Καθώς ο χρόνος μοιάζει να διαστέλλεται στην περίοδο της εφηβείας, ειδικά σε μια ταραγμένη ιστορική περίοδο, η Άννα Δαμιανίδη στο νέο μυθιστόρημά της μέσα σε «Δύο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο» (εκδ. Μεταίχμιο) αφηγείται τις ιστορίες τεσσάρων ηρωίδων που ενηλικιώνονται στη δεκαετία του ’70. Ιστορίες όπως οι αγώνες για τη σεξουαλική απελευθέρωση και χειραφέτηση των γυναικών, η αντίσταση στο δικτατορικό καθεστώς, αλλά και οι χαρές της ζωής, που ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες βρίσκουν μια γωνίτσα για να ριζώσουν και να ξεδιπλωθούν.
Είναι η μακαριότητα της άγνοιας που επιτρέπει στις ηρωίδες σας να συνεχίζουν να απολαμβάνουν, μέσα στον φόβο και την καταπίεση της χούντας, τον έρωτα, το καλοκαίρι, την τέχνη; Ή ένας αμυντικός μηχανισμός τον οποίο μπορεί να συναντάμε σε κάθε γενιά και ηλικία;
«Eίναι η λαχτάρα της ηλικίας να δοκιμάσει πράγματα, η ανάγκη της νεότητας να χαρεί, ίσως και η εποχή. Η ιστορική στιγμή δεν είχε απογοήτευση, κυριαρχούσε ακόμα η μεταπολεμική αισιοδοξία, τουλάχιστον στη Δύση, και η ατμόσφαιρα εκείνη έφτανε ώς την Ελλάδα, έστω και με χούντα. Και αμυντικός μηχανισμός κατά της χούντας ήταν βέβαια, που ήθελε στρατιωτάκια αμίλητα, αγέλαστα, φρόνιμα, σεμνά…».
Το γεγονός ότι μεγαλώσατε την περίοδο της χούντας, όπως και οι ηρωίδες του βιβλίου σας, εκ των υστέρων πώς επηρέασε, είτε θετικά είτε αρνητικά, την εξέλιξή σας; Σας έκανε, παραδείγματος χάρη, πιο πολιτικοποιημένη ή σας άφησε κάποια τραύματα που δυσκολευτήκατε να διαχειριστείτε;
«Σίγουρα δεν ήταν θετικό να μεγαλώνεις στη χούντα, θεωρώ πως υπήρξαμε πολύ άτυχοι. Εμάς, που ήμασταν στην εφηβεία, δηλητηρίασε τα καλύτερά μας χρόνια. Θέλαμε να δούμε τους Ρόλινγκ Στόουνς, να ζήσουμε το κίνημα της αμφισβήτησης των 70s, όχι να το ζούμε τώρα σαν καρικατούρα, σαν ξεθυμασμένο δρώμενο ξανά και ξανά στους μουτζουρωμένους τοίχους. Να νιώθουμε ελεύθεροι και δημιουργικοί, να επινοούμε και να ανακαλύπτουμε τον κόσμο από την αρχή, όπως έκαναν οι νέοι της πρωτοπορίας στη Δύση. Αντί γι’ αυτό, φοβόμασταν συνέχεια τον καθένα, δεν μάθαμε να εμπιστευόμαστε, κι αυτό είναι πολύ ταπεινωτικό και προσβλητικό, η δε έλλειψη εμπιστοσύνης είναι τραγική συνήθεια για την πολιτική ζωή, δείτε τι γίνεται τώρα. Όχι μόνο εμείς όμως, όλη η Ελλάδα πήγε πίσω, και πιστεύω πως χάσαμε ένα δημοκρατικό μομέντουμ που δεν ξαναβρέθηκε ποτέ. Μπορεί μόλις έπεσε η χούντα να υπήρξε μεγάλη πολιτικοποίηση, αλλά μαζί της εμφανίστηκε και μια αντίθεση που υπήρχε από τον καιρό του Εμφυλίου, σαν να είχαν ξεχαστεί οι προσπάθειες συμβιβασμού της δεκαετίας του ’60.
«Σίγουρα δεν ήταν θετικό να μεγαλώνεις στη χούντα, θεωρώ πως υπήρξαμε πολύ άτυχοι. Εμάς, που ήμασταν στην εφηβεία, δηλητηρίασε τα καλύτερά μας χρόνια. Θέλαμε να δούμε τους Ρόλινγκ Στόουνς, να ζήσουμε το κίνημα της αμφισβήτησης των 70s, όχι να το ζούμε τώρα σαν καρικατούρα, σαν ξεθυμασμένο δρώμενο ξανά και ξανά στους μουτζουρωμένους τοίχους».
»Σίγουρα η χούντα μάς ανάγκασε να πολιτικοποιηθούμε ακριβώς επειδή νιώθαμε αυτή την ταπείνωση. Κι αφήναμε στην άκρη σοβαρές υποθέσεις, όπως οι σπουδές μας π.χ. ή οι αληθινές μας κλίσεις, επειδή ήταν επείγον να ασχοληθούμε με τη χούντα. Θα ήθελα να είχα ζήσει σε δημοκρατικό καθεστώς τη νεότητά μου. Θα είχα σεβαστεί περισσότερο τον εαυτό μου και τους άλλους. Δεν πήραμε ποτέ πίσω αυτό που χάσαμε τότε.
»Βέβαια έχω ακούσει πολύ συχνά ότι ήμασταν τυχεροί που ζήσαμε το Πολυτεχνείο! Τι να πεις; Χιλιάδες φορές έγραψα και είπα ότι δεν ήταν τύχη αυτό, ότι δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνεται διαρκώς η ιερουργία του Πολυτεχνείου, συνήθως καταστροφική, ότι η ζωή είναι πιο πλούσια και ενδιαφέρουσα, αλλά τόσο πολύ μας καλλιεργούν τη λατρεία των ηρώων στα σχολεία που ζούμε σαν φτωχοί, χωρίς άλλα ενδιαφέροντα παρά δήθεν εξάρσεις. Δεν εκτιμούμε τη Δημοκρατία που έχουμε, θέλουμε παιχνίδια με εκρήξεις. Τεράστια παρεξήγηση, βράχνιασα να το φωνάζω, δεν μας ακούει κανείς».
Μιλώντας για τραύματα, κάποιες ηρωίδες σας έχουν δύσκολη σχέση με τη μητέρα τους – για κάποιες είναι, ας πούμε, καταπιεστική, τοξική ή και απούσα. Πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να διαχειριστούμε ένα τέτοιο βαθύ τραύμα;
«Οι μητέρες που περιγράφω δεν είναι πιστά πορτρέτα, αλλά μοιάζουν με μερικές γυναίκες της γενιάς που μας μεγάλωσε. Οι γονείς μας γενικά, η γενιά τους, ήταν πολύ αυστηροί στην οικογένεια, δεν θεωρούσαν απαραίτητο να δείχνουν αγάπη και αναγνώριση, δεν ασχολούνταν με την παιδαγωγική. Μπορεί σήμερα να έχουν φτάσει στο άλλο άκρο οι οικογένειες, να μη βάζουν όρια στα παιδιά τους, πιθανόν από την έντονη αντίδραση στις γενιές που έβαζαν μόνο όρια. Ξέρω πολλούς συνομηλίκους μου ή μάλλον, για να είμαι ακριβής, πολλές συνομήλικες, γιατί οι μανάδες ήταν ανελέητες κυρίως με τα κορίτσια τους, που δεν κατάφεραν ποτέ να διαχειριστούν τα τραύματά τους, δυστυχώς ούτε με ψυχοθεραπεία. Οι πιο τυχεροί (χρησιμοποιώ αρσενικό γένος συμπεριληπτικά, όπως λειτουργεί στα ελληνικά) υπήρξαν αυτοί που προικίστηκαν με χαρακτήρα ανθεκτικό, ή έγινε το θαύμα μέσα τους και από τη σκληρότητα ή την περιφρόνηση που εισέπραξαν κατάφεραν να χτίσουν καλοσύνη και ενσυναίσθηση. Υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις. Οι άνθρωποι είναι κάτι τόσο απρόβλεπτο και θαυμάσιο».
«Ξέρω πολλούς συνομηλίκους μου ή μάλλον, για να είμαι ακριβής, πολλές συνομήλικες, γιατί οι μανάδες ήταν ανελέητες κυρίως με τα κορίτσια τους, που δεν κατάφεραν ποτέ να διαχειριστούν τα τραύματά τους, δυστυχώς ούτε με ψυχοθεραπεία».
Παρακολουθώντας τις ηρωίδες να ενηλικιώνονται και να ψυχαγωγούνται με ποίηση, θέατρο και σινεμά, αναρωτιέμαι: τα ενδιαφέροντα των νεότερων γενιών είναι πιο «ελαφριά», πιο «επιφανειακά» όπως κάποιες φορές τους καταλογίζουν οι παλαιότεροι ή αυτά τα συμπεράσματα είναι αυθαίρετα;
«Ξέρετε, όταν εμείς πηγαίναμε σχολείο το σινεμά δεν θεωρείτο κουλτούρα. Στην επαρχία απαγορευόταν να πηγαίνεις σινεμά ακόμα και με τους γονείς σου. Η δε μεγάλη ανυπακοή ήταν να μπεις σε ακατάλληλο έργο. Τα ίδια και με το διάβασμα. Το να διαβάζεις μυθιστορήματα ήταν χάσιμο χρόνου και κάπως επιβλαβές. Το καλό τότε ήταν ότι η σχολική ύλη είχε σχέση ακόμα και με τα μυθιστορήματα, μάθαινες δηλαδή πολλά χρήσιμα για το σχολείο, ενώ τώρα, ας πούμε, με τα βιντεοπαιχνίδια δεν έχεις πολλές ελπίδες να πλησιάσεις τη σχολική ύλη. Μπορεί όμως τα βιντεοπαιχνίδια να είναι υλικό μιας νέας γλώσσας που θα μπει στα σχολεία κάποτε. Πού να ξέρουμε εμείς οι μπούμερ;».
Η λαχτάρα των ηρωίδων να χάσουν την παρθενιά τους μου θύμισε μια συζήτηση που είχα με μια άλλη συγγραφέα για τη δεκαετία του ’70, η οποία υποστήριζε ότι οι γυναίκες τότε θεωρούσαν, αν και με υπέρμετρη αισιοδοξία, ότι από τη στιγμή που θα έκαναν σεξ θα ήταν πραγματικά ελεύθερες. Ποιον ρόλο έπαιζε, από την εμπειρία σας, το «ξεπαρθένεμα» στη δεκαετία του ’70; Εθεωρείτο ένα βήμα γυναικείας χειραφέτησης;
«Να κάτι που μπορεί και να δυσκολεύονται να καταλάβουν οι σημερινοί νέοι. Πραγματικά έτσι ήταν, το ξεπαρθένεμα ήταν απαραίτητο σε μια εποχή που πιστεύαμε βαθιά ότι θα έφερνε την πλήρη σεξουαλική επανάσταση, απελευθέρωση, και ταυτόχρονα αθωότητα. Ήταν η εποχή των χίπις. Ευτυχισμένοι νέοι θα τρέχουν στα λιβάδια να χαρούν τον έρωτα, χα χα χα! Εμάς περίμενε η ανθρωπότητα για να απελευθερωθεί! Υπέρμετρη και απολύτως λανθασμένη αισιοδοξία! Τα πράγματα ήταν πολύ πιο πολύπλοκα, ενδιαφέροντα και πολύ πιο ριψοκίνδυνα για τα κορίτσια βέβαια».
«Το ξεπαρθένεμα ήταν απαραίτητο σε μια εποχή που πιστεύαμε βαθιά ότι θα έφερνε την πλήρη σεξουαλική επανάσταση, απελευθέρωση, και ταυτόχρονα αθωότητα. Ήταν η εποχή των χίπις. Ευτυχισμένοι νέοι θα τρέχουν στα λιβάδια να χαρούν τον έρωτα, χα χα χα! Εμάς περίμενε η ανθρωπότητα για να απελευθερωθεί!».
Με αφορμή μια ιστορία που υπάρχει στο βιβλίο: όταν η άμβλωση απαγορεύτηκε ξανά σε διάφορες Πολιτείες της ΗΠΑ, ποιες ήταν οι πρώτες σκέψεις σας; Υπάρχει κίνδυνος να δούμε αυτό το πισωγύρισμα και σε άλλες χώρες της Δύσης;
«Ελπίζω να μην το δούμε αυτό στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίες είναι πιο συνειδητές σε τέτοια θέματα, έχουν δώσει μεγάλους αγώνες. Στα ιατρικά θέματα γενικά οι Αμερικανοί είναι πολύ πίσω, δείτε, ας πούμε, το σύστημα υγείας τους. Εκεί γίνονται οι σπουδαιότερες έρευνες, αλλά αν είσαι φτωχός μπορεί να πεθάνεις από μια πολύ συνηθισμένη αρρώστια. Είναι παράξενη χώρα, γεμάτη αντιφάσεις, βλέπουμε και στο σινεμά πόσο οπισθοδρομική εμφανίζεται σε πολλά. Ελπίζω να μην ξημερώσει σε εμάς τέτοια μέρα. Άσε που στην Ελλάδα γίνονταν μια χαρά οι εκτρώσεις ακόμα κι όταν ήταν έγκλημα του Ποινικού Κώδικα. Αλλά είναι προσβλητική και ταπεινωτική αυτή η υποκρισία».
Θα αποκαλούσατε το μυθιστόρημά σας ένα φεμινιστικό βιβλίο; Ποια γυναικεία ζητήματα θεωρείτε σπουδαιότερο να θίγονται σήμερα και μέσα από τη λογοτεχνία;
«Μπορείς να το πεις φεμινιστικό με την έννοια ότι με ενδιέφερε να περιγράψω καταστάσεις που μου έχουν λείψει από τα διαβάσματά μου, όπως το τι νιώθουν νέες γυναίκες – ή μάλλον το τι ένιωθαν νέες γυναίκες της γενιάς μου όταν από τη μια ήθελαν διακαώς να ξεπαρθενευτούν, αλλά και να αγαπιούνται, να είναι ελεύθερες, αλλά και να μη μένουν έγκυες, να τις συγκινεί κάποιος, αλλά και να χρειάζονται τον χρόνο τους για να κάνουν σεξ μαζί του, κι ένα σωρό άλλες αντιφάσεις σε σχέση με τον έρωτα που βιώσαμε, κυρίως σε σχέση με την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, που υπήρξε ο εφιάλτης μας.
»Πολύ συχνά διαβάζοντας λογοτεχνία ένιωθα ότι εμφανίζεται μόνο η μία πλευρά στις περιγραφές των σχέσεων, ήθελα να γράψω σημειώσεις που να εξηγούν τις συχνά ακατανόητες συμπεριφορές των γυναικών ηρωίδων. Κι ακόμα συχνότερα, ακούγοντας άντρες να μιλούν για τις γυναίκες, διαπίστωνα τρομερές παρεξηγήσεις, σαν να είχαν μείνει εκείνοι πίσω, να μην ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν τη δική μας πορεία. Έβλεπαν συχνά τις δικές μας προσπάθειες για χειραφέτηση και ειλικρίνεια σαν ευκολία, επιπολαιότητα, ελαφρότητα. Είχαν συνηθίσει να μας βλέπουν μέσα από τα παλιά κλισέ, ή εύκολες θα ήμασταν ή σοβαρές. Η σεξουαλική επανάσταση αφενός ήταν υπόθεση που ευνοούσε κυρίως τους άντρες της εποχής μας, εκείνοι είχαν πρόσβαση επιτέλους σε εύκολο σεξ, αλλά δεν έφταναν να εκτιμούν τις γυναίκες που συμμετείχαν σε αυτή την επανάσταση, αφετέρου ήταν για τις γυναίκες πιο ενδιαφέρουσα, γιατί είχαν να ανακαλύψουν όλες τις δυνατότητες της ηδονής, της ελευθερίας στις σχέσεις, όλα αυτά τα πράγματα που προορίζονταν ίσως για κάποια πολύ περιορισμένη ελίτ στην προηγούμενη γενιά.
«Ακούγοντας άντρες να μιλούν για τις γυναίκες, διαπίστωνα τρομερές παρεξηγήσεις, σαν να είχαν μείνει εκείνοι πίσω, να μην ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν τη δική μας πορεία. Έβλεπαν συχνά τις δικές μας προσπάθειες για χειραφέτηση και ειλικρίνεια σαν ευκολία, επιπολαιότητα, ελαφρότητα. Είχαν συνηθίσει να μας βλέπουν μέσα από τα παλιά κλισέ».
»Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα ήθελα να γράψω για τις γυναίκες, για τον εαυτό μου, για τις φίλες μου και το πώς θαύμαζα την πλεύση τους στη ζωή ως γυναίκες, απλώς δεν ξέρω αν ταιριάζει να χαρακτηρίζουμε λογοτεχνικά βιβλία με πολιτικές λέξεις. Αρα δεν μπορώ να ορίσω και ποια ζητήματα θεωρώ σημαντικό να θιγούν στη λογοτεχνία. H λογοτεχνία μπορεί να συγκινήσει με κάτι που αναγνωρίζεις, αλλά και με κάτι τελείως έξω από σένα. Εμβαθύνεις ή δραπετεύεις, και τα δύο πλουτίζουν».