνε πόσοι ήταν σε αναμονή για να μας μιλήσουν και, σε σταθερή βάση, περίμεναν εκατοντάδες στη γραμμή, κάποιοι πάρα πολύ αναστατωμένοι, πάρα πολύ θλιμμένοι. Στην Αγγλία δεν έχουμε αρκετά νοσοκομεία και ειδικούς ψυχικής υγείας ώστε να ανταποκριθούν στη ζήτηση που υπάρχει, με αποτέλεσμα να πρέπει να περιμένεις γύρω στους έξι μήνες για να κλείσεις ένα ραντεβού σε δημόσιο φορέα.
«Στους Samaritans συζητούσα με ανθρώπους που αντιμετώπιζαν διάφορα προβλήματα, από στρες για τους απλήρωτους λογαριασμούς τους μέχρι αυτοκτονικές σκέψεις. Μέσα από αυτή την εμπειρία, συνειδητοποίησα τον ατελείωτο πόνο που υπάρχει στον κόσμο».
»Στους Samaritans δεν δίνεις εσύ συμβουλές», όπως εξηγεί ο συγγραφέας, «απλά μιλάς σε όποιον αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση. Κάποιες φορές ακόμα κι αυτό κάνει τεράστια διαφορά: τα προβλήματα στο μυαλό σου είναι σαν ένα κουβάρι και όταν τα συζητάς το νήμα ξετυλίγεται. Ακόμα και αν ένα πρόβλημα παραμένει, αλλάζει μορφή και νιώθεις πολύ καλύτερα. Κάποιοι από τους ανθρώπους με τους οποίους μίλησα ζούσαν ένα αληθινό δράμα σαν εκείνα που βλέπουμε στην τηλεόραση, φοβερές καταστάσεις που σε εμπνέουν να γίνεις πιο δυνατός και συμπονετικός. Έμαθα ότι οι περισσότεροι γύρω μας δίνουν έναν εσωτερικό αγώνα, ακόμα και αν εμείς δεν το γνωρίζουμε. Αν το θυμόμαστε αυτό, θα γίνουμε καλύτεροι μαζί τους».
Το βιβλίο «Το Μεγάλο Πάντα και ο Μικρός Δράκος» ξεκίνησε ως μια σειρά από σχέδια και σύντομα κείμενα, σαν ένα «προσωπικό ημερολόγιο» όπως το αποκαλεί σήμερα, τα οποία άρχισε να ανεβάζει στο Instagram – χωρίς ιδιαίτερη αισιοδοξία ότι θα έβρισκε ανταπόκριση, μετά από τόσα απανωτά «όχι» που είχε εισπράξει στο παρελθόν. Τότε, όμως, συνέβη ένα μικρό θαύμα: «Όταν άρχισαν να έρχονται κάποια like, ανάκτησα ένα μέρος της εμπιστοσύνης στον εαυτό μου και σκέφτηκα ότι ίσως, τελικά, ό,τι έκανα να μην ήταν για πέταμα. Άρχισα να δημιουργώ περισσότερες εικόνες και το προφίλ μου συνέχισε να μεγαλώνει, σε σημείο που έγινε τόσο δημοφιλές, ώστε έβαλα αυτό το υλικό σε μια νέα αυτοέκδοση». Εκείνο το βιβλίο του πουλούσε τόσο πολύ, που σύντομα ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στη ζήτηση, οπότε πήρε το θάρρος, ξανά, να απευθυνθεί σε ατζέντη, ο οποίος αυτή τη φορά τον έφερε σε επαφή με τον εκδοτικό οίκο Penguin. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Το βιβλίο του έγινε best seller των Sunday Times και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.
«Τα προβλήματα στο μυαλό σου είναι σαν ένα κουβάρι και όταν τα συζητάς το νήμα ξετυλίγεται. Ακόμα και αν ένα πρόβλημα παραμένει, αλλάζει μορφή και νιώθεις πολύ καλύτερα».
Αυτό που έκανε, ουσιαστικά, ο Βρετανός δημιουργός ήταν να πάρει δύο εμβληματικές ασιατικές φιγούρες, του πάντα και του δράκου, και πάνω σε αυτές να χτίσει δύο ολότελα δικούς του χαρακτήρες, ένα γιγαντιαίο, σοφό αρκουδάκι και έναν μικροσκοπικό, φιλικό και κάπως αφελή δράκο, τους οποίους ζωγράφισε σε διαφορετικά στιγμιότυπα μιας μαγευτικής περιπλάνησης σε εξωτικά τοπία. Μέσα από τις πράξεις και τους σύντομους αλλά περιεκτικούς διαλόγους μεταξύ τους πέρασε, ελκυστικά και αβίαστα, θεμελιώδεις ιδέες του Βουδισμού.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«”Πανέμορφος κήπος!” σχολίασε ο Μικρός Δράκος. Το Μεγάλο Πάντα κατένευσε. “Και να φανταστείς ότι τον βρήκαμε επειδή πήραμε πολλές φορές λάθος δρόμο”», γράφει ο James σε ένα από τα αγαπημένα του αποσπάσματα, «γιατί ακόμα και όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουμε όπως τα έχουμε σχεδιάσει, πράγμα που συμβαίνει σχεδόν πάντα, μπορεί να εξελιχθούν καλά. Αυτή η ιδέα σε βοηθάει να παραμείνεις ψύχραιμος όταν όλα γύρω σου καταρρέουν. Τις περισσότερες ιδέες του βιβλίου τις έχω δοκιμάσει στον εαυτό μου και έχουν αποτέλεσμα, ίσως γι’ αυτό τόσο πολλοί άνθρωποι ταυτίζονται μαζί τους».
«”Πανέμορφος κήπος!” σχολίασε ο Μικρός Δράκος. Το Μεγάλο Πάντα κατένευσε. “Και να φανταστείς ότι τον βρήκαμε επειδή πήραμε πολλές φορές λάθος δρόμο”», γράφει ο James σε ένα από τα αγαπημένα του αποσπάσματα.
Στο πρώτο βιβλίο του κάθε σελίδα μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες, αντιστοιχεί σε μια αυτοτελή ιδέα και ιστορία. Το δεύτερο, «Το Ταξίδι του Πάντα και του Δράκου», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, διατρέχει, από την αρχή μέχρι το τέλος, μια ενιαία αφήγηση. «Αποφάσισα να το γράψω για να χωρέσω σε αυτό όσες ιδέες είχαν μείνει έξω από το πρώτο επειδή δεν γινόταν να παρουσιαστούν σε μία μόνο σελίδα».
Ήρωες των βιβλίων σας είναι δύο ζώα (έστω και μυθικό, το ένα). Σπουδάσατε Ζωολογία, ενώ έχετε πει σε πολλές συνεντεύξεις ότι θα θέλατε, μια μέρα, να χτίσετε ένα καταφύγιο. Τι αγαπάτε περισσότερο στα ζώα;
«Αγαπώ την αθωότητά τους, το γεγονός ότι δεν έχουν κακία, ακόμα και εκείνα που μπορεί, ας πούμε, να μας δαγκώσουν. Αγαπώ επίσης την απλότητά τους: Για παράδειγμα, αρκεί να βάλεις φαγητό, νερό σε μια γάτα και να τη χαϊδέψεις για να αρχίσει να γουργουρίζει ευτυχισμένη. Πολύ λίγοι άνθρωποι το καταφέρνουμε αυτό. Μονίμως νιώθουμε την ανάγκη να ασχολούμαστε με κάτι – με το κινητό μας, την τηλεόραση, ένα βιβλίο ή οτιδήποτε άλλο. Ενώ στα ζώα αρκεί λίγη τρυφερότητα για να είναι ικανοποιημένα.
»Στο σπίτι μας, πέρα από τις πέντε γάτες που έχουμε υιοθετήσει, φιλοξενούμε προσωρινά αδέσποτες που έχουν γίνει επιθετικές από τη ζωή στο δρόμο. Στην αρχή είναι τόσο φοβισμένες, που κρύβονται στις γωνίες και όταν τις πλησιάζω συρίζουν απειλητικά και μπορεί να επιτεθούν, το χέρι μου είναι μονίμως γεμάτο γρατζουνιές. Αλλά τις παίρνω αγκαλιά και τις χαϊδεύω. Σταδιακά, μετά από δύο-τρεις μήνες, είναι πλέον εξημερωμένες και τους βρίσκουμε ένα σταθερό σπίτι».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Info
Τα βιβλία του James Norbury «Το Μεγάλο Πάντα και ο Μικρός Δράκος» και «Το Ταξίδι του Πάντα και του Δράκου» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα.