Λίγο τα βιωματικά κείμενα στις παραστάσεις της, λίγο η εξομολογητική παρουσία της στα social media, νιώθεις σαν να τη γνωρίζεις καλά. Κι αυτό συμβαίνει πράγματι, κατά κάποιον τρόπο: Όταν τη συναντάς για πρώτη φορά από κοντά και σου χαμογελάει και σε αγκαλιάζει σαν φίλη από τα παλιά, βεβαιώνεσαι ότι η οικειότητα που αποπνέει δεν είναι επικοινωνιακό εφέ αλλά ένα αληθινό κομμάτι της Χρύσας Κατσαρίνη, της stand up comedian που εκτίθεται άφοβα και αυτοσαρκάζεται, επί σκηνής και εκτός, γιατί πιστεύει ότι τα οφέλη του μοιράσματος υπερτερούν των κινδύνων. Ας πούμε, στο ραντεβού που δίνουμε σε καφέ, ένα πρωί του καλοκαιριού, η κουβέντα μας αρχίζει από την πρόσφατη εμπειρία stalking, για την οποία άλλωστε έγραψε και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:
«Γνωρίζω έναν τύπο στο δρόμο και μου λέει ότι έχει φίλο τον Αντώνη, αυτόν που μου έκανε ένα τατουάζ. Με ρωτάει, πού μένεις; Του απαντάω, εδώ, πιο κάτω. Επιμένει: “Πού ακριβώς;” Του εξηγώ ότι γενικά δεν δίνω τη διεύθυνσή μου και, για να μη συνεχίσω προς την κατεύθυνση του σπιτιού μου, προφασίζομαι μια δικαιολογία: “Α, ξέχασα να πάρω κάτι από το μίνι μάρκετ”.
Η οικειότητα που αποπνέει δεν είναι επικοινωνιακό εφέ αλλά ένα αληθινό κομμάτι της Χρύσας Κατσαρίνη, της stand up comedian που εκτίθεται άφοβα και αυτοσαρκάζεται, επί σκηνής και εκτός, γιατί πιστεύει ότι τα οφέλη του μοιράσματος υπερτερούν των κινδύνων.
»Μετά μού έρχεται ένα μήνυμα στο Instagram όπου εκείνος με καλεί στο σπίτι του. Υποτίθεται ότι είναι και ο φίλος μου ο Αντώνης εκεί και ψήνουν και “τι ωραία που θα ήταν να βρεθούμε όλοι μαζί. Πίνουμε μπίρες, χορεύουμε”. Κάπου εκεί έπρεπε να την ψυλλιαστώ: ο Αντώνης σίγουρα δεν χορεύει όταν ψήνει! Απαντάω αρνητικά στην πρόσκληση γιατί έχω φορέσει πιτζάμες και χαλαρώνω στο σπίτι, οπότε εκείνος αρχίζει τις βιντεοκλήσεις στο Instagram. Στα καπάκια μού γράφει, από το δικό του κινητό: “Είμαι ο Αντώνης και είμαι κάτω από το σπίτι σου”. Τηλεφωνώ στον Αντώνη και του λέω, είσαι κοντά στο σπίτι μου; Γιατί δεν μου τηλεφωνείς εσύ; Και ο Αντώνης λέει: “Ορίστε; Ποιο σπίτι, στον Άγιο Θωμά είμαι”». Τότε η Χρύσα συνειδητοποιεί ότι ο Αντώνης ούτε καν γνωρίζει εκείνο τον άντρα:
«Παθαίνω πανικό και τηλεφωνώ στην αστυνομία. Μου λένε ότι δεν έχει κάνει κάποιο έγκλημα, “οπότε δεν μπορούμε να επέμβουμε”. Τους απαντώ: Παιδιά, με το που θα με δολοφονήσει θα είστε οι πρώτοι που θα πάρω τηλέφωνο! Τελικά δεν με ενόχλησε ξανά – πιστεύω ότι ήθελε να με προσεγγίσει και βρήκε αυτό τον παραβιαστικό και creepy τρόπο».
Τη ρωτάω αν σκέφτεται να βάλει και αυτό το προσωπικό βίωμα σε κάποιο κείμενό της. «Δεν ξέρω, με τρόμαξε πολύ! Γενικά μού έχουν συμβεί πολλά τα τελευταία δύο χρόνια, θα έχω υλικό για πάντα!».
Είναι γεγονός, και μέσα από παραστάσεις και σε παλαιότερες συνεντεύξεις της έχει μιλήσει πολλές φορές για το τραυματικό παρελθόν της –για τα παιδικά χρόνια με τον βίαιο και αλκοολικό πατέρα της και άλλες κακοποιητικές εμπειρίες– ελαφραίνοντας με το χιούμορ της και τις πιο δυσβάστακτες καταστάσεις. «Δυστυχώς, μετά από παράσταση ή κάποιο βίντεο που έχω ανεβάσει με έχουν πλησιάσει πάρα πολλές γυναίκες να μου μιλήσουν για κακοποίηση. Για παράδειγμα, πολλές με πλησίασαν μετά από ένα από τα πιο σκληρά μου βίντεο, όπου μιλάω για τις συμβουλές που υποτίθεται ότι δίνουμε στις γυναίκες για να αποφύγουν το βιασμό αλλά στην πραγματικότητα για να στοχοποιήσουμε το θύμα. Όπως: Γιατί φόρεσες κοντή φούστα; Γιατί πήγες σε εκείνο το σκοτεινό δρομάκι; Γιατί είχες τα μαλλιά σου λυτά; Γιατί δεν σε συνόδευσε ένας φίλος σου; Πάρα πολλές μού έχουν στείλει μηνύματα και στεναχωριέμαι. Από την άλλη, τουλάχιστον ένιωσαν ότι δεν είναι μόνες σε όλο αυτό.
»Και πριν από το #metoo μιλούσα για κακοποίηση. Αλλά με χαροποίησε όταν ήρθε το κίνημα, γιατί το “τα εν οίκω μη εν δήμω” το χρησιμοποιούμε κυρίως όχι για τα οικονομικά μιας οικογένειας αλλά για να καλύψουμε αλκοολικούς και βίαιους ανθρώπους που δέρνουν τις γυναίκες τους. Χαίρομαι λοιπόν που οι γυναίκες αρχίζουν να μιλούν, αυτό δίνει δύναμη και σε άλλες και ο λόγος τους αποκτάει οντότητα, και στο χώρο εργασίας. Στο θέατρο, συγκεκριμένα, αν δεν έχεις βιώσει την εξουσία που έχει πάνω σου ένας αυταρχικός σκηνοθέτης, ο οποίος είναι ο απόλυτος άρχων, δεν μπορείς να το καταλάβεις. Πλέον ξέρουμε ότι έχουμε κακοποιητές και ότι είναι καταδικασμένοι γι’ αυτό. Πρωτόδικα καταδικασμένος παιδοβιαστής κυκλοφορεί ελεύθερος μέχρι να αποφασιστεί να γίνει το Εφετείο: τι καλά που πήγε αυτό (ειρωνικά το λέω)!».
«Μιλούσα για κακοποίηση και πριν από το #metoo. Αλλά με χαροποίησε όταν ήρθε, γιατί το “τα εν οίκω μη εν δήμω” το χρησιμοποιούμε κυρίως όχι για τα οικονομικά μιας οικογένειας αλλά για να καλύψουμε αλκοολικούς και βίαιους ανθρώπους που δέρνουν τις γυναίκες τους».
Η ίδια δεν έχει κινηθεί ποτέ νομικά ενάντια σε κακοποιητικές συμπεριφορές γιατί θέλει να τελειώσει γρήγορα μια τέτοια σχέση «χωρίς να μπλέξω σε μια διαδικασία με δικαστήρια» και επειδή θεωρεί ότι υπάρχει «μια τρύπα στη νομοθεσία: είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποδείξεις την κακοποίηση. Πώς θα αποδείξεις ότι ο άλλος βάρεσε μπουνιά δίπλα στο πρόσωπό σου αν δεν υπάρχουν σημάδια πάνω σου; Αλλά όταν δουν τα σημάδια πάνω σου, είναι ήδη πολύ αργά».
Πλέον ελπίζει ότι έχει αφήσει πίσω της τέτοιες εμπειρίες. «Ω, ναι, έχω μάθει να αναγνωρίζω τα προειδοποιητικά σημάδια της κακοποίησης, τα red flags, από χιλιόμετρα μακριά! Μοτίβα και συμπεριφορές που έχεις δει πολλές φορές αλλά επειδή ερωτεύεσαι ίσως σκεφτείς, όχι, όχι, αυτή τη φορά κάνω λάθος. Πλέον με το που τα αναγνωρίζω δεν δίνω το περιθώριο στον εαυτό μου να σκεφτεί, α, θα είναι διαφορετικά με αυτόν, με εμένα θα σωθεί – δεν είμαι ο σωτήρας κανενός, όποιος θέλει να αλλάξει τον εαυτό του θα το κάνει μόνος του, όπως κάνω κι εγώ τώρα για εμένα».
«Έχω μάθει να αναγνωρίζω τα προειδοποιητικά σημάδια της κακοποίησης, τα red flags, από χιλιόμετρα μακριά! Μοτίβα και συμπεριφορές που έχεις δει πολλές φορές αλλά επειδή ερωτεύεσαι ίσως σκεφτείς, όχι, όχι, αυτή τη φορά κάνω λάθος. Πλέον με το που τα αναγνωρίζω δεν δίνω το περιθώριο στον εαυτό μου να σκεφτεί, α, θα είναι διαφορετικά με αυτόν, με εμένα θα σωθεί».
Μια μακροχρόνια σχέση, ωστόσο, που διατηρεί παρά τις αντιξοότητες είναι αυτή με τα social media, όπου συστηματικά εκφράζει ανοιχτά την άποψή της για ό,τι θεωρεί σημαντικό. Ακόμα όμως και κάποιες αναρτήσεις της για λιγότερο φλέγοντα ζητήματα έχει συμβεί να πυροδοτήσουν μηνύματα μίσους – αν μη τι άλλο, διαδικτυακοί νταήδες υπάρχουν άφθονοι εκεί έξω. «Ανέβασα στο Twitter ένα σχόλιο για τα πρώτα ραντεβού και κάποιος μου έγραψε, μακάρι να σε βρουν παγωμένη στο Ζεφύρι. Δεν μπορεί να έχεις τόσο θυμό για τα πρώτα ραντεβού!».
«Ανέβασα στο Twitter ένα σχόλιο για τα πρώτα ραντεβού και κάποιος μου έγραψε, μακάρι να σε βρουν παγωμένη στο Ζεφύρι. Δεν μπορεί να έχεις τόσο θυμό για τα πρώτα ραντεβού!».
-Έχεις σκεφτεί ποτέ να κλείσεις τελείως τους λογαριασμούς σου στα social media;
«Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Η ζωή μου θα ήταν πολύ πιο εύκολη αλλά, δυστυχώς, δεν μπορώ να το κάνω. Όσο έχω φωνή θα μιλάω, όσο μπορώ να βγαίνω στο δρόμο θα το κάνω. Ίσως δίνω και αισιοδοξία σε ανθρώπους που επίσης θέλουν να παλέψουν, το οποίο μού είναι αρκετό. Έχουμε μόνο ο ένας τον άλλο, αν αποφασίσουμε ότι δεν υπάρχει ελπίδα μετά θα είμαστε μαριονέτες, ανδρείκελα. Πρέπει να αντιδράσεις σε κάτι που θεωρείς άδικο, σε κάτι που θεωρείς φασιστικό».
-Θυμάσαι την πρώτη σου επαφή με το stand up comedy;
«Γύρω στο 2009-2010 είχα τελειώσει τη σχολή διατροφής-διαιτολογίας και ήμουν, νομίζω, στο τελευταίο έτος των δραματικών σπουδών όταν είδα μια παράσταση του Eddie Murphy στο YouTube, με τίτλο “Delirious“. Πλέον είναι τόσο παλιά [του 1983] που δεν υπάρχουν κοινές αναφορές, αλλά παραμένει αστεία. Τότε μού φαινόταν τόσο φρέσκια, που ενθουσιάστηκα, στο μυαλό μου έγινε ένα “κλικ” και λέω, αυτό θα κάνω! Ήταν μαγικό, σαν να ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες! Άρχισα να γράφω μανιωδώς και επειδή εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν άλλοι κωμικοί για να κάνουμε αυτό που κάνουμε τώρα, που δοκιμάζουμε μαζί πεντάλεπτα κείμενα, έπρεπε να παίξω κατευθείαν μία ώρα υλικό, δηλαδή κανονική παράσταση. Έτσι ξεκίνησα, πριν από ακριβώς έντεκα χρόνια, δεν ξέρω πού βρήκα το θάρρος να το κάνω».
-Τι έχει αλλάξει από τότε με τις γυναίκες stand up comedians;
«Όταν ξεκίνησα ήμασταν η Κατερίνα Βρανά, η Ήρα Κατσούδα κι εγώ, τρεις γυναίκες, δεν υπήρχε άλλη. Τώρα έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα. Είμαι πολύ χαρούμενη για αυτή την εξέλιξη, ο λόγος μας αρχίζει να αποκτάει δύναμη και μειώνονται στερεότυπα και κακέκτυπα όπως “οι γυναίκες δεν είναι αστείες”».
-Σου έχει τύχει πάντως κοινό που δεν γελάει με τα αστεία σου;
«Εννοείται, ειδικά στις αρχές και σε “δύσκολα” μέρη όπου έχω παίξει. Αλλά ακόμα και τώρα μπορεί να συμβεί, με καινούρια κείμενα για τα οποία δεν είμαι σίγουρη. Πρέπει να μάθεις να το διαχειρίζεσαι, η stand up comedy είναι πολύ δίκαιο είδος. Δεν σε αφήνει να ψωνιστείς, γιατί μπορεί τη μια μέρα να βιώνεις την αποθέωση από χιλιάδες και δυο-τρεις μέρες μετά να παίζεις σε δώδεκα και να μη γελάει άνθρωπος, να πεθάνεις ελεεινά. Εμείς όταν δεν παίρνουμε γέλια αυτό λέμε: πέθανα στη σκηνή. Πονάει πάρα πολύ».
«Η stand up comedy είναι πολύ δίκαιο είδος. Δεν σε αφήνει να ψωνιστείς, γιατί μπορεί τη μια μέρα να βιώνεις την αποθέωση από χιλιάδες ανθρώπους και δυο-τρεις μέρες μετά να παίζεις σε δώδεκα και να μη γελάει άνθρωπος, να πεθάνεις ελεεινά. Εμείς όταν δεν παίρνουμε γέλια αυτό λέμε: πέθανα στη σκηνή. Πονάει πάρα πολύ».
Αυτή την περίοδο δουλεύει τα κείμενα της νέας της παράστασης, για την οποία δεν έχει βρει ακόμα όνομα γιατί «είμαι κακή στην ονοματοδοσία». Μιλάει «για μια κακοποιητική σχέση που είχα» αλλά και αποκαλύπτει το πώς ανακάλυψε, πριν από λίγα χρόνια, ότι έχει έναν ακόμα ετεροθαλή αδερφό, στη Γερμανία: «Ο πατέρας μου αποφάσισε να απλώσει τα γονίδιά του και σε άλλα μέρη! Δεν ήταν ευχάριστο το να το μαθαίνω: Αρχικά, δεν μπορώ να κάνω σεξ με κανένα Γερμανό μεγαλύτερο από εμένα αν δεν θέλω να ρισκάρω να γίνει κάτι με κάποιον αδερφό μου εκεί έξω και καταλήξω στο Game of Thrones».
Υπάρχει, ωστόσο, τουλάχιστον ένας άνθρωπος στην οικογένειά της για τον οποίο το λυτρωτικό χιούμορ δίνει τη θέση του στην αδιαπραγμάτευτη τρυφερότητα. «Στη μαμά μου θαυμάζω πάρα πολλά πράγματα: την ανιδιοτέλεια, την καλοσύνη, το πόσο καλοπροαίρετη είναι απέναντι στους ανθρώπους, πόση πίστη και ελπίδα έχει ακόμα. Και ίσως με κινητοποιεί κι αυτό, ότι η μητέρα μου, που πέρασε πολύ χειρότερα από εμένα, πιστεύει ακόμα στους ανθρώπους, οπότε μπορώ να πιστεύω κι εγώ. Επίσης είναι πολύ δυναμικός άνθρωπος. Όταν αποφάσισε να φύγει από τον πατέρα μου πήρε τη ζωή στα χέρια της και κατάφερε όλα όσα ήθελε να κάνει, με πάρα πολλές θυσίες και στερήσεις. Και είχε κάτι μαγικό: παρόλο που της έλειπαν οι γνώσεις ψυχολογίας ήξερε ακριβώς πώς έπρεπε να με χειριστεί για να μην καταστραφώ ψυχολογικά, ολοκληρωτικά. Θα είναι για πάντα η ηρωίδα μου».