Κάποιες φορές τα πράγματα μπορεί να έρθουν έτσι ώστε το περιβάλλον που λατρεύουμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να γίνει απειλητικό για τη ζωή μας. Έτσι συνέβη με ένα νεαρό κορίτσι από τη Συρία, τη Γιούσρα Μαρντίνι, που από μικρή αγαπούσε τόσο το νερό, ώστε ονειρευόταν κάποτε να αγωνιστεί ως κολυμβήτρια στους Ολυμπιακούς αλλά βρέθηκε, πρόσφυγας, να παλεύει με τα κύματα του Αιγαίου για να σώσει όχι μόνο τον εαυτό της αλλά και τους αγαπημένους της.
Κι αυτή ήταν μόνο μία από τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε, από τότε που ξέσπασε πόλεμος στην πατρίδα της μέχρι τη στιγμή που, μετά από μια μεγάλη προσφυγική Οδύσσεια κατά μήκος της Ευρώπης, έκανε το όνειρό της πραγματικότητα, το 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο, διεκδικώντας τον τίτλο της Ολυμπιονίκη. Έχοντας όμως μέχρι τότε κατακτήσει τον σπουδαιότερο τίτλο από όλους, της επιζήσασας, αποφάσισε να αφηγηθεί την ιστορία της σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τίτλο «Πεταλούδα») και μεταφέρθηκε σε ταινία, σε σκηνοθεσία Sally El Hosaini. Με τίτλο «The Swimmers», το φιλμ άρχισε να προβάλλεται πρόσφατα στο Netflix, κάνοντας το προσφυγικό δράμα εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον πλανήτη να δείχνει πρωτόγνωρα οικείο.
Το απότομο τέλος μιας εφηβείας
Η Γιούσρα Μαρντίνι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια πόλη νότια της Δαμασκού, τη Σετ Ζέιναμπ, μαζί με τους γονείς της και τις αδερφές της, την πρωτότοκη Σάρα και την υστερότοκη Σαχέντ. Ο πατέρας της, προπονητής κολύμβησης, μύησε τις κόρες του από πολύ μικρές στο αγαπημένο του άθλημα. Η πεισματάρα και φοβερά πειθαρχημένη Γιούσρα είχε αποφασίσει να κυνηγήσει το όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων ήδη από το 2004, όταν είδε στην τηλεόραση τον Μάικλ Φελπς να σημειώνει ρεκόρ στην Αθήνα.
Η πεισματάρα και φοβερά πειθαρχημένη Γιούσρα αποφάσισε να κυνηγήσει το όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων ήδη από το 2004, όταν είδε στην τηλεόραση τον Μάικλ Φελπς να σημειώνει ρεκόρ στην Αθήνα.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος στη Συρία, με την αδερφή της, Σάρα, βρισκόταν στην εφηβεία. Η οικογένεια κατέφυγε στη Δαμασκό, όπου άρχισε να μετακομίζει από το ένα διαμέρισμα στο άλλο, αλλά οι αδερφές Μαρντίνι δεν σταμάτησαν τις προπονήσεις. Μια μέρα, στη διάρκεια ενός αγώνα, ένιωσαν πιο κοντά από ποτέ στο θάνατο, όταν μια βόμβα προσγειώθηκε στο εσωτερικό του κολυμβητηρίου, μέσα στην πισίνα. Καθώς ο αριθμός των νεκρών άρχισε να αυξάνεται μέρα με τη μέρα γύρω τους, η Γιούσρα και η Σάρα αποφάσισαν να δραπετεύσουν στην Ευρώπη, μαζί με τον αγαπημένο τους ξάδερφο, Νιζάρ. Άφησαν την υπόλοιπη οικογένεια πίσω, άγνωστο για πόσο, με την ελπίδα να επανασυνδεθούν στο μέλλον στον τελικό τους προορισμό, τη Γερμανία.
Από αθλήτριες, πρόσφυγες
Ήδη από την Ιστανμπούλ αντιλήφθηκαν πόσο ευάλωτες ήταν πλέον, καθώς αναγκάστηκαν να πληρώσουν έναν διακινητή δύο χιλιάδες ευρώ το κεφάλι, από τις οικογενειακές οικονομίες τους, για να τις μεταφέρει, μαζί με ένα πλήθος άλλων προσφύγων, στα τουρκικά παράλια και από εκεί στην Ελλάδα. Τέσσερις ημέρες περίμεναν κρυμμένοι στο δάσος, με ελάχιστο φαγητό και νερό, μέχρι να εμφανιστούν ξανά οι traffickers, με ένα μικροσκοπικό φουσκωτό που δεν χωρούσε πάνω από έξι άτομα, αλλά στο οποίο τώρα θα έπρεπε να στριμωχτούν είκοσι, ανάμεσα σε αυτούς ένα βρέφος και δύο μικρά παιδιά.
Τέσσερις ημέρες περίμεναν κρυμμένοι στο δάσος, με ελάχιστο φαγητό και νερό, μέχρι να εμφανιστούν ξανά οι traffickers, με ένα μικροσκοπικό φουσκωτό που δεν χωρούσε πάνω από έξι άτομα, αλλά στο οποίο τώρα θα έπρεπε να στριμωχτούν είκοσι.
Όταν ανοίχτηκαν στα βαθιά και καθώς άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, συνέβη αυτό που έτρεμαν περισσότερο: Η μηχανή σταμάτησε και η βάρκα άρχισε να μπάζει νερά. Αφού οι επιβάτες πέταξαν στο νερό ό,τι μπορούσαν για να ελαφρύνει το φορτίο, οι αδερφές Μαρντίνι βούτηξαν στη θάλασσα, στην προσπάθεια να σώσουν τον εαυτό τους αλλά και τους συνεπιβάτες τους.
Δαμάζοντας τα κύματα
«Ρίχνομαι στη μάχη με τα κύματα. Σε κάθε κορυφή μια ριπή θαλασσινού νερού χτυπάει το κεφάλι μου επάνω στη βάρκα. Το αλμυρό νερό χώνεται στα μάτια, στη μύτη και στο στόμα μου. Σε κάθε βύθισμα, το τζιν μου μουλιάζει και με τραβάει προς τα κάτω, ενώ το σωσίβιο ανεβαίνει ως τα αυτιά μου και το τραχύ υλικό του μου γδέρνει τον σβέρκο», θα έγραφε πολύ αργότερα στο βιβλίο της η Γιούσρα, προσθέτοντας ότι τότε συνειδητοποίησε, για τη θάλασσα του Αιγαίου, πως «το μέρος αυτό είναι νεκροταφείο. Σκέψου όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν πνιγεί εδώ, πόσο σου έμοιαζαν. Νέοι, γέροι, μητέρες με τα μωρά τους, χιλιάδες ζωές χαμένες κάτω από τα κύματα».
Τέσσερις σχεδόν ώρες πάλευε με τα κύματα ενώ ταυτόχρονα έσερνε τη βάρκα: «Κάνε να τελειώσει! Φωνάζω στη φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Ή να πνιγούμε ή να φτάσουμε. Κάτι πρέπει να γίνει. Αναριγώ. Οι μύες μου πονάνε από το αφόρητο κρύο, το στομάχι μου σφίγγεται από το θαλασσινό νερό που έχω καταπιεί. Τα δάκρυα θολώνουν τα μάτια μου. Πέντε λεπτά ακόμα και θα πάρει μπρος η μηχανή. Κοίτα μόνο να επιβιώσεις, να μείνεις ζωντανή για πέντε λεπτά ακόμα. Κατέβασε τον διακόπτη του μυαλού σου και άφησε το σώμα σου να δουλέψει».
«Κάνε να τελειώσει! Φωνάζω στη φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Ή να πνιγούμε ή να φτάσουμε. Κάτι πρέπει να γίνει. Αναριγώ. Οι μύες μου πονάνε από το αφόρητο κρύο, το στομάχι μου σφίγγεται από το θαλασσινό νερό που έχω καταπιεί».
Ξαφνικά, ως εκ θαύματος, η μηχανή ζωντάνεψε ξανά, με ένα τίναγμα. Φτάνοντας στη Λέσβο, βρέθηκαν για λίγο σε έναν προσφυγικό καταυλισμό και σύντομα σε ένα πλοίο για την ηπειρωτική Ελλάδα, από όπου ξεκίνησε μια ατελείωτη πεζοπορία και ένας κλεφτοπόλεμος με τους συνοριοφύλακες.
Babylon Berlin
Μετά από μία σειρά από περιπέτειες (μεταξύ αυτών, βλέπουμε τη Γιούσρα στην ταινία να κινδυνεύει, σε ένα προσωρινό κατάλυμά τους, να πέσει θύμα βιασμού), που περιγράφονται σπαρακτικά στο βιβλίο και στην ταινία, έφτασαν στο Βερολίνο, όπου αρχικά βρήκαν καταφύγιο σε ένα camp. Εκεί, παρόλο που αναγκάστηκαν να συμβιώσουν με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες κάτω από δύσκολες συνθήκες, η Γιούσρα μόλις άρχισε να αισθάνεται πιο ασφαλής ένιωσε να αναβιώνει το όνειρό της για τους Ολυμπιακούς Αγώνες: «Έχω χάσει το σπίτι, την πατρίδα, την κουλτούρα, τους φίλους μου, τη ζωή μου. Πρέπει να βρω έναν σκοπό στη ζωή μου. Πρέπει να βρω τρόπο να επιστρέψω στο νερό».
«Έχω χάσει το σπίτι, την πατρίδα, την κουλτούρα, τους φίλους μου, τη ζωή μου. Πρέπει να βρω έναν σκοπό στη ζωή μου. Πρέπει να βρω τρόπο να επιστρέψω στο νερό»
Η Γιούσρα και η Σάρα τόλμησαν, με το θάρρος με το οποίο τις είχε οπλίσει η σκληρή προπόνηση με τον πατέρα τους, να επισκεφτούν ένα κολυμβητήριο στο Σπάνταου και να ζητήσουν από έναν Γερμανό προπονητή που συναντούσαν για πρώτη φορά, τον Σβεν, να τις αναλάβει. «Σε τεχνικό επίπεδο και οι δύο αδερφές ήταν πραγματικά καλές», θυμάται ο Σβεν. «Αλλά σε αερόβιο επίπεδο, η κατάσταση της Γιούσρα ήταν πολύ κακή και έχει χάσει την επαφή με το νερό». Η Σάρα επέλεξε να βουτήξει στη νυχτερινή ζωή της γερμανικής πόλης, αλλά η Γιούσρα δεν το έβαλε κάτω και άρχισε ξανά την κολύμβηση, ζητώντας μάλιστα από τον Σβεν να την προετοιμάσει για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 στο Ρίο. Εκείνος τούς στάθηκε σαν μεγάλος αδερφός, εξασφαλίζοντάς τους στέγη μέσα στις αθλητικές εγκαταστάσεις, ρούχα, φαγητό, αλλά και βοήθεια για τη γραφειοκρατία.
Όταν δημιουργήθηκε μια ομάδα προσφύγων για τους Ολυμπιακούς του ‘16 και ο Σβεν πρότεινε στη Γιούσρα να λάβει μέρος, εκείνη αρνήθηκε, γιατί δεν ήθελε να την επιλέξουν «από λύπηση». Αλλά τελικά άλλαξε γνώμη, καθώς κατάλαβε ότι «ήταν μια ευκαιρία που δεν παρουσιάζεται σε πολλούς». Στο μεταξύ η υπόλοιπη οικογένεια καταφέρνει να ταξιδέψει μέχρι τη Γερμανία και να επανασυνδεθεί με τις δύο αδερφές.
Όμως προτεραιότητα της Γιούσρα δεν ήταν πλέον το χρυσό μετάλλιο αλλά να κάνει γνωστή την ιστορία της και να δώσει φωνή σε εκατομμύρια πρόσφυγες. Κι αυτόν το στόχο τον κατάκτησε, ξεπερνώντας ακόμα και τα μεγαλύτερα όνειρά της.
Η Γυναίκα που Άλλαξε τον Κόσμο
Τα επόμενα χρόνια η Γιούσρα, ενώ δεν εγκατέλειψε ποτέ την κολύμβηση, έγινε Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Συναντήθηκε με τον Μπαράκ Ομπάμα, την περίοδο της θητείας του ως πρόεδρος των ΗΠΑ, με τη βασίλισσα Ράνια της Ιορδανίας, η οποία πρότεινε τη νεαρή αθλήτρια για τη λίστα του περιοδικού «People» με τις 25 Γυναίκες που Αλλάζουν τον Κόσμο, και με τον Πάπα της Ρώμης.
Η αδερφή της, Σάρα, ακολούθησε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο, αλλά επίσης με δυνατό αντίκτυπο: Επέστρεψε στη Λέσβο, για να προσφέρει εθελοντική εργασία στα σημεία υποδοχής προσφύγων. Μάλιστα το 2018 η Σάρα συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές και πέρασε τρεις μήνες στη φυλακή με διάφορες κατηγορίες – μεταξύ αυτών, της κατασκοπείας. Μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να απαλλαγεί, αν και όπως είπε η Γιούσρα σε πρόσφατη συνέντευξή της, ελπίζει να τελειώσει σύντομα η δικαστική περιπέτεια της αδερφής της ώστε να συνεχίσει να κάνει όνειρα για το μέλλον της.
Το 2018 η Σάρα συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές και πέρασε τρεις μήνες στη φυλακή με διάφορες κατηγορίες – μεταξύ αυτών, της κατασκοπείας.
Στο μεταξύ η Γιούσρα, μέσα από τις δράσεις της αλλά και τις αυθόρμητες ομιλίες που παραδίδει, χωρίς σημειώσεις, περνάει ένα μήνυμα για το προσφυγικό ζήτημα, το οποίο, δυστυχώς, δεν βγαίνει ποτέ εκτός επικαιρότητας: «Είμαστε πρόσφυγες, αλλά είμαστε και κανονικοί άνθρωποι όπως εσείς. Σκεφτόμαστε το μέλλον μας. Φροντίζουμε τα παιδιά μας. Είμαστε γιατροί και μηχανικοί και δάσκαλοι. Είμαστε μορφωμένοι. Η διαφορά μας είναι ότι, εξαιτίας του πολέμου, δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να συνεχίσουμε φυσιολογικά τη ζωή μας».
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας «The Swimmers»:
Δείτε στιγμιότυπα από τη ζωή της Γιούσρα:
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.