Το κορίτσι από ένα χωριό έξω από τη Χαλκίδα που μικροπαντρεύτηκε με έναν μέθυσο, ο οποίος την έδερνε συστηματικά, ίσως να είχε περάσει όλη τη ζωή του μέσα στη φυλακή ενός κακοποιητικού γάμου αν δεν είχε το τσαγανό να αντιδράσει – έστω και με έναν ποινικά κολάσιμο και ηθικά κατακριτέο τρόπο, ρίχνοντας βιτριόλι στο πρόσωπο του συζύγου του και καταλήγοντας πραγματικά στη φυλακή, η οποία όμως κατά κάποιον τρόπο οδήγησε στην απελευθέρωσή του.
Γιατί όταν η Σωτηρία Μπέλλου αποφυλακίστηκε, έξι μήνες αργότερα, επέστρεψε στο πατρικό της. Ούτε εκεί όμως κατάφερε να μακροημερεύσει: Προστριβές με την οικογένειά της κατέληξαν στη μετακόμισή της στην Αθήνα, και μάλιστα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής, όπου θα πάλευε για την επιβίωσή της.
«Νομίζω θα χρειάζονταν τρεις ζωές για να συμβούν σε κάποιον όσα συνέβησαν στη Σωτηρία Μπέλλου» λέει σήμερα στο Marie Claire η Χριστίνα Μαξούρη. Η τραγουδίστρια και ηθοποιός ερμηνεύει τα «Τραγούδια της Σωτηρίας» και, μαζί με τον Δημήτρη Χαλιώτη ο οποίος είχε και την ιδέα, συμμετέχει στην καλλιτεχνική επιμέλεια του έργου. Μια παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών, ξεκίνησε την πορεία του το καλοκαίρι του 2021, με τέσσερις sold out βραδιές στο Στέκι του Ηλία στο Θησείο, επαναλήφθηκε με ανάλογη επιτυχία τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς στη μουσική σκηνή Χαμάμ στα Πετράλωνα και επιστρέφει για δέκα Δευτέρες στο Πρώην Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛΥΦΑ στο Βοτανικό, να ζεστάνει την ψυχή μας με τα τραγούδια της Σωτηρίας Μπέλλου και, ενδιάμεσα, με ιστορίες από τη ζωή της.
Δεν πρόκειται για μία ακόμα θεατρική παράσταση (όπως το έργο της Σοφίας Αδαμίδου «Σωτηρία με λένε», για το οποίο μάς μίλησε πρόσφατα η πρωταγωνίστριά του, Κάτια Γκουλιώνη). Είναι ένα πάλκο, όπως ταιριάζει στην Αρχόντισσα του Ρεμπέτικου, που με τα τραγούδια της ανοίγει έναν στενό διάλογο, με άπλετο περιθώριο για συναισθήματα, ανάμεσα στους μουσικούς και το κοινό. Εξ ου και η επιλογή των ιδιαίτερων σκηνών όπου έχει ανεβεί μέχρι στιγμής, που «έχει να κάνει με την εγγύτητα με τους θεατές. Αναζητάμε χώρους που δεν είναι αχανείς αλλά αποπνέουν οικειότητα» εξηγεί η Χριστίνα για να προσθέσει, για την προσωπικότητα και τη ζωή της Μπέλλου:
«Αυτό που με γοήτευσε περισσότερο στη Σωτηρία Μπέλλου είναι το ότι δεν το έβαζε κάτω. Έβρισκε πάντα τη δύναμη και το κουράγιο να συνεχίζει, παρά τις ψυχικές μεταπτώσεις της –νοσηλεύτηκε σε κλινικές, τρεις φορές για μικρά χρονικά διαστήματα–, τις ατυχίες της με τις γυναίκες και τους άντρες, την πολύ μεγάλη εξάρτησή της από τον τζόγο, λόγω της οποίας έχασε πολλά χρήματα, την αρρώστια της, που τη χτύπησε στη φωνή –αυτό, νομίζω, ήταν πολύ μεγάλο πλήγμα– και από την οποία έφυγε τελικά [το 1993 διαγνώστηκε με καρκίνο του φάρυγγα και τέσσερα χρόνια αργότερα πέθανε, αφού είχε χάσει τη φωνή της].
«Έβρισκε πάντα τη δύναμη και το κουράγιο να συνεχίζει, παρά τις ψυχικές μεταπτώσεις της –νοσηλεύτηκε σε κλινικές, τρεις φορές για μικρά χρονικά διαστήματα–, τις ατυχίες της με τις γυναίκες και τους άντρες, την πολύ μεγάλη εξάρτησή της από τον τζόγο, την αρρώστια της, που τη χτύπησε στη φωνή»
»Υπάρχει φήμη ότι ήταν δύσκολος άνθρωπος, και προφανώς σε κάποιες συνθήκες θα ήταν, δηλαδή δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, αλλά κάποιοι που την είχαν γνωρίσει έλεγαν ότι ήταν ψυχούλα, ότι ήταν ανάποδη αλλά είχε και καλοσύνη, δεν κρατούσε κακία. Ότι θα έβριζε, δηλαδή, αλλά πιο πολύ για πείραγμα και καλαμπούρι παρά με μένος, και μετά θα έσκαγε ένα χαμόγελο».
Δεν είναι μόνο η καλλιτεχνική διαδρομή της, με τα τραγούδια του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Σαββόπουλου, του Μούτση, του Ανδριόπουλου, του Λάγιου, που την κάνουν τόσο ξεχωριστή. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ, μεταφέροντας μηνύματα σε γιάφκες, οργανώνοντας συσσίτια και καλλιτεχνικές δράσεις. Έπεσε θύμα προδοσίας, συνελήφθη, βασανίστηκε για μέρες ολόκληρες στα τρομερά κρατητήρια της Γκεστάπο στην Αθήνα, και φυλακίστηκε.
Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου διώχθηκε ως κομμουνίστρια, ή «Βουλγάρα» όπως την αποκαλούσαν. Κάποιο βράδυ, ενώ τραγουδούσε σε ένα μαγαζί μαζί με τον Τσιτσάνη, μια ομάδα αντρών εισέβαλε στο χώρο και την ξυλοκόπησε, χωρίς κανένας από τους συναδέλφους της να τολμήσει να αντιδράσει.
Στις επόμενες δεκαετίες, δεν θα έκρυβε την ερωτική προτίμησή της για τις γυναίκες, κάτι που εθεωρείτο τότε αδιανόητο. «Και με την εμφάνισή της και με τον τρόπο που υπήρχε πάνω στο πάλκο, δήλωνε την αντρική μαγκιά της. Ξέρουμε ιστορίες που τραγουδούσε στο Χάραμα και στο πρώτο μέρος ήταν δύο άλλες γυναίκες τραγουδίστριες, οπότε υπήρχαν στο μαγαζί λουλούδια και πιάτα. Γινόταν διάλειμμα, καθαριζόταν η σκηνή από τα πάντα και με το που έβγαινε η Μπέλλου, δεν έπεφτε καρφίτσα. Δεν το επέτρεπε και η ίδια.
«Ξέρουμε ιστορίες που τραγουδούσε στο Χάραμα και στο πρώτο μέρος ήταν δύο άλλες γυναίκες τραγουδίστριες, οπότε υπήρχαν στο μαγαζί λουλούδια και πιάτα. Γινόταν διάλειμμα, καθαριζόταν η σκηνή από τα πάντα και με το που έβγαινε η Μπέλλου, δεν έπεφτε καρφίτσα».
»Οπωσδήποτε αν ζούσε σήμερα θα επηρέαζε τα ζητήματα της ισότητας και της ταυτότητας φύλου. Στην έρευνά μας βρήκαμε αποκόμματα, ας πούμε, από αγγλόφωνα περιοδικά, που την παρουσιάζουν ως πρότυπο για την ομοφυλόφιλη κοινότητα».
Δεν χρειάζεται να λατρεύεις το λαϊκό και το ρεμπέτικο για να χαραχθούν τα τραγούδια της στη μνήμη σου. Κομμάτια που θα ακουστούν και στην παράσταση όπως τα «Περιπλανώμενη ζωή», «Δε λες κουβέντα», «Σαν απόκληρος γυρίζω», «Μην κλαις», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Μη μου ξαναφύγεις πια», «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια».
Συχνά έχει αναφερθεί πως η φωνή της Χριστίνας Μαξούρη, το μέταλλό της, αλλά και ο τρόπος που «πατάει» τις λέξεις έχουν κάτι από τη Μπέλλου. Το βέβαιο είναι ότι «σε αυτά ξαναβρίσκει η ψυχή μου το κέντρο της», όπως λέει σήμερα η ερμηνεύτρια. Παρόλο που η ίδια δεν μεγάλωσε ακούγοντας Μπέλλου.
«Οι μουσικές αναφορές με τις οποίες μεγάλωσα δεν είχαν σχέση με ρεμπέτικα» σχολιάζει η Χριστίνα. «Στο σπίτι είχαμε κάποιους δίσκους που άκουγα, όπως τη “Λιλιπούπολη”, το “Φορτηγό”, το “Άξιον Εστί”, τον “Μεγάλο Ερωτικό”. Οι γονείς μου δεν έπαιζαν μουσική αλλά είχαν μια παρέα, στην ηλικία τους, καλλίφωνους και κιθαρίστες που έπαιζαν από Σαββόπουλο μέχρι Χατζή και από Θεοδωράκη μέχρι Χατζιδάκι, με την οποία περνούσαμε όλα μας τα καλοκαίρια. Τότε δεν καταλάβαινα, ας πούμε, ότι ένα τραγούδι ήταν του Λοΐζου, σίγουρα όμως υπήρχε μια εξοικείωση με τον ελληνικό στίχο και τους Έλληνες συνθέτες. Το ξένο ρεπερτόριο ως άκουσμα, ως προσλαμβάνουσα, ήρθε αργότερα, από την εφηβεία και μετά. Αλλά πάντα για μένα πρωτοστατούσε το ελληνικό τραγούδι και ο ελληνικός στίχος, με τον οποίο έβρισκα μεγαλύτερη ταύτιση και ακόμα βρίσκω.
«Οι γονείς μου δεν έπαιζαν μουσική αλλά είχαν μια παρέα, στην ηλικία τους, καλλίφωνους και κιθαρίστες που έπαιζαν από Σαββόπουλο μέχρι Χατζή και από Θεοδωράκη μέχρι Χατζιδάκι, με την οποία περνούσαμε όλα μας τα καλοκαίρια».
»Με τα τραγούδια της Μπέλλου ήρθα σε επαφή μετά το σχολείο, όταν έμεινα στην Αθήνα, άρχισα να σπουδάζω στη δραματική σχολή και να πηγαίνω, και ανά διαστήματα να δουλεύω, σε μουσικές σκηνές που έπαιζαν ρεμπέτικα και λαϊκά. Δουλεύοντας και ακούγοντας άρχισα να σκύβω λίγο περισσότερο πάνω από αυτό το ρεπερτόριο και ύστερα, το 2012, έκανα έξι αφιερωματικές βραδιές στο Χαμάμ, με τραγούδια που είχαν πρωτοπεί, δηλαδή σε πρώτες εκτελέσεις, οι Χασκίλ, Νίνου και Μπέλλου. Εκεί –να ‘ναι καλά και το διαδίκτυο– άκουσα πολλά τραγούδια της Μπέλλου που δεν ήξερα ότι είναι δικά της και ήρθα σε επαφή με την πιο νεαρή φωνή της. Γιατί όταν την ανακάλυψε ο Τσιτσάνης δεν είχε τη φωνή που ακούμε, ας πούμε, στο “Μην κλαις” ή το “Μη λες κουβέντα”, όχι τόσο μαρμάρινη και ηλεκτρική, αλλά πιο μαλακή, κοριτσίστικη – και πάντα πανέμορφη, εννοείται».
«Όταν την ανακάλυψε ο Τσιτσάνης δεν είχε τη φωνή που ακούμε, ας πούμε, στο “Μην κλαις” ή το “Μη λες κουβέντα”, όχι τόσο μαρμάρινη και ηλεκτρική, αλλά πιο μαλακή, κοριτσίστικη – και πάντα πανέμορφη, εννοείται».
Γιατί μάς αγγίζουν μέχρι σήμερα τα τραγούδια της Μπέλλου;
«Είναι η σφραγίδα μιας ολόκληρης εποχής και κοινωνίας, αλλά έχουν και μια αλήθεια, μια καθαρότητα που μπορεί να στέκεται, να συγκινεί και να αγγίζει στο κάθε σήμερα. Είναι τόσο απλά, που είναι περίτεχνα, τελικά. Τα “Ματόκλαδα”, ας πούμε, είναι σκέτη ποίηση. Το “Αργοσβήνεις μόνη” έχει μια πανέμορφη μελωδία, που φωτίζει όλο τον κόσμο. Επίσης, χωρίς να είναι γλέντι, χορός στην πίστα ή πάνω στο τραπέζι, όταν τα ακούς από μουσικούς του σήμερα, όπως από τα παιδιά του Ξηντάρη και του Κορακάκη, υπάρχει ένας κοινός καημός που δεν λέγεται ακριβώς με λόγια, ο τωρινός, ο δικός μας καημός, που συναντιέται και εκτονώνεται. Είναι μια ωραία λύτρωση, μια κάθαρση».
Πρόσφατα έκανε πρεμιέρα και η θεατρική παράσταση «Ανεμοδαρμένα ύψη» σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στην οποία επίσης συμμετέχετε.
«Με τον Γιάννη Καλαβριανό έχουμε συνεργασία χρόνων και είναι ευτύχημα όταν οι χρόνοι και οι επιθυμίες μας συμπίπτουν, οπότε αυτή η παράσταση για μένα προέκυψε αβίαστα: Θέλεις; Θέλω!
»Υποδύομαι την Ισαβέλλα, το ένα από τα δύο παιδιά του Θράσκρος Γκρέιντζ, που είναι, μαζί με τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, τα ξακουστά σπίτια της περιοχής, όπου εξελίσσεται όλη η ιστορία και η καταστροφή των ηρώων.
«Υποδύομαι την Ισαβέλλα, το ένα από τα δύο παιδιά του Θράσκρος Γκρέιντζ, που είναι μαζί με τα Ανεμοδαρμένα Ύψη τα ξακουστά σπίτια της περιοχής, όπου εξελίσσεται όλη η ιστορία και η καταστροφή των ηρώων».
»Ο Γιάννης Καλαβριανός έχει κάνει για το θέατρο μια πολύ ωραία μεταφορά της κλασικής ιστορίας της Έμιλι Μπροντέ, όπου στο πρώτο πλάνο είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας της Κάθριν και του Χίθκλιφ. Το ιδιαίτερο και ποιητικό αυτού του ανεβάσματος είναι ότι έχει κρατήσει και τη δεύτερη γενιά, σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες και θεατρικές παραστάσεις. Τα παιδιά των ηρώων κάπως συναντιούνται και στο τέλος υπάρχει μια αισιόδοξη έκβαση».
Info
«Τα τραγούδια της Σωτηρίας», από 6 Φεβρουαρίου και κάθε Δευτέρα στις 21:00, Πρώην Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛΥΦΑ – Κορυτσάς 39, Βοτανικός, τηλ.: 6938 690612. Διάρκεια: 90 λεπτά. Είσοδος: 15 ευρώ. Προπώληση: ticketservices.gr
Συντελεστές
Ιδέα: Δημήτρης Χαλιώτης. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Δημήτρης Χαλιώτης, Χριστίνα Μαξούρη. Επιμέλεια φωτισμών: Νίκος Βλασόπουλος Επιμέλεια ήχου: Γιάννης Παξεβάνης. Σκηνογραφική επιμέλεια: Σωτήρης Μελανός. Ενδυματολογική επιμέλεια: Βάνα Γιαννούλα. Χτένισμα: Θωμάς Γαλαζούλας. Επιμέλεια μακιγιάζ: Άννα Μπαλτζή. Φωτογραφίες/ trailer: Μαρίλη Ζάρκου. Οργάνωση παραγωγής: ΠΛΥΦΑ. Τραγουδά η Χριστίνα Μαξούρη. Μουσικοί: Θοδωρής Ξηντάρης (μπουζούκι – φωνή), Δημήτρης Κουφογιώργος (μπουζούκι), Βασίλης Προδρόμου (κιθάρα – φωνή), Δημήτρης Κούστας (ακορντεόν)