Η ζαχαροπλαστική στο σπίτι συνδέεται συνήθως με ημέρες γιορτής και χαράς. Όμως για την οικογένεια μιας γυναίκας από τη Ζάκυνθο, της Διονυσίας Θεριανού, συνδέθηκε αναπόσπαστα με ένα φοβερό ατύχημα, που παραλίγο να της στοιχίσει την όρασή της, ακόμα και τη ζωή της.
Συνέβη όταν ήταν μόλις 14 μηνών. Η γιαγιά της την κρατούσε αγκαλιά ενώ έφτιαχνε γκλαούνες, τις παραδοσιακές τηγανίτες του νησιού, «που το μυστικό της επιτυχίας τους είναι το πολύ καυτό λάδι για να φουσκώσουν», όπως αφηγείται σήμερα η Διονυσία στο marieclaire.gr με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου της βιβλίου, «Μαθαίνοντας να πετάω. Το φιλί του πνεύματος» (εκδ. Θεριανός). Σε μια στιγμή απροσεξίας, έφυγε από τα χέρια της γιαγιάς της και έπεσε με το πρόσωπο μέσα στο τηγάνι που τσιτσίριζε.
Ξεπερνώντας το bullying
«Οι δικοί μου μού έριξαν αμέσως νερό, δεν ήξεραν τι να κάνουν, αλλά αυτό είναι ό,τι χειρότερο για ένα δέρμα που καίγεται. Στο δικό μου, προκάλεσε πάρα πολλές πτυχώσεις. Έμεινε ένα έγκαυμα μεγάλης έκτασης, το οποίο έφερα έντονο σε όλη την παιδική μου ηλικία» προσθέτει. «Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποφέρω από bullying. Πολλές φορές τα παιδιά είναι σκληρά απέναντι στο διαφορετικό, ό,τι κι αν είναι αυτό – μεγαλύτερη μύτη, μεγαλύτερα αυτιά. Εγώ είχα ένα καμένο πρόσωπο και άκουγα πολύ άσχημα πράγματα: “πώς είσαι έτσι”, “είσαι άσχημη”, “είσαι σαν τέρας”, ό,τι μπορεί να φανταστεί ένα παιδί. Έζησα όμως το bullying και από ενήλικες που θεωρούσαν ότι ήμουν κατεστραμμένη, πως κανένας δεν θα μπορούσε να με αγαπήσει γι’ αυτό που είμαι. Και επειδή συχνά παρατηρούσα γύρω μου χωρίς να μιλάω, με θεωρούσαν και ανόητη. Έπρεπε λοιπόν να το διαχειριστώ όλο αυτό και να βρω το δρόμο μου και τη χαρά της ζωής».
«Οι δικοί μου μού έριξαν αμέσως νερό, δεν ήξεραν τι να κάνουν, αλλά αυτό είναι ό,τι χειρότερο για ένα δέρμα που καίγεται. Στο δικό μου, προκάλεσε πάρα πολλές πτυχώσεις. Έμεινε ένα έγκαυμα μεγάλης έκτασης, το οποίο έφερα έντονο σε όλη την παιδική μου ηλικία»
Ευτυχώς, είχε την υποστήριξη της μεγάλης και αγαπημένης οικογένειάς της, καθώς μεγάλωσε ανάμεσα σε τρία αδέρφια, «ήμασταν δύο κορίτσια και δύο αγόρια, αυτή η οικογένεια είναι οι άγγελοί μου». Ειδικά η αδερφή της, Καλομοίρα, δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό της. Ένα άλλο τεράστιο στήριγμα για τη Διονυσία υπήρξαν τα βιβλία: «Τα λάτρευα, ειδικά τα βιβλία ψυχολογίας: αν έπεφτε κάποιο στα χέρια μου, μπορούσα να το διαβάσω εν ριπή οφθαλμού». Με τη βοήθεια των αγαπημένων της ανθρώπων και αναγνωσμάτων, σταδιακά η Διονυσία βρήκε μέσα της τη δύναμη να συγχωρέσει τους νταήδες και να αρχίσει να κάνει πραγματικότητα τα όνειρά της.
«Ένα μεγάλο ερώτημα για μένα ήταν: Γιατί να θέλουμε τόσο πολύ να πληγώσουμε ο ένας τον άλλον, είτε ένα παιδί είτε έναν ενήλικα που υποφέρει; Κατάλαβα ότι το κάνουμε επειδή δεν είμαστε ευτυχισμένοι με τον εαυτό μας. Για να αντιμετωπίσουμε το bullying, από τη θέση ενός ανθρώπου που έχει υπάρξει θύμα του θα συμβούλευα τους γονείς να αναρωτηθούν γιατί έφεραν μια ψυχή στον κόσμο. Να δείξουν στα παιδιά ό,τι ομορφότερο υπάρχει μέσα τους, γιατί το μέσα μας διαμορφώνει και τον εξωτερικό κόσμο. Εάν ο καθένας μας δει τη δική του πραγματικότητα όπως την αναπαράγει, και την αλλάξει, τότε θα αλλάξει και ο κόσμος μας».
Αποστολή στην Αφρική
Μεγαλώνοντας η Διονυσία υποβλήθηκε σε μια σειρά από επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, που αποκατέστησαν την εικόνα της. Αλλά οι εσωτερικές πληγές ήταν πιο δύσκολο να επουλωθούν. Ένας ακόμα τρόπος να τις διαχειριστεί ήταν η προσφορά προς τους άλλους. «Το μεγαλύτερο πρότυπό μου, καθώς μεγάλωνα, ήταν η Μητέρα Τερέζα. Σε ηλικία 15 χρονών πήρα την απόφαση ότι μια μέρα θα βοηθούσα τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη».
Τελειώνοντας το σχολείο, σπούδασε λογιστικά και άρχισε να εργάζεται. Μέχρι που μια σειρά από ευτυχείς συγκυρίες τής έδωσαν την ευκαιρία να κάνει το εφηβικό όνειρό της πραγματικότητα. Όταν έμαθε ότι το Υπουργείο Εξωτερικών αναζητούσε έναν άνθρωπο με γνώσεις λογιστικής και γαλλικών για να συμμετάσχει σε ένα ανθρωπιστικό πρόγραμμα στην Αφρική, που θα «έτρεχε» σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Διονυσία άδραξε την ευκαιρία και δήλωσε υποψηφιότητα.
«Από μια παρόρμηση, πριν από μερικούς μήνες είχα αρχίσει να μαθαίνω γαλλικά. Έδωσα λοιπόν συνέντευξη και επιλέχθηκα ως υπεύθυνη του προγράμματος, που θα διεξαγόταν σε ένα χωριό στη ζούγκλα του Καμερούν. Το χωριό ονομαζόταν Μάνγκο, από τα ομώνυμα φρούτα που, όπως διαπίστωσα, εκεί είχαν άλλη γεύση!».
«Επιλέχθηκα ως υπεύθυνη του προγράμματος, που θα διεξαγόταν σε ένα χωριό στη ζούγκλα του Καμερούν. Το χωριό ονομαζόταν Μάνγκο, από τα ομώνυμα φρούτα που, όπως διαπίστωσα, εκεί είχαν άλλη γεύση!».
Όπως συμβαίνει όταν προσγειώνεσαι σε μια μακρινή χώρα νέος και με άγνοια κινδύνου, από τη στιγμή που η Διονυσία βρέθηκε εκεί οι ευχάριστες εκπλήξεις ήταν σύμμεικτες με μεγάλες δυσκολίες, συχνά απειλητικές για τη ζωή της. Η ίδια το συνοψίζει λέγοντας πως το 1993, τη χρονιά που ταξίδεψε στην Αφρική, με το αγαπημένο της βιβλίο, τον «Ροβινσώνα Κρούσο», στις αποσκευές της, «νόμιζα ότι κατέβαινα σε άλλον πλανήτη».
Οι κάτοικοι του χωριού ζούσαν σε καλύβες από λάσπη – ακόμα και το σχολείο είχε φτιαχτεί από λάσπη και είχε καταρρεύσει από τις βροχές. Τρέφονταν με ό,τι τούς έδινε η ζούγκλα, όπως ρίζες, φίδια, μαϊμούδες. Δρόμοι δεν υπήρχαν και οποιαδήποτε μετακίνηση στο ανώμαλο έδαφος έμοιαζε με ακραίο άθλημα. Όμως ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν οι ασθένειες, κυρίως η ελονοσία. Τις προκαλούσαν η έλλειψη πόσιμου νερού, τα κουνούπια και τα παράσιτα που αφθονούσαν, με τα τελευταία να εισχωρούν κάτω από το δέρμα και να γεννούν προνύμφες, οι οποίες με τη σειρά τους έβγαιναν, σαν σε ταινία τρόμου, μέσα από τα μάτια. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, τα παράσιτα προκαλούσαν βλάβες σε ζωτικά όργανα, μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και στο θάνατο.
Γιατρός στο χωριό δεν υπήρχε: «Ως θεραπευτής λειτουργούσε ο μάγος της φυλής, ο οποίος ήταν και δικαστής, πρόεδρος, σοφός. Για όλες τις ασθένειες ακολουθούσε θεραπείες με βότανα από τη φύση».
Το ίδιο το χωριό, όπως εξηγεί η Διονυσία, ήταν που είχε ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση να το βοηθήσει, στο πλαίσιο εκείνου του προγράμματος, να στήσει μια επιχείρηση εκτροφής κοτόπουλων, που θα βελτίωνε τις συνθήκες ζωής των κατοίκων. «Είχαν έλλειψη από αυγά, που ήταν πολύτιμα γι’ αυτούς. Άρχισαν λοιπόν να τα πουλούν και να διαχειρίζονται συλλογικά τα χρήματα που κέρδιζαν, για να καλύψουν τοπικές ανάγκες, π.χ., να φτιάξουν ένα δρόμο. Πέρασα εκεί δύο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων στήσαμε το πτηνοτροφείο και συγκεντρώσαμε αρκετά χρήματα ώστε να φτιαχτεί ξανά το σχολείο. Έδινα και στα παιδιά κάποια αυγά, γιατί είχαν ανάγκη από πρωτεΐνες» θυμάται σήμερα η Διονυσία.
«Πέρασα εκεί δύο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων στήσαμε το πτηνοτροφείο και συγκεντρώσαμε αρκετά χρήματα ώστε να φτιαχτεί ξανά το σχολείο».
Μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσει ποτέ ήταν η τελετή καλωσορίσματός της: «Είχε συγκεντρωθεί όλο το χωριό στη γιορτή. Σχημάτισαν έναν κύκλο και άρχισαν να πίνουν ένα ποτό που φτιάχνουν από γάλα καρύδας, αλκοολούχο και δυνατό. Έπιναν όλοι από το ίδιο κέλυφος καρύδας, μέχρι που έφτασε σε εμένα, έπρεπε να πιώ κι εγώ από εκεί. Μετά άρχισαν να παίζουν μουσική με τύμπανα και χορέψαμε μαζί.
»Εκεί έχουν την παράδοση όταν κάποιος προσφέρει κάτι, να το δοκιμάζει πρώτα ο ίδιος. Όταν μάλιστα, μετά τις διακοπές μου στην Ελλάδα, είχα επιστρέψει στην Αφρική φέρνοντας και την αδερφή μου μαζί, δεν είχα προλάβει να την ενημερώσω σχετικά. Μια φορά λοιπόν μάς επισκέφτηκε ένας ντόπιος και η αδερφή μου του πρόσφερε ποτό χωρίς να το δοκιμάσει πρώτα η ίδια. Εκείνος το θεώρησε πολύ μεγάλη προσβολή και άρχισε να φωνάζει. Του ζήτησα συγγνώμη, προσπαθήσαμε να τον ηρεμήσουμε και τελικά τα καταφέραμε. Για να κερδίσεις το σεβασμό αυτών των ανθρώπων πρέπει να σέβεσαι απόλυτα τους ίδιους και τον πολιτισμό τους. Εμένα με αποκαλούσαν “λα πετίτ μαντάμ”, η μικρή κυρία». Πίσω από εκείνη την παράδοση όμως υπήρχε μια μακάβρια εξήγηση: «Όταν ένας κάτοικος του χωριού είχε αντιπαράθεση με κάποιον άλλο, ένας συνηθισμένος τρόπος εκδίκησης ήταν να τον δηλητηριάζει με ένα υγρό που εξέκριναν οι σοροί. Για να αποφεύγεται η σύληση νεκρών, τους έθαβαν κάτω από το κρεβάτι τους, όπου υπήρχε χώμα».
Ένα μάθημα ζωής
Με την επιστροφή της στην Ελλάδα και μετά από μια μακροχρόνια εσωτερική διεργασία, η Διονυσία άλλαξε ρότα ζωής. Σήμερα ασχολείται με την τέχνη -τη συγγραφή, την αγγειοπλαστική, τη ζωγραφική- και τη φύση – στο οικογενειακό αγροτουριστικό κατάλυμα της οικογένειάς της στη Ζάκυνθο. Έχει εγκαταλείψει τα λογιστικά, καθώς είναι πλέον πεπεισμένη ότι η ζωή αξίζει μόνο αν κάνεις ακριβώς ό,τι αγαπάς. Ποιο ήταν το μεγαλύτερο μάθημα ζωής που τής έδωσε η εμπειρία της Αφρικής; «Πολλές φορές πίστεψα ότι δεν θα τα καταφέρω. Όμως τελικά κατάλαβα ότι όταν έχουμε έναν σκοπό και τη θέληση, μπορούμε να πετύχουμε ακόμα και πράγματα που φαντάζουν αδύνατα».
Για το βιβλίο
Το «Μαθαίνοντας να πετάω – Το φιλί του πνεύματος» είναι το πρώτο βιβλίο της Διονυσίας Θεριανού και απευθύνεται σε αναγνώστες όλων των ηλικιών. Είναι βασισμένο στην αληθινή ιστορία ενός κοριτσιού που βίωσε τον πόνο, την απαξίωση, την απόρριψη. Ένας κόσμος θετικής σκέψης, κατανόησης, συγχώρεσης, που το κορίτσι βιώνει μέσα από το διάλογο και τα μοναδικά παραμύθια ενός παππού φιλοσόφου-θεραπευτή, που διδάσκει στην εγγονή του μαθήματα ζωής και τη μαθαίνει πώς να φτιάξει τα δικά της δυνατά φτερά για να πετάξει.
Η συγγραφέας θέλησε να περάσει τα μηνύματά της -«την αγάπη, το μεγαλείο, τη δύναμη της ψυχής που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο» όπως μας λέει- με τη μορφή μιας σειράς παραμυθιών που επινόησε η ίδια. Ο κεντρικός ήρωας, ο παππούς που τα αφηγείται, είναι επίσης επινοημένος από την ίδια: συμβολίζει «τη φωνή που βρήκα μέσα μου».
Όπως εκείνη είχε, μεγαλώνοντας, τα βιβλία της σαν πολύτιμους φίλους και μέντορες, έτσι και με το δικό της βιβλίο ονειρεύεται σήμερα να βοηθήσει «όποιον βρίσκεται σε μια κατάσταση παρόμοια με αυτήν που έζησα εγώ», αλλά και κάθε αναγνώστη που αναζητά, μέσα από τις προσωπικές του προκλήσεις, το δικό του μονοπάτι στη ζωή.
Info
Για παραγγελίες: info@therianos.gr και 6979 113366.