Τα τρένα του Έβρου, που δεν περνάνε πια, ανήκουν σε μια παλιά ζωή που έχει σαλπάρει και τώρα γλιστράει καθώς γράφω από τις παρυφές της μνήμης. Ξεπηδάνε από εκεί τα τρένα αυτά μαζί με τους ξύλινους σταθμούς, τους θρονιασμένους καταμεσής του κάμπου, με τις ξύλινες επιγραφές τους, λες και ήτανε σαλούν στην Άγρια Δύση. Ο πιο οικείος σε μένα ήταν ο σταθμός του Πυθίου, η διασταύρωση όπου ο σιδηρόδρομος προς Ορμένιο και Βουλγαρία διακλαδιζόταν από τη γραμμή από Θεσσαλονίκη προς Κωνσταντινούπολη. Ήταν ο σταθμός των αποχαιρετισμών μου. Λίγο παραπέρα το βυζαντινό κάστρο του Πυθίου. Πιο κάτω, το συνοριακό στρατιωτικό φυλάκιο. Από εκεί ξεκινάει η γέφυρα που ενώνει την Ελλάδα με την Τουρκία, την οποία γέφυρα διέσχιζε το ίδιο τρένο μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου του 2011, όταν όλες οι διασυνοριακές διαδρομές έκλεισαν και τα δρομολόγια προς Κωνσταντινούπολη και Σόφια τερματίστηκαν. Στα όρια του στρατιωτικού φυλακίου, εκεί όπου οι ιτιές βουτούσαν τις ρίζες τους στον Έβρο ποταμό, υπήρχε μια περιφραγμένη έκταση που έγραφε «προσοχή νάρκες».
Ο κάμπος που διέσχιζαν τα τρένα ήταν μια εύφορη γη, που κάθε άνοιξη τρέμιζε στον άνεμο τα φρέσκα σπαρτά της, το καλοκαίρι έστεκε χρυσή με τα ωριμασμένα στάχυα, και το χειμώνα γινόταν σκληρή, μια καφετιά έκταση που αποζητούσε από τις αρχές του Νοέμβρη να την ευεργετήσει το χιόνι. Και το χιόνι υπάκουε. Ερχόταν από νωρίς, φέρνοντας τον αποκλεισμό σε ένα πλήθος από χωριά χτισμένα όλα μετά τη Συνθήκη των Μουδανιών, στην οποία αποφασίστηκε η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες.
Ο πιο οικείος σε μένα ήταν ο σταθμός του Πυθίου, η διασταύρωση όπου ο σιδηρόδρομος προς Ορμένιο και Βουλγαρία διακλαδιζόταν από τη γραμμή από Θεσσαλονίκη προς Κωνσταντινούπολη. Ήταν ο σταθμός των αποχαιρετισμών μου.
Οι κάτοικοι του βόρειου Έβρου, στη συντριπτική πλειονότητά τους, είναι οι απόγονοι των προσφύγων αυτών. Μέχρι τη δεκαετία του ογδόντα, στα χωριά του κάμπου που τα διέσχιζαν τα τρένα υπήρχε μια πραγματική έκρηξη πληθυσμού. Κάθε δρόμος και στενό ήταν γεμάτα με παιδιά κι εφήβους, οι γονείς των οποίων δεν είχαν καν πατήσει τα σαράντα. Τα παιδιά στριμώχνονταν σε σχολεία που δεν τα χωρούσαν. Στην ίδια αίθουσα, δυο τάξεις μαζί, η πρώτη μαζί με τη δευτέρα, η τρίτη μαζί με την τετάρτη και πάει λέγοντας. Στο γυμνάσιο και το λύκειο, η βάρδια ήταν πρωινό απογευματινό. Έτσι μάθαμε γράμματα. Με τις τάξεις δύο-δύο, και βάρδια ανά βδομάδα στο απογευματινό.
Σε κείνα τα χωριά, δασκάλες έφταναν από τα πέρατα της Ελλάδας με τα διάφανα καλσόν τους, τα οποία αποσύρονταν σύντομα στις βαλίτσες αντιμέτωπα με χωματόδρομους και λάσπη όταν έβρεχε. Οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν μεταξύ 1980 και 1990. Όμως παράλληλα με τη φιλόδοξη ασφαλτόστρωση, οι τάξεις των σχολείων άρχισαν να αδειάζουν. Κάποιοι δεν γυρνούσαν πίσω. Τότε άρχισε να μοιάζει λες και τα τρένα έφτασαν σε αυτό τον τόπο για να παίρνουν κόσμο. Το έκαναν στον υπερθετικό βαθμό τη δεκαετία του εξήντα, τότε που ξεφόρτωναν στη Θεσσαλονίκη ανθρώπινα μπουλούκια που τραβούσαν για τη Γερμανία. Αποψιλώθηκε τότε ο Έβρος. Μια ιδιότυπη ορφάνια χτύπησε τα σπίτια. Χιλιάδες παιδιά αφέθηκαν να μεγαλώσουν με γιαγιάδες ή θειάδες, με κείνο το πρώιμο πένθος στα μάτια.
Οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν μεταξύ 1980 και 1990. Όμως παράλληλα με τη φιλόδοξη ασφαλτόστρωση, οι τάξεις των σχολείων άρχισαν να αδειάζουν. Κάποιοι δεν γυρνούσαν πίσω. Τότε άρχισε να μοιάζει λες και τα τρένα έφτασαν σε αυτό τον τόπο για να παίρνουν κόσμο.
Εμείς οι επιβάτες των τρένων του ενενήντα ήμασταν πιο τυχεροί. Τα δικά μας τρένα δεν είχαν πόνο. Είχαν λαχτάρα και όνειρα, είχαν μπλουτζίν, μουσικές και βιβλία στις αποσκευές. Ο πόνος ήταν γι’ αυτούς που έμεναν πίσω, μα τότε δεν είχαμε ιδέα. Τους αποχαιρετούσαμε έξω από κυλικεία που πουλούσαν γκαζόζες Τσακίρη και κάτι σκληρά χαρτομάντιλα που έγδερναν τα μάτια πριν να τα σκουπίσουν. Τα τρένα που μας έπαιρναν δεν είχαν δάκρυα, τα δάκρυα, όπως κατάλαβα μετά, έμεναν όλα στις αποβάθρες.
Έτσι ερήμωσαν τα χωριά. Από εκείνους τους σταθμούς που πλέον δεν τους διασχίζουν τρένα. Και ποιον να πάρουν; Όσοι έμειναν όμως δεν εγκατέλειψαν. Αυτοί που έφυγαν θα βγουν χαμένοι. Πλούσιος τόπος, γεμάτος ποτάμια και εύφορα χώματα, όπου ακόμα και το μπαστούνι φυτρώνει. Κάθε φορά που επιστρέφω, ξαφνιάζομαι. Σουσάμι, ρόδια, σκόρδα, ακόμα και λεβάντες ξαναστήθηκαν στα παλιά χώματα. Επιχειρήσεις παραγωγής βιομάζας στήθηκαν κοντά στις μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες, παράγοντας ενέργεια από τις ζωικές αποκρίσεις, και συνεταιριστικά λατομεία παραγωγής ζεόλιθου πήραν τα ηνία από φιλόδοξες επιχειρήσεις.
Πλούσιος τόπος, γεμάτος ποτάμια και εύφορα χώματα, όπου ακόμα και το μπαστούνι φυτρώνει. Κάθε φορά που επιστρέφω, ξαφνιάζομαι. Σουσάμι, ρόδια, σκόρδα, ακόμα και λεβάντες ξαναστήθηκαν στα παλιά χώματα.
Ο Έβρος μαθαίνει την καινούρια εποχή και ίσως με τον τρόπο αυτό μάθει καλύτερα και τον εαυτό του, και φέρει πίσω όσους λιποτάκτησαν από ετούτη τη γη, που τόσοι και τόσοι τη νομίζουν μόνο σύνορο και πινέζα. Είναι αλήθεια ότι στα πολλά χωριά, ειδικά στον βόρειο Έβρο, δεν κατοικούν περισσότεροι από πενήντα άνθρωποι. Ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα εβδομήντα. Δεν υπάρχουν παιδιά ούτε σχολεία. Οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι γεμίζουν χορτάρια την άνοιξη, αφού δεν τους πατάει κανείς. Οι περισσότεροι από τους νέους που απέμειναν τράβηξαν για τις γύρω πόλεις αφήνοντας έρημα τα χωριά. Στον βόρειο Έβρο προτιμούν την Ορεστιάδα, ενώ η Αλεξανδρούπολη δεσπόζει στα πιο χαμηλά. Το Διδυμότειχο, όπου γεννήθηκαν δύο Βυζαντινοί αυτοκράτορες, ο Iωάννης Γ’ Bατάτζης και ο Iωάννης Ε’ Παλαιολόγος, και όπου στέφθηκε αυτοκράτορας ο Iωάννης ΣΤ’ Kαντακουζηνός, στριμώχτηκε στους στενούς του δρόμους, στις ανηφοριές, στα κάστρα, στους λίγους αστούς, και τη μεγάλη του ιστορία. Αντίθετα, η Ορεστιάδα, μια πόλη ούτε εκατό χρόνων, με φαρδιούς επίπεδους δρόμους, απλώθηκε γρήγορα όπως απλώνεται το νερό, χωρίς συναίσθηση της υπεροχής του. Το ίδιο με το Διδυμότειχο έπαθε το Σουφλί. Η πόλη του μεταξιού άδειασε.
Μπορεί να φταίει που οι εύποροι κάτοικοι, έχοντας ευαίσθητες κεραίες στις επερχόμενες αλλαγές, μπαίνουν πρώτοι στα τρένα και φεύγουν. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, κάτι φαίνεται να αλλάζει. Το Σουφλί με τα μετάξια του άρχισε να ζει ξανά. Επιπλέον, σε έναν κόσμο που έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται την αξία της ποιοτικότερης διατροφής και του ποιοτικότερου περιβάλλοντος, όπου η αγροτική παραγωγή δεν περιορίζεται στους φημισμένους ήλιους του Έβρου (που οι ντόπιοι αποκαλούν φεγγάρια), ούτε στα καλαμπόκια και τα σιτάρια, κάποιοι πιάνουν την καλή. Ο Έβρος αποδείχθηκε η καλύτερη ευκαιρία, με τη χαμηλή αξία της γης και το μικρό μέχρι πρότινος ενδιαφέρον για επενδύσεις.
Το Σουφλί με τα μετάξια του άρχισε να ζει ξανά. Επιπλέον, σε έναν κόσμο που έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται την αξία της ποιοτικότερης διατροφής και του ποιοτικότερου περιβάλλοντος, όπου η αγροτική παραγωγή δεν περιορίζεται στους φημισμένους ήλιους του Έβρου (που οι ντόπιοι αποκαλούν φεγγάρια), ούτε στα καλαμπόκια και τα σιτάρια, κάποιοι πιάνουν την καλή.
Είναι εκείνοι που συνδυάζουν την καλή επένδυση με τη διαμονή τους στην πόλη των πόλεων, την πρώτη πόλη της Ευρώπης, που είναι περισσότερο Ευρώπη απ’ οποιαδήποτε άλλη πόλης της Ελλάδας, την Αλεξανδρούπολη. Κατάφορτη ελευθερία και πείσμα. Είναι πόλη των ναυτικών αλλά και των αγροτών, πόλη των στρατιωτικών και των διπλωματών, πόλη των ναυτικών βάσεων και του φυσικού αερίου, μα πάνω απ’ όλα είναι όμορφη πόλη. Ξέρει πως θέλει κότσια να στέκεσαι εκεί, και πως χρειάστηκε κόπος για να γίνεις η λαχτάρα του Σαββατοκύριακου για Σέρβους, Βούλγαρους, Ρώσους και Τούρκους, που συρρέουν πριν ξημερώσει Σάββατο και γεμίζουν τους δρόμους της. Καμιά φορά, από τότε που άρχισαν να δένουν πολεμικά-μεταγωγικά πλοία του Αμερικανικού Ναυτικού, καθώς οι δρόμοι της πόλης γεμίζουν Αμερικανούς ναύτες, μια αύρα παλιάς ελληνικής ταινίας ξαφνιάζει τα σοκάκια.
Μπορεί να έφτασε η ώρα η πινέζα να πάρει την εκδίκησή της. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως οι ηλικιωμένοι των καφενείων του βόρειου Έβρου δύσκολα θα το μάθουν αυτό. Κι αν το μάθουν, λίγο τούς αφορά. Εκείνοι αποχαιρέτησαν ό,τι πιο πολύ αγαπούσαν σε κείνους τους παλιούς σταθμούς, είδαν τα σχολεία, τα σπίτια και τα καφενεία να κλείνουν, τη ζωή τους να μικραίνει και να περιορίζεται σε έναν μικρό κύκλο συνομηλίκων τους, οι οποίοι αναπολούν τις κάποτε γεμάτες πλατείες, τους γάμους και τις βαφτίσεις στις εκκλησίες.
Οι ηλικιωμένοι των καφενείων του βόρειου Έβρου αποχαιρέτησαν ό,τι πιο πολύ αγαπούσαν σε κείνους τους παλιούς σταθμούς, είδαν τα σχολεία, τα σπίτια και τα καφενεία να κλείνουν, τη ζωή τους να μικραίνει και να περιορίζεται σε έναν μικρό κύκλο συνομηλίκων τους.
Κι εγώ που σήμερα τα γράφω αυτά ξέρω πως φεύγοντας άνοιξα μια πληγή και πως σήμερα σε εκείνη την αυλή που βούιζε από παιδιά, ζώα και μελίσσια, ζει μόνο ο πατέρας μου. Τα γύρω σπίτια είναι αδειανά. Οι γείτονες πεθαμένοι. Τα τρένα έχουν σταματήσει να περνάνε εδώ και χρόνια. Μόνο τα χώματα εκείνα που κρατάνε για πάντα τα πρώτα μου βήματα, κάθε φορά που τα πατώ λες και μου χρωστάνε ακόμα καλοσύνη, ημερεύουν τον κόσμο μέσα μου. Ή πάλι μπορεί όλη τούτη η καλοσύνη να στέκει στις λέξεις του πατέρα μου, που δεν θέλει να το κουνήσει ρούπι από εκεί, στις λέξεις του με τις κομμένες συλλαβές, την ντοπιολαλιά που ανακινεί και καταργεί ό,τι ψευτίζει μέσα μου.