H ανατίναξη της βάρκας του Μαουντμπάτεν από τον IRA το καλοκαίρι του ’79, όπου εκτός από τον λόρδο σκοτώθηκαν και δύο ανήλικα αγόρια, σημάδεψε την εφηβεία της και αποτέλεσε την αφετηρία μιας μακροχρόνιας διαδρομής που κατέληξε στη συγγραφή του νέου μυθιστορήματός της. Στην «Αποικία» (εκδ. Διόπτρα), που τοποθετείται χρονικά σε εκείνο το καθοριστικό για την Audrey Magee καλοκαίρι, στην κεντρική ιστορία, δύο ταξιδιωτών οι οποίοι έρχονται να ταράξουν τις ισορροπίες σε ένα μικρό νησί στα ανοιχτά της δυτικής Ιρλανδίας, παρεμβάλλονται περιγραφές εγκλημάτων και από τις δύο πλευρές, του IRA και της Βρετανίας.
«Τα αγόρια στη βάρκα του λόρδου που σκοτώθηκαν ήταν 14 και 15 ετών. Εκείνο το καλοκαίρι είχα περάσει τρεις εβδομάδες στη Βρετάνη, μαθαίνοντας γαλλικά και παίζοντας με συνομήλικά μου αγόρια σε βάρκες. Και μετά, όταν γύρισα στην Ιρλανδία, συνέβη αυτό, που με επηρέασε σε υπαρξιακό επίπεδο» λέει σε συνέντευξή της στο Marie Claire. «Να σε ανατινάζουν ενώ παίζεις πάνω σε μια βάρκα: αυτό σημαίνει να είσαι Ιρλανδός; Στη διάρκεια της εφηβείας μου η βία στη Βόρεια Ιρλανδία επιδεινώθηκε και από τις δύο πλευρές, προκαλώντας τεράστια πόλωση.
»Ήδη στα χρόνια της Ελισάβετ της Α’ η Ιρλανδία έγινε το πρώτο παράδειγμα μοντέρνας αποικιοκρατίας στην Ευρώπη. Μεγαλώνοντας εγώ, στα ταξίδια που έκανα, κατάλαβα ότι ο κόσμος σε ταξινομεί ανάλογα με την καταγωγή σου. Σήμερα οι εντάσεις Βρετανίας-Ιρλανδίας έχουν υποχωρήσει, αλλά αυτή η ιστορική κληρονομιά επιβιώνει στη γλώσσα μας, στη στάση ζωής μας, στο πώς ένας Βρετανός μιλάει με έναν Ιρλανδό. Με την “Αποικία” λοιπόν θέλησα να διερευνήσω τις μικρο-επιθετικότητες ανάμεσα σε Βρετανούς και Ιρλανδούς, όπου ο καθένας κουβαλάει το δικό του φορτίο, σαν διαγενεακό τραύμα, του αποικιοκράτη ή αντίστοιχα του αποικούμενου».
«Με την “Αποικία” θέλησα να διερευνήσω τις μικρο-επιθετικότητες ανάμεσα σε Βρετανούς και Ιρλανδούς, όπου ο καθένας κουβαλάει το δικό του φορτίο, σαν διαγενεακό τραύμα, του αποικιοκράτη ή αντίστοιχα του αποικούμενου»
Όμως αυτό το βιβλίο είναι επίσης μια ωδή στην αθόρυβη δύναμη των γυναικών σε μια μικρή κοινωνία, στοιχειωμένη εν προκειμένω από κάποιο δυστύχημα στο ψάρεμα. Ανάμεσα σε αυτές τις γυναίκες ξεχωρίζει η όμορφη χήρα του νεκρού ψαρά, η Μάιρεντ, που η Magee αποκαλεί «πεμπτουσία της ιρλανδικής θηλυκότητας».
«Από την αρχή ήξερα ότι η Μάιρεντ θα κάνει σεξ στο βιβλίο μου γιατί στην εποχή της καθολικής κυριαρχίας οι γυναίκες πίστευαν ότι όταν έκαναν σεξ θα ήταν πλέον ελεύθερες… Αλλά στην πραγματικότητα αυτό ήταν μόνο το πρώτο επίπεδο ελέγχου. Μετά αντιμετωπίζει τα επόμενα, που μετατρέπουν τη σεξουαλικότητα και το σώμα της σε δημόσια υπόθεση».
Από το ’79 πάντως που εκτυλίσσεται η ιστορία μέχρι σήμερα έχουν γίνει άλματα προόδου.
«Όταν ήμουν μικρή τα προφυλακτικά, τα αντισυλληπτικά, το προγαμιαίο σεξ ήταν απαγορευμένα. Αν έμενες τότε έγκυος, όλη η ζωή σου είχε καταστραφεί. Θέλω να τιμήσω τις γυναίκες της γενιάς της μητέρας μου που αγωνίστηκαν για όλα αυτά – και για το δικαίωμα στην άμβλωση».
«Όταν ήμουν μικρή τα προφυλακτικά, τα αντισυλληπτικά, το προγαμιαίο σεξ ήταν απαγορευμένα. Αν έμενες τότε έγκυος, όλη η ζωή σου είχε καταστραφεί. Θέλω να τιμήσω τις γυναίκες της γενιάς της μητέρας μου που αγωνίστηκαν για όλα αυτά – και για το δικαίωμα στην άμβλωση».
Αν και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού βλέπουμε ένα μεγάλο πισωγύρισμα στην άμβλωση.
«Η δική μου γενιά μιλούσε μόνο για το πώς θα πήγαινε στην Αμερική. Οι νέοι Ιρλανδοί σήμερα πηγαίνουν στον Καναδά, στην Αυστραλία, στην Ευρώπη, αλλά δεν τους ενδιαφέρουν οι ΗΠΑ. Δεν τις θεωρούν πλέον γη της ελευθερίας».
Εσείς έχετε αντιμετωπίσει ποτέ διακρίσεις ως γυναίκα συγγραφέας που γράφετε για πολιτικά και ιστορικά θέματα;
«Στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το “The Undertaking”, που εκτυλίσσεται στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν στο τέλος ευχαριστίες σε πολλούς άνδρες. Κάποιος με πολύ υψηλή θέση στη λογοτεχνία με είχε ρωτήσει αν αυτοί με είχαν βοηθήσει να δημιουργήσω τους ανδρικούς χαρακτήρες μου σαν να μην μπορώ ως γυναίκα να τους γράψω μόνη. Εκείνη η μέρα σίγουρα δεν ήταν εύκολη».
«Στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το “The Undertaking”, που εκτυλίσσεται στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν στο τέλος ευχαριστίες σε πολλούς άνδρες. Κάποιος με πολύ υψηλή θέση στη λογοτεχνία με είχε ρωτήσει αν αυτοί με είχαν βοηθήσει να δημιουργήσω τους ανδρικούς χαρακτήρες μου σαν να μην μπορώ ως γυναίκα να τους γράψω μόνη».
Ένα ερώτημα που θέτει το βιβλίο σας είναι αν αξίζει να διασώζονται γλώσσες προς εξαφάνιση ή να τις αφήσουμε να περάσουν στη λήθη. Ποιες άλλες λειτουργίες επιτελεί μια γλώσσα πέρα από την προφανή, της επικοινωνίας;
«Μεγάλωσα μιλώντας αγγλικά. Είχα μια απίστευτη ευκολία στη γλωσσομάθεια και σε όποια χώρα της Ευρώπης ταξίδεψα έμαθα τη γλώσσα της: γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ιταλικά, ρουμανικά… Αλλά δεν έμαθα ιρλανδικά. Γιατί; Αυτή η ερώτηση άρχισε να γίνεται όλο και πιο θεμελιώδης για εμένα. Και ο μόνος τρόπος να δώσω μια απάντηση είναι να ανατρέξω στο παρελθόν της ιρλανδικής γλώσσας.
«Μεγάλωσα μιλώντας αγγλικά. Είχα μια απίστευτη ευκολία στη γλωσσομάθεια και σε όποια χώρα της Ευρώπης ταξίδεψα έμαθα τη γλώσσα της: γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ιταλικά, ρουμανικά… Αλλά δεν έμαθα ιρλανδικά».
»Όταν ο James Joyce ήταν φοιτητής στο Δουβλίνο, αποφάσισε να μάθει ιρλανδικά. Ξεκίνησε μαθήματα αλλά έφυγε τρέχοντας γιατί δεν μπορούσε να ανεχτεί τον εθνικισμό που τα εμπότιζε. Νομίζω ότι αυτό σκέφτηκαν και η γενιά των γονιών μου και η δική μου: αν θέλεις να ανοιχτείς στον κόσμο μαθαίνεις αγγλικά, ξεχνάς τα ιρλανδικά. Με αυτό τον τρόπο όμως επίσης χάνεις την επαφή σου με το τοπίο, με την κουλτούρα, την ιστορία σου, με όλα όσα περικλείει η γλώσσα σου.
»Έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο κατανοητό ότι η γλώσσα δεν είναι απλά ένας τρόπος επικοινωνίας -να διαβάσεις ένα βιβλίο, να αγοράσεις μια φρατζόλα ψωμί- αλλά σχεδόν μια μορφή τέχνης και υπάρχουν πρωτοβουλίες, σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, να προστατευτούν οι γλώσσες των μειονοτήτων».