Σε μια τέντα κάπου στο Ιράκ, μια Αγγλίδα προσπαθεί μάταια να κοιμηθεί, περικυκλωμένη από ποντίκια και κατσαρίδες. Είναι εξαντλημένη, έχοντας μοιράσει μία ακόμα μέρα της ανάμεσα στον σχολαστικό καθαρισμό και καταγραφή αρχαιοτήτων και τη συγγραφή των βιβλίων που έμελλαν να αποτυπώσουν το όνομά της στην ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας. Βρισκόμαστε στο 1935 και η ηρωίδα μας είναι η Agatha Christie. Πώς βρέθηκε όμως σε εκείνη τη βρόμικη τέντα, στη μέση του πουθενά;
Από την ευημερία στη χρεωκοπία
Ο πατέρας της, Frederick Alvah Miller, ήταν ένας ευγενικός και φιλικός άνθρωπος. Η μητέρα της, Clarissa Margaret Miller, η καλύτερή της φίλη για πολλές δεκαετίες. Η Agatha Christie (1890 – 1976), ή Agatha Mary Clarissa Miller όπως ήταν το πατρικό της, γεννήθηκε σε μια εύπορη οικογένεια και το σπίτι όπου μεγάλωσε έμοιαζε βγαλμένο από παραμύθι, γεμάτο με υπηρέτες έτοιμους να καλύψουν κάθε ανάγκη της οικογένειας. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της δεν ακολούθησε την τυπική εκπαίδευση ενός παιδιού, αλλά είχε την ελευθερία να παίξει και να ανακαλύψει τον κόσμο, καθώς η μητέρα της πίστευε ακράδαντα ότι πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά να διαμορφώνουν τον εαυτό τους όπως επιθυμούν.
Το τέλος της ανεμελιάς ήρθε με τον θάνατο του πατέρα της, το 1901, όταν η Agatha ήταν μόλις έντεκα ετών – σύμφωνα με την ίδια, για την ακρίβεια, σηματοδότησε το τέλος της παιδικής ηλικίας της. Τότε ήρθε στην επιφάνεια η κακοδιαχείριση των οικονομικών της οικογένειας από εκείνον, συνδυασμός αμέλειας και σπατάλης, που τους οδήγησε, αν όχι στην ανέχεια, στην ξαφνική υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους. Οι Millers αναγκάστηκαν να απολύσουν σχεδόν ολόκληρο το υπηρετικό προσωπικό τους. Το 1905 η Agatha εστάλη εσωτερική σε σχολείο στο Παρίσι. Δύο χρόνια αργότερα, επέστρεψε στην Αγγλία, από όπου η οικογένεια δραπέτευσε από τον παγωμένο χειμώνα στο ζεστό Κάιρο.
Με τον θάνατο του πατέρα της, όταν η Agatha ήταν μόλις έντεκα ετών, ήρθε στην επιφάνεια η κακοδιαχείριση των οικονομικών της οικογένειας από εκείνον, συνδυασμός αμέλειας και σπατάλης
Στην Αίγυπτο είχε την ευκαιρία να δει από κοντά εμβληματικά ιστορικά μνημεία όπως οι Πυραμίδες της Γκίζας, που την ενέπνευσαν να αναπτύξει ενδιαφέρον για την αρχαιολογία και την αιγυπτιολογία. Στο μεταξύ όμως η Agatha, που είχε μάθει ανάγνωση ήδη από τα τέσσερα χρόνια της και που από μικρό παιδί ήταν βιβλιοφάγος, είχε ξεκινήσει τις πρώτες της συγγραφικές απόπειρες, ολοκληρώνοντας το πρώτο της μυθιστόρημα ήδη στα εφηβικά χρόνια της. Το βιβλίο απορρίφθηκε, αλλά τόσο οι εκδότες όσο και η μητέρα της την ενθάρρυναν να συνεχίσει να γράφει.
Ο Ηρακλής Πουαρό «εκπαιδεύτηκε» στο μέτωπο
Το 1914 παντρεύτηκε τον άντρα που θα της έδινε το φημισμένο επώνυμό της, τον πιλότο Archibald Christie, αλλά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν τους άφησε να απολαύσουν, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Στη διάρκειά του η Agatha εργάστηκε ως νοσοκόμα, μια εμπειρία που είχε ένα αναπάντεχο όφελος για εκείνη: Το 1916 έγραψε το μυθιστόρημα «Η μυστηριώδης υπόθεση Στάιλς», όπου στον νεογέννητο και αργότερα εμβληματικό χαρακτήρα του «Ηρακλή Πουαρό» αξιοποίησε τις γνώσεις για τα φάρμακα και τα δηλητήρια που είχε αποκτήσει κατά τη θητεία της στην κλινική. Μέχρι, ωστόσο, να κυκλοφορήσει εκείνο το βιβλίο (1920), η ζωή της είχε αλλάξει ριζικά. Ο σύζυγός της είχε επιστρέψει από τον πόλεμο και είχε γεννηθεί η κόρη τους, Rosalind.
Ο Archibald, ή Archie, δεν ήθελε παιδιά, καθώς πίστευε ότι θα απορροφούσαν όλη την προσοχή της γυναίκας του με αποτέλεσμα να παραγκωνίζονται οι δικές του ανάγκες. Όταν λοιπόν έγινε πατέρας άρχισε να ασχολείται μανιωδώς με το γκολφ, ενώ ταυτόχρονα απέφευγε τις βραδινές εξόδους με τη σύζυγό του. Και καθώς μια γυναίκα δεν νοείτο, στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, να βγαίνει έξω ασυνόδευτη, η Agatha μαράζωνε κοινωνικά, χωρίς φίλους, κλεισμένη στο σπίτι. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, παρόλο η ίδια που ως παιδί είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερα τρυφερή σχέση με τη δική της μητέρα, ποτέ δεν κατάφερε να πλησιάσει αρκετά την κόρη της.
Παρόλο η ίδια που ως παιδί είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερα τρυφερή σχέση με τη δική της μητέρα, ποτέ δεν κατάφερε να πλησιάσει αρκετά την κόρη της.
Η μυθιστορηματική εξαφάνισή της
Όμως η χρονιά που τής έφερε τις μεγαλύτερες προσωπικές δοκιμασίες ήταν το 1926. Τον Απρίλιο, πέθανε η μητέρα της. Τον Αύγουστο ο Archie, που στο μεταξύ είχε στρέψει το ενδιαφέρον στη νέα ερωμένη του, Nancy Neele, ζήτησε από τη συγγραφέα διαζύγιο. Η Agatha, σε μια απέλπιδη προσπάθεια να σώσει τον γάμο της, σύμφωνα με μια τουλάχιστον εκδοχή των γεγονότων κατέφυγε σε μια πράξη εξαφάνισης που τροφοδότησε την ειδησεογραφία της εποχής με άφθονα κουτσομπολιά και εικασίες. Στις 3 Δεκεμβρίου εγκατέλειψε το σπίτι της και αφού έστειλε μια επιστολή στον αδερφό του συζύγου της, φροντίζοντας να του αφήσει αρκετά στοιχεία προκειμένου ο Archie να την εντοπίσει και να συμφωνήσει να δώσει στο γάμο τους μια ακόμα ευκαιρία, άφησε το αυτοκίνητό της στην άκρη του δρόμου και κρύφτηκε σε ένα ξενοδοχείο.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς όπως εικάζεται ότι τα είχε σχεδιάσει στο μυαλό της. Σε αντίθεση με τον φανταστικό χαρακτήρα της, τον Ηρακλή Πουαρό, ο Archie δυσκολεύτηκε να ερμηνεύσει τα στοιχεία που τού είχε αφήσει με αποτέλεσμα, στις δεκάδες μέρες που μεσολάβησαν μέχρι τον εντοπισμό της, ο Τύπος να σκάψει αρκετά την προσωπική ζωή του ώστε να φέρει στην επιφάνεια το σκάνδαλο της εξωσυζυγικής σχέσης του. Τελικά, ο Archie έφτασε στο κρησφύγετο της συζύγου του σε έξαλλη κατάσταση. Το διαζύγιο ήταν αναπόφευκτο και η Agatha κλήθηκε να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς τους δύο ανθρώπους που θεωρούσε σημαντικότερους για εκείνη.
Δεύτερος γάμος και αρχαιολογία
Ελεύθερη από υποχρεώσεις τουλάχιστον, το 1928 αποδέχτηκε την πρόσκληση του Leonard Woolley να ταξιδέψει στο Ιράκ και συγκεκριμένα στις αρχαιολογικές ανασκαφές της Ουρ, όπου ο διακεκριμένος αρχαιολόγος αναζητούσε ντοκουμέντα της ζωής από το 3.000 π.Χ. Μετά από ένα ταξίδι με το Orient Express, ήρθε σε επαφή με έναν πρωτόγνωρο τρόπο ζωής και μια εντελώς διαφορετική αντίληψη της ανθρώπινης ιστορίας.
Το 1930 επέστρεψε στη Μεσοποταμία, όπου γνώρισε ένα μέλος της ομάδας ανασκαφών, τον αρχαιολόγο Max Mallowan, ο οποίος για λόγους υγείας είχε απουσιάσει από προηγούμενες αποστολές. Εκείνος ήταν είκοσι πέντε ετών, εκείνη πλησίαζε τα σαράντα και μεταξύ τους γεννήθηκε μια φιλία που εξελίχθηκε σε έρωτα. Η διαφορά ηλικίας ήταν ένα ακόμα στερεότυπο που η συγγραφέας επροκειτο να ανατρέψει.
Ο Max Mallowan δεν εθεωρείτο ακαταμάχητα γοητευτικός, αλλά ενέπνεε ασφάλεια στην Agatha. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν αρρώστησε σοβαρά η κόρη της, προσφέρθηκε να τη συνοδεύσει πίσω στην Αγγλία, όπου της έκανε πρόταση γάμου. Παντρεύτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1930.
Ο Max Mallowan δεν εθεωρείτο ακαταμάχητα γοητευτικός, αλλά ενέπνεε ασφάλεια στην Agatha. Όταν αρρώστησε σοβαρά η κόρη της, προσφέρθηκε να τη συνοδεύσει πίσω στην Αγγλία, όπου της έκανε πρόταση γάμου
Οι πρωτοποριακές τεχνικές της
Κάπου εκεί άρχισε η διπλή ζωή της Agatha Christie, ως συγγραφέα και αρχαιολόγου. Υπό την καθοδήγηση του δεύτερου συζύγου της, ανέπτυξε αρχαιολογικές γνώσεις και δεξιότητες σε σημείο, το 1931, το ζευγάρι να συνεργαστεί στις ανασκαφές στη Νινευή, των Ασσύριων. Όταν μάλιστα ο Mallowan τέθηκε επικεφαλής μιας σειράς αρχαιολογικών αποστολών, η Christie άρχισε να συμμετέχει όλο και πιο ενεργά στις ανασκαφές. Πρώτα ανέλαβε πρακτικά ζητήματα, όπως την τροφοδοσία των κατασκηνώσεων, τη λειτουργία της κουζίνας και τη φροντίδα μικροτραυματισμών. Αλλά σταδιακά καταπιάστηκε με την καταγραφή των αρχαιολογικών ευρημάτων, με τον καθαρισμό και τη συντήρησή τους.
Όμως οι αρχαιολογικές δραστηριότητες ποτέ δεν επισκίασαν τη συγγραφή, έτσι εκείνα τα χρόνια έγραψε τα πιο ονομαστά βιβλία της, όπως το «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» και το «Έγκλημα στον Νείλο».
Ανέπτυξε σημαντικές τεχνικές συντήρησης αρχαιοτήτων. Για παράδειγμα, χρησιμοποιώντας ψυχρή κρέμα αποκατέστησε αρχαία αγαλματίδια ελεφαντοστού.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διακόπηκαν οι αποστολές τους στη Μέση Ανατολή, αλλά από το 1949 επέστρεψαν στις αρχαιολογικές ανασκαφές, ξεκινώντας από την πόλη Νιμρούντ, στο Ιράκ, την αλλοτινή πρωτεύουσα των Ασσύριων που είχε παραμείνει ουσιαστικά ανεξερεύνητη μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Στη Νιμρούντ, στην οποία το ζευγάρι επέστρεφε κάθε χρόνο για σχεδόν μία δεκαετία, η Agatha επιστράτευσε την αναλυτική και δημιουργική σκέψη της για να αναπτύξει σημαντικές τεχνικές συντήρησης αρχαιοτήτων. Για παράδειγμα, χρησιμοποιώντας ψυχρή κρέμα (ένα μείγμα λιπαρών και υγρών ουσιών της εποχής) αποκατέστησε αρχαία αγαλματίδια ελεφαντοστού. Επίσης, φωτογράφιζε ευρήματα και εμφάνιζε τις φωτογραφίες σε ένα μικροσκοπικό σκοτεινό θάλαμο που είχε δημιουργηθεί επιτόπου ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό.
«Οι ομορφότερες μέρες μου»
Το 1935 έγραφε, για την εμπειρία της από τις αρχαιολογικές ανασκαφές: «Αυτές οι φθινοπωρινές μέρες είναι από τις ομορφότερες που έχω ζήσει ποτέ. Εδώ, όπου σήμερα κυκλοφορούν μόνο τοπικές φυλές με τις σκηνές τους, πριν από περίπου πέντε χιλιάδες χρόνια υπήρχε ένα πολυάσχολο μέρος του κόσμου. Εδώ ήταν οι απαρχές του πολιτισμού και αυτό το θραύσμα από κεραμικό αγγείο, χειροποίητο, με μοτίβα από γραμμές και τελείες, ζωγραφισμένα με καφέ μπογιά, είναι ο πρόδρομος ενός φλιτζανιού Woolworth όπως αυτό με το οποίο ήπια το τσάι μου σήμερα κιόλας το πρωί».
Η εμπειρία της Christie από την αρχαιολογία δεν ήταν, όμως, τόσο ειδυλλιακή όσο ήθελε να την παρουσιάζει, σύμφωνα με ένα άρθρο στο womenyoushouldknow.net. Επρόκειτο κυρίως για τον συνδετικό κρίκο της με τον δεύτερο σύζυγό της, ένα κοινό ενδιαφέρον που δεν είχε μοιραστεί ποτέ με τον Archie. Ήταν ένα μέσο για να διαφυλάσσει την ευτυχία και την ασφάλειά της, σε έναν κόσμο από τον οποίο συχνά απουσίαζαν. Σε κάθε περίπτωση, για όσα χρόνια τής το επέτρεπαν η ηλικία της και οι πολιτικές συνθήκες, μέχρι το 1959 που μπήκε στην όγδοη δεκαετία της ζωής της, η συγγραφέας θα επέστρεφε ξανά και ξανά στους χώρους των αρχαιολογικών ανασκαφών.